Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΚΥΤΤΑΖΩ Η' ΚΟΙΤΑΖΩ;

ΚΥΤΤΑΖΩ Η' ΚΟΙΤΑΖΩ;

Ἕνα μόνιμον σφᾶλμα ποὺ γίνεται εἶναι ἡ ὀρθογραφία τοῦ ῥήματος «κυττάζω», ὅταν κάποιος θέλει νὰ προσδώσει μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοῦ ὁρᾶν. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ὀρθογραφικὸν λάθος, ἀλλὰ γιὰ ἐννοιολογικὸν σφάλμα καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλεῖστα παραδείγματα τῆς διαχρονικῆς καὶ σταδιακῆς ἀποσυνδέσεως τοῦ σημαίνοντος ἀπὸ τὸ σημαινόμενον ποὺ ἐπιβάλλεται ἐδῶ καὶ πάρα πολλὲς δεκαετίες -τουλάχιστον- στὴν γλῶσσα μας. Καὶ γράφω «σφάλμα» διότι τὸ «λάθος» ὑποδεικνύει πὼς κάτι λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἑκάστοτε γράφοντος, ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο στὴν συγκεκριμένη περίπτωσιν, καθῶς ἡ ἐσφαλμένη γραφὴ διδάσκεται γιὰ ὀρθὴ καὶ ἡ ὀρθή ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐτυμολογία, τὴν ἔννοια, ἔχει καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν... «γλωσσολόγων».  Ὅμως :  Κοιτῶ/ κοιτάζω σημαίνει ξαπλώνω, κατακλίνω κάποιον, κοιμίζω καὶ κοιμᾶμαι, καὶ κοιτάζομαι σημαίνει κεῖμαι, ἐξ οὗ καὶ ἡ κοίτη ( =ἡ κλίνη), ἡ κοιτίς, ὁ κοιτὼν, τὰ κοιτάσματα (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ε σὲ ο), ἡ κώμη ( « Κώμη, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς