Ἕνα μόνιμον σφᾶλμα ποὺ γίνεται εἶναι ἡ ὀρθογραφία τοῦ ῥήματος «κυττάζω», ὅταν κάποιος θέλει νὰ προσδώσει μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοῦ ὁρᾶν. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ὀρθογραφικὸν λάθος, ἀλλὰ γιὰ ἐννοιολογικὸν σφάλμα καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλεῖστα παραδείγματα τῆς διαχρονικῆς καὶ σταδιακῆς ἀποσυνδέσεως τοῦ σημαίνοντος ἀπὸ τὸ σημαινόμενον ποὺ ἐπιβάλλεται ἐδῶ καὶ πάρα πολλὲς δεκαετίες -τουλάχιστον- στὴν γλῶσσα μας. Καὶ γράφω «σφάλμα» διότι τὸ «λάθος» ὑποδεικνύει πὼς κάτι λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἑκάστοτε γράφοντος, ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο στὴν συγκεκριμένη περίπτωσιν, καθῶς ἡ ἐσφαλμένη γραφὴ διδάσκεται γιὰ ὀρθὴ καὶ ἡ ὀρθή ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐτυμολογία, τὴν ἔννοια, ἔχει καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν... «γλωσσολόγων».
Ὅμως :
Κοιτῶ/ κοιτάζω σημαίνει ξαπλώνω, κατακλίνω κάποιον, κοιμίζω καὶ κοιμᾶμαι, καὶ κοιτάζομαι σημαίνει κεῖμαι, ἐξ οὗ καὶ ἡ κοίτη ( =ἡ κλίνη), ἡ κοιτίς, ὁ κοιτὼν, τὰ κοιτάσματα (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ε σὲ ο), ἡ κώμη («Κώμη, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρία ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι νυκτὸς ἐπιγενομένης, ὅθεν καὶ ἐπικέκληται», Ἐθνικά, 400, Στ. Βυζάντιος. Διὰ τῆς ἰδίας μάλιστα λογικῆς ἐκ τοῦ ἑλληνικοτάτου «κεῖμαι < κέFω», ἔφτιαξαν καὶ οἱ ξένοι τὶς δικές τους κῶμες καὶ πολιτεῖες, τὶς civitas, city, ciudad, cité, Zitadelle» κοκ), τὸ κῶον ( =σπήλαιον, ὅπου κεῖται κανείς) κλπ.
Τὸ «κοιτάζω» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κεῖμαι καὶ αὐτὸ «ἀπὸ τὸ κέω, κῶ τὸ κεῖμαι, ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς τῶν εἰς -μι κεῖμαι, κεῖται, καὶ ἐξ αὐτοῦ κοίτη, ἐν ᾗ ἐστι κεῖσθαι κοιμωμένους· ὁ δὲ Θεόγνωστος, παρὰ τὸ κῶ, ὅ σημαίνει τὸ ὑπνῶ, γίνεται κείω, ὡς θῶ θείω...», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα.
Κυττῶ («παρὰ τὸ γυῖον, ὅ σημαίνει τὸ μέλος τοῦ σώματος, γίνεται γύπτω καὶ κύπτω», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα) καὶ μὲ τὴν θαμιστικὴ κατάληξιν -αζω (ποὺ δηλώνει πὼς ἡ πράξις τοῦ ῥήματος γίνεται συχνά, ἐπαναληπτικῶς, < ἅδην =πολύ, ἀρκετά), κυπτάζω/ κυττάζω σημαίνει βλέπω, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, ὑπὸ τὴν ἔννοια κύπτω/ σκύβω, παραμένω σκυμμένος ξανὰ καὶ ξανὰ πάνω ἀπὸ κάτι, γιὰ νὰ τὸ δῶ καλλίτερα, ὥστε νὰ τὸ ἐξετάσω ἐνδελεχῶς («ἄλλοι ἀντὶ τοῦ βλέπειν λέγουσι κυττάζειν, ἀπὸ τοῦ κυπτάζειν», Π. Ρουσάνος). Διὰ τῆς ἰδίας λογικῆς καὶ ἐκ τοῦ ἰδίου ῥήματος γεννήθηκε καὶ τὸ ἐγ-κύπτω ( =ἐρευνῶ ἐξονυχιστικῶς, < ἐν + κύπτω).
«Ἐκ τοῦ κυπτός ( =σκυφτός) σὺν τὴν θαμιστικὴ κατάληξιν -αζω, δηλαδὴ παραμένω σκυμμένος ἐπάνω ἀπὸ κάτι καὶ τὸ παρατηρῶ, «κύπτω καὶ περιεργάζομαι», κυπτάζω > κυττάζω...Ἡ ἐπικρατήσασα ὀρθογραφία «κοιτάζω» εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένη καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ὀρθὴν ἔννοιαν. Τὸ ῥῆμα δὲν ἔχει σχέσιν μὲ τὴν κοίτην καὶ τὸ κεῖμαι, διότι κοιτάζω σημαίνει κοιμίζω, κοιμᾶμαι. Αὐτὸς ποὺ κοιτάζει ἔχει τοὺς ὀφθαλμοὺς κλειστούς· «ἀμόναχος κοιτάζω» =μόνος μου κοιμάμαι», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Ἐσφαλμένως σήμερα τὸ «κυττάζω», ποὺ ὑποδεικνύει πὼς ὁρῶ κάτι μετὰ προσοχῆς, γράφεται «κοιτάζω». Ὅταν κυττάζεις ( =παραμένεις πάνω ἀπό τι καὶ ὁρᾶς μετὰ προσοχῆς), δὲν κοιτάζεις, «κοιμᾶσαι ὄρθιος», ἤ πέφτεις σὲ κῶμα (ὁμοίως ἐκ τοῦ κεῖμαι, κοιμῶμαι)! Κι οὔτε αὐτὰ ποὺ γράφουν τὰ σύγχρονα λεξικὰ (πολλὰ ἐκ τῶν ὁποίων στὸ παρελθὸν ἀκολουθοῦσαν τὴν σωστὴ γραφή, καὶ τὴν ἤλλαξον σὲ «κοιτάζω» στὶς ἑπόμενες τους ἐκδόσεις!) γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἐσφαλμένη γραφή, ἔχουν κάποια βάσιν· δηλαδὴ πὼς ὁ φρουρὸς ποὺ κοιτάζει ἤ ἔχει τὴν κοίτη του στὸ φυλάκιον... γιὰ νὰ ἐπαγρυπνεῖ, ἔδωσε τὸ «κοιτάζω» μὲ τὴν σημασία τοῦ ἐπιτηρῶ. Ποιός φρουρὸς μπορεῖ νὰ εἶναι σωστὸς στὸ καθῆκον του, νὰ κυττάζει δηλαδή, περιφρουρώντας τὸ στρατόπεδον, πόλιν κοκ, κείμενος, κοιτώντας;
Οἱ φρουροὶ παγκοσμίως καὶ διαχρονικῶς ἐπι-βλέπουν γύρω τους μὲ μεγάλη προσοχή, τὸ καθῆκον τους σχετίζεται μὲ τὴν ὅρασιν καὶ ὄχι μὲ τὸ νὰ εἶναι κοιμώμενοι καὶ ξαπλωτοί. Τὸ ἔχουν ἐννοήσει ἀκόμα καὶ οἱ ἀλλοδαποὶ ποὺ ὅσον καὶ ἄν βαρβαροποίησαν τὴν μητέρα-γλῶσσα, τὴν ἑλληνική, συγκράτησαν αὐτὴν τὴν λογική. Γι' αὐτὸ καὶ διόλου τυχαίως ὁ Γάλλος φύλαξ/ φρουρά (guard < Fερύω =διασώζω, ἐπί-τηρῶ) μὲ τὸ «παρακολουθῶ, κυττάζω» (re-garder) ἔχουν τὴν ἴδια ῥίζα· ὁμοίως καὶ οἱ ἰταλικὲς ἀντίστοιχες, guardia μὲ τὸ guardare... Ἡ δὲ παραμονὴ εἰς ἐπιφυλακὴν καὶ προσεκτικὴ παρατήρησιν, ὥστε νὰ προλάβει ἡ φρουρὰ νὰ προειδοποιήσει τὸ ὑπόλοιπον στράτευμα, γέννησε καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀλλοδαπὰ τῆς ἀναμονῆς, τῆς προειδοποιήσεως καὶ δια-τηρήσεως/ προστασίας, ὅπως τὰ «warten, Wahrung, warn» κοκ ἐκ τοῦ ἰδίου ἑλληνικοῦ ῥήματος, τοῦ Fερύω («Ἕλλην λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου).
Καὶ μὲ τὴν σωστὴ γραφή, τουτ' ἔστιν τὴν ὀρθὴ ἀπόδοσιν τῆς ἐτυμολογίας, γίνεται ἀντιληπτὴ καὶ ἡ φράσις «Κύττα νὰ δεῖς», ἡ ὁποία σημαίνει «παράμεινε πάνω ἀπὸ κάτι, ἐξετάζοντάς το, ὥστε νὰ τὸ ἐννοήσεις, νὰ τὸ ἰδεῖς, νὰ τὸ καταλάβεις». Διότι τὸ «οἶδα» ἐκφράζει τὴν ἔξωθεν ἐρχομένη γνῶσιν, ἐκ τοῦ ὁρᾶν καὶ σὲ αὐτὸ διαφοροποιεῖται ἐκ τῆς καθ' ἑαυτοῦ ὑποκειμενικῆς γνώσεως, ποὺ δηλοῖ τὸ «γιγνώσκειν».
Τὰ παραδείγματα τῆς ὀρθῆς γραφῆς καὶ τῆς ἐννοιολογικῆς διαφοροποιήσεως τοῦ «κοιτάζειν» ἀπὸ τὸ «κυπτάζειν» (καὶ διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ π σε τ «κυττάζειν») εἶναι ἀμέτρητα στὴν γραμματεία μας καὶ κατηγορηματικὰ ὡς πρὸς τὰ σημαινόμενα τῶν δύο προαναφερθέντων ῥημάτων. Ἐνδεικτικῶς :
«Κυπτάζειν : διατρίβειν, στραγεύειν*, ἀναβάλλειν. ὁ δὲ ἐς ἅμαξαν χόρτου πλήρη ἐκρύφη καὶ οὕτως ἐς τὸ ἄστυ ἐσεκομίσθη, ἅτε μηδενὸς ἐλπίσαντος ἐνταῦθα τινὰ κυπτάζειν· Τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν;», Λεξικὸν Σουΐδα.
«κυπτάζειν : διατρίβειν, στραγγεύειν*...
*στραγ(γ)εύω σημαίνει παραμένω, χρονοτριβῶ σὲ κάτι.
«περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν», Εἰρήνη, 731, Ἀριστοφάνης.
«Ἐμπρὸς κυττάζω τ' ἀναμμένα μου κεριά...», γράφει ὁ Κ.Π. Καβάφης τὸ 1899! Καὶ ἔχει σημασία ἡ χρονολογία, καθῶς στὰ νεοσύστατα λεξικὰ ὅπως τοῦ Τριανταφυλλίδου, τοῦ Μπαμπινιώτη καὶ ὅσων τέλος πάντων ἄλλων «γλωσσολόγων», οἱ ὁποῖοι ἀντιλαμβάνονται τὴν ὀρθογραφία ὡς μία τάσιν τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς κι ὄχι ὡς ἀποτύπωσιν τοῦ ἀληθοῦς λόγου τῶν λέξεων, δικαιολογεῖται ὡς μεσαιωνικὸν γέννημα καὶ ὑπόλειμμα.
«Κυπτάζω, ἐκ τοῦ κύπτω, σκύπτω συχνάκις· ἐντεῦθεν βλέπω, περιεργάζομαι ζητῶτι· Εἰς τὴν συνήθη μας γλῶσσα κυττάζω· καὶ διατρίβω, χρονοτριβῶ, παραμονεύω, κρύπτομαι· «Τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν;» , δηλ. διατρίβεις, στέκεσαι, Ἀριστ. Νεφ., 509...», Λεξικὸν Κων/νου Κοῦμα, 1826.
Ἀκόμα καὶ ὁ «ἰαπετικός» Ι. Σταματάκος παραδέχεται : «Κοιτάζω, βάλλω τινὰ εἰς τὴν κοίτην, κατακοιμίζω...ἐκοιταξάμην, ὑπάγω εἰς τὴν κλίνην μου, κατακλίνομαι, πλαγιάζω...
Κυπτάζω, θαμιστικὸν τοῦ κύπτω· κύπτω συνεχῶς, σκαλίζω, μικροπραγμονῶ, ἐξετάζω, ἐρευνῶ λεπτομερῶς γύρω ἀπό τι· πρβλ. κυττάζω», Λεξικὸν Σταματάκου, 1972.
...
Ἐν κατακλείδι, ἄλλο κυττάζω ( =παρατηρῶ, ἐξετάζω) κι ἄλλο κοιτάζω ( =κοιμᾶμαι). Κι ὁ ἰατρὸς στὴν φωτογραφία, ἀφοῦ κοιτάξει ( =βάλλει νὰ ξαπλώσει) τὴν ἀσθενῆ, κάμπτει τὰ γυῖα του ( =μέλη), γύπτει > κύπτει δηλαδή καὶ τὴν κυττάζει ( =ἐξετάζει).
Γι' αὐτὸ λοιπὸν ἄς σταματήσουμε νὰ κοιτάζουμε ἑαυτοὺς κι ἄς κυττάξουμε ὅλοι τὴν σοφία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσης καὶ ὅσα αὐτὴ ἐκπροσωπεῖ καὶ διαφυλάττει, γιατὶ μᾶς τὴν κομματιάζουν, μᾶς τὴν παραχαράσσουν καὶ τὴν ἀτιμάζουν «ἐπιστημονικῶς» καὶ ἐπισταμένως, λίγο-λίγο, χρόνον μὲ τὸν χρόνον, κατακερματίζοντας τὶς ἐγκεφαλικὲς συνάψεις καὶ καθιστώντας τὸ ὄν ἀπὸ διανοούμενον καὶ ἔλλογον, κραυγάζον ἁπλοὺς φθόγγους ἄλογον ζῶον.
Καὶ ἡ μήτηρ ὅλων, ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀκόμη συμβατικὸς κῶδιξ ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ἀνώτατος τρόπος προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου, μέσον φιλοσοφίας καὶ ἀπόδειξις τῆς ἱστορίας. Ἡ διαφύλαξις λοιπὸν τῆς ὀρθογραφίας τῶν λέξεων δὲν εἶναι ἕνα σχολικόν θέμα, ἀλλὰ ἕνα -τουλάχιστον- ἐθνικὸν καθῆκον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου