ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ Μάττω/μάσσω ἤ μάζω, ἕνα ἀκόμα ῥῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀσυναίσθητα ὅλοι καθημερινά. Καὶ πρὶν περάσουμε σέ μερικές ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ γέννησε, πρέπει νὰ ἀνοίξω μία μικρὴ παρένθεσιν καὶ νὰ θίξω ἀκροθιγῶς τήν <<ἐμφάνισιν>> τοῦ ῥήματος , ὥστε νὰ γίνει πιὸ κατανοητὸν τὸ ἄρθρο. Τὸ θέμα του ἔχει δύο ταύ [ (ματτ-) τὰ ὅποῖα ἀντικαθίστανται μεταξὺ διαλέκτων καὶ ἀπὸ δύο σίγμα (μασσ-) ἤ καὶ ἀπὸ ζ (μαζ-) ], πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει πὼς τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματός του στὴν πραγματικότητα εἶναι οὐρανικὸ σύμφωνο ( δηλαδὴ προφέρεται σὲ συμφωνία τῶν φωνητικῶν χορδῶν μὲ τὸν οὐρανίσκο μας. Τὰ σύμφωνα τὰ ὁποῖα προφέρονται μὲ τὸν οὐρανίσκο εἶναι 3: τὸ Κ,τὸ Γ καὶ τὸ Χ). Τὸ μάσσω ἔχει πολλὲς συναφεῖς ἔννοιες, οἱ κυριότερες ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι: 1. Ζυμώνω καὶ πιέζω τὴν ζύμη σὲ καλούπι γιὰ νὰ τῆς δώσω σχῆμα, πλάθω, 2. Ἐπεξεργάζομαι κάτι μὲ τὰ χέρια, κατεργάζομαι καὶ συνεκδοχικῶς κατασκευάζω κάτι, ἀλλάζω μορφὴ σὲ κάτι, 3. Μα
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης