Η ΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΗΤΩΝ ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΒΗ Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ
Καὶ συνεχίζει νὰ γράφει ὁ Νόννος (Διονυσιακά, 6, 206 κ. ἑξ.) πὼς ὅταν οἱ Τιτᾶνες κομμάτιασαν τὸν υἰὸν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Περσεφόνης, τὸν Διόνυσον Ζαγρέα, ὁ Ζεὺς θύμωσε καὶ στεναχωρήθηκε τόσο πολὺ ποὺ κυνήγησε τοὺς δολοφόνους του καὶ κατεδίωξε καὶ τὴν ἴδια τους τὴν μητέρα, τὴν Γαῖα.
Τοὺς μὲν Τιτᾶνες τοὺς ἔκλεισε στὰ Τάρταρα, τὴν μὲν Γαῖα τὴν κατέκαυσε. Τὰ δέντρα ποὺ φλέγονταν ἔκαναν τὴν κόμη τῆς βασανισμένης γῆς νὰ μαραθεῖ. Ὁ Ζεὺς ἔβαλε φωτιὰ στὴν Ἀνατολὴ καὶ μὲ πύρινα βέλη πυρπόλησε τὰ κατὰ τὸν ἥλιον μέρη τῆς Βακτρίας. Τὰ φλογερὰ κύματα τῆς Ἀσσυρίας ἔκαψαν τὴν Κασπία θάλασσα καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἰνδίας. Ἀπὸ τὰ διάπυρα κύματα ποὺ σήκωσε ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα ἐθερμάνθη καὶ ὁ Ἄραψ Νηρεύς. Τὴν Δύσιν, τὴν κατέκαυσε μὲ τοὺς κεραυνούς του ὁ Ζεὺς, ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν υἰόν του. Κάτω ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ Ζεφύρου, ἡ δυτικὴ θάλασσα καμένη ἡ μισή, ξερνοῦσε ἕνα ὑγρὸ φωτεινὸν ῥεῦμα καὶ τὰ βουνὰ τοῦ βορρᾶ καὶ ἡ παγωμένη ἀκόμα ἐπιφάνεια τῆς βορείου θαλάσσης καιγόταν καὶ πάφλαζε. Κάτω ἀπὸ τοὺς χιονισμένους τόπους τοῦ Αἰγόκερω ἡ νότια καμπὴ ἔβραζε μὲ καυτὲς σπίθες.
Ὁ Ὠκεανὸς ξέχυνε ποτάμια δάκρυα ἀπὸ τὰ ὑγρὰ βλέφαρά του καὶ παρεκάλει μὲ ἱκετευτικὲς χοὲς νεροῦ τὸν Δία. Τότε ὁ Ζεὺς μαλάκωσε τὴν ὁργή του καὶ βλέποντας τὴν γῆ νὰ καταστρέφεται ἀπὸ τοὺς κεραυνούς, ἔνιωσε λύπησιν. Ἔτσι θέλησε νὰ καθαρίσει μὲ νερὸ τὰ ἀποκαΐδια καὶ τὸ ἔμπυρον ἕλκος ἀρούρης.
Τότε ὁ ἄρχων τῆς βροχῆς κατέκλυσε ὁλόκληρη τὴν γῆ, ἀφοῦ σκέπασε μὲ σύννεφα ὁλόκληρον τὸν οὐρανόν. Ἡ ούράνιος σάλπιγξ τοῦ Διὸς μούγκρισε καὶ ὁ πάταγός της ἔμοιαζε μὲ βροντὴ, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ τὰ ἄστρα ἔπαιρναν ὅλα τους τὸν δρόμον γιὰ τὰ μέγαρα ποὺ τοὺς εἶχαν ὁριστεῖ καὶ ὁ Ἥλιος πάνω στὸ τέθριππον ἅρμα του, ἵππευε λαμπερὸς πάνω ἀπὸ τὴν ῥάχη τοῦ Λέοντος, τοῦ οἴκου του*1.
Ἡ τρίμορφη Σελήνη πάνω στὸ ἅρμα της ἔτρεχε κυκλώνοντας τὸν Καρκίνον, μὲ τὰ ὀχτώ του πόδια*2.
Ἡ Κύπρις ( = Ἀφροδίτη) κάτω ἀπὸ τὴν ἰσημερινὴν περιφορά της στὶς ὑγρὲς περιοχές, ἄφησε πίσω της τὴν πορεία τοῦ Κριοῦ καὶ πῆρε τὸν ἐαρινόν της οἶκον στὸν Ὀλύμπιον Ταῦρον ποὺ δὲν γνωρίζει χειμῶνες.
Ὁ Ἄρης, ὁ γείτων τοῦ Ἡλίου, εἶχε τὸν Σκορπιὸν, τὸν προάγγελον τοῦ ἀλετριοῦ*3, κυκλωμένον ἀπὸ τὸν φλογισμένον Ταῦρον καὶ κρυφοκυττοῦσε μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του τὴν Ἀφροδίτη ἀπέναντί του.
Ὁ ἀκρόνυχος Ζεύς, ὁ ὁδηγὸς τῶν δώδεκα μηνῶν ποὺ συμπληρώνει τὸν χρόνον, ἔτρεχε στοὺς ἐνάστρους Ἰχθῦς, ἔχοντας στὰ δεξιά του τὴν στρογγυλὴ τρίπλευρον Μήνη.
Ὁ Κρόνος περνοῦσε τὴν βροχερὴ ῥάχη τοῦ Αἰγόκερω, διάβροχος ἀπὸ πυκνὸν φέγγος.
Ὁλόγυρα τῆς φωτεινῆς Παρθένου ἦταν ὁ Ἑρμῆς ὑψούμενος μὲ τὰ φτερά του, ἀφοῦ ὡς δικασπόλος εἶχε τὴν Δίκην ὡς οἶκον του*4.
Ὅταν ὁ Ζεὺς ἔστειλε τὴν βροχὴ στὴν γῆ, ἄνοιξαν τὰ ὑδάτινα φράγματα τοῦ ἑπταζώνου οὐρανοῦ. Οἱ χαράδρες μούγκρισαν μὲ ἀκόμη μεγαλυτέρους κρουνοὺς τοῦ ἐριφλοίσβου κόλπου, ἐνῶ ἡ στάθμη τῶν λιμνῶν, τῶν ὑδάτινων θυγατέρων ποὺ ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸν Ὠκεανόν, ἔφτασε στὰ ὕψη.
Τὰ πιὸ χαμηλὰ ὕδατα τοῦ Ὠκεανοῦ πίδακες τὰ ἐξηκόντιζον στὸν ἀέρα. Τὰ βράχια ἐβρέχοντο καὶ οἱ διψασμένοι λόφοι ἦταν μουσκεμένοι ἀπὸ τὰ ῥέματα ποὺ κατέβαιναν σὰν ποτάμια ἀπὸ τὰ βουνά. Ἡ θάλασσα ἀνέβηκε τόσον, ὥστε οἱ Νηρηίδες ἔγιναν Ὀρεάδες*5.
Ἡ παρθένος Ἠχὼ προσπαθοῦσε νὰ κολυμπήσει μὲ τὰ ἄπειρα χέρια της καὶ τώρα εἶχε ἕναν ἄλλον φόβον ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον περὶ ἀρχαίης μίτρης, μήπως δηλαδὴ ξεφύγει ἀπὸ τὸν Πάνα, ἀλλὰ πέσει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ποσειδῶνος*6.
Θαλάσσια λιοντάρια ἀναπηδοῦσαν στὶς σπηλιὲς χερσαίων λεόντων, ὁ περιπλανώμενος κάπρος συναντοῦσε τὸ δελφίνι, ἄγρια θηρία ἔπλεον μαζὶ μὲ ψάρια στὰ ἴδια ῥέματα τοῦ νιφετοῦ ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὰ ὄρη, τὸ χταπόδι ἔγινε πλέον ὀρεσίφοιτον καὶ κυνηγοῦσε τὸν λαγόν, οἱ ὑγροὶ τρίτωνες εἶχαν φτάσει στὸ δάσος καὶ τὸ ποικιλόχρωμον κοχύλι τους ἔπλεε μὲ τοὺς οὐρανίους ἀνέμους. Σὲ ἕναν λόφον ὁ Νηρεὺς συνάντησε τὸν Πάνα καὶ τότε ὁ Πὰν ἐγκατέλειψε τὸν βρεγμένον αὐλόν του καὶ μπῆκε στὸ ὑγρὸν σπήλαιον, τὸ ἄλλοτε καταφύγιον τῆς Ἠχοῦς.
Τότε πολλοὶ ἄνθρωποι ἐχάθησαν καὶ ἀνοιδαίνοντα τὰ πτώματα τους θάφτηκαν στὰ νερά ἤ ἔπλεαν παρασυρόμενα ἀπὸ τὰ κύματα. Λέοντες καὶ κάπροι ἔπεφταν στοὺς χειμάρρους ποὺ ἠχοῦσαν δυνατὰ καὶ μὲ τὰ στόματά τους ἀνοιχτὰ ἔπιναν τὸ νερὸ ποὺ κυλοῦσε ἀπὸ τὰ βράχια καὶ τὰ βουνά. Οἱ λίμνες, τὰ ποτάμια, οἱ καταρράκτες τοῦ Διὸς καὶ ἡ θάλασσα εἶχαν γίνει ἕνα καὶ οἱ τέσσερεις ἄνεμοι ἔσμιξαν ὅλοι μαζὶ τὶς πνοές τους, μαστιγώνοντας τὰ νερά, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ τὰ ξεχωρίσεις.
Ὁ πόντιος Ἐνοσίγαιος ( =ὁ θαλασσινὸς Ποσειδῶν ποὺ κλονίζει τὴν γῆν μὲ τὴν τρίαινά του, ἐνοσίγαιος < ἐν + ὠθῶ + γαῖα ) βλέποντας τὸν Δία νὰ ταρακουνᾶ μὲ μιά μικρή του κίνησιν τὴν γαῖα, πέταξε τὴν τρίαινά του θυμωμένος γιὰ τὸ ποιά γῆ θὰ ταρακουνοῦσε τώρα. Φάλαγγες Νηρηίδων ἔπλεον στὸ θορυβῶδες ὕδωρ, ὁ εὐρυγένης Τρίτων μετέφερε στὰ ἰχθυόεντα νῶτα του τὴν Θέτιν (κόρη τοῦ Νηρέως καὶ μητέρα τοῦ Ἀχιλλέως), ἐνῶ ἡ Ἀγαύη (ἄλλη Νηρηὶς συμβολίζουσα τὴν λαμπρότητα τῶν ὑδάτων) εἶχε καβαλήσει καὶ κατηύθυνε ἕναν ἰχθῦν. Ἕνα δελφίνι κουβαλοῦσε στὴν πλάτη του τὴν Δωρίδα (τὴν Ὠκεανίδα σύζυγον τοῦ Νηρέως καὶ μητέρα τῶν 50 Νηρηίδων)...τότε ὁ μυδαλέος ( =κατάβρεχτος) Πάν εἶδε τὴν Γαλάτεια (Νηρηίς, ἡ ἀγαπημένη τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου) νὰ κολυμπᾶ ἐκεῖ κοντὰ καὶ τῆς πρότεινε νὰ τὴν κουβαλήσει στὴν πλάτη του καὶ τότε ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε :
«Φίλε Πάν, πάνω ἀπὸ τὰ κύματα νὰ σηκώσεις τὴν Ἠχώ σου ποὺ δὲν ξέρει νὰ κολυμπᾶ*7. Ἀδίκως μὲ ῥωτᾶς γιατί περνῶ σήμερα ἀπὸ ἐδῶ· ὁ ὑέτιος Ζεὺς μοῦ βρῆκε ὑπέρτερον πλοῦν· ἄσε τὴν γλυκειὰ ἀοιδὴ τοῦ Κύκλωπος, δὲν ζητῶ πλέον τὴν θάλασσα τῆς Σικελίας*8. Τόσο μεγάλος κατακλυσμὸς μὲ ἔχει τρομάξει καὶ δὲν νοιάζομαι γιὰ τὸν Πολύφημον».
...Μὲ τὴν ἀσυγκράτητη θύελλα νὰ σηκώνει ὁλοένα κύματα πᾶσα πόλις καὶ πᾶς δῆμος πλημμύρισαν. Δὲν ἔμεινε γωνιά, οὔτε λόφος ποὺ νὰ μὴ βραχεῖ, οὔτε τὰ πιὸ ψηλὰ σημεῖα τῆς Ὄσσας, οὔτε καὶ οἱ κορυφὲς τοῦ Πηλίου... Μέχρι καὶ οἱ ἀκτῖνες τοῦ Φαέθοντος ἔχασαν τὴν δύναμίν τους ἀπὸ τὴν βροχή. Ἡ Σελήνη στὴν ἕβδομη ζώνη της πάνω ἀπὸ τὴν χαμηλὴ ἄκρη τῆς γῆς πάγωσε τὴν λάμψιν της καὶ συγκράτησε τὸν βρεγμένον λαιμὸν τῶν διαβρόχων ταύρων της. Τὰ νερὰ τῆς βροχὴς ἀνακατεύθησαν μὲ τὶς φάλαγγες τῶν ἄστρων καὶ μὲ τοὺς ἀφρούς τους ἔκαναν τὴν ἀσπίδα τοῦ Γαλαξία πιὸ λευκή.
Ὁ ἀλήτης ( =αὐτὸς ποὺ περιπλανᾶται) Νεῖλος μὲ τὰ ἑπτὰ στόματά του ποὺ ἤθελε νὰ ἕρπει καὶ νὰ τέρπει μὲ τὰ ὑγρὰ φιλιά του τὴν διψασμένη νύφη του (τὴν Αἴγυπτον, ἡ ὁποία ὠνομάσθη ἔτσι ἀπὸ τὸν ὁμώνυμον τρισέγγονον τοῦ Νείλου ποὺ ἐβασίλευσε ἐκεῖ) συνάντησε τὸν Ἀλφειόν, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει πλέον τὸν δρόμον του πρὸς τὸ ἁλμυρὸν νερὸ καὶ κυλοῦσε θλιμμένος. Κοντά τους βρέθηκε καὶ ὁ Πύραμος (ποταμὸς τῆς Κιλικίας, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν μύθον ἐρωτεύθη τὴν κόρη τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ, Θίσβη) καὶ τότε ὁ Ἀλφειὸς φώναξε :
«Νεῖλε, τί νὰ κάνω ἀφοῦ ἡ Ἀρέθουσα*9 σκεπάστηκε; Πύραμε γιατί βιάζεσαι; Σὲ ποιόν ἄφησες τὴν Θίσβη...; Εὐτυχισμένος ὁ Εὐφράτης ποὺ δὲν τοῦ ἔτυχε νὰ τὸν κεντρίσει ὁ ἔρως...Ἔλα μαζὶ μὲ μένα πού εἶμαι ἐρωτευμένος, θὰ ψάξω γιὰ τὰ ἴχνη τῆς Συρακουσίας Ἀρεθούσης· κι ὅσο γιὰ σένα Πύραμε κύττα νὰ βρεῖς τὴν Θίσβη. Θὰ μοῦ πεῖς ὅτι ἡ γαία ταράσσεται, ὁ οὐρανὸς μᾶς κυνηγᾶ, ὅτι ἡ θάλασσα βιάζεται, ὅτι ἀκόμη καὶ στὸν ἄπλουν αἰθέρα ἔχει ξεσπάσει τρικυμία μὲ ἀφρισμένα ῥέματα· Μὰ δὲν μὲ νοιάζει ἡ μανιασμένη θύελλα. Τί μέγα θαῦμα! Ἡ βροχὴ τοῦ Διὸς ξέπλυνε ὅλη τὴν αἰθομένην γῆ, τὸ φλεγόμενον πέλαγος καὶ τοὺς ποταμούς, καὶ τὸ μόνον ποὺ δὲν ἔσβησε εἶναι ἕνα τιποτένιο πρᾶγμα, ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε στὸν Ἀλφειόν ἡ Ἀφροδίτη!...».
Προτοῦ καλά-καλὰ τελειώσει τὸν λόγον του, ἕνας φόβος κατέπνιξε τὴν φωνή του καὶ τότε ὁ Δευκαλίων πέρασε πάνω ἀπὸ τὰ ὑψωμένα ὕδατα, ἄπιαστος ναυτικός σὲ ἕναν πλοῦν ἀερόφοιτον/ οὐρανόδρομον. Ἡ κιβωτός του, ποὺ ὡδηγεῖτο ἀπὸ μόνη της καὶ ἀπὸ μόνη της ἐπορεύετο, δίχως σχοινιὰ καὶ δίχως λιμάνι, ἔσκιζε στὸ πέρασμά της τὰ δύσνιφα ὕδατα.
*1 Ὁ Νόννος ἀναφέρει πὼς ὅταν ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς ὁ Ἥλιος βρισκόταν στὸν Λέοντα, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ οἶκος του. Ἡ ἐποχὴ τοῦ Λέοντος, καλύπτει τὸ διάστημα μεταξὺ 10.500-8.000 π.Χ καὶ εἶναι ἡ ἀμέσως ἑπομένη τῆς ἐποχῆς τῆς Παρθένου (12.400-10.250 π.Χ) ποὺ ἀνεφέρθη στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου. Τόσον ἡ χρονικὴ τοποθέτησις, ὅσον καὶ τὸ ὅτι πρὶν τόν, περιγραφόμενον ἀπὸ τὸν Νόννον, κατακλυσμὸν κατεκάη ἡ Γῆ συμφωνοῦν μὲ τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον», πὼς πέφτοντας κάποτε ὁ Φαέθων ἀπὸ τὸ ἅρμα τοῦ Ἡλίου κατέκαυσε τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ πὼς ὁ κατακλυσμὸς ποὺ περιγράφει ὁ Αἰγύπτιος ἱερεὺς στὸν Σόλωνα ἔγινε τὴν 10η π.Χ. χιλιετία.
*2 Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἀντιμετώπιζε τὴν Λερναία Ὕδρα, ἐστάλη ἀπὸ τὴν Ἥρα κάβουρας γιὰ νὰ παρενοχλήσει τὸν Ἡρακλῆ. Ὁ κάβουρας λέγει ὁ μύθος, πράγματι δάγκωνε τὴν ἀριστερᾶ πτέρνα τοῦ Ἡρακλέους, κωλύοντάς τον στὸν ἄθλον του. Ὅμως ὁ Ἡρακλῆς σκότωσε τὸν κάβουρα καὶ τότε ἡ Ἥρα θαυμάζοντας τὸ σθένος τοῦ ἀπεσταλμένου της, νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν ἴδιον τὸν Ἡρακλῆ, τὸν κατηστέρισε στὸν ἀστερισμὸν τοῦ Καρκίνου. Σύμφωνα μὲ τὸν Νόννον λοιπὸν κατὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος ἡ σελήνη βρισκόταν στὸν Καρκῖνον.
*3 Προφανῶς ὁ Σκορπιὸς χαρακτηρίζεται ὡς «προάγγελλος ἰστοβόηος», διότι βρίσκεται δίπλα ἀκριβῶς στὸν Ζυγόν-Δίκην καὶ τὴν Παρθένον-Δήμητρα.
*4 Ἐδῶ ἡ Δίκη συσχετίζεται μὲ τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Κόρη, ἄρα καὶ τὸν ἀστερισμὸν τῆς Παρθένου, ποὺ ὡς γνωστὸν συμβολίζεται νὰ φέρει στάχυα. Ἡ μὲν Δίκη ἤ Ἀστραία ἐλέγετο ὅτι κατοικοῦσε κάποτε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἄν καὶ θεὰ συνδιελέγετο μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν καταφρονοῦσε κανέναν. Τοὺς μάθαινε πῶς νὰ ἐκφέρουν δίκαιες κρίσεις καὶ πὼς νὰ ζοῦν λιτὸ βίον. Τότε οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἀπὸ τὴν γεωργία καὶ ἡ θεὰ αὐτὴ εἶχε συσχετισθεῖ μὲ τὸν πλοῦτον τῆς γῆς, ἄρα καὶ μὲ τὴν Δήμητρα-Κόρη-Παρθένον, ποὺ βρίσκονται ἀκριβῶς δίπλα της στὸν οὐρανόν. Ἤταν ἀδιάφθορος καὶ ἀπολύτως δικαία στὴν κρίσιν της καὶ κρατοῦσε καὶ τὸν κεραυνὸν τοῦ Διός, γι' αὐτὸ συνεσχετίσθη μὲ τὸν Ζυγόν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ζυγαριὰ τοῦ δικαίως κρίνειν ποὺ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα ὡς σύμβολον τῆς δικαιοσύνης. Λέγεται πὼς ὅταν ἦλθε τὸ χάλκινο γένος, ποὺ πρῶτοι ἐφόνευσαν τὸν ἀροτῆρα βοῦν καὶ ξεκίνησαν καὶ μεταξύ τους πολέμους, ἡ Δίκη ἐγκατέλειψε τὴν γῆ καὶ ἐκατεστάθη στὸν οὐρανόν.
*5 Οἱ Νηρηίδες ἦταν νύμφες-προσωποποιήσεις τῆς θαλάσσης, κόρες τοῦ Νηρέως καὶ τῆς Ὠκεανίδος Δωρίδος. Οἱ Ὀρεάδες ἦταν νύμφες ποὺ ζοῦσαν στὰ ὄρη, τὰ ὁποῖα καὶ προστάτευαν. Τὰ ὕδατα λοιπὸν τῆς θαλάσσης εἶχαν ἀνέβει τόσο ψηλὰ κατὰ τὸν κατακλυσμόν, ποὺ οἱ Νηρηίδες ἀπὸ νύμφες τῆς θαλάσσης, ἔγιναν Ὀρεάδες!
*6 Μίτρα εἶναι καὶ ἡ ζώνη παρθενίας. Τὴν Ἠχὼ (ἀντίλαλον, ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἠχὼ στοὺς μύθους κατοικεῖ στὰ σπήλαια) κυνηγοῦσε ὁ Πάν (προσωποποίησις τῆς φύσεως, πανίδος καὶ ἐξαίσιος μουσικός, καθὼς ἔπαιζε ὥρες ἀτελείωτες μὲ τὴν σύριγγα του), λόγῳ τοῦ ταλέντου της στὴν μουσικὴ καὶ κατ' ἄλλους διότι τὸν εἶχε ἀπορρίψει ἐρωτικῶς. Ἐκείνη προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ τοῦ ξεφύγει, ἄν καὶ τελικῶς ἔκαναν μαζὶ τὴν Ἰάμβη (σκωπτικὸς στίχος ποὺ προκαλεῖ χαρά, ἴαμβος). Στὴν περιγραφὴ τοῦ Νόννου λοιπὸν ἡ Ἠχὼ προσπαθεῖ νὰ κολυμπήσει ξεχνώντας τὸν φόβον ποὺ εἶχε μὴ τῆς λύσει τὴν ζώνη ὁ Πάν, γιατὶ ὁ φόβος της μὴ πέσει στὰ χέρια τοῦ Ποσειδῶνος (θάλασσα) εἶναι μεγαλύτερος.
*7 Πράγματι ὁ ἤχος στὸ νερὸ μεταφέρεται ταχύτερα ἀφ' ὅτι στὸν ἀέρα, λόγῳ τῆς μεγαλυτέρας πυκνότητος. Ἔτσι ἡ Ἠχὼ «παρασύρεται» πιὸ εὔκολα στὴν θάλασσα, ὡς ἄπειρη κολυμβήτρια.
*8 Στὴν Σικελία ζοῦσε ὁ Κύκλωψ Πολύφημος.
*9 Ἡ Ἀρέθουσα ἦταν πηγή-νύμφη μὲ τὴν ὁποία ἦταν ἐρωτευμένος ὁ Ἀλφειός, γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἀκολουθοῦσε ὑπογείως ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον ποὺ βρίσκεται ὁ ἴδιος, μέχρι τὴν Σικελία, παρὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ ἔβρισκε ἀπὸ τὸν Ἀδρία (Ἀδριατικὴ θάλασσα). Ὁ μύθος προφανῶς ἐπεξηγεῖ τὴν ῥοὴ γλυκῶν ὑδάτων καὶ πηγῶν ποὺ ῥέουν στὴν Μεσόγειον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἕνωσιν τῶν ὑδάτων τοῦ Ἀλφειοῦ ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία μὲ τὰ νερὰ τῆς Ἀρεθούσης στὶς Συρακοῦσες, στὴν Σικελία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου