«Τὸ ὑπὲρ τοὺς ὦπας μέρος» ὀνομάζεται ΜΕΤΩΠΟΝ ( < μετὰ + ὤψ). Τὸ ΚΟΥΤΕΛΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κότυλον, ὅπερ ἐκ τοῦ κοτύλη = πᾶν κοῖλον. Οἱ δὲ ΟΠΕΣ εἶναι ἀλλοιῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὄψ ἤ ὤψ εἶναι ὁ ὀφθαλμός καὶ ἡ ὄψις, «τὸ πῶς φαίνεσαι, ὅσον καὶ τὸ τί παρατηρεῖς. Ἐκ τοῦ ὄπ-ς, συγγενὲς πρὸς τὴν λέξιν ὀπ-ή. Εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμὸν αἱ ὄψεις = οἱ ὀφθαλμοί, δηλ. τὰ ὄργανα τῆς ὀράσεως. Ἡ ἔκφρασις «ὄψεις μαραίνω» σημαίνει τυφλώνω (Οἰδίπους τύραννος, στ. 1328). Ἐκ τοῦ θέματος «ωπ» > γλαυκῶπις, εὐῶπις, Εὐρώπη, κυανώπης» , Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. Ὀπὴ εἶναι ἐκτὸς τῆς ὀράσεως καὶ τὸ ἄνοιγμα-τρύπα μέσῳ τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς, σχετικὴ τοῦ ὄπ-σομαι/ ὄψομαι- ὄπ-ωπα. «Ὄπ-μα, παρὰ τὸ ὀπή, τόπος τετρημένος, ἀφ' οὗ τὶς δύναται ὀπίσασθαι, δηλ. περιβλέψασθαι» , Ὀ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. Ὄψ (αιτιατικὴ = τὴν ὄπα -βλ. καὶ ἐπιφώνημα-) εἶναι καὶ ἡ φωνή, σχετικὴ τοῦ ἔπους. Ἡ ὄψ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΟΜΜΑ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὴν ὄπα (< ὄπ-μα καὶ
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης