Ἡ λέξις «κωμῳδία» προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἐκ τῶν «κῶμος» + «ᾠδή», ὅπου ὁ κῶμος εἶναι ἡ λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία, τὰ εὔθυμα τραγούδια ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὶς ἀναπαραγωγικὲς δυνάμεις τῆς φύσεως -ἐξ οὗ καὶ ἡ φαλληφορία-, οἱ ἀστεϊσμοὶ πεζῇ καὶ ἐξ ἀμάξης, οἱ χοροὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πομπῶν -ἰδιαιτέρως αὐτῶν- τοῦ Διονύσου ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης. Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «ἐγκώμιον» ( < ἐν + κῶμος) ἤ προσόδιον ( < πρός + ὁδός), διότι «ἐκ τοὺς ποιητὰς τοὺς ὕμνους τῶν θεῶν ἐν ταῖς κώμαις τὸ παλαιὸν ᾆδειν» , Προγυμνάσματα, 7,3, Ἑρμογένης. «Οἱ Μεγαρεῖς οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦν -ἀτυχῶς- τὴν πατρότητα τῆς Κωμῳδίας, τὴν ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κώμη καὶ ὡδή, δηλαδὴ ἄσμα χωρικῶν. Ἡ ἀρχαία κωμῳδία ἐγκαταλείπει τὴν ὑπόθεσιν τῶν μύθων. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς τραγῳδίες εἰσέρχεται ὁρμητικῶς στὸν πραγματικὸν κόσμον. Διακωμῳδεῖ πρόσωπα ὀνομαστικὰ δι' ἐπινοημάτων «εἰς διόρθωσιν ἤθους προτρεπτικῶν». Μόνον γιὰ τρία χρόνια, τὸ 440 π.Χ ψηφίσθηκε νόμος ποὺ ἀπηγόρευε τὴν προσωπικὴν διακωμώδησιν. «Μὴ κωμῳδεῖν ἐξ ὀνόματο
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης