Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΩΜῼΔΙΑΣ

Ἡ λέξις «κωμῳδία» προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἐκ τῶν «κῶμος» + «ᾠδή», ὅπου ὁ κῶμος εἶναι ἡ λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία, τὰ εὔθυμα τραγούδια ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὶς ἀναπαραγωγικὲς δυνάμεις τῆς φύσεως -ἐξ οὗ καὶ ἡ φαλληφορία-, οἱ ἀστεϊσμοὶ πεζῇ καὶ ἐξ ἀμάξης, οἱ χοροὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πομπῶν -ἰδιαιτέρως αὐτῶν- τοῦ Διονύσου ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης. 

Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «ἐγκώμιον» ( < ἐν + κῶμος) ἤ προσόδιον ( < πρός + ὁδός), διότι «ἐκ τοὺς ποιητὰς τοὺς ὕμνους τῶν θεῶν ἐν ταῖς κώμαις τὸ παλαιὸν ᾆδειν», Προγυμνάσματα, 7,3, Ἑρμογένης. 

«Οἱ Μεγαρεῖς οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦν -ἀτυχῶς- τὴν πατρότητα τῆς Κωμῳδίας, τὴν ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κώμη καὶ ὡδή, δηλαδὴ ἄσμα χωρικῶν. 

Ἡ ἀρχαία κωμῳδία ἐγκαταλείπει τὴν ὑπόθεσιν τῶν μύθων. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς τραγῳδίες εἰσέρχεται ὁρμητικῶς στὸν πραγματικὸν κόσμον. Διακωμῳδεῖ πρόσωπα ὀνομαστικὰ δι' ἐπινοημάτων «εἰς διόρθωσιν ἤθους προτρεπτικῶν». Μόνον γιὰ τρία χρόνια, τὸ 440 π.Χ ψηφίσθηκε νόμος ποὺ ἀπηγόρευε τὴν προσωπικὴν διακωμώδησιν. 

«Μὴ κωμῳδεῖν ἐξ ὀνόματος» καὶ «εὐκοσμίαν ἔχειν ἐν τοῖς θεάτροις». 

Μετὰ ἀπὸ 3 χρόνια ὁ νόμος κατελύθη. Ἐπανῆλθε «τὸ ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν»», Βιβλίον Μαθητοῦ Α' κύκλου σπουδῶν ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

Πέραν ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν ἄρθρον 485 τῶν νόμων τοῦ Σόλωνος ποὺ ἀπηγόρευε νὰ διακωμῳδεῖται κάποιος ὀνομαστικῶς καὶ τὸ ἄρθρον 487 ποὺ ἀπηγόρευε στοὺς θεατὰς τοῦ θεάτρου νὰ συμπεριφέρονται ἀπρεπῶς, σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρον 484 εἶχε νομοθετηθεῖ καὶ τὸ «τὸν ἄρχοντα μὴ φανερῶς κωμῳδεῖν». 

Σὲ περίπτωσιν δὲ ποὺ οἱ θεατὲς κατεπάτουν τὸ ἄρθρον 487 περὶ εὐκοσμίας ἐν τοῖς θεάτροις, ὁ ἄρχων ἔπρεπε νὰ πεῖ στοὺς ὑπηρέτες (βοηθοὶ τοῦ ἄρχοντος ἐν ὑπηρεσία) νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ θέατρα τοὺς ταραξίες καὶ ἄν δὲν ἐπέρχετο οὔτε ἔτσι ἡ τάξις νὰ τοὺς ἐπιβάλουν πρόστιμον. 

«Τὸ δικαίωμα κρίσεως τοῦ ἔργου ἀπὸ τοὺς θεατὰς ἐλέγετο «θεατροκρατία». Ἐπὶ ἐπιδοκιμασίας ἐφώναζαν «αὖθις» ( =πάλι, βλ. «μπίς» < λατ. bis < ἑλλ. δίς). Ἐπὶ ἀποδοκιμασίας ἐσύριττον («Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ θεατὰς ἐπαχθεὶς τῷ δήμῳ ὄντας, ἐσύριττον εἰσιόντας εἰς τὸ θέατρον»)»

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα ἀπετέλει ὁ Ἡγέλοχος, ὁ ἠθοποιὸς ποὺ γιὰ ἕναν ἐσφαλμένον τονισμὸν ἐλοιδορήθη καὶ ἀπεδοκιμάσθη τόσον ὥστε νὰ παρατήσει γιὰ πάντα τὴν ἠθοποιία. Ἦταν τότε στὸν «Ὀρέστην» τοῦ Εὐριπίδου ὅπου ἀντὶ νὰ πεῖ πὼς ἐκ κυμάτων πάλιν «γαλήν' ὁρῶ» ( =βλέπω ἡρεμία), εἶπε «γαλῆν ὁρῶ» ( =βλέπω γάτα). 

Ἡ πρώτη ἀπόπειρα παραστάσεως Κωμῳδίας τὸ 578 π.κ.ἐ. ἔγινε ἀπὸ τὸν Μεγαρέα Σουσαρίωνα. «Οἱ ἐκλεπτυσμένοι Ἀθηναῖοι δὲν συγκινήθηκαν. Ἐπέρασαν περίπου 100 χρόνια καὶ μόλις τὸ 488 τὸ εἶδος ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἐκ νέου, μὲ τὸν Κρατίνον, τὸν Κράτητα, τὸν Εὔπολιν καὶ ἄλλους, συνολικῶς 14 κωμικοὺς ποιητάς, πρὶν φτάσουμε στὸν Ἀριστοφάνη ὁ ὁποῖος ὡδήγησε τὴν Κωμῳδία στὴν ἀκμή. Τὸ 486 ἡ κωμῳδία ἔγινε ἐπισήμως δεκτὴ στὰ Μεγάλα Διονύσια. 

Μέχρι τὸ 404 ἀνεδείχθησαν συνολικῶς 41 ποιηταὶ οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν 365 κωμῳδίες. 

Σχεδὸν ὅλο τὸ βάρος τοῦ ἔργου περνᾶ στὸν χορόν. Ὁ χορὸς τῆς κωμῳδίας ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 χορευτάς, οἱ ὁποῖοι ἐτοποθετοῦντο σὲ σχῆμα τετραγώνου, κατὰ 4 στίχους. Τὸ σπουδαιότερον μέρος τοῦ χοροῦ, πρὸς τὸ μέσον τοῦ ἔργου, ὀνομάζεται «παράβασις». Εἶναι ἕνα εἶδος «ἰντερμέδιου». Ὁ ποιητὴς διακόπτει τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἀπευθύνεται στὸ κοινόν του. Ἐκφράζει τὰ παράπονά του, τίς προσδοκίες του καὶ γενικῶς ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τυχὸν ἐπιθέσεις. 

Τὸ τελευταῖον μέρος τῆς Παραβάσεως ὀνομάζεται «πνῖγος» διότι εἶχε τόσον γοργὴ ἀπαγγελία ὥστε οἱ ἀπαγγέλλοντες δὲν ἔπαιρναν ἀναπνοή. Ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Κωμῳδίας εἶναι ἡ προσωποποίησις ζῲων. Εἰδικὴ ὄρχησις αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοῦ δράματος εἶναι ὁ «κόρδαξ», μὲ κινήσεις τολμηρές. Ἒθεωρεῖτο ἀπρεπὲς νὰ χορεύεται ἐκτὸς σκηνῆς. (Ἐτυμολογικῶς ἐκ τοῦ κραδαίνω, ποὺ σημαίνει σείω, πρβλ. σεισοπύγημα)... 

ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΩΜῼΔΙΑΣ 

(ἀπὸ σπαράγματα ἀπολεσθέντος τμήματος τῆς Ποιητικῆς Ἀριστοτέλους) 

«Κωμῳδία ἐστὶ μίμησις πράξεως γελοίας καὶ ἀμοίρου μεγέθους τελείου, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν μορίων ἐν τοῖς εἴδεσι, δρῶντος καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἡδονῆς καὶ γέλωτος περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν... Ἔχει δὲ μητέρα τὸν γέλωτα. Γίνεται δὲ ὁ γέλως ἀπὸ τῆς λέξεως καὶ ἀπὸ τῶν πραγμάτων...» 

(π.χ. «μαμμάκυθος» = ἠλίθιος, ἐτ. μάμμα + κεύθω) », Βιβλ. μαθητοῦ Α' κύκλου σπουδῶν ἀ.ἑ. γλώσσης, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

Ἡ παράβασις ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν παρά + βαίνω. Ὁ ποιητὴς παρεμβαίνει καὶ ἐκφράζει τὶς ἱδέες του στοὺς θεατάς. Ἡ «παράβασις» ἐτοποθετεῖτο στὴν ἀρχὴ τῆς κωμῳδίας, ἀργότερα στὴν μέση συνήθως μετὰ τὸ Α' χορικόν. 

Τὸ λατινικὸν «intermedium» ποὺ πέρασε ὡς ἀντιδάνειον «ἰντερμέδιο» προέρχεται ἐκ τῶν ἑλληνογενῶν inter ( < ἰν αἰολ. ἐν + τρύω) + medium ( < μέττον βοιωτ. μέσον). 


ΠΕΡΙ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ 

«Ἐλάχιστα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Ἀριστοφάνη. Ἀριστοκρατικός, ἔζησε ἀποτραβηγμένος ἀπὸ τὰ κοινά, μὴ δίνοντας καμμία ἀφορμὴ ὡς πρὸς τὴν ἰδιωτική του ζωή. 

Ἐγεννήθη τὸ 444 π.Χ. στὸν Δῆμον Κυδαθηναίων (Πλάκα). Μόνος του μᾶς δίδει τὴν πληροφορία ὅτι ἀπὸ πολὺ νέος εἶχε καταστῇ φαλακρός! Ἦτο ντροπαλὸς καὶ φοβισμένος καὶ στὴν ἀρχὴ κρυβόταν πίσω ἀπὸ ἄλλους ποιητάς, παραχωρώντας τους τὰ ἔργα του. Ἄρχισε νὰ γράφῃ πολὺ νέος, εἰς ἡλικίαν 17 ἐτῶν. Τὸν κατεδίωξε ὁ δημαγωγὸς Κλέων, ὡς μὴ γνήσιον Ἀθηναῖον*, πρᾶγμα ποὺ ὁ Ἀριστοφάνης οὐδέποτε ἐλησμόνησε. Ὅταν τὸν διακωμῳδῇ, ἀποφεύγει ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ὀνομάσῃ. Τὸ πρόσωπον τοῦ δημαγωγοῦ προβάλλει ἀπὸ τὰ ὅσα περὶ αὐτοῦ ἀναφέρονται. 

Ὁ Ἀριστοφάνης εἶναι φανερόν, διέθετε ἐξαιρετικὴ μόρφωσιν. Ἦτο δὲ ὑπόδειγμα ἠθικῆς... 

Ὑπάρχει ἐπίγραμμα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀριστοφάνους, τὸ ὁποῖον ἀποδίδεται στὸν Πλάτωνα : 

Αἰ χάριτες τέμενός τι λαβεῖν, 

ὅπερ οὐ πεσεῖται, ζητοῦσαι,

ψυχὴν εὗρον Ἀριστοφάνους. 

Ὁ Ἀριστοφάνης ἔλαβε τὴν τιμὴ νὰ στεφανωθῇ μὲ στεφάνι ἀπὸ κλαδὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐλαίας, τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο ἀνώτερον καὶ ἀπὸ χρυσόν... 

(Τὸ ἐπίγραμμα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀριστοφάνους ὁ Πλάτων τὸ συνέθεσε ὡς συνοδευτικὸν ἀφιέρωμα ὅταν ἐδώρισε στὸν τύραννον Διονύσιον τῶν Συρακουσῶν τὶς κωμῳδίες τοῦ μεγάλου κωμῳδιογράφου). 

Ὁ Ἀριστοφάνης σατιρίζει ἐντόνως τὸν Εὐριπίδη ἄν καὶ στὴν οὐσία τοῦ ἄρεσε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Αἰσχύλον καὶ ἀπὸ τὸν Σοφοκλῆ. Προσπαθοῦσε ὅμως νὰ κρύψῃ αὐτήν του τὴν προτίμησιν ἐπειδὴ κατὰ βάθος τὸν προτιμοῦσε πιὸ ἀριστοκρατικὸν καὶ ἐκλεπτυσμένον στὴν γλῶσσα. Διακωμῳδεῖ κυρίως τὴν καταγωγὴ τῆς μητέρας του τῆς «λαχανοπώλιδος»», Βιβλ. μαθ. Α' ἔτους ἀ.ἐ., Ἄννα Τζιροπούλου. 

Τὸ λεξικὸν Σουΐδα ἀναφέρει πὼς ἔγραψε 44 δράματα (ἤ τουλάχιστον τόσα εἶναι φανερὸν ἀπὸ ἄλλες πηγὲς πὼς συνέγραψε, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον σημαίνει πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν κι ἄλλα τῶν ὁποίων ἀκόμη καὶ ἡ γνῶσις τῆς ὑπάρξεώς τους ἔχει χαθεῖ), ἐκ τῶν ὁποίων ἔφτασαν ὡς ἑμᾶς μόνον τὰ 11 : Ἀχαρνῆς, Ἱππῆς, Σφῆκες, Θεσμοφοριάζουσαι, Ἐκκλησιάζουσαι, Βάτραχοι, Νεφέλαι, Λυσιστράτη, Εἰρήνη, Ὄρνιθες, Πλοῦτος. 

Ὡς πρὸς τὴν καταγωγή του σημειώνει : 

«Ἀριστοφάνης, Ῥόδιος ἤτοι Λίνδιος, οἱ δὲ Αἰγύπτιον* ἔφασαν, οἱ δὲ Καμειρέα· θέσει δὲ Ἀθηναῖος· ἐπολιτογραφήθη γὰρ παρ' αὐτοῖς· κωμικός, υἱὸς Φιλίππου, γεγονὼς ἐν τοῖς ἀγῶσι κατὰ τὴν ριδ΄ Ὀλυμπιάδα, εὑρετὴς τοῦ τετραμέτρου καὶ ὀκταμέτρου· παῖδας σχὼν Ἀραρότα, Φίλιππον, Φιλέταιρον, κωμικούς», Λεξικὸν Σουΐδα. 

* Ἐννοεῖται βεβαίως Ἕλλην ἐξ Αἰγύπτου. 


ΠΕΡΙ ΕΥΠΟΛΙΔΟΣ 

Σχετικῶς μὲ τὸν Εὔπολιν οἱ πληροφορίες εἶναι λίγες καὶ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα ἀντικρουόμενες. Ἦταν υἰὸς τοῦ Σωσιπόλιδος, Ἀθηναῖος καὶ κατὰ πὼς λέγεται ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ συγγράφει κωμῳδίες· ἦταν κατὰ τὸ λεξικὸν Σουΐδα μόλις 17 ἐτῶν. Ἀπὸ διάφορες πηγὲς συμπεραίνει κανεὶς πὼς ἦταν εἴτε συνομήλικος τοῦ Ἀριστοφάνους, εἴτε κοντὰ στὴν ἡλικία του προαναφερθέντος. 

«Εὔπολις, Σωσίπολις, Ἀθηναῖος, κωμικός. ὃς ἑπτακαίδεκα ἔτη γεγονὼς ἤρξατο ἐπιδείκνυσθαι· καὶ ἐδίδαξε μὲν δράματα ιζ΄, ἐνίκησε δὲ ζ΄. καὶ ἀπέθανε ναυαγήσας κατὰ τὸν Ἑλλήσποντον ἐν τῷ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμῳ· καὶ ἐκ τούτου ἐκωλύθη στρατεύεσθαι ποιητήν. τὰ δὲ δράματα αὐτοῦ Αἶγες, Ἀστράτευτος ἢ Ἀνδρόγυνοι, καὶ ἄλλα», Λεξικὸν Σουΐδα. 

Στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα τοῦ Σουΐδα ἀναφέρεται πὼς ὁ Εὔπολις πέθανε ἔπειτα ἀπὸ ναυάγιον στὸν Ἑλλήσποντον κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἄλλοι λέγουν πὼς τὸν σκότωσε ὁ Ἀλκιβιάδης γιὰ ἐκδικητικοὺς λόγους, πληροφορία ποὺ καταρρίπτεται ἀπὸ τὸν Ἐρατοσθένη καὶ τὸν Κικέρωνα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἀναφέρονται σὲ ἕνα τόσον σημαντικὸν γεγονὸς ἀνάμεσα σὲ δύο τόσον σημαντικὰ πρόσωπα μεγάλοι ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς, ὅταν ἐλέγχουν ἰδιαιτέρως τὸν βίον τοῦ Ἀλκιβιάδου. Ἀκόμη ὑπάρχει καὶ διασωζόμενη πηγὴ στὴν ὁποία ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὸν Ἀρίσταρχον ὡς στρατηγόν, ἀξίωμα τὸ ὁποῖον εἶχε πράγματι ὁ Ἀρίσταρχος ἀλλὰ μετὰ τὸν ὑποτιθέμενον θάνατον τοῦ Εὐπόλιδος. 

Ὁ δὲ Αἰλιανὸς (Περὶ ζώων ἰδιότ., Ι', 41) ὑποστηρίζει πὼς ὁ Εὔπολις πέθανε ἐν Αἰγίνῃ : 

«Ἐν Αἰγίνῃ τὸν βίον ὁ Εὔπολις κατέστρεψε, καὶ ἐτάφη ἐνταῦθα». 

Ὁ δὲ Παυσανίας ἀναφέρει πὼς ὁ τάφος τοῦ Εὐπόλιδος ηὑρίσκετο στὴν Σικυωνίαν : 

«ἐκ δὲ τῆς Κορινθίας ἐλθοῦσιν ἐς τὴν Σικυωνίαν...ἐν ἀριστερᾷ τῆς ὁδοῦ τάφος Εὐπόλιδι Ἀθηναίῳ ποιήσαντι κωμῳδίαν», Ἑλλάδος Περιήγησις, Β', 7,3, Παυσανίας. 

Διφορούμενος εἶναι καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν συγγραμμάτων ποὺ τοῦ ἀποδίδονται. Ὁ Σουΐδας κάνει λόγον γιὰ 17 συγγράμματα, ἄλλοι γιὰ 14 ἤ 15, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Αἶγες, οἱ Ἀνδρόγυναι, ὁ Αὐτόλυκος, οἱ Βάπται, οἱ Δῆμοι, οἱ Εἴλωτες, ὁ Μαρικᾶς, οἱ Πόλεις, οἱ Κόλακες κ.ἄ. Ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν ὁποίων θεωρεῖται ὁ συγγραφεὺς διασώζονται περὶ τὰ 400 ἀποσπάσματα. 

Ὁ Εὔπολις μὲ τὸν Ἀριστοφάνη φαίνεται πὼς ἦταν φίλοι μέχρι ποὺ ἁλληλοκατηγορήθηκαν γιὰ ἀντιγραφὴ καὶ λογοκλοπὴ ἀποσπασμάτων ἐκ τῶν ἔργων τους. Ὁ Εὔπολις στὸ ἔργον «Βάπται» κατηγόρησε τὸν Ἀριστοφάνη γιὰ λογοκλοπὴ σχετικῶς μὲ τὸ ἀριστοφανικὸν ἔργον «Ἱππῆς» : 

«κἀκείνους τους Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ κἀδωρησάμην». 

Καὶ ὁ Ἀριστοφάνης παρομοίως στὸ ἔργον του «Νεφέλαι» φαίνεται ἀρκετὰ ἐνοχλημένος μὲ τὸν Εὔπολιν, τὸν ὁποῖον κατηγορεῖ γιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ἱππέων» του στὸ ἔργον «Μαρικᾶς» καὶ γιὰ λογοκλοπή, ἀλλὰ τὸν ψέγει κιόλας μὲ πλάγιον τρόπον γιὰ τὸ ὅτι τὸν εἰρωνεύεται ἀποκαλώντας τόν «φαλακρόν». 

«οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν...Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾶν πρώτιστον παρείλκυσεν ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς, προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ᾽, ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ᾽, ἣν τὸ κῆτος ἤσθιεν. εἶθ᾽ Ἕρμιππος αὖθις ἐποίησεν εἰς Ὑπέρβολον, ἅλλοι τ᾽ ἤδη πάντες ἐρείδουσιν εἰς Ὑπέρβολον, τὰς εἰκοὺς τῶν ἐγχέλεων τὰς ἐμὰς μιμούμενοι. ὅστις οὖν τούτοισι γελᾷ, τοῖς ἐμοῖς μὴ χαιρέτω», Νεφέλαι, 540-60, Ἀριστοφάνης. 

ΠΕΡΙ ΚΡΑΤΙΝΟΥ 

Καὶ γιὰ τὸν Κρατίνον οἱ πληροφορίες εἶναι ἐλάχιστες καὶ ἀμφιλεγόμενες. Ὡς πατήρ του ἀναφέρεται ὁ Καλλιμήδης, ὡς τόπος καταγωγῆς του ἡ Ἀθῆνα καὶ ὁ χρόνος γεννήσεώς του τοποθετεῖται τέλη τοῦ 6ου-ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. π.κ.ἐ. Πληροφορίες ἐπίσης τὸν παρουσιάζουν ὡς διδάξαντα τὶς κωμῳδίες του σὲ προχωρημένη ἡλικία. Πέθανε σχεδὸν ἑκατονταετής περὶ τὸ 420 π.κ.ἐ. Ἀναφέρεται πὼς ἔγραψε 21 συγγράμματα, ἐκ τῶν ὁποίων διασώζονται περὶ τὰ 500 ἀποσπάσματα, κι ἐβραβεύθη κατὰ πὼς ἀναφέρεται στὶς πηγὲς ἐννέα φορές. 

Ὁ Ἀριστοφάνης ἀστεϊζόμενος στὴν «Εἰρήνη» (στ. 700 κ.ἑξ.) τὸν παρουσιάζει ὡς φιλοπότη, λέγοντας διὰ στὸματος Τρυγαίου πὼς πέθανε ἔπειτα ἀπὸ λιποθυμία, διότι εἶδε ἕναν ἀπὸ τοὺς γεμάτους οἶνον πίθους του νὰ σπάει καὶ δὲν τὸ ἄντεξε. 

Ὁ Κρατίνος φαίνεται πὼς ἐπίσης εἶχε κατηγορήσει τὸν Ἀριστοφάνη γιὰ λογοκλοπὴ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Εὐπόλιδος. Σημειωτέον πὼς ὁ Κρατίνος εἶχε ἠττηθεῖ ἐξ αἰτίας τῶν ἀριστοφανικῶν «Ἱππέων» στὰ Λήναια τοῦ 424 π.κ.ἐ. Οἱ «Σάτυροι» τοῦ Κρατίνου τότε πῆραν τὴν 2αν θέσιν. 

Ἄλλα βραβεῖα ποὺ κέρδισε ὁ Κρατίνος ἦταν τὸ 425 π.κ.ἐ μὲ τὸ ἔργον «Χειμαζόμενοι», ὅπου πῆρε τὴν 2αν θέσιν μαζὶ μὲ τὸν Ἀριστοφάνη ποὺ τότε παρουσιάσε τοὺς «Ἀχαρνεῖς»· καὶ μὲ τὸ ἔργον «Πυτίνη» ὅπου πῆρε τὴν πρώτη θέσιν τὴν χρονιὰ ποὺ ὁ Ἀριστοφάνης πῆρε τὴν 3η θέσιν μὲ τὸ ἔργον «Νεφέλαι». 

Γενικῶς οἱ πληροφορίες θέλουν τὸν Κρατίνον αὐστηρόν, δηκτικὸν καὶ εὐθύβολον στὶς κατηγορίες του μέσῳ τῶν κωμῳδιῶν του. 

Δικόν του ἔργον εἶναι καὶ ὁ μαρτυρικὸς «Διονυσαλέξανδρος», ὁ ὁποῖος μὲ μεγάλη δυσκολία ἐπεβίωσε ἀποσπασματικῶς καὶ ἔγινε περισσότερον κατανοητὴ ἡ ὑπόθεσίς του στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. χάριν στοὺς παπύρους τῆς Ὀξυρρύγχου. Εἶναι τὸ ἔργον ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ φράσις «ὁ δ’ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ, βῆ λέγων βαδίζει», τὴν ὁποία οἱ Ἐρασμῖτες ἔκαναν σημαία γιὰ νὰ διδάξουν τοὺς Ἕλληνες... πῶς νὰ γράφουν καὶ νὰ προφέρουν τὴν μητρική τους γλῶσσα! 

Ἄλλα ἔργα ποὺ τοῦ ἀποδίδονται εἶναι οἱ Ἀρχίλοχοι, οἱ Βουκόλοι, ἡ Νέμεσις, οἱ Νόμοι, ὁ Τροφώνιος, οἱ Διδασκαλίες, οἱ Λάκωνες κ.ἄ. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ