Ἡ λέξις «ἀνδρεία» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀνδρός· ὁ δὲ ἀνὴρ ἐκ τῶν «ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπὶ τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας) ». Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις τὸν οἶκον σου, τὸ γένος σου, τὴν πατρίδα σου.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ φροντίζων καὶ ἐκπληρώσας τὸ ὁμηρικὸν
πρόσταγμα ἀνδρείας «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων. ΜΗΔΕ ΓΕΝΟΣ
ΠΑΤΕΡΩΝ ΑΙΣΧΥΝΕΜΕΝ», (Ἰλιάς, Ζ’, 208) ἐλέχθη καὶ ΓΕΝΝΑΙΟΣ, διότι
μόνον ὁ ἐξ ἐκλεκτῆς γενεᾶς, ὁ εὐ-γενής, ὁ ΓΕΝΝΑΔΑΣ παραμένει πιστὸς στὸ ὑψηλὸν
ἑλληνικὸν ἰδανικὸν τοῦ μὴ καταισχύνειν τὸ γένος του μὲ κάθε κόστος, κρατώντας τὸν
ὅρκον τοῦ Ἀθηναίου ἐφήβου :
«Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν
παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ
πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν
παραδέξωμαι…καὶ ἂν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνῶ δὲ
καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω. ἵστορες τούτων Ἄγλαυρος, Ἐνυάλιος,
Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη», Κατὰ Λεωκράτους, 1,77, Λυκοῦργος
καὶ τιμώντας τὴν ἔνδοξὴ ἱστορία του ποὺ ἔγραψαν ἄνδρες «μὴ
φειδομένοι τὰς ζωὰς» καὶ οὐδὲ «στρέψαντες αὐχένας», παρὰ ἄνδρες πάλλοντες «τὸ
δόρυ τους εὐτόλμως» κατὰ τὰ πάτρια ἰδανικά.
Γράφει ἡ Τζιροπούλου ( «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος», σελ. 356) :
«Ἔχει εἰπωθῆ ὅτι οἱ πολιτισμένες καὶ ἐλεύθερες κοινωνίες
στηρίζονται:
Στὴν γνῶσιν τῶν σοφῶν
Στὴν δικαιοσύνη τῶν ἡγεμόνων
Στὴν προσευχὴ τῶν ἱερέων
Στὴν ἀνδρείαν τῶν γενναίων».
Διότι ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Πλάτων στὸν «Μενέξενον», (240) :
«πᾶν πλῆθος καὶ πᾶς πλοῦτος ἀρετὴ ὑπείκει».
Καὶ ἡ ἀνδρεία εἶναι μία ἔκφανσις τῆς ἀρετῆς, τῆς μεσότητος
ποὺ ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Ἠθικὰ Εὐδήμεια», (Α’, 1221a, 1-10) θέτει ὡς μέσον τῆς ὑπερβολῆς-θρασύτητος
καὶ τῆς ἐλλείψεως-δειλίας, ἰδιότητες τὶς ὁποῖες ἀναλύει στὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια»,
Β’, 1107b ὡς ἑξῆς :
«ὁ δ’ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων, θρασὺς, ὁ δ’ ἐν τῷ μὲν
φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων, τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων, δειλός».
Ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός, ὁ ΑΝΔΡΕΙΟΣ ἐλέχθη καὶ
ΑΡΙΣΤΟΣ/ΑΡΙΣΤΕΥΣ, ἔτυμον καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ ἄρ-ρενος, τοῦ Ἄρ-εως καὶ τῆς ἀρ-ετῆς
τοῦ ΑΓΑΘΟΥ [ < ἄγαν θεϊκοῦ· ἐξ οὗ καὶ ὁ ὑπερθετικὸς βαθμὸς τοῦ ἀγαθοῦ
εἶναι «ἄριστος» (ὁ συγκριτικὸς «ἀμείνων» ἐκ τῶν «στερ. ἀ + μεί(ν)ων», ὑπὸ τὴν ἔννοια
πὼς ἀναμετρώμενος ἔναντι σὲ ἄλλους ἀγαθοὺς ἄνδρας, ὁ ἀ-μείνων δὲν βρέθηκε
μείων, δὲν ἦταν δηλαδὴ λίγος, ἤττ-ων, τουτ’ ἔστιν δὲν ἠττ-ήθη).
ἤ ὅπως γράφει καὶ ἕνας ἀρχαῖος σχολιογράφος :
«Ἀγαθός, ἐκ τοῦ ἄγαν θέειν· ἔνθεν, οὐ λέγομεν ἀγαθώτερος,
ἀγαθώτατος, ἀλλὰ ἀμείνων, ἄριστος· ὡς ἐγκειμένου τοῦ ἐπιτατικο ἄγαν. Ἵνα μὴ
γένωνται δύο ἐπιτάσεις».
Καὶ διὰ αὐτῆς τῆς ἐτυμολογίας συνδέεται ὁ ἀγαθὸς μὲ τὸν
ταχύποδα, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Ὅμηρος πὼς ἦταν ὁ «ὠκύπους Ἀχιλλεύς», ὁ Αἴας «ὁ
Ὀϊλέως ταχὺς υἰός», ὁ «ποσὶν θάσσων καὶ ἄλκιμος» Ἀντίλοχος, ὁ διαθέτων «πόδας
καρπαλίμους» Εὔφορβος κοκ. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε ὁ ἀγαθὸς θέει στὴν βοή, ἤτοι
σπεύδει πρὸς βοή-θειαν].
Ἀναφέρει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» :
«Οἱ ἀνδρεῖοι ἐτιμῶντο ὡς θεοί, ἦσαν ἡμίθεοι, «ἀνθρωποδαίμονες».
Ὡρκίζοντο εἰς τὸ ὄνομά τους, ὡς εἰς τὸ ὄνομα τῶν θεῶν : «μὰ τοὺς ἐν Μαραθῶνι
πεσόντας»…
Ἀνδρεῖος: κυριολεκτικῶς ὁ διαθέτων τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀνδρός,
τὴν ἀνδρότητα, ἰσχῦν ψυχῆς καὶ σώματος. Τὸ νὰ εἶναι «ἄνδρας»…Ἡ κενανδρία ἐθεωρεῖτο
συμφορά».
Ὁ Πλάτων τὸ ὁρίζει ὡς «τὸ ἐθέλειν μένειν ἐν τῇ (παρα)τάξει».
Ὁ δὲ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν» εἶναι
ξεκάθαρος· ἀνδρεῖος εἶναι ὁ δυσέκπληκτος στὸν φόβον τοῦ θανάτου, ὁ εὐθαρσὴς στὰ
δεινά, ὁ εὔτολμος στοὺς κινδύνους καὶ αὐτὸς ποὺ προτιμᾶ νὰ πεθάνει καλῶς, παρὰ
νὰ σωθεῖ αἰσχρῶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἴδιον τῆς ἀνδρείας εἶναι καὶ τὸ πονεῖν καὶ τὸ
καρτερεῖν καὶ τὸ ἀνδραγαθίζεσθαι καὶ τὴν ἀνδρεία συνοδεύει ἡ εὐτολμία, ἡ εὐψυχία,
τὸ θάρρος, ἡ περιφρόνησις τοῦ κινδύνου, ἡ φιλοπονία καὶ ἡ ἠθικὴ ἀντοχή-ἀκαμψία :
«ἀνδρείας δ᾽ ἐστὶ τὸ δυσέκπληκτον ὑπὸ φόβων τῶν περὶ
θάνατον, καὶ τὸ εὐθαρσῆ ἐν τοῖς δεινοῖς, καὶ τὸ εὔτολμον πρὸς τοὺς κινδύνους,
καὶ τὸ μᾶλλον αἱρεῖσθαι τεθνάναι καλῶς ἢ αἰσχρῶς σωθῆναι, καὶ τὸ νίκης αἴτιον εἶναι.
ἔτι δὲ ἀνδρείας ἐστὶ καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ αἱρεῖσθαι ἀνδραγαθίζεσθαι.
παρέπεται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καὶ ἡ εὐτολμία καὶ ἡ εὐψυχία καὶ τὸ θάρσος καὶ τὸ
θράσος, ἔτι δὲ καὶ ἡ φιλοπονία καὶ ἡ καρτερία».
Αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ ἀσπαζόμενος καὶ ὁ μεγάλος Ἕλλην πολεμιστὴς
καὶ τραγωδὸς Αἰσχύλος γράφει στοὺς «Πέρσες», τὸ τότε αὐτονόητον καὶ ἁπλόν, ἀλλὰ
στὴν σημερινὴ ἠθικὴ παρακμὴ καὶ ἐπιβαλλομένη πνευματικὴ ἀλλοτρίωσιν…κατακριτέον
καὶ διωκτέον, πὼς ὅσο ὑπάρχουν Ἄνδρες στὴν κοινωνία, συνιστοῦν τεῖχος-φυλακτήριον
ἀσφαλές :
«Ἀνδρῶν γὰρ ὄντων, ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές», Πέρσαι, 349,
Αἰσχύλος
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κατάλληλος τρόπος-προϋπόθεσις καταστροφῆς
μίας κοινωνίας εἶναι ἡ μαλθακοποίησις καὶ ἐκθήλυνσις τῶν ἀνδρῶν της. Διότι ἡ ἐκπούστευσίς
των ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ ἐπιφέρει ἐλεγχόμενη ἤ ἀκόμα περισσότερον μηδενικὴ ἀντίστασιν.
Καὶ σὲ αὐτὸ συνηγοροῦν καὶ τὰ ἔτυμα τῶν Ἑλλήνων ποὺ ὁρίζουν
τί ἐστὶ ἀρχηγὸς ἤ ἀλλοιῶς ὄρχαμος. Καθῶς ἀποδεικνύουν μὲ τὴν ἐτυμολογικήν τους ἀνάλυσιν
πὼς γιὰ νὰ ἄρχει κανεὶς, ἤτοι νὰ εἶναι ἀρχηγὸς-ὄρχαμος προϋποτίθεται πὼς θὰ
διαθέτει ὄρχεις.
Ἀκόμη καὶ ἄν πρόκειται νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ μικροτέρα ἀρχή, ἤτοι ἀρχίδιον,
πρέπει νὰ διαθέτει μήδεα-μέδεα-μέζεα ( =τὰ ανδρικὰ γεννητικὰ ὄργανα, βλ. μεζές,
διότι τὰ μέζεα τῶν ζώων-ἀμελέτητα ἐθεωροῦντο ἐκλεκτὸς μεζές).
Καὶ τὰ μέδεα σχηματίστηκαν διόλου τυχαίως ἐκ τοῦ μέδω (
=σκέπτομαι, προνοῶ, φροντίζω, < μῆτις= σοφία), διότι ὁ ἀρχηγὸς προνοεῖ καὶ
φροντίζει γιὰ τὸν λαόν του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέδων εἶναι συνώνυμον τοῦ ἄρχοντος, βασιλέως
( < βάσις τοῦ λαοῦ) καὶ τοῦ ἄνακτος ( < ἄνω + ἄγω, ὁ ἀνάγων τὸν λαόν του),
ἐξ οὗ καὶ ὁ «Ζεὺς μεδέων».
Ἐπιβεβαιώνει δὲ καὶ ὁ Ἀριστοφάνης στὴν «Λυσιστράτη», (661) :
«Ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ’ ὅστις γ’ ἐνόρχης ἐστ’ ἀνήρ».
( =νὰ ἀμυνθῇ ὅποιος ἄνδρας
ἔχει ὄρχεις).
Ὁ ἀνδρεῖος ἐλέγετο καὶ ΕΝΑΡΕΤΟΣ, διότι ἀρ-ετὴ, ἐκ τοῦ
Ἄρ-εως, εἶναι κυρίως ἡ ἀνδρεία.
«Ἀρετή δὲ ἐκ τοῦ ἀραρίσκω ( =συνδέω) ὅλα ὅσα ἁρ-μόζουν εἰς
τὸν ἄρ-ρενα: ἱκανότης, δεξιότης, προσκόλλησις πρὸς κάθε ἀγαθόν», Ὀ ἐν τῇ
λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου
Ἐλέγετο καὶ ΑΡΗΙΘΟΟΣ, < θοὸς ( =ταχύς) ὡς ὁ θεὸς Ἄρης
ἐν τῇ μάχῃ· ὄθεν λίαν πολεμικός.
Ἦταν καὶ ΑΡΗΙΟΣ, ὡς ὁ Ἀρει-μανής, Ἄρειος, πολεμικὸς Ἄρης.
Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» περιλαμβάνει καὶ
ἄλλα συνώνυμα τοῦ ἀνδρείου, ὅπως :
«ΑΡΡΕΝΩΠΟΣ : « ὁ ἄρρενος πρόσ-ωπον ἔχων, κατὰ
συνεκδοχὴν ὁ ἀνδρεῖος, ὁ δυνάμενος πρὸς ἐχθρὸν ἀντιταχθῆναι», Ἐτυμολογικὸν τὸ
Μέγα.
ΑΤΑΡΜΥΚΤΟΣ : θαρσύς, «ἄτερ μύειν ὄμμα». Δηλ. βλέπει ἄφοβα
μπροστά του, δὲν ἀνοιγοκλείνει τὰ μάτια.
ΑΤΑΡΒΗΣ : Ἄνευ τάρβους ( =φόβου).
ΒΟΗΝ ΑΓΑΘΟΣ : ὁ ἐν τῷ πολέμῳ γενναῖος καὶ
κραυγάζων δυνατά. Ἡ κραυγή, καὶ τοὺς ἐχθροὺς τρομάζει, ἀλλὰ καὶ οἱ προτροπὲς πρὸς
τοὺς ἄνδρες ἀκούονται εὐκρινῶς μέσα στὴν βοὴν τῆς μάχης. Ἐπιπλέον, ἀποδεικνύεται
ὅτι «δὲν ἔχει καταπιῇ τὴν φωνή του» ἀπὸ φόβον, διότι ἡ μὲν γὰρ δειλία, θραύουσα
τὸ πνεῦμα καὶ τὴν πνοήν, βραχίστην ἀπεργάζεται τὴν φωνήν. Διὰ τοῦτο ὁ ποιητὴς
βοώντας παρεισάγει τοὺς ἥρωας: «βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης».
Ὁ βοὴν ἀγαθὸς λέγεται καὶ ΒΡΙΗΠΥΟΣ (ἐτ. βριθὺς =βαρὺς
+ ἔπος).
ΑΓΗΝΩΡ : ὁ ἄγαν ἀνήρ, γενναῖος, «πολὺ ἄνδρας» [ * καὶ
πιθανότατα ὁ ἄξιος νὰ ἄγει ἄνδρας, πάντοτε μαχόμενος στὴν πρώτη γραμμή, ὅπως ἔκαναν
ἀνέκαθεν οἱ πρόγονοί μας]. Λέγεται καὶ ΑΝΟΡΕΟΣ [ *ἠνορέα καὶ δωρ. ἀνορέα
εἶναι ἡ ἀνδρεία] καὶ ΜΕΓΑΝΩΡ καὶ ΜΕΓΑΛΗΝΩΡ.
ΥΠΕΡΗΝΩΡ : ὑπέρ + ἀνήρ ( «σούπερ-μαν»! ).
ΑΓΑΠΗΝΩΡ : ὁ ἀγαπῶν τὴν ἠνορέην ( = ἀνδρείαν ).
ΡΗΞΗΝΩΡ : ὁ διαρρηγνύων τὰς τάξεις τῶν ἐνόπλων ἀνδρῶν.
Λέγεται κυρίως ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως:
«Ἀχιλλεὺς ῥηξήνωρ, αἰναρέτης».
ΑΙΝΑΡΕΤΗΣ : ὁ αἰνὸς =φοβερὸς ὡς πρὸς τὴν ἀρετήν, ἀνδρείαν,
ὁ ἐνάρετος : «τὸ καλῶς θνήσκειν, ἀρετῆς μέρος ἐστὶν μέγιστον», Σιμωνίδης.
ΘΑΡΣΑΛΕΟΣ : ὁ διαθέτων θάρσος, θάρρος, θράσος, ὅπερ ἐκ
τοῦ θέρω ( =θερμαίνω), θέρσω > θέρσος > θάρσος.
«Οἱ γὰρ θερμοὶ καὶ θρασεῖς»· «διάθερμοι καὶ θαρραλέοι»,
Ἀριστοτελ. Προβλήματα, 947, 7 (Πρβλ.: «ἀνάψανε τὰ αἴματα, βράζει τὸ αἷμα
του, βράζει ἀπὸ θυμό, ἀπὸ ὀργή» ).
«ὑπερζέσας τῷ θυμῷ ( = ύπερζεστάθηκε τὸ θυμικόν του) ἐξῆλθε
μετὰ δόρατος», Δίκτυς, Ἱστορ. Μαρτυρ., TLG.
Ὁ θαρσαλέος-θαρραλέος λέγεται ἀκόμη ΘΑΡΣΗΣ ( «θαρσεῖν
χρή» ), ΕΥΘΑΡΣΗΣ, ΘΡΑΣΥΚΑΡΔΙΟΣ, ΘΡΑΣΥΣΠΛΑΓΧΝΟΣ, ΠΟΛΥΘΑΡΣΗΣ,
ΘΡΑΣΥΧΕΙΡ, ΘΡΑΣΥΜΗΔΗΣ, ΘΡΑΣΥΜΕΜΝΩΝ (θρασύς + μένος, «θρασυμέμνων
Ἡρακλής» ).
Ὁ φόβος ψύχει ( =παγώνει), τὸ θάρρος θάλπει ( =θερμαίνει)»,
Πορφύριος.
ΘΟΥΡΟΣ, ΘΟΥΡΙΟΣ : ὁρμητικός, πολεμικός ( «θούριος
Ἄρης»), < θορῶ, θρώσκω = ὁρμῶ, ἀναπηδῶ.
ΛΑΒΡΟΣ : ὁρμητικός, ἐκ τοῦ λα ( =λίαν) + βαρύς.
ΛΑΒΡΟΣΥΤΟΣ : λάβρος + σεύω = κινῶ ὁρμητικῶς.
ΕΥΨΥΧΟΣ : ὁ διαθέτων καλὸν ψυχικὸν σθένος, ὁ «ψυχωμένος».
ΕΥΚΑΡΔΙΟΣ : γενναῖος, «τὸ λέει ἡ καρδιά του».
ΚΑΛΟΨΥΧΟΣ : εὔψυχος, γενναῖος.
ΤΟΛΜΗΡΟΣ : ἐκ τοῦ «τόλμη», ὅπερ ἐκ τοῦ τλάω = ἀντέχω,
ὑπομένω· «τόλμη, τὸν κίνδυνον ὑπομεῖναι», Γοργίας, Ὀλυμπ. ἀπόσπασμ. Λέγεται
και ΤΟΛΜΗΕΙΣ, ΤΟΛΜΗΤΗΣ, ΤΟΛΜΗΤΙΑΣ, ΤΟΛΜΗΤΙΚΟΣ, ΤΟΛΜΙΚΟΣ,
ΤΟΛΜΗΤΩΡ, ΕΥΤΟΛΜΟΣ, ΠΑΡΑΤΟΛΜΟΣ, ΘΡΑΣΥΤΟΛΜΟΣ, ΜΕΓΑΛΟΤΟΛΜΟΣ.
Ἐκ τοῦ τλάω + θυμός (
=ψυχή, καρδιά) > ΤΛΑΘΥΜΟΣ = ἰσχυροκάρδιος, «ἀντέχει ἡ καρδιά του».
Ο ΤΟΛΜΩΝ ΝΙΚΑ.
ΚΡΑΤΕΡΟΘΥΜΟΣ : καρτερός ἤ κρατερός ( =δυνατός) εἰς τὸ
θυμικόν, «Τὸ καρτερεῖν ἐστὶν ἀντέχειν», Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ
Νικομάχεια, 1150,α, 31. Λέγεται καὶ ΚΑΡΤΕΡΟΨΥΧΟΣ.
ΥΠΕΡΘΥΜΟΣ : ΚΡΑΤΕΡΟΘΥΜΟΣ,
ΟΒΡΙΜΟΘΥΜΟΣ [ < βριαρός
=δυνατός, κρατερός + θυμός],
ΓΕΝΝΑΙΟΘΥΜΟΣ, ΘΡΑΣΥΘΥΜΟΣ.
ΘΥΜΟΛΕΩΝ : λεοντόκαρδος, «Οἱ ἀνδρεῖοι, θυμοειδεῖς»,
Ἀριστοτέλης.
ΑΠΤΟΗΤΟΣ : ὁ μὴ πτοούμενος, ὁ ἀτρόμητος.
ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ : ὁ ῥιπτόμενος εἰς τὸν κίνδυνον, ΦΙΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ,
ΠΑΡΑΒΟΛΟΣ ( < παρά + βάλλω =ῥίπτω).
ΑΦΟΒΟΣ : κυριολ. ὁ παραμένων ἐν τῇ παρατάξει καὶ μὴ
φεύγων. Λέγεται καὶ ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ [ < στερ. ἀ +δειμαίνω =εἶμαι
τρομοκρατημένος] καὶ ΑΔΕΙΛΟΣ.
ΕΥΠΟΛΕΜΟΣ : Ὁ καλῶς, γενναίως, πολεμῶν.
ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ : ὁ παραμένων ἐν τῷ πολέμῳ. «Νίκης ἐρῶντες
μένοντες μάχεσθε», Ξενοφῶν.
ΜΕΝΑΙΧΜΗΣ : ὁ παραμένων μετὰ τῆς αἰχμῆς του (αἰχμή
=δόρυ).
ΜΕΝΕΧΑΡΜΗΣ : ὁ παραμένων ἐν τῇ μάχῃ (χάρμη =μάχη), ὁ πολεμοχαρής, ὁ θρασυχάρμης.
ΜΕΝΕΔΗΙΟΣ : ὁ παραμένων ἐν τῇ δηιοτῆτι (δηιοτής =μάχη,
σφαγή).
ΜΕΝΕΔΑΪΟΣ : ὁ παραμένων ἐνώπιον τοῦ ἐχθροῦ, (δάιος =ἐχθρός).
ΜΕΝΕΦΥΛΟΠΙΣ : ὁ παραμένων ἐν τῇ μάχη, (φύλοπις = μάχη,
κραυγὴ μάχης, < φῦλον + ὄψ =ἡ φωνή, «ὁμοῦ τὰ φῦλα ἰέναι», Ἐτυμολ.
Μέγα).
ΑΝΕΚΠΛΗΚΤΟΣ : ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ὁ ἄφοβος.
ΜΕΝΕΜΑΧΟΣ, ΜΑΧΗΜΩΝ, ΜΑΧΗΤΗΣ, ΒΙΑΙΟΜΑΧΑΣ,
ΝΙΚΟΜΑΧΑΣ.
ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ, ΧΑΛΚΟΧΑΡΜΗΣ. (σίδηρος, χαλκός, ὄθεν
ὅπλα + χάρμη =μάχη).
ΑΕΤΟΔΡΟΜΟΣ : ὁ ἐφορμῶν ὡς ἀετός.
ΑΙΧΜΗΤΗΣ : ὁ φέρων αἰχμήν, σπαθί, δόρυ, ὁ μαχόμενος μὲ
ὅπλον ἀγχέμαχον.
ΑΓΧΕΜΑΧΟΣ ἤ ΑΓΧΙΜΑΧΗΤΗΣ : < ἄγχι =πλησίον. Ὁ
μαχόμενος ἐκ τοῦ συστάδην, ὄθεν γενναῖος, ὁ ΕΓΧΕΙΜΑΡΓΟΣ [ < ἔγχος +
μαργαίνω =ὁρμῶ μὲ μανία, μαίνομαι].
Λέγεται καὶ ΕΓΧΕΣΙΜΩΡΟΣ < ἔγχος ( =δόρυ) +μόρος ( =θάνατος). Ὁ πλησιάζων ἵνα φονεύσῃ τὸν ἀντίπαλον. Ὄχι ἀπὸ
μακριά, μὲ τόξον. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἐρώτησις τῆς Ἄτοσσας ( «Πέρσαι Αισχύλου» ) :
μὲ τοξουλκὸν αἰχμὴν μάχονται οἱ Ἀθηναῖοι : Καὶ ὁ Χορὸς τῆς ἀπαντᾶ : Οὐδαμῶς. Χρησιμοποιοῦν
ἔγχη ( =δόρατα) καὶ εἶναι «φεράσπιδες»».
Τὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν ἀγχέμαχοι περιγράφεται ἐναργῶς ἀπὸ
πλείστους συγγραφεῖς μας ὅπως ὁ Πλούταρχος ὁ ὁποῖος διασώζει τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιδάμου
τοῦ Ἀγησιλάου, ὅταν εἶδε νὰ μεταφέρουν ἐκ Σικελίας καταπελτικὸν-βλητικὸν
πολεμικὸν μηχάνημα :
«Καταπελτικὸν δ´ ἰδὼν βέλος τότε πρῶτον ἐκ Σικελίας κομισθὲν ἀνεβόησεν «Ἡράκλεις,
ἀπόλωλεν ἀνδρὸς ἁρετά», Λακωνικὰ ἀποφθέγματα, Πλούταρχος.
( =Ὦ Ἡράκλεις χάθηκε ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός/ ἡ ἀνδρεία)
ἤ ὁ Ὅμηρος ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ τὸν Ἀλέξανδρον, Πάριν (
=δειλόν) καὶ παρουσιάζει τὸν Διομήδη νὰ προσφωνεῖ τὸν Πάριν «τοξότα λωβητήρ»
(Λ’, 385), γιὰ νὰ τὸν ὑποτιμήσει, ὑποδηλώνοντας ἔτσι πὼς οἱ ἀνδρεῖοι δὲν χτυποῦν
μὲ τόξα ἀπὸ μακριά.
«ΕΜΜΕΜΑΩΣ : πλήρης μένους ( =δυνάμεως, ὁρμῆς).
ΕΥΜΕΛΙΟΣ : Ὁ φέρων καλὴν μελίαν ( =ἀκόντιον ἀπὸ ξύλον
μελίας). Ὄθεν μαχητής.
ΕΓΧΕΣΠΑΛΟΣ : γενναῖος, ὡς πάλλων τὸ ἔγχος του, «Θεράποντες
Ἄρεως, ἐγχέσπαλοι ἄνδρες».
ΟΠΛΙΤΟΠΑΛΑΣ : ὁ πάλλων τὸ ὅπλον του, «βριθὺς ὁπλιτοπάλας»
χαρακτηρίζεται ὁ Αἰσχύλος ἀπὸ τὸν βιογράφον του.
ΑΣΠΙΔΟΦΕΡΜΩΝ : ὁ ἐν ἀσπίδι τραφείς, ὁ πολεμικός, [
< ἀσπίς + φέρβω =τρέφω].
ΔΟΥΡΙΚΛΥΤΟΣ : δόρυ + κλύω ( =ἀκούω). Ὁ ξακουστὸς γιὰ τὸ
δόρυ του, ΔΟΡΙΤΟΛΜΟΣ, ΔΟΡΙΣΘΕΝΗΣ.
ΑΚΑΜΑΝΤΟΜΑΧΗΣ : ὁ ἀκάμαντος στὴν μάχη, ὁ ἀκούραστος.
ΛΑΜΑΧΟΣ : < λα ( =λίαν). Ὁ λίαν μαχόμενος.
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ : ὁ καλῶς μαχόμενος.
ΟΡΣΟΛΟΠΟΣ : ἐκ τοῦ ὀρθόν + λοφίον. Ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸ
κεφάλι, ὅθεν καὶ τὸ λοφίον τῆς περικεφαλαίας, «ὀρσολόπος Ἄρης».
ΑΛΚΙΜΟΣ ἤ ΑΛΚΗΕΙΣ ἤ ΑΛΚΙΜΑΧΟΣ : Ὁ διαθέτων
ἀλκήν = γενναιότητα σωματικὴν καὶ ψυχικήν.
Θέμα: αλ- καὶ αρ-, ἄρκος = φυλακτήριον, ἄλκαρ, ἔπαλξις.
ΑΛΚΙΜΑΧΟΣ : ὁ ἐν τῇ μάχῃ ἄλκιμος.
ΣΙΔΗΡΟΦΡΩΝ : ὁ γενναῖος, ὁ διαθέτων σιδηροῦν φρόνημα,
ἄλλως ΘΡΑΣΥΦΡΩΝ.
ΑΡΙΠΡΕΠΗΣ : μτφ. ὁ ἀνδρεῖος ( < ἄρι =λίαν + πρέπει),
ὁ ἀνὴρ ὁ καθῶς πρέπει. Ὁ πράττων αὐτὸ ποὺ πρέπει.
ΕΓΡΕΜΑΧΑΣ, ΕΓΕΡΣΙΜΑΧΑΣ : ἐγείρω + μάχη, ὁ ἐγείρων
πρὸς μάχην, ὁ ἐγειρόμενος πρὸς μάχην.
Λέγεται καὶ ΕΓΡΕΜΟΘΟΣ (μόθος =μέγας κόπος). «Θησεὺς ἐγρέμοθος,
ἐγρέμαχος, ἐγερσιμάχας».
ΕΣΘΛΟΣ : ἐκ τοῦ ἐθελός, «ὁ ἐθέλων μάχεσθαι», Πορφύριος.
ΤΑΛΑΥΡΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ : ὁ γενναῖος, ἐκ τοῦ
τλάω =ἀντέχω + ῥινός =ἀσπίς, [ἐξ οὗ καὶ ρινοτόρος Ἄρης, ὁ τείρων/τρυπὼν τὴν ἀσπίδα]
.
ΕΥΡΥΣΑΚΗΣ : ὁ ἔχων μεγάλο σάκος ( =ἀσπίδα), ὄθεν
γενναῖος [ < ἐξ οὗ καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου ἐλέγετο Εὑρυσάκης].
ΙΦΘΙΜΟΣ : ἰσχυρός, ἀνδρεῖος ( < ἴφι= λίαν + τιμή >
ἴφτιμος > ἴφθιμος).
ΟΒΡΙΜΟΣ : βαρύς, βριθύς, όρμητικός. (βρίμη =ἰσχύς).
ΚΛΑΥΣΙΜΑΧΟΣ : ὁ βουλόμαχος, ὁ ἐπιθυμῶν μέχρι δακρύων
νὰ λάβῃ μέρος εἰς μάχην.
ΕΫΣ ἤ ΗΫΣ : καλός, εὔμορφος, ἀγαθός, γενναῖος.
Ἐκ τοῦ εὖ =καλῶς [Ὁ Ὅμηρος προσφωνεῖ τὸν Ἐπειὸν (Ψ’, 664), τὸν Τήλεμον (ι’,
508)… «ἠΰς τὲ μέγας». Κι αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν καλέα ( =θερμότης, βλ. καλός) ποὺ
φέρει τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀπὸ τὴν ἀνατολή, ἤτοι ἀπὸ τὴν «κροκόπεπλον καὶ ῥοδοδάκτυλον
Ἠώ» τοῦ Ὁμήρου. Ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἠώ, ἡ όποία λέγεται καὶ ἐώς καὶ ἕως, εἶναι ἠύ καὶ εὖ. Ὁμοίως ὅ,τι
προέρχεται ἀπὸ τὴν δύσ-ιν τοῦ ἡλίου, εἶναι δυσ-οίωνον].
ΑΠΕΙΛΗΤΗΡ : ἀπ-ειλῶ σημαίνει ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὴν εἴλην
μου (εἴλη =ἴλη), τὴν παράταξίν μου, προχωρῶ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν «πρώτη γραμμή»
καὶ κυνηγῶ τὸν ἐχθρόν. «Αἰνείας πρῶτος ἀπειλήσας ἐβεβήκει», Ἰλιάς, Υ, 159.
ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ : ὁ ἱστάμενος πρό, ἵνα προστατεύσῃ.
ΑΣΧΕΤΟΣ : ό ἀκατάσχετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ συγ-κρατηθῇ
( < ἀ + σχεῖν τοῦ ἀορ. ἔσχον τοῦ ῥήμ. ἔχω =κρατῶ).
«Μένος ἄσχετοι υἴες Ἀχαιῶν», Ὀδύσσεια, γ’, 104.
ΜΗΣΤΩΡ ΦΟΒΟΥ : (μῶ =ζητῶ νὰ μάθω, γνωρίζω). Στὴν
οὐσία μήστωρ, μάστωρ = μάστορας. Ὁ γνωρίζων νὰ τρέπῃ εἰς φυγὴν τοὺς ἀντιπάλους.
ΑΔΕΗΣ, ΑΔΕΙΛΟΣ, ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ : ὁ μὴ αἰσθανόμενος
δέος, δεῖμα ( =φόβον). Ἄδεια =ἀφοβία.
ΑΤΑΡΒΟΜΑΧΑΣ : ἀτρόμητος ἐν τῇ μάχῃ, τάρβος = τρόμος.
ΖΑΧΡΗΗΣ : σφοδρός, ὁρμητικὸς πολεμιστής. Ἐκ τοῦ ζα =
λίαν + χράω = ἐπιπίπτω, ἐγγίζω. (Ἰλ. Μ, 347).
ΝΕΑΛΗΣ : πολεμιστὴς ἀκμαῖος καὶ ζωηρός. (ἁλής
=συγκεντρωτικά, ἄθροισις. Πιθανόν, ἀρχικὴ ἔννοια «νεοσύλλεκτος» ).
ΜΕΛΑΜΠΥΓΟΣ : ὁ ἔχων μέλαιναν πυγήν, δηλ. τριχωτὰ ὀπίσθια,
σημεῖον ἀνδρείας, ἐκ τοῦ ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ὑπῆρξε μελάμπυγος. Σχετ. παροιμία : «μὴ
τοῦ μελαμπύγου τύχῃς» . Δηλ. νὰ μὴ βρεθῇ στὸν δρόμον σου μελάμπυγος.
ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ : λίαν ἀνδρεῖος, ἐκ μεταφορᾶς ἐκ τῶν Λακώνων.
Διάσημοι οἱ Σπαρτιᾶται διὰ τὴν ἀνδρείαν τους.
ΑΝΑΙΔΟΜΑΧΑΣ : ὁ μὴ συστελλόμενος ἐν τῇ μάχῃ, ὁ ἀναιδὴς
ἐν τῇ μάχῃ.
ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ: σημαίνει ἀνδρεῖος καὶ θυμικός ( =ψυχωμένος,
ὁρμητικός), διὰ τὴν κατὰ βαρβάρων-Περσῶν μάχην», Πορφύριος.
ΛΟΓΑΣ : ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος πολεμιστής. Ἐκ τοῦ ῥήμ.
λέγω = ἐκλέγω, διαλέγω.
«ἄνδρες λογάδες» : θὰ λέγαμε, οἱ «λοκατζῆδες» (Λ.Ο.Κ.) τῆς
τότε ἐποχῆς .
Ἀλλὰ καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, καθῶς καὶ ἡ νεωτέρα ἑλληνικὴ
γλῶσσα, ἔχουν δημιουργήσει πλῆθος ἐπιθέτων πρὸς χαρακτηρισμὸν τοῦ ἀνδρείου : ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ,
ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ΑΝΕΦΟΒΟΣ, ΑΔΕΙΛΙΑΣΤΟΣ, ΑΨΗΦΙΣΙΑΡΗΣ, ΑΦΟΒΟΚΑΡΔΟΣ,
ΔΥΝΑΤΟΚΑΡΔΟΣ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ΛΙΟΝΤΑΡΟΨΥΧΟΣ, ΠΑΡΑΘΑΡΡΕΤΟΣ,
ΣΠΙΘΟΛΙΟΝΤΑΣ, ΣΙΔΕΡΟΚΑΡΔΟΣ, ΦΙΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΑΡΔΟΣ,
ΤΡΑΝΤΕΛΛΕΝΟΣ (30 φορὲς Ἕλληνας, ἄρα γενναῖος) κ.α ...
Γενικῶς, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη (Πολιτ. Β,5,1264), «θυμοειδεῖς,
καὶ πολεμικοὶ ἄνδρες»».
Ἀκόμη μία λέξις περιγράφουσα τὸν ἀνδρεῖον εἶναι ὁ ΦΑΡΥΜΟΣ/
ΦΑΡΥΝΟΣ : τολμηρός, θαρραλέος (Ἡσύχιος), < αἰολ. φάρος ( =θάρρος) ἤ ἐκ
τοῦ «φάρος» ( =ἅρμενον, ὅπλον).
«Ὅλοι οἱ προαναφερθέντες ἀρχαιότεροι καὶ νεώτεροι ὅροι,
χαρακτηρίζουν γενικῶς τοὺς ἥρωας. Ἡ λέξις ἥρως* ( =δυνατός, εὐγενής, γενναῖος)
παραμένει ἀμφιλεγομένης ἐτυμολογίας. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τῆς Ἥρας, ἄλλοι ἐκ τοῦ
Fίς = ἰσχύς (λακων. Fίρ),
ἄλλοι ἐκ τοῦ ἤρι =ἐνωρίς, δηλ. οἱ παλαιοί. Ὁ Ὡρίων ἐπεξηγεῖ:
«Ἥρωες ( =οἱ πάλαι καὶ πρωτογενεῖς ἄνθρωποι), οἱ ἡμίθεοι.
Ἥρωες ἐκλήθησαν ἀπὸ τῆς ἔρας ( =γῆς), διότι ἐκ γῆς ἐπλάσθη τὸ γένος τῶν ἡρώων»
(ἄρα οἱ πάλαι, οἱ γηγενεῖς, οἱ αὐτόχθονες).
Ὁ δὲ Πλάτων, εἰς τὸν διάλογον Κρατύλος (398) γράφει:
« Ὁ δὲ ἥρως τί ἄν εἴη; …τὸ ὄνομα δηλοῖ τὴν ἐκ τοῦ ἔρωτος
γένεσιν… οὐκ οἶσθα ( =δὲν γνωρίζεις) ὅτι ἡμίθεοι οἱ ἥρωες; Πάντες
γεγόνασιν ἐρασθέντος ἤ θεοῦ θνητῆς, ἤ θνητοῦ θεᾶς»», Ἕλλην λόγος, Ἄννα
Τζιροπούλου.
Ἡ λέξις «ἥρως» φθέγγεται διόλου
τυχαίως ἀκόμα και στὶς πιὸ μακρινὲς χῶρες ἑλληνιστί. Εἴτε hero, εἴτε héros, εἴτε eroe,
герой [γκερόι] στὶς σλαυικὲς γλῶσσες, εἴτε Hero, erou, herói, héroe, wira/ whiro στὴν μαλαϊκὴ γλῶσσα καὶ
στὴν διάλεκτον τῶν Μαορί, εἴτε hilo, εἴτε hiro στὰ ἰαπωνικά, ὅλοι οἱ λαοὶ ἔχουν ἀναμνήσεις τοῦ ποιοί
ἦταν οἱ πρόγονοί μας· οἱ ἄξιοι νὰ γεννήσουν τέτοιους ἀνεξίτηλους ὅρους καὶ
τέτοια ὑψηλὰ ἰδανικά, ποὺ κανεὶς ἄλλος λαὸς ἀκόμα καὶ ἐκβαρβαρισθεὶς δὲν
ἐτόλμησε νὰ πειράξει.
«Εἶναι φανερό, ὅτι
μέσα σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἔννοιες, οἱ ἰθαγενεῖς διατηροῦν ἀναμνήσεις ἀπὸ πολὺ
παληά, κάποιων μακρινῶν ἐπισκεπτῶν ποὺ τοὺς ἐντυπωσίασαν καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἐξέχασαν».
Τὸ ὅτι οἱ ἥρωες ἐθεωροῦντο σεπτοὶ καὶ ἡμίθεοι γίνεται
ξεκάθαρον ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς ἀπέτιον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν διαχρονικὸν
ὕμνον τοῦ Ἡρακλείτου γιὰ τὸν πόλεμον, ὁ ὁποῖος δεικνύει καὶ τὴν βαθεῖα
πεποίθησιν τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸ τί διεκυβέβευτο σὲ κάθε μάχη ποὺ ἔδιδαν γιὰ τὸν οἶκον
τους, τὸ γένος τους, τὴν πατρίδα τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἰδίους, ποὺ ἐξεπαιδεύοντο
ὅλη τους τὴν ζωὴ γιὰ μία θέσιν στὸ Πάνθεον τῶν ἡρώων καὶ στὰ Ἡλύσια Πεδία :
«Πόλεμος πάντων μὲν πατὴρ ἐστὶ, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ
τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε, τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε, τοὺς δὲ ἐλευθέρους»,
Περὶ Φύσεως, 8, Ἡράκλειτος.
Καὶ φυσικῶς νὰ σημειωθεῖ πὼς ὅπου «πόλεμος» οἱ Ἕλληνες ἐννοοῦσαν
τὸν πραγματικόν, μετ’ ἀνδρείας πόλεμον, τὸ «σχολεῖον ἀρετῆς» καὶ ὄχι τὴν
δουλομαχία, ἤτοι τὸ σημερινὸν στημένον θέατρον σκιῶν, ποὺ γεννᾶ εἴτε ἀπὸν, εἴτε
ὄντας παρὸν μόνον φοβισμένους δούλους.
Ἀυτὸ
γιὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θουκυδίδης ( «Ἱστορίαι», 2,43,4) ἄφησε κληρονομιὰ-πρόσταγμα τὸ ἐπίγραμμα
:
«τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ
δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες, μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους».
Καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον ὁ Δημοσθένης παρώτρυνε μὲ στεντόρια
φωνή «πόλεμος
ἔνδοξος εἰρήνης
αἰσχρᾶς αἱρετώτερος
( =ὁ ἔνδοξος
πόλεμος εἶναι προτιμῶτερος μίας αἰσχρᾶς εἰρήνης)».
Παραίνεσιν τὴν ὁποία ἀνέπτυξε ὁ Πολύβιος γράφοντας γιὰ τὸ ἀντίθετον
τοῦ πολέμου, τὴν εἰρήνη :
«ἡ εἰρήνη εἶναι
ἡ μεγαλύτερη εὐλογία ὅταν μᾶς ἐγγυᾶται τὴν τιμή μας καὶ τὰ νόμιμα δικαιώματά
μας. Ἀλλὰ ὅταν ἔχει ὡς ἐπακόλουθον τὸ χάσιμο τῆς ἐθνικῆς μας ἀνεξαρτησίας καὶ τὸ
λέρωμα τῆς δοξασμένης μας ἱστορίας, τότε δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ πιὸ ἀτιμωτικὸν
καὶ τὸ πιὸ καταστροφικὸν γιὰ τὰ πραγματικά μας συμφέροντα».
*Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἕλληνα Λόγον» : «Ἡ λέξις «ἥρως»
ἀρχικῶς ἦταν τίτλος εὐγενείας, ὅπως «ἀξιότιμος, εὐγενής, κύριος» (ἥρως Λαέρτης,
ἥρως Ἀχιλλεύς) ».
Οἱ ἥρωες ἦταν πράγματι κύριοι/κυρίαρχοι (τοῦ ἑαυτοῦ τους
πρωτίστως) καὶ εὐ-γενεῖς καὶ τιμοῦσαν τὸ εἶναι τους καὶ τὸ γένος τους μὲ τὴν ἀνδρεία
τους καὶ τὴν ἀριστεία τους. Ἔτσι ἔδωσαν στὸν τίτλον/προσφώνησιν τὸν μεγαλοπρεπῆ
χαρακτῆρα ποὺ ἁρμόζει σὲ ἕναν εὐγενῆ καὶ γενναῖον κυρίαρχον ἄνδρα.
Τὴν λέξιν τὴν πῆραν παγκοσμίως οἱ ἀλλόθροοι καὶ δημιούργησαν
τὸ ἀντίστοιχον ἔτυμον ὡς «hero, eroe» κοκ (λέξις ποὺ ἐχρησιμοποιήθη ἀκόμα καὶ σὲ
τοπικὲς διαλέκτους, ὅπως τῶν Μαορί γιὰ νὰ συμβολίζει θεούς καὶ μεγάλους ἄνδρες),
ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σημάνει «τοὺς δικούς τους κυρίους», τοὺς ὁποίους εἶπαν Herr
(κατὰ τὸν Κούρτιον ἐκ τοῦ ἥρωος) κ.ἄ.
[Τὰ mister ἐκ τοῦ magister/master ἐκ τοῦ μέγιστος καὶ
μήστωρ/μάστωρ· τὰ sir, mon-sieur (κύριέ μου), signore, señor ἐκ τοῦ λατ. senex
( < ἔνος =γηραιός), ἄν καὶ τὸ Herr θὰ μποροῦσε νὰ σχετίζεται καὶ μὲ τὰ sir,
sieur].
Τὸ μένος τῶν ἡρώων μας (μένος Ἀγαμέμνονος, μένος Ἀχιλλέως) ἄλλωστε
γέννησε καὶ τὶς λέξεις «Man/ Mann» κοκ, γιὰ νὰ σημάνουν τὸν ἄνδρα. Δυστυχῶς ὅλοι
αὐτοὶ οἱ τίτλοι στὴν σύγχρονη ἐποχὴ τῆς μὴ κατανοήσεως τῶν ἐτύμων καὶ τῆς ἀξίας
ποὺ αὐτὰ πρεσβεύουν ἐξέπεσαν. Συνάμα ὁ ἥρως συνεδέθη σκοπίμως στὸ συλλογικὸν ὑποσυνείδητον
μὲ φανταστικὲς καὶ ἀλλόκοτες καρικατοῦρες, ὁ πραγματικὸς ἡρωισμὸς καὶ τὸ μένος
τοῦ προστάτου εὐ-γενοῦς, κυριάρχου πολεμιστοῦ ἀνδρὸς παρηγκωνίσθησαν καὶ ἠγνοήθησαν
καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ ἐλοιδορήθησαν καὶ τὰ ἔτυμα. Ἔτσι κατήντησε τὸ ἀνθρώπινον εἶδος
νὰ γνωρίζει περισσότερα γιὰ τὸν Super-man, παρὰ γιὰ τὸν Ὑπερ-μενῆ Δία ποὺ
περιγράφει ὁ Ὅμηρος (Ἱλιάς, Β’).
Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ
ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ»,
ΠΛΑΤΩΝ, «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΗΘΙΚΑ ΕΥΔΗΜΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ,
«ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΛΑΚΩΝΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΚΑΤΑ ΛΕΩΚΡΑΤΟΥΣ»,
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΙΩΝ»,
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ»,
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου