Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΜΑΤΤΩ/ΜΑΣΣΩ/ΜΑΖΩ


Μάττω/μάσσω ἤ μάζω, ἕνα ἀκόμα ῥῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀσυναίσθητα ὅλοι καθημερινά. Καὶ πρὶν περάσουμε σέ μερικές ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ γέννησε, πρέπει νὰ ἀνοίξω μία μικρὴ παρένθεσιν καὶ νὰ θίξω ἀκροθιγῶς τήν <<ἐμφάνισιν>> τοῦ ῥήματος , ὥστε νὰ γίνει πιὸ κατανοητὸν τὸ ἄρθρο. Τὸ θέμα του ἔχει δύο ταύ [ (ματτ-) τὰ ὅποῖα ἀντικαθίστανται μεταξὺ διαλέκτων καὶ ἀπὸ δύο σίγμα (μασσ-) ἤ καὶ ἀπὸ ζ (μαζ-) ], πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει πὼς τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματός του στὴν πραγματικότητα εἶναι οὐρανικὸ σύμφωνο ( δηλαδὴ προφέρεται σὲ συμφωνία τῶν φωνητικῶν χορδῶν μὲ τὸν οὐρανίσκο μας. Τὰ σύμφωνα τὰ ὁποῖα προφέρονται μὲ τὸν οὐρανίσκο εἶναι 3: τὸ Κ,τὸ Γ καὶ τὸ Χ).

Τὸ μάσσω ἔχει πολλὲς συναφεῖς ἔννοιες, οἱ κυριότερες ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι:
1.       Ζυμώνω καὶ πιέζω τὴν ζύμη σὲ καλούπι γιὰ νὰ τῆς δώσω σχῆμα, πλάθω,
2.       Ἐπεξεργάζομαι κάτι μὲ τὰ χέρια, κατεργάζομαι καὶ συνεκδοχικῶς κατασκευάζω κάτι, ἀλλάζω μορφὴ σὲ κάτι,
3.       Μαλάσσω, σκουπίζω κάτι μαλάσσοντάς το, καθαρίζω καὶ ψηλαφῶ μὲ τὶς παλάμες μου,
4.       Καὶ συνεκδοχικῶς μὲ ὅλα τὰ παραπάνω μαλακώνω κάτι.

Ἐπιπλέον, μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ διάφορες μορφὲς μέσα στὸν λόγο ἀναλόγως μὲ τὴν ἀπόχρωσιν ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ δώσουμε. Οἱ συνηθέστερες εἶναι: μάσσω, μάττω, μαζ(ά)ω, μασάομαι, μασ(σ)ῶ (< μαστάζω), μαλάττω

Καὶ μὲ τὶς 4 του ἔννοιες ἔχει γονιμοποιήσει καὶ τὸν δικό μας, ἀλλὰ καὶ τὸν παγκόσμιον λόγον.
Ἔτσι τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλάθει, ζυμώνει καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὶς παρασκευές, τὸν ΜΑΚΤΗ ( = ζυμωτής) ἐν ὀλίγοις, τὸν ὠνόμασαν ΜΑΓΕΙΡΑ [<< Μάγειρας, ὁ τὰς μάζας μερίζων>> (Μ.Ε.)]. Καὶ δὲν ἔλειψε καὶ πολλὰ ὑλικά/σκεύη τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ τελευταῖος νὰ γονιμοποιηθοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα. Ἔτσι τὸ προζύμι, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ζύμωσιν καί <<φούσκωμα>> στὴν ὑπόλοιπη ζύμη ὠνομάστηκε ΜΑΓΙΑ καὶ κακῶς θεωρεῖται δάνεια λέξις κι ὄχι τὸ ἐλάχιστον ἀντιδάνειο. Ἡ σκάφη μέσα στὴν ὁποία ζυμώνουμε ὠνομάστηκε ΜΑΚΤΡΑ. Καὶ συνεκδοχικῶς ὠνομάστηκε ἔτσι καὶ ἡ σκάφη στὴν ὁποία ἔπλυναν ἤ λούονταν, ἡ μπανιέρα ποὺ λέμε σήμερα.
Ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὴν τρίτη προαναφερθεῖσα σημασία τοῦ ῥήματος ( σκουπίζω, καθαρίζω κάτι μὲ τὰ χέρια), καθιερώθηκε νὰ λέγεται μάκτρα καὶ ἡ πετσέτα, τὸ πανὶ μὲ τὸ ὁποῖον καθαρίζεις κάτι, λέξις ποὺ χρησιμοποιεῖται μέχρι καὶ σήμερα στὴν ἐκκλησιαστική, μηχανολογικὴ καὶ ὄχι μόνον ὁρολογία ( π.χ. μάκτρα ὑαλοκαθαριστήρα). Μάλιστα ἡ λέξις αὐτὴ πολυχρησιμοποιεῖτο καὶ γι’αὐτὸ ὑπῆρχαν διάφορα εἴδη μακτρῶν, ὅπως ΧΕΙΡΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΠΟΔΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΡΙΝΟΜΑΚΤΡΟΝ κ.ἄ ἀναλόγως τὸ μέρος τοῦ σώματος ποὺ σκούπιζαν.
Ἔπειτα, ὁ ἄρτος ὁ ὁποῖος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ προζύμι ἐλέγετο ΜΑΖΑ ἤ ΜΑΓΙΣ ( μαγὶς ἐλέγοντο καὶ τὰ ζυμαρικά). Καὶ ἀργότερα συνυφάνθηκε καὶ μὲ ἄλλα παρασκευάσματα ἀπὸ ἀλεύρι, ὅπως γλυκοὶ ἄρτοι, πίττες κλπ, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε καλῶς πλασμένο, συμπαγὲς ὠνομάζετο ἔτσι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀντιδάνειον ΜΑΣΣΙΦ (γαλλ. massif) ποὺ λέμε σήμερα, ὅταν θέλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κάτι συμπαγές.
Ἐπιπροσθέτως, ἀπ’αὐτὸ τὸ ῥῆμα δημιουργήθηκε καὶ ἡ λέξις ποὺ περιγράφει κάτι τὸ εὐμάλακτο, τὸ πυκνὸ καὶ τὸ πηκτό, ὅπως ἡ ζύμη. Ὁ,τιδήποτε πυκνόρρευστο ὠνομάστηκε ΜΑΓΜΑ καὶ στὰ ἀρχαῖα χρόνια σήμαινε τὸ ἔμπλαστρον, τὸ κατάπλασμα, τὴν ἀλοιφὴ ποὺ βάζεις σὲ πληγές, ἐνῶ σήμερα ἀκούγεται περισσότερον ἀπὸ τοὺς γεωλόγους, ὅταν ἀναφέρονται στὴν λάβα τῶν ἡφαιστείων.
Ἕνα εἶδος ζυμώσεως ὅμως (τὸ ὁποῖον ἀποδείχτηκε καὶ ἐπιστημονικῶς πολλὰ χρόνια ἀργότερα), γίνεται καὶ μέσα στὸ στόμα μας ὅταν τρῶμε. Ἀπὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρατήρησιν δημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΜΑΣ(Σ)Ω ποὺ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα περισσότερες λέξεις ( ἀκόμα καὶ ὡς ἀντιδάνεια), ὁπως ΜΑΣΗΣΙΣ, ΜΑΣΑ, ΜΑΣΕΛΑ, ΜΑΣΗΤΙΚΟΣ κλπ, ἀλλὰ καὶ τὸ ΜΑΣΤΑΖΩ ( =τρώγω), τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὴν ΜΑΣΤΙΧΑ, τὸν ΜΑΣΤΑΚΑ, συγγενὴ τοῦ ΜΥΣΤΑΚΑ ( =ΜΟΥΣΤΑΚΙ).

Συναφεῖς μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, εἶναι καὶ ἡ λέξις ΕΚΜΑΓΕΙΟΝ, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε καλούπι. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια αὐτὸ πάνω στὸ ὁποῖον ἀποτυπώνεται κάτι, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὸ ζυμάρι, ὅταν τὸ βάλουμε σὲ μία ὁποιαδήποτε φόρμα καὶ αὐτὸ παίρνει τὸ σχῆμα της.

Ὕστερα, δὲν ἦταν μόνο οἱ μάγειροι οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τὰ χέρια τους γιὰ νὰ ζυμώσουν καὶ νὰ βγάλουν ἕνα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ οἱ ΜΑΓΟΙ. Μάγος εἶναι <<ὁ δι΄ ἐμπλάστρων προλέγων τὸ μέλλον>> κι << ὁ ἀπομασσόμενος πάντα (Μ.Ε.)>>. Ἦταν ἕνα εἶδος θεραπευτῶν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ ἄλλων ἀνακάτευαν διάφορα ὑλικά/βότανα, τὰ ζύμωναν μεταξύ τους καὶ παρεσκεύαζαν ἔμπλαστρα, ἀλοιφὲς ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο. Ἐπειδὴ ἐπεπεκαλοῦντο καὶ διάφορες θεότητες γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἔφτασε νὰ συνυφανθεῖ τὸ ὄνομά τους μὲ τὸ ὑπερφυσικό, μὲ τοὺς μάντεις ( Ἡρωδιανός). Σὲ κάθε περίπτωσιν οἱ μάγοι καὶ οἱ τακτικές τους ἦταν γνωστὰ πολὺ πρὶν τὴν ἐμφάνισιν τῶν Περσῶν καὶ τῶν Μήδων, ἀκόμα καὶ πολὺ πρὶν τὸν Ὅμηρο καὶ κακῶς ὁ <<μάγος>> θεωρεῖται δάνεια λέξις ἀπὸ τὴν ἰρανική. Ἀπὸ τὸν μάγο, προῆλθαν καὶ ἡ ΜΑΓΕΙΑ, τὰ ΜΑΓΙΑ, τὰ ΜΑΓΓΑΝΙΑ κ.ἄ.
Ὑπῆρξαν ὅμως ἀργότερα καὶ οἱ ἀπατεῶνες, ποὺ ὑπόσχονταν θεραπεῖες μὲ σκοπὸν νὰ ἐκμεταλλευτοῦν ὅσους τοὺς ἐμπιστεύονταν. Ἔτσι τὸ ὄνομα τῶν μάγων συνυφάνθηκε ἐξίσου καὶ μὲ τὴν ἀπατεωνιὰ καὶ τὴν δολιότητα. Γι’αὐτὸ καὶ σήμερα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐξαπατοῦν τὶς αἰσθήσεις μας κάνοντας διάφορα κόλπα/ΜΑΓΙΚΑ (π.χ. στὸ τσίρκο) λέγονται μάγοι.

Αὐτὸς πάλι ποὺ τριγυρνοῦσε δεξιά-αριστερά, ὁ ἀγύρτης ἐν ὀλίγοις ποὺ ἔκανε μικροαπατεωνιὲς παντὸς εἴδους σὰν τοὺς μάγους γιὰ νὰ ζήσει, ἐλέχθη ΜΑΓΚΑΣ
(Σημ.: Κάποιοι ἐτυμολογοῦν τὴν λέξιν <<μάγκας>> ἀπὸ τὸ τούρκικο manga, τὸ ὁποῖον ὑποδηλώνει τὴν ὁμάδα ἀτάκτων στρατιωτῶν, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, ποὺ περιφέρονταν κι αὐτοὶ δεξιά-ἀριστερά, ἀτάκτως, μὴ πειθαρχημένα/ συγκροτημένα ὡς ὁ τακτικὸς στρατός).

Ὑπὸ τὴν δευτέρα σημασία του ( κατεργάζομαι, ἐπεξεργάζομαι κάτι, κατασκευάζω), παρήχθη καὶ ἡ δωρικὴ λέξις μαχανά, ἤτοι ἡ ΜΗΧΑΝΗ. Καὶ συγγενεῖς μὲ αὐτὴν εἶναι οὐκ ὀλίγες λέξεις, ὅπως ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ, ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ,ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ, ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΟΣ, ΑΜΗΧΑΝΙΑ κ.ἄ πολλές.

Ἀλλὰ μὲ τὴν σειρά του αὐτὸ τὸ φτιάξιμο, ἡ κατεργασία μὲ τὰ χέρια ἔφτιαξε καὶ τὸ ξενικὸ ῥῆμα MAKE, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔδωσε ὡς ἀντιδάνειο τὸ make-up, τὸ ΜΑΚΙΓΙΑΖ, ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ <<ψιμμυθιῶ>> κλπ.
Τέλος, μὲ τὴν σημασία τοῦ μαλάσσω/ψηλαφῶ παρήγαγε ἄλλες τόσες λέξεις ἡμεδαπὲς καὶ ἀλλοδαπὲς ὅπως ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ, ΜΑΛΑΚΟΣ, ΜΑΛΑΓΜΑ ( = ἔμπλαστρον) , ΜΑΛΑΞΙΣ, ΜΑΣΣΕΡ (> γαλλ. masseur > μάσσω), ΜΑΣΣΑΖ (γαλλ. massage) κοκ.

Λίγες ἀκόμα λέξεις -παράγωγες τοῦ μάσσω, τὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦμε ἀρκετὰ συχνὰ καὶ στὶς πιὸ γνωστὲς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες εἶναι:

Ἀγγλ.: make ( = φτιάχνω, κάνω), mouth ( =στόμα), mason ( =κτίστης, τέκτων), magic, mild ( = μαλθακός, ἥπιος), magma
Ἐκ τοῦ συγγενοῦς ΑΜΕΛΓΩ ( = τραβῶ γάλα ἀπ’τοὺς μαστούς > ἐπιτ. ἀ +μαλάσσω) Amalthea, milk

Γαλλ.: mou, molle ( =μαλακός-ή), maçon ( =κτίστης, αὐτὸς ποὺ κατασκευάζει κάτι μὲ τὰ χέρια), mastiquer ( =συγκολλῶ), mastic ( = μαστίχα), masse ( =μάζα, σωρός), massif, amas ( = σωρός), mollir ( = μαλακώνω), magicien ( =μάγος, ἀγύρτης), maquillage, maquilleuse, macher ( =μασσῶ), maie ( = σκάφη ψωμιοῦ, <<κουβέρ>>), manger ( = τρώγω), manducation ( = βρώσις)

Γερμ.: machen ( =φτιάχνω) , Mund ( =στόμα), Masse ( =μάζα) , massiv ( =συμπαγής), massig ( = ὀγκώδης), magisch, mild, Magen ( = στομάχι)

Ἰταλ.: masticare ( = μασῶ), mastice ( = μαστίχα), massicio ( = πυκνός), mago, molle ( = πλαδαρός), macerare ( = μαλακώνω, ἐμβρέχω), macerie ( = ἐρείπια), magma, madia ( = σκάφη), mangiare ( = τρώγω), mangiatore ( = ἀδηφάγος)

Ἰσπαν.: amassar ( = ζυμώνω), mascar ( =μασῶ), mago, magia, mojo (= ῥευστὸς βλ. μᾶγμα, χυμός), macerar, magma, amasadero ( = ζυμωτήριον)


Ἀντλήθηκαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ >>, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ >>, λεξικόν << LIDDELL- SCOTT >>, λεξικόν << ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ. 1499 >>, << ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΕΥ. ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ >>, << ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ PONS >>, διαδικτυακὸν λεξικόν << LAROUSSE. FR >>, διαδικτυακὸν λεξικόν << INTERNAUT. FR >> καὶ διαδικτυακὸν λεξικόν << CENTRE NATIONAL DE RESSOURCES TEXTUELLES ET LEXICALES >>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (