Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΣΥΝΩΝΥΜΑ

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΗ ΝΟΜΙΜΩΣ ΣΥΝΕΥΝΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Πολλὲς λέξεις περιγράφουσες τὶς μὴ νομίμως συνεύνους γυναῖκες στὴν ἀρχαιότητα μᾶς παραδίδονται μέσῳ τῶν γραπτῶν μας κειμένων, βοηθώντας μᾶς διὰ τῆς ἐτυμολογικῆς τους ἀναλύσεως καὶ τῶν σχετικῶν μὲ αὐτὲς πληροφοριῶν νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ ἐννοιολογικὲς διαφορές καὶ ἀποχρώσεις τους.  Ἀρχικῶς νὰ διευκρινιστεῖ πὼς σύνευνος εἶναι ἡ σύζυγος, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ σύζυγος μοιράζεται μαζί της τὴν ἴδια εὐνή ( =κρεββάτι). Λέγεται καὶ ὁμόλεκτρος, σύλλεκτρος, συνόμευνος, ὁμοευνέτις, ὁμοδέμνιος, ἐπιδαμνιάς ( < δέμω) κ.ἄ πολλά. Ὡς ὅροι χαρεκτήριζον τὶς νομίμους συζύγους κυρίως, καὶ τὶς διαφοροποιοῦσαν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ διατηροῦσαν ἐρωτικοὺς δεσμοὺς ἄνευ γάμου, οἱ ὁποῖες καὶ χαρακτηρίζονταν ἀλλοιῶς, ἀναλόγως μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἐρωτικῆς σχέσεώς τους μὲ τὸν ἑκάστοτε ἄνδρα.  Ἔτσι λοιπὸν ὑπῆρχαν οἱ ΕΤΑΙΡΕΣ *, οἱ ὁποῖες ἡταίριζον ( < ἑταῖρος =φίλος, σύντροφος, < Fέτης =οἰκεῖος), κρατοῦσαν συντροφιὰ στοὺς ἄνδρες καὶ μάλιστα συμμετεῖχαν στὰ συμπόσια, στὶς φιλοσοφικὲς συζητήσεις τους, καθῶς εἶχαν εὑρεῖ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ, ΑΝΔΡΕΙΑΣ

  Ἡ λέξις «ἀνδρεία» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀνδρός· ὁ δὲ ἀνὴρ ἐκ τῶν «ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπὶ τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας) ». Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις τὸν οἶκον σου, τὸ γένος σου, τὴν πατρίδα σου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ φροντίζων καὶ ἐκπληρώσας τὸ ὁμηρικὸν πρόσταγμα ἀνδρείας «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων. ΜΗΔΕ ΓΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΩΝ ΑΙΣΧΥΝΕΜΕΝ» , (Ἰλιάς, Ζ’, 208) ἐλέχθη καὶ ΓΕΝΝΑΙΟΣ , διότι μόνον ὁ ἐξ ἐκλεκτῆς γενεᾶς, ὁ εὐ-γενής, ὁ ΓΕΝΝΑΔΑΣ παραμένει πιστὸς στὸ ὑψηλὸν ἑλληνικὸν ἰδανικὸν τοῦ μὴ καταισχύνειν τὸ γένος του μὲ κάθε κόστος, κρατώντας τὸν ὅρκον τοῦ Ἀθηναίου ἐφήβου : «Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι…καὶ ἂν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται οὐκ ἐπ

ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ

  (Ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη, ὅπως αὐτοὶ ἐκτίθενται στὸ Μουσεῖον τῆς «Villa Carlotta», τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὴν τοποθεσία Tremezzo, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν λίμνη Como. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν ὁ Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη συγκαταλέγονται καὶ ὁ Δεῖμος μὲ τὸν Φόβον, ἐξ οὗ καὶ ἀποτελοῦν καὶ τοὺς δορυφόρους τοὺ πλανήτου Ἄρεως.)  Ψάχνοντας κανεὶς λέξεις συνώνυμες τοῦ φόβου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία   διαπιστώνει πὼς ὁ φόβος τῶν Ἑλλήνων συνεσχετίζετο συνήθως εἴτε μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ θεῖον [ «οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην, ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε ( < κυνῶ =φιλῶ)», Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις , 3,2,13], εἴτε μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ἀντιθέσει ὁ φόβος τῶν βαρβάρων συνεσχετίζετο μὲ τὰ γήινα καὶ τὰ ὑλικά, γι’αὐτὸ καὶ οἱ μὲν «βάρβαροι προσκυνήτωσαν» (Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 293) καὶ γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε «βάρβαρον καὶ δοῦλον ταὐτὸν φύσει» ( Πολιτικά, 1,2,5 ), ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι «οὐκ εἴθισται ἄνθρωπον προσκυνέειν» , πόσω μάλλον κύ