ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ
Μάττω/μάσσω ἤ μάζω, ἕνα ἀκόμα ῥῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀσυναίσθητα ὅλοι καθημερινά. Καὶ πρὶν περάσουμε
σέ μερικές ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ γέννησε, πρέπει νὰ ἀνοίξω μία μικρὴ παρένθεσιν καὶ νὰ θίξω ἀκροθιγῶς τήν <<ἐμφάνισιν>> τοῦ ῥήματος , ὥστε νὰ γίνει
πιὸ κατανοητὸν τὸ ἄρθρο. Τὸ θέμα του ἔχει δύο ταύ [ (ματτ-) τὰ ὅποῖα ἀντικαθίστανται μεταξὺ διαλέκτων καὶ ἀπὸ δύο σίγμα (μασσ-) ἤ καὶ ἀπὸ ζ (μαζ-) ],
πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει πὼς τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματός του στὴν
πραγματικότητα εἶναι οὐρανικὸ σύμφωνο ( δηλαδὴ προφέρεται σὲ συμφωνία τῶν
φωνητικῶν χορδῶν μὲ τὸν οὐρανίσκο μας. Τὰ σύμφωνα τὰ ὁποῖα προφέρονται μὲ τὸν
οὐρανίσκο εἶναι 3: τὸ Κ,τὸ Γ καὶ τὸ Χ).
Τὸ μάσσω ἔχει πολλὲς
συναφεῖς ἔννοιες, οἱ κυριότερες ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι:
1.
Ζυμώνω καὶ πιέζω τὴν ζύμη σὲ καλούπι γιὰ νὰ τῆς δώσω σχῆμα, πλάθω,
2.
Ἐπεξεργάζομαι
κάτι μὲ τὰ χέρια, κατεργάζομαι καὶ συνεκδοχικῶς κατασκευάζω κάτι, ἀλλάζω μορφὴ σὲ κάτι,
3.
Μαλάσσω,
σκουπίζω κάτι μαλάσσοντάς το, καθαρίζω καὶ ψηλαφῶ μὲ τὶς παλάμες μου,
4.
Καὶ συνεκδοχικῶς μὲ ὅλα τὰ παραπάνω μαλακώνω κάτι.
Ἐπιπλέον, μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ διάφορες μορφὲς μέσα στὸν λόγο ἀναλόγως μὲ τὴν ἀπόχρωσιν ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ δώσουμε. Οἱ συνηθέστερες εἶναι: μάσσω, μάττω, μαζ(ά)ω, μασάομαι, μασ(σ)ῶ (< μαστάζω), μαλάττω
Καὶ μὲ τὶς 4 του ἔννοιες ἔχει γονιμοποιήσει καὶ τὸν δικό μας, ἀλλὰ καὶ τὸν παγκόσμιον λόγον.
Ἔτσι τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλάθει, ζυμώνει καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὶς παρασκευές, τὸν ΜΑΚΤΗ ( = ζυμωτής) ἐν ὀλίγοις, τὸν ὠνόμασαν ΜΑΓΕΙΡΑ [<< Μάγειρας, ὁ τὰς μάζας μερίζων>>
(Μ.Ε.)]. Καὶ δὲν ἔλειψε καὶ πολλὰ ὑλικά/σκεύη τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ τελευταῖος νὰ γονιμοποιηθοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα. Ἔτσι τὸ προζύμι, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ζύμωσιν καί <<φούσκωμα>>
στὴν ὑπόλοιπη ζύμη ὠνομάστηκε ΜΑΓΙΑ καὶ κακῶς θεωρεῖται δάνεια λέξις κι ὄχι τὸ ἐλάχιστον ἀντιδάνειο. Ἡ σκάφη μέσα στὴν ὁποία ζυμώνουμε ὠνομάστηκε ΜΑΚΤΡΑ. Καὶ συνεκδοχικῶς ὠνομάστηκε ἔτσι καὶ ἡ σκάφη στὴν ὁποία ἔπλυναν ἤ λούονταν, ἡ μπανιέρα
ποὺ λέμε σήμερα.
Ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὴν
τρίτη προαναφερθεῖσα σημασία τοῦ ῥήματος ( σκουπίζω, καθαρίζω κάτι μὲ τὰ χέρια),
καθιερώθηκε νὰ λέγεται μάκτρα καὶ ἡ πετσέτα, τὸ πανὶ μὲ τὸ ὁποῖον καθαρίζεις
κάτι, λέξις ποὺ χρησιμοποιεῖται μέχρι καὶ σήμερα στὴν ἐκκλησιαστική,
μηχανολογικὴ καὶ ὄχι μόνον ὁρολογία ( π.χ. μάκτρα ὑαλοκαθαριστήρα). Μάλιστα ἡ λέξις αὐτὴ πολυχρησιμοποιεῖτο καὶ γι’αὐτὸ ὑπῆρχαν διάφορα εἴδη μακτρῶν, ὅπως
ΧΕΙΡΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΠΟΔΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΡΙΝΟΜΑΚΤΡΟΝ κ.ἄ ἀναλόγως τὸ μέρος τοῦ σώματος ποὺ σκούπιζαν.
Ἔπειτα, ὁ ἄρτος ὁ ὁποῖος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ προζύμι ἐλέγετο ΜΑΖΑ ἤ ΜΑΓΙΣ ( μαγὶς ἐλέγοντο καὶ τὰ ζυμαρικά). Καὶ ἀργότερα συνυφάνθηκε καὶ μὲ ἄλλα παρασκευάσματα ἀπὸ ἀλεύρι, ὅπως γλυκοὶ ἄρτοι,
πίττες κλπ, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε καλῶς πλασμένο, συμπαγὲς ὠνομάζετο ἔτσι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀντιδάνειον ΜΑΣΣΙΦ (γαλλ. massif) ποὺ λέμε σήμερα, ὅταν
θέλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κάτι συμπαγές.
Ἐπιπροσθέτως, ἀπ’αὐτὸ τὸ ῥῆμα δημιουργήθηκε καὶ ἡ λέξις ποὺ περιγράφει κάτι τὸ εὐμάλακτο, τὸ πυκνὸ καὶ τὸ πηκτό, ὅπως ἡ ζύμη. Ὁ,τιδήποτε πυκνόρρευστο ὠνομάστηκε ΜΑΓΜΑ καὶ στὰ ἀρχαῖα
χρόνια σήμαινε τὸ ἔμπλαστρον, τὸ κατάπλασμα, τὴν ἀλοιφὴ ποὺ βάζεις σὲ πληγές, ἐνῶ σήμερα ἀκούγεται περισσότερον ἀπὸ τοὺς γεωλόγους, ὅταν ἀναφέρονται στὴν λάβα
τῶν ἡφαιστείων.
Ἕνα εἶδος ζυμώσεως ὅμως
(τὸ ὁποῖον ἀποδείχτηκε καὶ ἐπιστημονικῶς πολλὰ χρόνια ἀργότερα), γίνεται καὶ μέσα
στὸ στόμα μας ὅταν τρῶμε. Ἀπὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρατήρησιν δημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΜΑΣ(Σ)Ω ποὺ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα περισσότερες λέξεις ( ἀκόμα καὶ ὡς ἀντιδάνεια), ὁπως ΜΑΣΗΣΙΣ, ΜΑΣΑ, ΜΑΣΕΛΑ, ΜΑΣΗΤΙΚΟΣ κλπ, ἀλλὰ καὶ τὸ ΜΑΣΤΑΖΩ ( =τρώγω), τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὴν ΜΑΣΤΙΧΑ, τὸν ΜΑΣΤΑΚΑ, συγγενὴ τοῦ ΜΥΣΤΑΚΑ ( =ΜΟΥΣΤΑΚΙ).
Συναφεῖς μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, εἶναι καὶ ἡ λέξις ΕΚΜΑΓΕΙΟΝ, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε
καλούπι. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια αὐτὸ πάνω στὸ ὁποῖον ἀποτυπώνεται κάτι, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὸ ζυμάρι, ὅταν τὸ βάλουμε σὲ μία ὁποιαδήποτε φόρμα καὶ αὐτὸ παίρνει τὸ σχῆμα της.
Ὕστερα, δὲν ἦταν μόνο οἱ μάγειροι οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τὰ χέρια τους γιὰ νὰ ζυμώσουν καὶ νὰ βγάλουν ἕνα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ οἱ ΜΑΓΟΙ. Μάγος εἶναι <<ὁ δι΄ ἐμπλάστρων προλέγων
τὸ μέλλον>> κι << ὁ ἀπομασσόμενος πάντα (Μ.Ε.)>>. Ἦταν ἕνα
εἶδος θεραπευτῶν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ ἄλλων ἀνακάτευαν διάφορα ὑλικά/βότανα, τὰ ζύμωναν μεταξύ τους καὶ παρεσκεύαζαν ἔμπλαστρα, ἀλοιφὲς ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο. Ἐπειδὴ ἐπεπεκαλοῦντο καὶ διάφορες θεότητες γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἔφτασε νὰ συνυφανθεῖ τὸ ὄνομά
τους μὲ τὸ ὑπερφυσικό, μὲ τοὺς μάντεις ( Ἡρωδιανός). Σὲ κάθε περίπτωσιν οἱ μάγοι
καὶ οἱ τακτικές τους ἦταν γνωστὰ πολὺ πρὶν τὴν ἐμφάνισιν τῶν Περσῶν καὶ τῶν
Μήδων, ἀκόμα καὶ πολὺ πρὶν τὸν Ὅμηρο καὶ κακῶς ὁ <<μάγος>> θεωρεῖται δάνεια
λέξις ἀπὸ τὴν ἰρανική. Ἀπὸ τὸν μάγο, προῆλθαν καὶ ἡ ΜΑΓΕΙΑ, τὰ ΜΑΓΙΑ, τὰ ΜΑΓΓΑΝΙΑ κ.ἄ.
Ὑπῆρξαν ὅμως ἀργότερα καὶ οἱ ἀπατεῶνες, ποὺ ὑπόσχονταν θεραπεῖες μὲ σκοπὸν νὰ ἐκμεταλλευτοῦν ὅσους τοὺς ἐμπιστεύονταν. Ἔτσι τὸ ὄνομα τῶν μάγων συνυφάνθηκε ἐξίσου καὶ μὲ τὴν ἀπατεωνιὰ καὶ τὴν δολιότητα. Γι’αὐτὸ καὶ σήμερα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐξαπατοῦν τὶς αἰσθήσεις
μας κάνοντας διάφορα κόλπα/ΜΑΓΙΚΑ (π.χ. στὸ τσίρκο) λέγονται μάγοι.
Αὐτὸς πάλι ποὺ τριγυρνοῦσε δεξιά-αριστερά, ὁ ἀγύρτης ἐν ὀλίγοις ποὺ ἔκανε μικροαπατεωνιὲς
παντὸς εἴδους σὰν τοὺς μάγους γιὰ νὰ ζήσει, ἐλέχθη ΜΑΓΚΑΣ.
(Σημ.: Κάποιοι ἐτυμολογοῦν
τὴν λέξιν <<μάγκας>> ἀπὸ τὸ τούρκικο manga, τὸ ὁποῖον ὑποδηλώνει τὴν ὁμάδα ἀτάκτων στρατιωτῶν, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, ποὺ περιφέρονταν κι αὐτοὶ δεξιά-ἀριστερά, ἀτάκτως, μὴ πειθαρχημένα/ συγκροτημένα ὡς ὁ τακτικὸς στρατός).
Ὑπὸ τὴν δευτέρα σημασία
του ( κατεργάζομαι, ἐπεξεργάζομαι κάτι, κατασκευάζω), παρήχθη καὶ ἡ δωρικὴ λέξις μαχανά, ἤτοι ἡ ΜΗΧΑΝΗ. Καὶ συγγενεῖς μὲ αὐτὴν εἶναι οὐκ ὀλίγες λέξεις, ὅπως
ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ, ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ,ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ, ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΟΣ, ΑΜΗΧΑΝΙΑ κ.ἄ πολλές.
Ἀλλὰ μὲ τὴν σειρά του αὐτὸ τὸ φτιάξιμο, ἡ κατεργασία μὲ τὰ χέρια ἔφτιαξε καὶ τὸ ξενικὸ ῥῆμα MAKE, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔδωσε ὡς ἀντιδάνειο τὸ make-up, τὸ ΜΑΚΙΓΙΑΖ, ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ <<ψιμμυθιῶ>> κλπ.
Τέλος, μὲ τὴν σημασία τοῦ μαλάσσω/ψηλαφῶ παρήγαγε ἄλλες τόσες λέξεις ἡμεδαπὲς καὶ ἀλλοδαπὲς ὅπως
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ, ΜΑΛΑΚΟΣ, ΜΑΛΑΓΜΑ ( = ἔμπλαστρον) , ΜΑΛΑΞΙΣ, ΜΑΣΣΕΡ (> γαλλ. masseur > μάσσω), ΜΑΣΣΑΖ (γαλλ. massage) κοκ.
Λίγες ἀκόμα λέξεις -παράγωγες τοῦ μάσσω, τὶς ὁποῖες
χρησιμοποιοῦμε ἀρκετὰ συχνὰ καὶ στὶς πιὸ γνωστὲς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες εἶναι:
Ἀγγλ.: make ( = φτιάχνω, κάνω), mouth ( =στόμα), mason ( =κτίστης, τέκτων), magic, mild ( = μαλθακός, ἥπιος), magma
Ἐκ τοῦ συγγενοῦς ΑΜΕΛΓΩ ( =
τραβῶ γάλα ἀπ’τοὺς μαστούς > ἐπιτ. ἀ +μαλάσσω) Amalthea, milk
Γαλλ.: mou, molle ( =μαλακός-ή), maçon ( =κτίστης, αὐτὸς ποὺ κατασκευάζει κάτι μὲ τὰ χέρια), mastiquer ( =συγκολλῶ), mastic ( = μαστίχα), masse ( =μάζα, σωρός), massif, amas ( = σωρός), mollir ( = μαλακώνω), magicien ( =μάγος, ἀγύρτης), maquillage, maquilleuse, macher (
=μασσῶ), maie ( = σκάφη ψωμιοῦ, <<κουβέρ>>), manger ( = τρώγω), manducation ( = βρώσις)
Γερμ.: machen ( =φτιάχνω) , Mund ( =στόμα), Masse ( =μάζα) , massiv ( =συμπαγής), massig ( = ὀγκώδης), magisch, mild, Magen ( = στομάχι)
Ἰταλ.: masticare ( = μασῶ), mastice ( = μαστίχα), massicio ( = πυκνός), mago,
molle ( = πλαδαρός), macerare ( = μαλακώνω, ἐμβρέχω), macerie ( = ἐρείπια), magma, madia ( = σκάφη), mangiare ( = τρώγω), mangiatore ( = ἀδηφάγος)
Ἰσπαν.: amassar ( =
ζυμώνω), mascar ( =μασῶ), mago, magia, mojo (= ῥευστὸς βλ. μᾶγμα, χυμός), macerar, magma, amasadero ( = ζυμωτήριον)
Ἀντλήθηκαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ >>,
<< ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ >>, λεξικόν << LIDDELL- SCOTT >>, λεξικόν << ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, Ζ.
ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ. 1499 >>, << ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ,
ΕΥ. ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ >>, << ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ PONS >>, διαδικτυακὸν λεξικόν << LAROUSSE. FR >>, διαδικτυακὸν λεξικόν << INTERNAUT. FR >> καὶ διαδικτυακὸν λεξικόν << CENTRE
NATIONAL DE RESSOURCES TEXTUELLES ET LEXICALES >>
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου