Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)


Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΥ 

Ἡ λέξις «διθύραμβος» ( < δίς + θύρα + βαίνω) ἐγεννήθη μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσον, καθὼς αὐτὸς ἔβη δύο θύρες γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Ὅταν ἡ Ἥρα ἔμαθε πὼς ἡ Σεμέλη περιμένει τὸ παιδὶ τοῦ Διός, βάλθηκε νὰ τὴν σκοτώσει. Ἐνεφανίσθη λοιπὸν μπροστὰ στὴν Σεμέλη μεταμφιεσμένη σὲ παραμάνα καὶ τῆς εἶπε νὰ ζητήσει άπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της ὅπως ἐμφανίζεται στὴν Ἥρα, μὲ τὴν θεϊκήν του ὑπόστασιν. Ὅταν ἡ Σεμέλη τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον της, αὐτὸς δὲν τῆς χάλασε τὸ χατίρι μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς του νὰ τὴν σκοτώσει. Ὁ Ζεὺς στεναχωρημένος πρόλαβε νὰ σχίσει τὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου Σεμέλης καὶ νὰ σώσει τὸ πρόωρον παιδί του, ἐμφυτεύοντάς το στὸν μηρόν του, ἀφ' ὅπου ὁ Διόνυσος θὰ ἐτρέφετο μὲ τὸ θεϊκὸν αἷμα τοῦ πατρός του μέχρι νἀ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μῆνες τῆς «κυήσεως». Ἔτσι ὁ Διόνυσος ἐγεννήθη μία φορὰ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του, Σεμέλης καὶ μία ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ πατρός του, Διός, ἐξ οὗ καὶ ὠνομάσθη διθυράμβιος Διόνυσος. 

«Ὁ διθύραμβος, ὡς εἶδος χορικῆς ποιήσεως πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου «ἐγεννήθη εἰς τὴν Δωρικὴν Πελοπόννησον καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὰς Ἀθήνας. 

Οἱ «ἐξάρχοντες» ( =κορυφαῖοι) τοῦ διθυράμβου ὡδηγοῦσαν («ἐξῆρχον») τὸ ὁμαδικὸν ᾆσμα αὐτοσχεδιάζοντες («ἀπ' ἀρχῆς αὐτοσχεδιαστικῆς»). Παράδειγμα διάλογου ἐξάρχοντος καὶ χορῳδίας δὲν ἔχει διασωθεῖ. 

Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἀνήγαγε τὸν διθύραμβον εἰς καλλιτεχνικὸν δημιούργημα εἶναι ὁ Λέσβιος κιθαρῳδὸς Ἀρίων

«Λέγεται πρῶτος χορὸν στῆσαι κύκλιον καὶ διθύραμβον ᾆσαι», Σουΐδας. 

Ὁ διθύραμβος αὐτὸς ἐψάλλετο ἀπὸ εἰδικῶς ἐξησκημένη χορῳδία 50 χορευτῶν-ὀρχηστῶν, τῇ συνοδείᾳ ὀργάνων. Περιελάμβανε δηλαδὴ στίχους, μελῳδίαν καὶ ὄρχησιν. 

Τὸ εἶδος μετέφερε ἀπὸ τὴν Κόρινθον, ὅπου διέμενε καὶ ἔδρασε ὁ Ἀρίων, εἰς τὰς Ἀθήνας ὁ Λᾶσος ὁ Ἐρμιονεύς, ὅπου καὶ τὸ ἐτελειοποίησε, γύρω στὰ μέσα τοῦ ΣΤ' π.Χ. αἰῶνος. 

Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος διεμόρφωσε τὸν διθύραμβον εἰς τεχνικὸν δρᾶμα, γι' αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἀρχαίας τραγῳδίας, ὑπῆρξε ὁ Θέσπις ὁ Ἀττικός. Αὐτὸς εἰσήγαγε τὸν «πρῶτον ὑποκριτήν», τὸν ὁποῖον ὑπεδύετο συνήθως ὁ ἴδιος, εἴτε ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερον πρόσωπον, ἀνεξάρτητον τοῦ χοροῦ καὶ τοῦ παλαιοῦ «ἐξάρχοντος» τοῦ Ἀρίωνος. 

«Ἡ τραγῳδία ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον κατὰ μικρὸν ηὐξήθη», Ἀριστοτέλης. 

Ὁ Θέσπις περιώδευε τὴν Ἀττικὴν μὲ τὸ ἅρμα του τὸ γνωστὸν ὡς «Ἅρμα Θέσπιδος» καὶ ἔδιδε «παραστάσεις» τῶν ἔργων του : «Ἱερεῖς», «Πενθεύς», «Ἄθλα ἐπὶ Πελίᾳ», «Ἠίθεοι», «Φόρβας» κ.ἄ, μὴ διασωθέντα. Παρατηροῦμε ὅτι ἤδη (2ον ἥμισυ τοῦ ΣΤ' π.Χ. αἰ.) ἐγκαταλείπονται τὰ Διονυσιακὰ θέματα («οὐδὲν πρὸς Διόνυσον»). Τὸ Δρᾶμα ἔχει γεννηθῇ (δρᾶμα ἐκ τοῦ δράω-ῶ, εἶναι τόσον ἡ Τραγῳδία ὅσον καὶ ἡ Κωμῳδία -κώμου ᾠδή· κῶμος εἶναι τὰ εὔθυμα τραγούδια τῶν πομπῶν ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης· drama, tragedia, comoedia, ἑλληνικὰ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες- ). 

Γράφει ὁ Σουΐδας περὶ τοῦ Θέσπιδος : 

«...αὐτὸν πρῶτον τραγικὸν γενέσθαι φασί, καὶ πρῶτον μὲν χρίσας τὸ πρόσωπον ψιμυθίῳ, ἐτραγῲδησεν». 

Ἄμεσοι διάδοχοί του : 

Ὁ μαθητής του Χοιρίλος ὁ Σολεύς, ἐπινοητὴς τῶν προσωπείων καὶ τῶν λαμπρῶν θεατρικῶν ἐνδυμασιῶν. Συνέθεσε 160 δράματα. 

Πρατίνας ὁ Φλιάσιος, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸ σατυρικὸν δρᾶμα («σατυρικὸν» ὀνομάζεται τὸ δρᾶμα τοῦ ὁποίου ὁ χορὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ σατύρους -ἐτυμ. ἐκ τοῦ σαίνω, σείω- καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ὑπόθεσις εἶναι περισσότερον εὔθυμη καὶ ἀνάλαφρη. Δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν «ἱλαροτραγῳδίαν» ἤ «παρῳδίαν» τὴν ὁποίαν ἐπενόησε ἀργότερον -Δ' αἰ. π.Χ- ὁ Ῥίνθων ὁ Ταραντῖνος, «τὰ τραγικὰ μεταμορφώνων εἰς τὸ γελοῖον». Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ συγχέεται μὲ τὴν μεταγενεστέρα «σάτιραν», ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ λατινικοῦ «satira» = εἶδος ποικίλου καὶ πολυμίκτου ποιήματος, ἐκ τοῦ satur, satis = κεκορεσμένος, ἀρκετά, ὅπερ ἐκ τοῦ ἑλλην. ἅδην = ἀρκετά -ἅδην > s-atis-. Τὸ σατυρικὸν δρᾶμα ἔχει χαρακτηρισθῇ καὶ ὡς «τραγῳδία παίζουσα»). 

Ἀπὸ τὰ 50 ἔργα του (Παλαισταί, Καρυάτιδες, Περσεύς, Τάνταλος...) τὰ 32 ἦσαν σατυρικά. 

Φρύνιχος ὁ Ἀθηναῖος, μαθητὴς καὶ αὐτὸς τοῦ Θέσπιδος. Εἰσήγαγε εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου καὶ γυναικεῖα πρόσωπα (τὰ ὁποῖα ὅμως ὑπεδύοντο ἄνδρες ὑποκριταί· οἱ γυναῖκες ἄρχισαν νὰ ὑποκρίνωνται, δηλαδὴ ἀνέβηκαν στὴν σκηνὴ νὰ ὑποδυθοῦν γυναικείους χαρακτῆρες μετὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους), εἰσήγαγε καὶ ὑποθέσεις ἀπὸ τὴν Ἱστορίαν ὅπως τὸ περίφημον «Μιλήτου ἅλωσις» : «καὶ δὴ Φρυνίχῳ δρᾶμα «Μιλήτου ἅλωσιν» διδάξαντι, εἰς δάκρυα ἔπεσον οἱ θεώμενοι». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου τοῦ ἐπέβαλε πρόστιμον διότι ἐνεθύμησε εἰς τοὺς Ἀθηναίους «οἰκεῖα κακά». Ὁ Φρύνιχος διηγωνίσθη καὶ μὲ τὸν Ἀριστοφάνη. Ὁ δὲ υἰός του Πολυφράδμων ἔγινε διάσημος μὲ τὸ ἔργον του «Λυκουργεία». 

Ὅλοι αὐτοὶ προετοίμασαν τὸ ἔδαφος γιὰ τοὺς τρεῖς μεγίστους τραγικοὺς ποιητάς, Αἰσχύλον, Σοφοκλῆν, Εὐριπίδην

* Οἱ λέξεις «θέατρον» καὶ «σκηνή» παγκοσμίως προσδιορίζονται ἑλληνικά : théâtre, teatro, theatre, Theatre... scène, scena, escena, Szene... καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν παράγωγα, ὅπως scènario κλπ. Οἱ Ἰνδοὶ τὴν θεατρικὴ σκηνὴ τὴν ὀνομάζουν Yavanika, δηλαδὴ Ἰωνική, οἱ δὲ Ἰσλανδοὶ Atriði ἀπὸ τοὺς Ἀτρείδας. 

Αἰσχύλος Ἐυφορίωνος Ἀθηναῖος (Ἐλευσίς) 

Ὁ Αἰσχύλος (525-456), μεγαλοπρεπὴς καὶ ἡρωϊκός, προσέθεσε καὶ δεύτερον ὑποκριτὴν περιορίζοντας τὴν συμμετοχὴ τοῦ χοροῦ : «Καὶ τό τε τῶν ὑποκριτῶν πλῆθος ἐξ ἑνὸς εἰς δύο πρῶτος Αἰσχύλος ἤγαγε καὶ τὰ τοῦ χοροῦ ἠλάττωσε καὶ τὸν λόγον πρωταγωνιστεῖν παρεσκεύασεν», Ποιητική, 1449α, 16, Ἀριστοτέλης. 

Δὲν ὁμιλεῖ περὶ ἔρωτος ἀλλὰ μόνον περὶ θεῶν καὶ ἡρώων. Οἱ ἥρωές του, ὑπεράνθρωποι : «οἷοι ἠδύναντο εἶναι»

Σοφοκλῆς Σοφίλου Ἀθηναῖος (Κολωνός) 

Εἰς τὴν ἐξέλιξιν τοῦ δράματος ὁ Σοφοκλῆς (496-406) προσέθεσε τρίτον ὑποκριτήν, καθιέρωσε τὸν ἐκτεταμένον μονόλογον καὶ ηὔξησε τὰ μέλη τοῦ χόρου ἀπὸ 12 σὲ 15. Συνέθεσε 130 τραγῳδίες ἐκ τῶν ὁποίων διεσώθησαν μόνον 7. Περιγράφει τοὺς ἥρωάς του «οἷους δεῖ ποιεῖν», ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνεργοῦν, δηλαδὴ ἰδανικούς. Προσηγορεύθη «μέλισσα» «διὰ τὸ τῆς φράσεως γλυκύ». 

Εὐριπίδης Μνησάρχου Ἀθηναῖος (Φλύα/ Χαλάνδρι ἐγεν. Σαλαμῖνα) 

Ὁ Εὐριπίδης (485 ἤ 480-406) περιώρισε ἀκόμη περισσότερον τὰ χορικά, ἐτελειοποίησε τὸν Πρόλογον καὶ ἐφηῦρε τὴν λύσιν «τοῦ ἀπὸ μηχανῆς θεοῦ». Οἱ ἥρωές του, γεμάτοι ἀνθρώπινα πάθη, παρουσιάζονται «οἷοι εἰσίν» -ὅπως ἀκριβῶς εἶναι στὴν πραγματικότητα-. Ἀπὸ τὰ 92 δράματά του διεσώθησαν τὰ 18. 

Ἀπὸ Θέσπιδος ἕως τὸ 250 π.Χ. ὁπότε ἡ τραγῳδία ἀρχίζει νὰ ἐκλείπῃ, ἀναφέρονται ὀνόματα τουλάχιστον 180 τραγικῶν ποιητῶν οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν περισσότερα ἀπὸ 1400 δράματα. Δὲν ἔχουν διασωθεῖ παρὰ ἐλάχιστα σπαράγματα. 

Μερικὰ ἀπὸ τὰ διασωθέντα ὀνόματα τραγικῶν ποιητῶν : 

Ἀγάθων, Ἀλκμαίων (240 τραγῳδίες), Ἀμειψίας, Ἀστυδάμας, Ἀνδρόνικος, Ἀντιφῶν, Ἀρίσταρχος, Ἀριστίας, Ἀρίστων, Ἄρχιππος, Ἀφαρεύς (37 τραγῳδίες), Ἀχαίος (44 τραγ.), Βίων (υἰὸς Αἰσχύλου), Δημήτριος, Δημοφῶν, Δικαιογένης, Διονυσίδης, Ἕρμιππος, Εὐριπίδης (υἰὸς τοῦ Εὐριπίδου), Εὐφορίων (υἰὸς τοῦ Αἰσχύλου), Θέογνις, Θεόδωρος, Θεόπομπος, Ἰερώνυμος, Ἰοφῶν (υἰὸς τοῦ Σοφοκλέους), Καλλίας, Καλλίμαχος, Καρκίνος, Κλεαίνετος, Κλεόμαχος, Κλεοφῶν, Κράτης, Λυκόφρων, Μελάνθιος, Μόρσιμος, Μόρυχος, Νικόμαχος, Νικοφῶν, Νικοχάρης, Ξενοκλῆς, Ξενότιμος, Ὅμηρος, Πύθων, Σοφοκλῆς (ἐγγονὸς Σοφοκλέους), Σθένελος, Σωσίθεος, Σωσιφάνης, Φιλίσκος, Φιλοκλῆς (100 τραγ., ἀνηψιὸς Αἰσχύλου), Φιλόστρατος, Χαιρήμων, Χιωνίδης... 

Τὰ ἔργα τους ἀνηρπάγησαν, κατεστράφησαν, ἐξηφανίσθησαν, μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα, κατὰ τὶς συστηματικὲς καὶ μεθοδευμένες καταστροφὲς τῶν Βιβλιοθηκῶν μας. 

Ἐὰν λάβωμεν ὑπ' ὄψιν ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τῶν δημιουργῶν ἐνίκησαν εἰς τοὺς θεατρικοὺς ἀγῶνας τοὺς τρεῖς μεγάλους τραγικούς (ὅπως λ.χ. ὁ Φιλοκλῆς ὁ ὁποῖος ἐνίκησε τὸν Σοφοκλῆ μὲ τὴν τραγῳδία του «Πανδιονίς») κατανοοῦμεν τὸ μέγεθος τῆς ἀπωλείας», Αἰσχύλου Εὐφορίωνος Ἀθηναίου Προμηθεὺς Δεσμώτης, Ἄννα Τζιροπούλου Εὐσταθίου. 

Σημ. : Παρ' ὅτι ὁ Αἰσχύλος ἔγραψε ἀριστουργήματα, ὁ ἴδιος ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματά του πὼς δὲν εἶναι παρὰ τεμάχια ἀπὸ τὰ μεγάλα δεῖπνα τοῦ Ὁμήρου :

«...τοῦ καλοῦ καὶ λαμπροῦ Αἰσχύλου, ὃς τὰς αὑτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγεν τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», Δειπνοσ., 347, Ἀθήναιος.

Ἡ πατρίς, ἡ ἀρετὴ καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ ἦταν τὸ μέλημά του γι' αὐτὸ κι ἄλλωστε ὁ τάφος του στὴν Γέλα δὲν ἀναγράφει κάτι γιὰ τὸ τεράστιόν του ταλέντον στὸ νὰ γράφει τραγῳδίες, ἀλλὰ ἐξυμνεῖ τὴν πολεμικὴ ἀρετή-κατορθώματά του καὶ τὸν ἡρωϊσμόν του :

«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος».

Πέθανε ὅταν ἔπεσαν στὸ κεφάλι του «ἰκρία ( =ἰκριώματα, θεωρεῖα) ἐπιδεικνυμένου αὐτοῦ ( =καθὼς ἐπεδείκνυε τὰ περὶ τὴν παράστασιν, ἐσκηνοθέτει) χελώνης ἐπιρριφθείσης αὐτῷ ὑπὸ ἀετοῦ φέροντος», λεξικὸν Σουΐδα.

Ἡ «χελώνη» δὲν εἶναι μόνον τὸ ζῷον, ἀλλὰ καὶ ἕνα εἶδος πολιορκητικῆς μηχανῆς, κινητὴ σκεπή, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλες πολιορκητικὲς μηχανὲς φέρουν ὀνόματα ζῲων, π.χ. πολιορκητικὸς κριός, ταῦρος... Προφανῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διδαχῆς καὶ σκηνοθεσίας κάποιου δράματος, ἔπεσε στὸ κεφάλι του ἡ κινητὴ σκεπὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκοτωθεῖ ὁ μέγας τραγῳδός. Τὸ συμβὰν ἐμυθοποιήθη ἤ καὶ παρερμηνεύθη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναπαράγεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἔγκυρα λεξικὰ πὼς ὁ Αἰσχύλος πέθανε ἀπὸ ἕναν ἀετὸν ποὺ τοῦ ἔρριξε στὸ κεφάλι μιὰ χελῶνα...

Σὲ κάθε περίπτωσιν ὁ χρησμὸς ποὺ τὸν ἤθελε νὰ πεθαίνει ἀπὸ «οὐράνιον βέλος» ἐξεπληρώθη.

Γιὰ τὸν δὲ εὐσεβῆ, πρᾶον, φιλαθηναιότατον, ὄμορφον, εὐγενῆ καὶ γλυκύρρητον Σοφοκλῆν μία παράδοσις λέγει πὼς πέθανε 90 ἐτῶν ἀπὸ πνιγμὸν ἀπὸ μία ῥῶγα σταφύλι. 
Ἄλλη πὼς πέθανε μετὰ τὴν ἀνακοίνωσιν τῆς νίκης του ἀπὸ ἀνυπέρβλητη χαρά. 

«Περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον ἐτελεύτησε Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλου, ποιητὴς τραγῳδιῶν, ἔτη βιώσας ἐνενήκοντα, νίκας δ' ἔχων ὀκτωκαίδεκα. Φασὶ δὲ τὸν ἄνδρα τοῦτον τὴν ἐσχάτην τραγῳδίαν εἰσαγαγόντα καὶ νικήσαντα χαρᾷ περιπεσεῖν ἀνυπερβλήτῳ, δι' ἣν καὶ τελευτῆσαι», Ἱστορ. βιβλιοθ., ΙΓ', 13, Διόδωρος Σικελιώτης. 

Ὁ Σοφοκλῆς ἀπὸ νέος ἔδειχνε τὴν κλίσιν του πρὸς τὴν ποίησιν καθὼς ἐθαύμαζε τὸν Ὅμηρον καὶ τὸν πρῶτον καὶ μεγαλοφάνταστον τραγικὸν ποιητὴν καὶ διδάσκαλόν του, Αἰσχύλον. Σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν ἔλαβε γιὰ πρώτη φορὰ μέρος σὲ δραματικὸν ἀγῶνα στὸν ὁποῖον καὶ νίκησε τὸν Αἰσχύλον! ὕστερα ἀπὸ ψηφοφορία στὴν ὁποία συμμετεῖχε καὶ ὁ Κίμων ὁ ὁποῖος εἶχε μόλις ἐπιστρέψει ἀπὸ μία ἐκστρατεία. 

Τὸ 441 π.κ.ἐ διδάσκοντας τὴν «Ἀντιγόνη» γνώρισε τέτοια ἐπιτυχία ποὺ ἕναν χρόνον ἀργότερα ἐξελέγη συστράτηγος μὲ τὸν Περικλῆ. Δυστυχῶς, στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του προστριβὲς μὲ τὸν υἰόν του, Ἰοφῶντα ὁ ὁποῖος τὸν ἔσυρε στὰ δικαστήρια γιὰ «παράνοια» ὥστε νὰ τεθεῖ «ὑπὸ ἀπαγόρευσιν», τὸν στεναχώρεσαν βαθύτατα. Ὅπως βαθυτάτως τὸν στεναχώρεσε καὶ ὁ θάνατος τοῦ Εὐριπίδου. Μάλιστα ὁ Σοφοκλῆς λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἰσῆλθε στὸ θέατρον μὲ πένθιμον ἔνδυμα καὶ ὑποκριταὶ καὶ χορὸς ἀκολουθοῦσαν ἀστεφάνωτοι, δεῖγμα μεγάλου πένθους. 

Ἀπεκλήθη καὶ Δεξίων καθὼς λέγεται πὼς ἐφιλοξένει στὴν οἰκία του τὸν θεὸν τῆς ἰατρικῆς, Ἀσκληπιόν! 

«Ὡς δεξάμενος ποτὲ εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ τὸν Ἀσκληπιόν». 

Ἀργότερα οἱ Ἀθηναῖοι τιμῶντες τὸ περιστατικὸν ἀνήγειραν στὴν Ἀθῆνα «Ἡρῶον Δεξίωνος». 

... 

Γιὰ τὸν δὲ Εὐριπίδη λέγεται πὼς ἐγεννήθη τὴν ἡμέρα τῆς Ναυμαχίας τῆς Σαλαμῖνος. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη δηλαδὴ ὁ Αἰσχύλος, 45 ἐτῶν πολεμοῦσε τοὺς ἐπήλυδες Πέρσες, ὁ Σοφοκλῆς, ὤν 16 ἐτῶν ἔσερνε κατὰ πὼς παραδίδεται τὸν χορὸν τῶν Ἐφήβων, κρούοντας τὴν λύρα γύρω ἀπὸ τὸ τρόπαιον τῆς νίκης καὶ ὁ Εὐριπίδης ἦλθε στὴν ζωήν. 

Ἀφ' ὅτι φαίνεται ἀπὸ διάφορες μαρτυρίες καὶ κυρίως τὸν Ἀριστοφάνη ποὺ φαίνεται πὼς δὲν εἶχε σὲ ἰδιαιτέρα ἐκτίμησιν τὸν τραγικὸν ποιητήν, ὁ Εὐριπίδης κατήγετο ἀπὸ φτωχὴ οἰκογένεια. Ἀν καὶ καταγράφονται πληροφορίες -π.χ. Σουΐδας- πὼς ἡ μήτηρ του ἦταν «τῶν σφόδρα εὐγενῶν». 

Σὲ κάθε περίπτωσιν ἦταν ἕνας μορφωμένος μὲ ἀγωγὴ νεανίας, φιλομαθής, φιλοσοφῶν, σκεπτόμενος ὁ ὁποῖος κατέκρινε τὶς τακτικὲς τῶν δημαγωγῶν καὶ τοῦ ἀκράτου ὄχλου. Φαινόταν αὐστηρὸς καὶ μισόγελως καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ ἀπομονώνεται, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον κάποιοι δὲν τὸ κατενόουν καὶ τὸ ἐθεώρουν δεῖγμα ἀλαζονείας καὶ περιφρονήσεως. Ἐπίσης ἦταν καὶ λίαν ἀθλητικός. Ἐπειδὴ ὑπῆρχε χρησμὸς πὼς ὁ Εὐριπίδης θὰ φέρει πολλὰ στεφάνια νίκης σὲ ἀγῶνες, ὁ πατήρ του, Μνήσαρχος πίστευε πὼς ὁ υἰός του θὰ γίνει μέγας Ὀλυμπιονίκης καὶ ἔτσι φρόντισε ὁ Εὐριπίδης νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ παγκράτιον (πάλη καὶ πυγμαχία). Εἶχε μάλιστα καὶ βραβεῖα σὲ τέτοιου εἴδους ἀγῶνες, μὰ προφανῶς ὁ χρησμὸς ἐννοοῦσε τὸ μέγα ὄνομα ποὺ ἄφησε στοὺς δραματικοὺς ἀγῶνες. Ἄλλωστε ὁ τραγῳδὸς φαίνεται στὸν «Αὐτόλυκον» νὰ δυσανασχετεῖ μὲ τὸ «γένος τῶν ἀθλητῶν» τοὺς ὁποίους ἀναθεματίζει. 

Ἦταν ἐπίσης καὶ δεινὸς ζωγράφος· μάλιστα οἱ Μεγαρεῖς ἐπεδείκνυαν τοὺς πίνακές του μὲ ὑπερηφάνεια. Διδάσκαλοί του ἦταν ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ Πρόδικος, ὁ Πρωταγόρας, ὁ Ἀρχέλαος καὶ ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐθαύμαζε. Κατεῖχε σπουδαία βιβλιοθήκη καὶ διατηροῦσε ἕνα σπήλαιον παραλιακὸν στὴν Σαλαμῖνα ὅπου μελετοῦσε καὶ ἐνεπνέετο τὶς τραγῳδίες του. 

Στοὺς γάμους του (ἔκανε δύο) ἦταν ἀτυχὴς καθὼς ἀπατήθηκε. Ὕστερα ἔφυγε γιὰ τὴν Μαγνησία τὴν Ἀσιανὴ καὶ ἔπειτα πῆγε στὸν φίλον του Ἀρχέλαον στὴν Μακεδονία, ὅπου ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ποιητὴν Ἀγάθωνα, τὸν μουσικὸν Τιμόθεον, τὸν ζωγράφον Ζεῦξιν, ἴσως καὶ τὸν Θουκυδίδη. 

Λέγεται πὼς ὁ μέγας τραγῳδὸς πέθανε ὅταν τὸν κατασπάραξαν τὰ κυνηγετικὰ σκυλιὰ τοῦ Ἀρχελάου. Γι' αὐτὸ καὶ ἐτάφη στὴν Μακεδονία, ἀλλὰ ἡ πόλις του ἡ Ἀθῆνα τὸν ἐτίμησε ἐπίσης μὲ κενοτάφιον. Τὸν ἑπόμενον αἰῶνα οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἔστησαν χάλκινον ἀνδριάντα μαζὶ μὲ τοὺς ἀνδριάντες τοῦ Σοφοκλέους καὶ τοῦ Αἰσχύλου στὸ θέατρον τοῦ Διονύσου, κατὰ πρότασιν τοῦ ῥήτορος Λυκούργου. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (