Η ΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΗΤΩΝ ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΒΗ Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ Καὶ συνεχίζει νὰ γράφει ὁ Νόννος (Διονυσιακά, 6, 206 κ. ἑξ.) πὼς ὅταν οἱ Τιτᾶνες κομμάτιασαν τὸν υἰὸν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Περσεφόνης, τὸν Διόνυσον Ζαγρέα, ὁ Ζεὺς θύμωσε καὶ στεναχωρήθηκε τόσο πολὺ ποὺ κυνήγησε τοὺς δολοφόνους του καὶ κατεδίωξε καὶ τὴν ἴδια τους τὴν μητέρα, τὴν Γαῖα. Τοὺς μὲν Τιτᾶνες τοὺς ἔκλεισε στὰ Τάρταρα, τὴν μὲν Γαῖα τὴν κατέκαυσε. Τὰ δέντρα ποὺ φλέγονταν ἔκαναν τὴν κόμη τῆς βασανισμένης γῆς νὰ μαραθεῖ. Ὁ Ζεὺς ἔβαλε φωτιὰ στὴν Ἀνατολὴ καὶ μὲ πύρινα βέλη πυρπόλησε τὰ κατὰ τὸν ἥλιον μέρη τῆς Βακτρίας. Τὰ φλογερὰ κύματα τῆς Ἀσσυρίας ἔκαψαν τὴν Κασπία θάλασσα καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἰνδίας. Ἀπὸ τὰ διάπυρα κύματα ποὺ σήκωσε ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα ἐθερμάνθη καὶ ὁ Ἄραψ Νηρεύς. Τὴν Δύσιν, τὴν κατέκαυσε μὲ τοὺς κεραυνούς του ὁ Ζεὺς, ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν υἰόν του. Κάτω ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ Ζεφύρου, ἡ δυτικὴ θάλασσα καμένη ἡ μισή, ξερνοῦσε ἕνα ὑγρὸ φωτεινὸν ῥεῦμα καὶ τὰ βουνὰ τοῦ βορρᾶ καὶ ἡ παγωμένη ἀκόμα ἐπιφάνεια τῆς βορείου
«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», Ἀντισθένης