Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΡΩΜΩ Η' ΒΡΟΜΩ;

Γράφει ἡ Τζιροπούλου σχετικῶς, εἰς ἀπάντησιν στὶς παρετυμολογήσεις τοῦ Μπαμπινιώτου :  «Ἡ λέξις «βρῶμα» σαφῶς καὶ ἔχει ὀρθὴ γραφὴ μὲ ὠμέγα καὶ ὄχι μὲ ὄμικρον. Εἶναι μέγα σφάλμα νὰ ἐτυμολογεῖται, ὅπως ὑπεστηρίχθη (ἀπὸ τὸν Μπαμπινιώτη) ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον «βρόμος», βρομῶ, δηλ. κάνω κρότον...«ἐπειδὴ ὁρισμένοι χαρακτηριστικοὶ κρότοι ἀκολουθοῦνται ἀπὸ δυσοσμία»!  Αὐτὸ εἶναι πέρα γιὰ πέρα παρετυμολογία.  Ἡ λέξις «βρόμος» στὴν ἀρχ. ἑλληνικὴ εἶναι λέξις καθαρὰ μεγαλοπρεπὴς καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει τὸν τρομερὸν θόρυβον τῆς βοῆς τοῦ πυρός («πυρὸς πέλει βρόμος», Ἰλ., Ξ', 396), τῆς τρικυμίας, τῶν πολεμικῶν τυμπάνων, τῶν ἵππων, τοῦ ἀνέμου, τῶν ἡφαιστείων, τῆς βροντῆς ( «νιφάδος βρόμος», Αἰσχ. Θηβ., 213...πρβλ. «Ζεὺς Βρόμιος» κλπ. κλπ...  Ἡ λέξις «βρῶμα» σημαίνει ἀρχικῶς φαγητόν, ἐκ τοῦ ῥ. βιβρώσκω. Πῶς ἐπῆρε τὴν σημερινή της ἔννοια,  τὴν τόσον ἀπομακρυσμένην τῆς ἀρχικῆς; Ἀπὸ τὴν παροιμιακὴ ῥῆσιν τῶν γραφῶν «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία», ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ κάποτε θὰ καταλήξει ὁ ἄνθρωπος.  Ἡ

ΚΥΤΤΑΖΩ Η' ΚΟΙΤΑΖΩ;

Ἕνα μόνιμον σφᾶλμα ποὺ γίνεται εἶναι ἡ ὀρθογραφία τοῦ ῥήματος «κυττάζω», ὅταν κάποιος θέλει νὰ προσδώσει μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοῦ ὁρᾶν. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ὀρθογραφικὸν λάθος, ἀλλὰ γιὰ ἐννοιολογικὸν σφάλμα καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλεῖστα παραδείγματα τῆς διαχρονικῆς καὶ σταδιακῆς ἀποσυνδέσεως τοῦ σημαίνοντος ἀπὸ τὸ σημαινόμενον ποὺ ἐπιβάλλεται ἐδῶ καὶ πάρα πολλὲς δεκαετίες -τουλάχιστον- στὴν γλῶσσα μας. Καὶ γράφω «σφάλμα» διότι τὸ «λάθος» ὑποδεικνύει πὼς κάτι λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἑκάστοτε γράφοντος, ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο στὴν συγκεκριμένη περίπτωσιν, καθῶς ἡ ἐσφαλμένη γραφὴ διδάσκεται γιὰ ὀρθὴ καὶ ἡ ὀρθή ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐτυμολογία, τὴν ἔννοια, ἔχει καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν... «γλωσσολόγων».  Ὅμως :  Κοιτῶ/ κοιτάζω σημαίνει ξαπλώνω, κατακλίνω κάποιον, κοιμίζω καὶ κοιμᾶμαι, καὶ κοιτάζομαι σημαίνει κεῖμαι, ἐξ οὗ καὶ ἡ κοίτη ( =ἡ κλίνη), ἡ κοιτίς, ὁ κοιτὼν, τὰ κοιτάσματα (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ε σὲ ο), ἡ κώμη ( « Κώμη, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς

ΣΤΥΜΜΕΝΟ, ΣΤΕΙΜΜΕΝΟ ή ΣΤΗΜΕΝΟ;

Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὁμωνύμων ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε στὸν γραπτόν μας λόγον. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά! Τὸ ῥῆμα στείβω/στίβω [ συγγενὲς τοῦ στέμβω ( = κινῶ μετὰ ταχύτητος καὶ ποδοπατῶ, βλ. στέμφυλα)] σημαίνει σήμερα στραγγίζω, ἀσκῶ δύναμιν πάνω σὲ κάτι γιὰ νὰ βγάλω τὸν χυμό του, τὰ ὑγρά του. Ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν καταπατῶ (ἐξ οὗ καὶ πάμπολλες λέξεις ὅπως στείψιμο/στίψιμο, στείφτης ἤ ἀκόμα περισσότερες -ἀπὸ μηδενισμένη βαθμίδα-, ὅπως ὁ <<στίβος>>, ὁ λεῖος χῶρος, ὁ καλὰ πεπατημένος πρὸς ἄθλησιν, τὰ <<στιβάλια>> ποὺ ἔλεγαν παλαιότερα οἱ Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα, ὁ <<στιβαρός>>, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀσκήσει μεγάλη δύναμιν πάνω σὲ κάτι, ἤτοι ὁ ῥωμαλέος, ἡ στοίβα -ἀπὸ ἑτεροιωμένη βαθμίδα-, ἡ ὁποία δημιουργεῖται, ὅταν ἕνα πρᾶγμα τίθεται πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο καὶ τὸ συμπιέζει κλπ). Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ῥῆμα μὲ τεράστια μνήμη, καθῶς μᾶς θυμίζει τὶς ἐποχὲς ὅτε οἱ γυναίκες ἔπλεναν τὰ ροῦχα στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνε

ΑΥΓΟ ή ΑΒΓΟ;

Ἀκόμα μία λέξις ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θέμα συζητήσεως τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι καὶ τὸ αὐγόν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκόμα ἕνα θῦμα τῆς ἐλλείψεως τοῦ δίγαμμα στὴν νεωτέρα μορφὴ τῆς γλώσσης μας, διότι τ ὸ αὐγὸν πρωτοειπώθηκε ὠFόν, ὤ εον, ὤιον >  ᾠ ό ν. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγον, ὅτι πρὶν τὴν κατάληξιν ΥΠΗΡΧΕ ΔΙΓΑΜΜΑ, κατέληξε νὰ γράφεται μὲ ὠμέγα προσγεγραμμένον/ὑπογεγραμμένον (ΩΙ, ῳ). Διότι οἱ δίφθογγοι προέκυψαν χάριν στὸ δίγαμμα, εἴτε ὁμιλοῦμε γιὰ τὶς κύριες διφθόγγους (αι,ει,οι,ου,αυ,ευ,υι,ηυ), εἴτε γιὰ τὶς καταχρηστικές (ῳ, ῃ, ᾳ) ἐξ οὗ καὶ οἱ λέξεις, οἱ περιέχουσες δίγαμμα σὲ μέση θέσιν, ἐγράφοντο καὶ γράφονται κατὰ κανόνα μὲ δίφθογγον καὶ ὄχι μὲ σύμφωνον ἀντὶ F (πνεῦμα κι ὄχι πνέφμα, ναῦς κι ὄχι νάφς, αὐτί κι ὄχι ἀφτί κοκ).  Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ αὐγόν, δὲν ἔχει κανέναν ἀπολύτως λόγον νὰ γράφεται μὲ τὸ σκληρότερον τοῦ ἡμιφώνου, σύμφωνον β, ὡς «ἀβγόν» δηλαδή· οὔτε λόγον φωνητικόν, οὔτε ἐτυμολογικόν. Ἐν ἀντιθέσει, ἡ γραφὴ μὲ υ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸν κανόνα, διασώζει καὶ διατηρεῖ τὴν ἱστορία

ΑΥΤΙ ή ΑΦΤΙ;

Εἶναι κι αὐτὸ μία ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἡ ὀρθογραφία της μᾶς ἀπασχολεῖ τελευταίως ἀδίκως. Καὶ λέω ἀδίκως, διότι ψάχνοντας τὸ ἔτυμόν της εἶναι ξεκάθαρον πὼς γράφεται ὅπως τὸ ἔγραφαν οἱ πρόγονοί μας τόσα χρόνια, δηλαδὴ  αὐτί ! Τὸ οὐσιαστικὸν αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄ F ημι ποὺ σημαίνει πνέω. Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε   νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ*1 (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή). Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥήματος, α F - οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸ ὄργανον καὶ τὸ εἶπαν ἄ F -ς. Ὁ ἐπικὸς τύπος τοὺ οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον μαθαίναμε στὸ σχολεῖον ἦταν οὖς, οὖας καὶ στὴν δωρικὴ διάλεκτον ἐλέγετο καὶ ὦς (ἐξ οὗ καὶ οἱ πλάγιες πτώσεις του, στὶς ὁποῖες τό -ου τρέπεται σέ -ω)*2. Καὶ ὅπως ἡ να F ς ἔγινε ναῦς (ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας τὸ δίγαμμα τὸ 403 π.Χ ἀπὸ τὸν Εὐκλείδη), ἔτσι καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄFς  ἔγινε αὖς. Κ

ΦΙΛΟΝΙΚΙΑ Ή ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ;

Ἡ τήρησις τῆς ὀρθογραφίας δὲν εἶναι ζήτημα κύρους ἀλλὰ ζήτημα οὐσίας, ἱστορίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν γλῶσσα μας. Διότι ἄν δὲν δηλοῖ ἡ λέξις τὸ νόημά της, τότε ἡ γλῶσσα καθίσταται ἕνα συμβατικόν, ἀσήμαντον - κυριολεκτικῶς- ὄργανον, πρᾶγμα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία διέπεται ἀπὸ λογική, μελωδία, ἁρμονία καὶ σοφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ, ὅπως οἱ συμβατικὲς ἀλλοδαπές. Καθεμία λέξις τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς ὄχι ἁπλὰ δηλοῖ τὸ σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸ δηλοῖ καὶ μὲ τεράστια ἀκρίβεια. Γι’αὐτὴν τὴν ἀκρίβεια λοιπὸν θὰ γίνει νύξις στὸ παρὸν ἄρθρο. Στὰ σχολεῖα, σὲ πολλὰ λεξικὰ ἤ σὲ μία ἁπλὴ ἀναζήτησιν στὸ διαδίκτυο ἡ <<φιλονεικία>> γράφεται <<φιλονικία>> -καθῶς ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μόνη πλέον ἀποδεκτὴ ὡς ὀρθὴ γραφή- καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δηλοῖ μερικὲς φορὲς κάτι διαφορετικὸ ἀπ’αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θέλει κάποιος νὰ σημάνει! Ψάχνοντας κάποιος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ συναντήσει καὶ τὶς δύο αὐτὲς λέξεις, ἀναλόγως τοῦ νοήματος ποὺ θέλει νὰ προσδώσει ὁ συγγρα

ΚΡΕΒΒΑΤΙ Ή ΚΡΕΒΑΤΙ;

Προσφάτως διάβαζα σὲ μία φιλολογικὴ σελίδα, ἡ ὁποία ἐνημέρωνε τοὺς ἀναγνῶστες της, πὼς τὸ κρεββάτι θὰ πρέπει νὰ τὸ γράφουμε μὲ ἕνα -β, διότι εἶναι δάνεια λέξις ἀπὸ τὰ λατινικά. Προέρχεται, ἔγραφε, ἀπὸ τὸ λατινικὸν λῆμμα « grabatus»   καὶ δάνεισε στὴν ἑλληνική (-μαμά της), τὴν λέξιν «κράββατος», ὑποκοριστικῶς κραββάτιον. Συνεχίζει λέγοντας, πὼς ἐφόσον ἡ νεοελληνικὴ γραμματικὴ ἀναφέρει, πὼς ὁποιαδήποτε λέξις εἰσάγεται ἀπὸ ξένες γλῶσσες, ὑπόκειται στὸν κανόνα τῆς ἁπλοποιήσεως, ὀφείλουμε νὰ (ἀν)ὀρθογραφοῦμε! Ἡ λέξις « ΚΡΕΒΒΑΤΙ-ΚΡΑΒΒΑΤΟΣ »  δὲν εἶναι λατινικῆς προελεύσεως, ἀκόμα κι ἄν ( ὅπως συνηθίζουμε) βαπτίσουμε λατινικά, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὸ ἀλφάβητoν, τὰ ὁποῖα δόθηκαν στοὺς Λατίνους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εκφραστοῦν! Προέρχεται ἀπὸ τά   « κρεμῶ + βάσις»    καὶ εἶναι παιδὶ τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου ( «παρὰ τὸ κρεμᾶν τὰς βάσεις», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ). Τουτ’ἔστιν εἶναι λέξις ἄκρως ἑλληνική. Οἱ Λατῖνοι λοιπόν, δὲν μποροῦσαν νὰ προφέρουν αὐτοὺς τοὺς ἐλαφρεῖς φθόγγους κ