Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΥΓΟ ή ΑΒΓΟ;




Ἀκόμα μία λέξις ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θέμα συζητήσεως τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι καὶ τὸ αὐγόν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκόμα ἕνα θῦμα τῆς ἐλλείψεως τοῦ δίγαμμα στὴν νεωτέρα μορφὴ τῆς γλώσσης μας, διότι τὸ αὐγὸν πρωτοειπώθηκε ὠFόν, ὤεον, ὤιον > όν.
Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγον, ὅτι πρὶν τὴν κατάληξιν ΥΠΗΡΧΕ ΔΙΓΑΜΜΑ, κατέληξε νὰ γράφεται μὲ ὠμέγα προσγεγραμμένον/ὑπογεγραμμένον (ΩΙ, ῳ). Διότι οἱ δίφθογγοι προέκυψαν χάριν στὸ δίγαμμα, εἴτε ὁμιλοῦμε γιὰ τὶς κύριες διφθόγγους (αι,ει,οι,ου,αυ,ευ,υι,ηυ), εἴτε γιὰ τὶς καταχρηστικές (ῳ, ῃ, ᾳ) ἐξ οὗ καὶ οἱ λέξεις, οἱ περιέχουσες δίγαμμα σὲ μέση θέσιν, ἐγράφοντο καὶ γράφονται κατὰ κανόνα μὲ δίφθογγον καὶ ὄχι μὲ σύμφωνον ἀντὶ F (πνεῦμα κι ὄχι πνέφμα, ναῦς κι ὄχι νάφς, αὐτί κι ὄχι ἀφτί κοκ). 
Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ αὐγόν, δὲν ἔχει κανέναν ἀπολύτως λόγον νὰ γράφεται μὲ τὸ σκληρότερον τοῦ ἡμιφώνου, σύμφωνον β, ὡς «ἀβγόν» δηλαδή· οὔτε λόγον φωνητικόν, οὔτε ἐτυμολογικόν. Ἐν ἀντιθέσει, ἡ γραφὴ μὲ υ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸν κανόνα, διασώζει καὶ διατηρεῖ τὴν ἱστορία τῆς λέξεως, ὑποδεικνύει τὴν ὀρθὴ γραφή της καὶ καταδεικνύει τὴν γλῶσσα ποὺ ἔδωσε ἁπλόχερα καὶ στὶς ὑπόλοιπες τὸ ἀντίστοιχον λῆμμα. 

Διότι ὡς ΗΜΙΦΩΝΟ τὸ F (δίγαμμα) ἐφθέγγετο ἐλαφρῶς, περίπου ὅπως φθέγγεται τό -w στὴν λέξιν Washington, τουτ΄ἔστιν οὔτε [v], οὔτε [f] ὅπως φθέγγονται τὰ ΣΥΜΦΩΝΑ -β καὶ -φ ἀντιστοίχως. Τὰ ἡμίφωνα λέγονται ἔτσι διότι δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐντάξεις οὔτε στὰ φωνήεντα, δηλαδὴ νὰ τὰ φθέγξεις χρησιμοποιώντας μόνον τὴν φωνή, οὔτε νὰ τὰ ἐντάξεις στὰ σύμφωνα, δηλαδὴ νὰ τὰ φθέγξεις ὕστερα ἀπὸ συμφωνία τῶν φωνητικῶν χορδῶν μὲ κάποιο μέρος τῆς στοματικῆς ἤ ῥινικῆς κοιλότητος. 

Τὸ δὲ ὀξύμωρον καὶ πρωτοφανὲς μὲ τὴν ἐπιβαλλομένη ἐσφαλμένη γραφὴ ποὺ προτείνεται τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι πὼς ἀκόμη καὶ μὲ τὴν θεωρία ποὺ προτείνουν τὰ σύγχρονα λεξικὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀνορθογραφία, πάλι προκύπτει ἡμιφωνικὴ προφορά -αυ- καὶ ὄχι -αβ-! 
Διατείνεται ὁ Μπαμπινιώτης, χρησιμοποιώντας ὡς ἔρεισμά του τὸν Χατζηδάκι, πὼς ἡ λέξις «αὐγόν» πρέπει νὰ γράφεται μὲ β, διότι μᾶλλον προέκυψε ἀπὸ τὴν ἑξῆς διαδρομή : 

«τὰ ὠά > μὲ συνεκφορὰ ταωά > ταουά > ταγουά > τ' ἀβγά > τὸ ἀβγόν». 

Μάλιστα κι ὁ ἴδιος παραδέχεται πὼς τὸ ου στὸ «ταουά» προφέρεται...ἡμιφωνικῶς καὶ ὄχι σκληρῶς «ταβά»! Παρ' ὅλ' αὐτά καταλήγει πὼς τὸ «αὐγόν» πρέπει νὰ γράφεται μὲ β καθῶς «δὲν ...δικαιολογεῖται γραφὴ μὲ υ», ἤτοι μὲ δίφθογγον, ἤτοι μὲ ἡμιφωνικὴ προφορά, ὡς νὰ εἶχε... δίγαμμα ἐκεῖ! 

Ἀκόμη καὶ οἱ βάρβαροι, στὰ λεξικά τους ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξιν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν έλαφρότητα τοῦ δίγαμμα, στὴν λέξιν «ὠFόν», ἐκ τῆς ὁποίας ἀναπαρήγαγον τὰ δικά τους «αὐγά» καὶ ἄν καὶ βαρβαρομυθοῦντες τὴν ἐσεβάσθησαν τουλάχιστον στὴν γραφή τους. 

Γράφει τὸ «Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν τῆς λατινικῆς γλώσσης», (Valpy, Cambridge), στὸ σχετικὸν λῆμμα : 

«Ovum, en egg. From ᾠόν, oüm, oVum». 

Ἤτοι τὸ «αὐγόν» τους οἱ Λατῖνοι, τὸ ovum, τὸ παρέλαβον ἐκ τῶν Ἑλλήνων, καὶ σεβόμενοι τὴν ὕπαρξιν τοῦ δίγαμμα (τὸ ὁποῖον τὸ προαναφερθὲν λεξικὸν καταγράφει ὀρθῶς μὲ τὴν ἐλαφρὰ προφορά τοῦ, γράφοντας ü κι ὄχι b ἤ ἔστω v) τὸ κατέγραψαν ὅσον ἐλαφρύτερα τοὺς ἐπέτρεπε ἡ βαρβαρότητά τους. 
Ἔτσι οἱ Λατῖνοι τὸ μετέγραψαν σκληρότερον καὶ ἐπειδὴ ἡ λατινικὴ γλῶσσα εἶναι ἀπόγονος τῆς αἰολοδωρικῆς διαλέκτου, μετέτρεψαν καὶ τὴν κατάληξιν ἀπὸ -ον σὲ -υν, καὶ διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν ἐνρίνων, σὲ -υμ, καὶ τὸ αὐγόν τους τὸ εἶπαν «ovum». Οἱ Ἰταλοὶ τὸ μετέτρεψαν σὲ «uovo», στοὺς γαλλοφώνους κατέληξε μὲ τὸ δίγαμμα νὰ γράφεται δασύτερα ἀφ' ὅτι στοὺς Ἰταλούς, δηλ. ὡς «œuf» (καὶ μάλιστα στὸν πληθυντικὸν οἱ Γάλλοι αὐτὸ τὸ f, δὲν τὸ προφέρουν κάν!), στοὺς ἰσπανοφώνους ἔγινε «huevo» καὶ οἱ γερμανόφωνοι εὐτυχῶς δὲν τοῦ προσέθεσαν σύμφωνον ποὺ δὲν εἶχε καὶ τὸ κράτησαν ὡς «Ei». Γιὰ τοὺς Ἀγγλοσκανδιναβοὺς δε, ἡ λέξις ἀπέκτησε ἀκόμα πιὸ ἄγρια προφορά. 

Ὅμως οὐδεὶς ἐκ τῶν βαρβάρων δὲν ἠρνήθη τὴν ὕπαρξιν τοῦ φθόγγου F, στὴν ῥίζα τῆς γλώσσης, ἐκ τῆς ὁποίας τὸ παρέλαβε, ἤτοι ἐκ τῆς ἑλληνικῆς. Φαίνεται πὼς εἴμεθα οἱ μοναδικοὶ ποὺ δὲν ξέρουμε τὴν ἐτυμολογία τοῦ αὐγοῦ ἤ τουλάχιστον τὴν ἀρνούμεθα, καθῶς κατὰ πὼς φαίνεται ἡ ἐπιβαλλομένη γραφὴ μὲ β (καὶ ὄχι γιὰ διαλεκτικοὺς λόγους, ὡς καταγράφει ὁ Ἡσύχιος καὶ ἄλλοι, αὐτὴν καὶ ἄλλες δωρικὲς λέξεις) σχεδὸν ὑπερισχύει. 
Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ἡ ὀρθογραφία δὲν ἀλλάζει λόγῳ διαλέκτου, ἀλλὰ λόγῳ ἀγνοίας ἤ «ἀγνοίας» τῆς μουσικῆς καὶ γραμματικῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Καὶ μάλιστα ὄχι ἁπλῶς δὲν τίθεται θέμα διαλέκτικῶν τροπῶν, ἀλλὰ οἱ εἰσάγοντες τὴν ἐσφαλμένη γραφὴ τοῦ «αὐγοῦ», θέτουν ἐν ἀμφιβόλῳ καὶ τὴν πιθανότητα ὑπάρξεως τέτοιων τροπῶν, καθῶς στὴν ἐκδοχὴ ὅτι ἡ λέξις «αὐγόν» ἐτυμολογεῖται ἀπευθείας ἐκ τοῦ ἀρχαίου τύπου «ᾠόν» θέτουν ἐμπόδια, ὅπως «ποῦ βρέθηκε ξαφνικά τὸ α, στὴν θέσιν τοῦ ω;» καὶ «πῶς προέκυψε τὸ γ μετὰ τὸ ὑποτιθέμενον δίγαμμα»; 

Καὶ εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα, ὅταν αὐτὰ τίθενται ἀπὸ γλωσσολόγους, διότι ἀν μή τι ἄλλον εἶναι ἀπὸ τὶς βασικότερες διαλεκτικὲς τροπὲς ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ ω μὲ τὸ α, ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων. Οἱ Δωριεῖς δὲν ἔλεγον «τῶν» ἀλλὰ «τᾶν», δὲν ἔλεγαν «πρῶτος», ἔλεγον «πρᾶτος»· στὸν παιᾶνα τους οἱ Σπαρτιᾶτες δὲν ἔψαλλον ὁρμῶντας : «ἐμπρὸς τῆς εὐάνδρου Σπάρτης, τέκνα πατέρων «πολιητῶν»» ἀλλὰ «τέκνα πατέρων «πολιατᾶν»», κοκ. 
Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ὡFόν δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ στὰ μάτια ἑνὸς γλωσσολόγου ἀπορία γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ κατέληξε αFόν, δηλ. αὐ(γ)όν. 

Ὡς πρὸς τὸ ἐρώτημα «καὶ πῶς προέκυψε τὸ γ στὸ αὐγόν»; ποὺ θέτουν ἀρκετοὶ γλωσσολόγοι, οἱ ὁποῖοι γι' αὐτὸ ἀπορρίπτουν τὴν ῥίζα τῆς λέξεως «αὐγόν» καὶ τὴν μουσικὴ τῆς γλώσσης μας... ὑποθέτοντας καὶ θεωρώντας, εἶναι καὶ πάλι νὰ ἀπορεῖ κανείς. Μὰ καλὰ δὲν ἔχει τύχει ποτέ νὰ ἀκούσουν κάποιον ἀπὸ τὴν νότιον Ἑλλάδα νὰ μιλᾶ; 

Εἶναι τρομερὰ ἀστεῖον τὸ ἐρώτημα-ἐπιχείρημά τους, διότι ἐνῶ οἱ ἴδιοι εἶναι οἱ «εἰδικοί» καὶ ἔχουν μελετήσει ὑποτίθεται τὶς διαλέκτους τῆς γλώσσης μας, ἕνας γηραιὸς βοσκὸς στὴν Κρήτη ἤ ἕνας ψαρὰς κάπου στὰ Δωδεκάνησα ἤ στὴν Κύπρον γιὰ παράδειγμα, ποὺ ζεὶ στὸ πιὸ ἀραιοκατοικημένο χωριουδάκι, ποὺ ἴσως νὰ μὴν ἔχει τελειώσει καὶ τὸ σχολεῖον καλά-καλά, τέτοια ἀπορία δὲν θὰ εἶχε. Διότι ἡ γλῶσσα κληρονομεῖται καὶ κληροδοτεῖται· καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ μὴ ξέρουν τὸ δίγαμμα καὶ τὶς διφθόγγους, τὰ αυ, τὰ ευ κτλ, ἀλλὰ διετήρησαν τὴν ἱστορία, τὸ κλέος τῆς γλώσσης μας, τὴν μουσική της καὶ τὴν προσωδία της στὰ στόματά τους, μὲ τὴν γλῶσσα ποὺ τοὺς ἀνέθρεψε ἡ μάνα τους, τὴν ντοπιολαλιά. 

Ἔτσι ὁ Κρὴς δὲν χρειάζεται νὰ κατεβάσει τοὺς τόμους μὲ τὰ λεξικά καὶ τὶς σύγχρονες «ἐπιστημονικές» θεωρίες τους, γιὰ νὰ καταλάβει τί ἐστί δίγαμμα στὴν πράξιν· γιατὶ στὸν «Ἐρωτόκριτον» γράφει «ἀναπεύγει» κι ὄχι ἀναπαύει ( < πάFω), γιατί λέγει «πιστεύγω, φιλεύγω, θαρρεύγω» ἀντὶ «πιστεύω, φιλεύω, θαρρεύω». Ὁμοίως καὶ ἕνας Ῥόδιος θὰ γελοῦσε μὲ τὴν ἀπορία τοῦ Μπαμπινιώτου ποὺ ἀναρωτιέται «πῶς προέκυψε τὸ γ μετὰ τὸ δίγαμμα στὸ αὐγόν;», καὶ θὰ τοῦ ἔλεγε, ἄν ἤξερε τί διαιωνίζει μὲ τὴν ῥοδίτικη λαλιά του, ὅτι τὸ γ μετὰ τὴν δίφθογγον, προέκυψε «ὅπως προέκυψε στὸ δουλεύγω/ δουλεύκω καὶ στὸ μαζεύγω» ποὺ λέγουν ἀντὶ τοῦ «δουλεύω/ μαζεύω» στὰ μέρη τους. 

Γράφει δὲ πρὸς ἐπίρρωσιν καὶ ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής : 

«Εἰς τὴν λέξιν αὐγὸν, ἀπὸ τὸ ὠὸν, τὸ ὁποῖον οἱ μὲν Λατῖνοι ἐσχημάτισαν μὲ ἕν μόνον δίγαμμα ovum (καθῶς ἀπὸ τὰς λέξεις Αἰών, Βόες, Λεῖος, Ὄϊς ἐσχημάτισας Aevum, Boves, Levis, Ovis), ἡμεῖς δὲ τρέψαντες τὸ ω εἰς ᾱ καὶ προσθέσαντες τὸ δίγαμμα, ἐσχηματίσαμεν πρῶτον Αὐόν, ἔπειτα Αὐγόν καὶ ὄχι Αὐυὸν ἤ Ἀγγὸν διὰ τὸ κακόφωνον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀγγλικὴ λέξιν Egg, τὴν σημαίνουσαν τὸ αὐγόν». 

Ἐν ὀλίγοις τὸ «αὐγόν» γιὰ ὅποιον σέβεται τὴν ἱστορία καὶ ἐτυμολογία τῆς γλώσσης του γράφεται μὲ δίγαμμα, ἤτοι μὲ υ. 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (