Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗ Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον)

 


Η ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΙΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ 

Ἀναφερόμενος στὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος γράφει ὁ Νόννος στὸ ἕκτον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν» του (στ. 371 κ. ἑξῆς) : 

«Καὶ τότε ὁ κόσμος ἄκοσμος θὰ γινόταν καὶ ὁ Αἰὼν ποὺ τρέφει τὰ πάντα θὰ διέλυε τὴν ἁρμονία τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν εἶχαν σπαρεῖ ἀκόμα· ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα θεϊκὸν νεῦμα τοῦ Διός, ὁ Κυανοχαίτης ( = ὁ Ποσειδῶν, ὡς ἔχων μαλλιὰ στὸ χρῶμα τῆς βαθείας θαλάσσης) μὲ τὴν τρίαινά του ποὺ τέμνει τὴν γῆ, ἔσκισε στὴν μέση τὴν κορυφὴ τοῦ θεσσαλικοῦ λόφου καὶ ἔχάζετο/ χύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λαμπερὸν νερόν. Καὶ ἡ γῆ χύνοντας τὸν ὑψικέλευθον νιφετόν, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ πάνω της καὶ ἐφάνη παλίνορσος. Τὰ ῥυάκια τραβήχθησαν σὲ βαθειὲς κοιλότητες καὶ τὰ ἀπόκρημνα βράχια προέβαλαν γυμνά. Ὁ Ἥλιος σκόρπισε τὴν διψασμένη λάμψιν του καὶ στέγνωσε τὸ ὑγρὸν μέτωπον τῆς γῆς. Καὶ κάτω ἀπὸ τὶς ἀκόμα θερμότερες ἀκτῖνες του τὸ νερὸ ἄρχισε νὰ συμπυκνώνεται καὶ ἡ λάσπη ἔγινε πάλι ξερή, ὅπως πρῶτα... Ἡ φύσις γέλασε καὶ πάλι». 

Καὶ ἐπιρρωνύει τὰ γραφόμενα τοῦ Νόννου ὁ Ἀπολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, Α', 7) : 

«Προμηθέως δέ, παῖς Δευκαλίων ἐγένετο... γαμεῖ Πύρραν... Ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν γένος ἠθέλησε...Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ’ οὐρανοῦ χέας, τὰ πλεῖστα μέρητῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρίς, οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. Τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ Θεσσαλίαν ὄρη διέστη. Δευκαλίων δέ, ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος ἐπὶ ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας τὰς ἴσας, τῷ Παρνασσῷ προσίσχει. Καὶ ἐκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων, ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ». 

[ = Υἰὸς τοῦ Προμηθέως ἦταν ὁ Δευκαλίων…σύζυγόν του εἶχε τὴν Πύρρα…ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς θέλησε νὰ ἀφανίσει τὸ χάλκινον γένος…ὁ Δευκαλίων κατεσκεύασε μία λάρνακα καὶ ἔβαλε μέσα της τὰ ἀπαραίτητα καὶ σὲ αὐτὴν εἰσέβη μὲ τὴν Πύρρα. Ὁ Ζεὺς ἔχυσε πολλὴ καὶ ὁρμητικὴ βροχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν καὶ τὰ περισσότερα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσε, ὥστε σκοτώθηκαν ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς ὀλίγων, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στὰ πλησίον τους ὑψηλὰ ὄρη. Τότε καὶ τὰ ὄρη ποὺ βρίσκονται στὴν Θεσσαλία διαχωρίστηκαν (ἐννοεῖ τὰ Τέμπη· καὶ επειδὴ διέστησαν, χωρίστηκαν, ἔγινε τομὴ στὰ θεσσαλικὰ ὄρη ἀπὸ τότε ὠνομάσθηκαν Τέμπη < τέμνω). Ὁ Δευκαλίων -ποὺ βρισκόταν- μέσα στὴν λάρνακα, ἀφοῦ φέρεται/ πηγαινοέρχεται μέσα στὴν θάλασσα ἐπὶ ἐννέα μέρες καὶ νύκτες, προσεγγίζει τὸν Παρνασσόν. Καὶ ἐκεῖ ἔλαβε τέλος ὁ ὄμβρος, καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθε -τῆς λάρνακος- προσφέρει εὐχαριστήριον θυσίαν στὸν Φύξιον Δία, ὁ ὁποῖος τὸν ἐβοήθησε νὰ ξεφύγῃ]. 

Γράφει δὲ ὁ Ἡρόδοτος ( «Ἱστορίαι, Ζ', 129,1) πὼς ἡ Θεσσαλία ἦταν κάποτε λίμνη : 

«τὴν δὲ Θεσσαλίην λόγος ἐστὶ τὸ παλαιὸν εἶναι λίμνην». 

Πράγματι καὶ τὸ ἴδιο της τὸ ὄνομα ἐπιβεβαιοῖ τὸν Ἡρόδοτον. Θεσσαλία ἐστὶ θέσις σαλός, ἤτοι, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ σ μὲ τὴν δασεῖα, θέσις ἁλός. 

Τὸ ἴδιο ἀποδεικνύουν καὶ τὰ σημερινὰ Φάρσαλα, ἤτοι ἡ ἀρχαία Φάρσαλος, ἡ εὑρισκομένη πόλις «παρὰ τὴν ἅλα» τῆς πλημμυρισμένης τότε Θεσσαλίας (διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ π σὲ φ καὶ τῆς δασείας μὲ τὸ σ, παρὰ ἅλα = φαρά σάλα > Φάρσαλα). 

Τὸ ἴδιο ἀποδεικνύει καὶ τὸ ὄνομα τῶν ἱστορικῶν Πλαταιῶν (Πλαταιές < ἀπὸ τὴν πλάτη τῆς κώπης =κουπί. 

«Πόλυβος ἐξ Ἄργους ἐπέκτισε -ἵδρυσε ἐκ νέου- Πλαταιάς, μετὰ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμόν», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 

«Ἐκλιμνωθείσης τῆς Βοιωτίας, οἱ παροικοῦντες, πλῶ -πλέοντες- πορεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους», Ἐθνικά, 526, Στ. Βυζάντιος). 

Τὸ ἴδιο καὶ τὰ Γεράνεια Ὄρη, τὰ ὁποῖα στέκουν ἀπὸ τότε ἀγέρωχα. 

«Εἴρηται δὲ ὅτι Μεγαρεὺς ὁ Διός, τοῦ κατακλυσμοῦ γενομένου, πρὸς φωνὴν γεράνων νηχόμενος -κολυμπώντας- προσέφυγε τῇ ἄκρᾳ τοῦ ὄρους. Ἀπὸ δὲ τῶν γεράνων, Γεράνεια ἐκάλεσαν τὸν τόπον», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 

«Μέγαρόν τε παῖδα ὄντα Διὸς καὶ ταύτης δὴ τῆς νύμφης ἐκφυγεῖν τὴν ἐπὶ Δευκαλίωνός ποτε ἐπομβρίαν, ἐκφυγεῖν δὲ πρὸς τὰ ἄκρα τῆς Γερανίας, οὐκ ἔχοντός πω τοῦ ὄρους τὸ ὄνομα τοῦτο, ἀλλὰ —νήχεσθαι γὰρ πετομένων γεράνων πρὸς τὴν βοὴν τῶν ὀρνίθων αὐτόν—διὰ τοῦτο Γερανίαν τὸ ὄρος ὀνομασθῆναι», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,40,1, Παυσανίας. 

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Λυκώρεια (σημερινὴ Λιάκουρα) μᾶς πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας (Ἑλλάδ. περιήγ., 10,6,2) ὅτι πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὶς ὠρυγὲς ( =οὐρλιαχτά) τῶν λύκων, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος. Οἱ ὠρυγὲς ὡδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους στὴν κορυφὴ τοῦ Παρνασσοῦ, ὁπότε καὶ διεσώθησαν, καὶ γι' αὐτὸ ἐκεῖ ἔχτισαν πόλιν, τὴν ὁποία ὠνόμασον τιμῆς ἕνεκεν «Λυκώρεια». 

... 

«Ὁ Ζεὺς ἐξετίμησε τὴν εὐσεβῆ εὐγνωμοσύνη τοῦ Δευκαλίωνος, νὰ θυσιάσει στὸν Φύξιον Δία, καὶ ἀπέστειλε τὸν ἄγγελο Ἑρμῆ γιὰ νὰ τοῦ πῇ ὅτι μπορεῖ, ὡς ἀνταμοιβήν, νὰ ζητήσῃ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ.

«Ζεὺς δὲ πέμψας ( =στέλνοντας) Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν, ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ( =νὰ διαλέξη καὶ νὰ ζητήσῃ) ὅ,τι βούλεται. Ὁ δὲ αἱρεῖται ( =ἐπέλεξε) ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. Καὶ Διὸς εἰπόντος, ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους.

Προχωρώντας ἐσήκωνε λιθάρια, «λᾶες» καὶ τὰ ἔρριχνε πίσω του. Καὶ οὓς ‐λίθους‐ ἔβαλε ( =ἔρριξε) ὁ Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο. Οὓς ( =ὅσους) δὲ Πύρρα, γυναῖκες ‐ἐγένοντο‐. Ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν, ἀπὸ τοῦ λᾶας, λίθος».

Δηλαδή, ἐπειδὴ ὁ λίθος ὀνομάζεται λᾶας, μέχρι σήμερα ὀνομαζόμεθα «ἑλληνικὸς λαός». 

…Τὸ ἴδιο ἀφηγεῖται ποιητικὰ ὁ Πίνδαρος:

«...Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε...ἄτερ εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ’ ὀνύμασθεν» ( =Ο Δευκαλίων καὶ ἡ Πύρρα, ἀπ’ τὸν Παρνασσό σὰν ἦρθαν...χωρὶς ν’ ἀγκαλιαστοῦνε, πέτρινο γεννῆσαν πλῆθος, καὶ λαοὶ ἐδῶθε πῆραν τ’ ὄνομά τους ἀπὸ τούτους), ἀπόδοσις Β. Τάσου. 

Τὸ δὲ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα, παραθέτει καὶ τὴν ἐτυμολογίαν τοῦ ὄρους Παρνασσός.

«Παρνασσός, ὄρος ἐστὶ Δελφῶν, ἀπὸ Παρνασοῦ ἐγχωρίου ἥρωος. Ἄνδρων δέ φησιν ἐπειδὴ προσώρμισεν ἡ λάρναξ ( =κιβωτός) τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τὸ μὲν πρότερον Λαρνησσὸς ἐκαλεῖτο. Ὕστερον δὲ κατ’ ἐναλλαγὴν τοῦ λ εἰς π, Παρνασσός».

Ἂς ἀκούσουμε καὶ τὸν Λουκιανό, τὸν «μόνιμο» θαμῶνα καὶ τρόφιμο τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀντιοχείας, πρὶν τῆν κάψουν καὶ αὐτήν. Γράφει λοιπὸν ὁ Λουκιανὸς εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ» (ὅπου ἀποδεικνύει πὼς ἡ θεὰ ποὺ λατρεύουν στὴν Συρία, δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Ἧρα), εἰς ἐκτενῆ ἀναφορά του, μεταξὺ ἄλλων πολλῶν τὰ ἑξῆς (458,12):

«Δευκαλίων, ἐπὶ τοῦ ( = ἐπὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ ὁποίου), τὸ πολλὸν ὕδωρ ἐγένετο... Περὶ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τάδε μυθέονται. Ὑβρισταὶ ὄντες, ἀθέμιστα ἔργα ἔπραττον…Ὄμβροι μεγάλοι ἐγένοντο... καὶ ἡ θάλασσα ἀνέβη, πάντα ὕδωρ ἐγένοντο καὶ πάντες ὤλοντο ( = χάθηκαν, σκοτώθηκαν). Δευκαλίων δὲ μόνος ἀνθρώπων ‐ὑπ‐ἐλίπετο ( =ἔμεινε πίσω/ διεσώθη), τοῦ εὐσεβοῦς ἕνεκα ( =λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν εὐσεβής). Ἡ δὲ σωτηρία ἥδε ἐγένετο. Ἐς λάρνακα μεγάλην ἐσβιβάσας παῖδας καὶ γυναῖκας, εἰσέβη...

...ἀφίκοντο (=κατέφθαναν) δὲ ἵπποι καὶ λέοντες καὶ ὄφεις καὶ ἄλλα…Καὶ ἐν μιᾷ λάρνακι πάντες ἔπλευσαν, ἕως ὅτου τὸ ὕδωρ ἐπεκράτει...Δευκαλίων δέ, ἐπεὶ τάδε ἐγένετο, βωμοὺς ἔθετο…»

Ὁ Ἀρριανὸς (Fragm. Βιθυν. Β’, TLG) συνδυάζει μὲ τὸν Κατακλυσμὸ αὐτόν, καὶ τὴν ὀνοματοθεσία τῆς Νεμέας.

«Δευκαλίων τοῦ κατακλυσμοῦ γενομένου διαφυγών ( =ἀφοῦ διέφυγε τὸν γενόμενον κατακλυσμόν), καὶ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ Ἄργους διασωθείς (=διεσώθη στὴν ἄκραν/ ἄκρην τοῦ Ἄργους), ἱδρύσατο βωμὸν ἀφεσίου Διός, ὅτι ἀφέθη ἐκ τοῦ Κατακλυσμοῦ ( =ἵδρυσε βωμὸν τοῦ Ἀφεσίου/ λυτρωτή Διός, διότι ἐσώθη ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν). Ἡ δὲ ἄκρα, ὕστερον, Νεμέα ἐκλήθη, ἀπὸ τῶν βοσκημάτων ἐκεῖ νεμομένων [ =ἡ δὲ ἄκρα ἔπειτα ὠνομάσθη Νεμέα, ἀπὸ τὰ νεμόμενα (γιὰ ζῶον =βγαίνω γιὰ βοσκή) ἐκεῖ βοσκήματα]».

Ἔχει περισωθῆ καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ φιλοσόφου Ἀσκληπιοῦ:

«Γίνονται γὰρ κατακλυσμοὶ καὶ σεισμοὶ καὶ ἀφανίζονται τὰ πράγματα καὶ πάλιν εὑρίσκονται, ὥς φησι καὶ αὐτὸς Ἀριστοτέλης ( =ὅπως λέγει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης) ἐν τοῖς «Μετεώροις»... καὶ ὅτι ἐπὶ Δευκαλίωνος, ἐγένετο μέγας κατακλυσμὸς καὶ πολλοὶ ἠφανίσθησαν τόποι, καὶ πᾶσαι αἱ πεδιάδες ἀπώλοντο, καὶ μόνοι ἠδυνήθησαν περισωθῆναι οἱ ἐν ταῖς ἀκρωρείαις τῶν ὀρέων ὄντες ( =καὶ οἱ μόνοι ποὺ μπόρεσαν νὰ σωθοῦν ἦταν ὅσοι ηὑρίσκοντο στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν)... Εἶτα λοιπόν, μετὰ τὸ παύσασθαι τὸν κατακλυσμόν, κατῆλθον οἱ περισωθέντες ἐν ταῖς πεδιάσι ( =ἔπειτα λοιπόν, αφοῦ ἔπαυσε ὁ κατακλυσμός, κατέβηκαν οἱ περισωθέντες στὶς πεδιάδες)» (10.28‐11‐).

Καὶ ο ἱστορικὸς Διόδωρος ὁ Σικελιώτης ἀναφέρεται εἰς «τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος γενόμενον κατακλυσμόν» (ΙΔ’, 113, 2) :

«...ἐκ Θετταλίας φυγόντας τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμόν»…

Ὁ Πλάτων ἐπίσης ὁμιλεῖ περὶ Κατακλυσμοῦ, καὶ στοὺς «Νόμους» καὶ στὸν «Τίμαιο» καὶ στὸν «Κριτία» χωρὶς ὅμως νὰ καθορίζη περὶ ποίου Κατακλυσμοῦ πρόκειται.

«Φέρε δή, νοήσωμεν μίαν τῶν πολλῶν ταύτην ‐φθοράν‐ τὴν τῷ κατακλυσμῷ ποτὲ γενομένην... ὡς οἱ τότε περιφυγόντες τὴν φθοράν, σχεδὸν ὄρειοί τινες... οὐκοῦν ὄργανά τε πάντα ἀπόλλυσθαι...», Πλάτ. Νόμοι 677.

«...μία γενομένη νύξ ὑγρὰ διαφερόντως, ‐τὴν Ἀθήναν‐ γῆς ψιλήν, περιτήξασα ( =καλύφθηκε ὁλόγυρα μὲ νερὸν καὶ ἰσχνοποιήθηκε), πεποίηκε...τὸ τῆς Ἀκροπόλεως οὐκ εἶχε τότε ὡς τὰ νῦν ἔχει...», Κριτίας 112.

Ἐντυπωσιακὴ ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς παρέχει. Κάποια νύχτα ἔβρεξε τόσο πολύ, τόσο διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, ὥστε ἀπεψίλωσε τὴν Ἀθήνα ἀπὸ χῶμα. Ἔκανε λάσπη τὸ χῶμα καὶ τὸ παρέσυρε. Καὶ ἀπέμεινε ὁ ἱερὸς βράχος ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἦτο ἑνωμένος, μέσῳ τοῦ χωματώδους ἐδάφους, μὲ τοὺς ἄλλους λόφους τῆς Ἀθήνας (εἶχε ἑπτὰ λόφους). Τὸ χῶμα παρεσύρθη, ὁ βράχος «ἔμεινε βράχος». Καὶ φανερώθηκε ἡ Ἀκρόπολις. Γι’ αὐτὸ ὁ Πλάτων τονίζει ὅτι «τὸ τῆς Ἀκροπόλεως οὐκ εἶχε τότε ὡς τὰ νῦν ἔχει»», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 


Πρὸς ἀνάμνησιν τῶν ὅσων ἐχάθησαν στὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος οἱ Ἕλληνες τελοῦσαν τὰ Ὑδροφόρια, τὴν τελευταία μέρα τῶν Ἀνθεστηρίων πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου. Οἱ Ἀθηναῖοι ἔριχναν σὲ ἕνα χάσμα ποὺ ὑπῆρχε στὸν περίβολον τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς στὴν Ἀθῆνα (τὸν ὁποῖον λέγεται πὼς εἶχε χτίσει ὁ ἴδιος ὁ Δευκαλίων μετὰ τὸν κατακλυσμόν, «τοῦ δὲ Ὀλυμπίου Διὸς Δευκαλίωνα οἰκοδομῆσαι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον ἱερόν, σημεῖον ἀποφαίνοντες ὡς Δευκαλίων Ἀθήνῃσιν ᾤκησε τάφον τοῦ ναοῦ τοῦ νῦν οὐ πολὺ ἀφεστηκότα», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,18,8 ) ἄρτους ἀπὸ ἀλεύρι σιταριοῦ ἀναμεμειγμένον μὲ μέλι. Ἀπὸ τὸ χάσμα αὐτὸ πίστευαν ὅτι εἶχαν ὑποχωρήσει τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ὅταν ἐπεβλήθη διὰ της βίας ὁ χριστιανισμός, πέρασε στὸ Ψυχοσάββατον ἀκριβῶς μετὰ τὶς Ἀπόκρηες ποὺ ἀντικατέστησαν τὰ Ἀνθεστήρια. 

«ἔστι δὲ ἀρχαῖα ἐν τῷ περιβόλῳ Ζεὺς χαλκοῦς καὶ ναὸς Κρόνου καὶ Ῥέας καὶ τέμενος Γῆς τὴν ἐπίκλησιν Ὀλυμπίας. ἐνταῦθα ὅσον ἐς πῆχυν τὸ ἔδαφος διέστηκε, καὶ λέγουσι μετὰ τὴν ἐπομβρίαν τὴν ἐπὶ Δευκαλίωνος συμβᾶσαν ὑποῤῥυῆναι ταύτῃ τὸ ὕδωρ, ἐσβάλλουσί τε ἐς αὐτὸ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἄλφιτα πυρῶν μέλιτι μίξαντες», Ἑλλάδ. περιήγ. 1,18, 7 Παυσανίας. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ