Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΥ Ἡ λέξις «διθύραμβος» ( < δίς + θύρα + βαίνω) ἐγεννήθη μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσον, καθὼς αὐτὸς ἔβη δύο θύρες γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Ὅταν ἡ Ἥρα ἔμαθε πὼς ἡ Σεμέλη περιμένει τὸ παιδὶ τοῦ Διός, βάλθηκε νὰ τὴν σκοτώσει. Ἐνεφανίσθη λοιπὸν μπροστὰ στὴν Σεμέλη μεταμφιεσμένη σὲ παραμάνα καὶ τῆς εἶπε νὰ ζητήσει άπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της ὅπως ἐμφανίζεται στὴν Ἥρα, μὲ τὴν θεϊκήν του ὑπόστασιν. Ὅταν ἡ Σεμέλη τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον της, αὐτὸς δὲν τῆς χάλασε τὸ χατίρι μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς του νὰ τὴν σκοτώσει. Ὁ Ζεὺς στεναχωρημένος πρόλαβε νὰ σχίσει τὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου Σεμέλης καὶ νὰ σώσει τὸ πρόωρον παιδί του, ἐμφυτεύοντάς το στὸν μηρόν του, ἀφ' ὅπου ὁ Διόνυσος θὰ ἐτρέφετο μὲ τὸ θεϊκὸν αἷμα τοῦ πατρός του μέχρι νἀ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μῆνες τῆς «κυήσεως». Ἔτσι ὁ Διόνυσος ἐγεννήθη μία φορὰ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του, Σεμέλης καὶ μία ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ πατρός του, Διός, ἐξ οὗ καὶ ὠνομάσθη διθυράμβιος Διόνυσος. «Ὁ διθύραμβος, ὡς εἶδος χορικῆς ποιήσεως
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης