Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2020

ΓΛΩΣΣΑ, Η ΥΠΟ ΓΝΩΣΙΝ ΑΓΟΥΣΑ ΤΑ ΕΝ ΤΗΙ ΔΙΑΝΟΙΑ

Πόσο σημαντικὸν ῥόλον διαδραματίζει στὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ὁ κῶδιξ ἐπικοινωνίας ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μιλήσει; Πῶς ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν σημασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης; Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται καὶ μέσω τῆς ἐτυμολογίας τῶν συνωνύμων τῆς γλώσσης ποὺ ἀναλύονται παρακάτω, ἀλλὰ καὶ μέσω τῶν ἀναφορῶν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων στὰ συγγράμματά τους γιὰ τὴν σημασία της στὴν ζωή τους. Στὸ ἔργον τοῦ Ὁμήρου διαφαίνεται πὼς μία ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῶν ἡρώων τοῦ εἶναι πὼς περιπλανῶνται σὲ μέρη ἀλλογλώσσων ἀνθρώπων καὶ στεροῦνται τὸ γλυκὸ θρόισμα τῆς δικῆς τους αὐδῆς ( « ἠλᾶτο ξὺν νηυσί κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους» , Ὀδ, γ, 302, « πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους»  Οδ. Α, 183) . Κι ἐπιπλέον, ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος τοὺς ἀποκαλεῖ μέροπες ἀνθρώπους γιατὶ μερίζουν τὴν ὄπα τους ( =φωνή τους), ὁ λόγος τους εἶναι ἔναρθρος κι ὄχι ἄναρθρος. Ἀλλὰ καὶ αὐδήεις, διότι ἡ φωνή τους ὁμοιάζει μὲ ὠδή. Ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι μας τραγικοὶ κάνουν συχνὲς ἀναφορὲς σὲ αὐτήν, ἐξυψώνοντάς

ΣΤΥΜΜΕΝΟ, ΣΤΕΙΜΜΕΝΟ ή ΣΤΗΜΕΝΟ;

Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὁμωνύμων ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε στὸν γραπτόν μας λόγον. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά! Τὸ ῥῆμα στείβω/στίβω [ συγγενὲς τοῦ στέμβω ( = κινῶ μετὰ ταχύτητος καὶ ποδοπατῶ, βλ. στέμφυλα)] σημαίνει σήμερα στραγγίζω, ἀσκῶ δύναμιν πάνω σὲ κάτι γιὰ νὰ βγάλω τὸν χυμό του, τὰ ὑγρά του. Ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν καταπατῶ (ἐξ οὗ καὶ πάμπολλες λέξεις ὅπως στείψιμο/στίψιμο, στείφτης ἤ ἀκόμα περισσότερες -ἀπὸ μηδενισμένη βαθμίδα-, ὅπως ὁ <<στίβος>>, ὁ λεῖος χῶρος, ὁ καλὰ πεπατημένος πρὸς ἄθλησιν, τὰ <<στιβάλια>> ποὺ ἔλεγαν παλαιότερα οἱ Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα, ὁ <<στιβαρός>>, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀσκήσει μεγάλη δύναμιν πάνω σὲ κάτι, ἤτοι ὁ ῥωμαλέος, ἡ στοίβα -ἀπὸ ἑτεροιωμένη βαθμίδα-, ἡ ὁποία δημιουργεῖται, ὅταν ἕνα πρᾶγμα τίθεται πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο καὶ τὸ συμπιέζει κλπ). Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ῥῆμα μὲ τεράστια μνήμη, καθῶς μᾶς θυμίζει τὶς ἐποχὲς ὅτε οἱ γυναίκες ἔπλεναν τὰ ροῦχα στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνε

ΑΗΡ, Η ΑΟΡΑΤΗ ΔΥΝΑΜΗ

                                  ΑΗΡ  ἐκ τοῦ ἄημι ( >ἀ F ημι =πνέω,φυσῶ) ἤ σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα ἀὴρ εἶναι «ὁ αἴρων τὰ ἀπὸ τῆς γῆς (Κρατύλος)», γιατὶ μὲ τὴν δύναμίν του μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ πάντα ἀπὸ τὴν γῆ. Ἕνα ἀπὸ τὰ 4 στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὸ σύμπαν καὶ ποὺ κατὰ τὸν Ἀναξιμένη ἀποτελεῖ τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τ’ ἄλλα τρία. Πῶς γίνεται λοιπὸν νὰ μὴν ἀποτελέσει ἀντικείμενον ἐνασχολήσεως καὶ συζητήσεως ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες; Πῶς γίνεται νὰ μὴ τοῦ δώσουν ὀνόματα ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις του, ὀνόματα ἀνεξίτηλα ποὺ γονιμοποίησαν τὸν παγκόσμιον λόγον; Παρατηρώντας λοιπὸν τὴν δύναμίν του, τὸν κινούμενον ἀέρα τὸν ὠνόμασαν ἀρχικῶς  ΑΝΕΜΟΝ  ( > ἐπιτατικό ἀ + νέμω) γιατὶ τοῦ ἔμελλε νὰ νέμεται, νὰ χωρίζεται ἀναλόγως τοῦ ἀπὸ ποῦ πνέει «Τὰ δε ἐν ἀέρι πνεόντα πνεύματα, ἀνέμους», ( Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 394) . Τὴν ἔλλειψιν ἀνέμου τὴν ὠνόμασαν ΝΗΝΕΜΙΑ ( > ἀρνητικὸν μόριον νη + ἀνεμος) ἤ  ΑΠΝΟΙΑ ( > στερ.ἀ +πνέω). Τὴν ἀνάλαφρη πνοή του τὴν ἀπεκάλεσαν ΑΝΑΦΥΣΗΜΑ γ

ΥΔΩΡ, Η ΖΩΟΓΟΝΟΣ ΔΥΝΑΜΗ

Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ  ΥΔΩΡ, ἦταν ἕνα Υγρὸ ΔΩΡον . Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὕω ( =στέλνω βροχή, βρέχω) + δῶρον. Τὰ γράμματα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀπεικονίσουν τὶς ἔννοιες δὲν ἐτίθεντο ποτὲ τυχαίως. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ὕδωρ περιεῖχε τὸ γράμμα -Υ, ποὺ ὁμοιάζει μὲ κύπελλον καὶ εἶναι τὸ γράμμα τῆς συσσωρεύσεως καὶ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, τό -Δ τῆς δυνάμεως, τό -Ω τοῦ ἀπείρου καὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τό -Ρ τῆς ῥοῆς. Παρατηροῦσαν πὼς εἶναι ζωογόνος δύναμις καθῶς τὰ πάντα γύρω τους λίγο-πολὺ περιεῖχαν νερό. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ποὺ τοὺς ὠδήγησε νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοσμογονία καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὸν κλάδο τῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦσαν λοιπὸν νὰ μὴ τὸ ἐξετάσουν ἐνδελεχῶς σὲ ὅλες του τὶς μορφές, νὰ μὴ τοῦ προσάψουν διαφορετικὰ ὀνόματα ἀναλόγως μὲ τὶς ἰδιότητές του, νὰ μὴ τὸ θεωρήσουν προϋπόθεσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων ( π.χ. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος) καὶ νὰ μὴν ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ καιρικὰ φαινόμενα; Αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα νερό, ἀπεκαλεῖτο κάποτε μὲ διάφορες ὀνομασίες μὲ συχνοτέρ

ΠΟΤΑΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἡ λέξις ποταμὸς προέρχεται ἀπ’τὸ ῥῆμα πίπτω =πέφτω, γιατὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἕνας ποταμὸς χύνεται ὁρμητικῶς πέφτοντας ἀπὸ ψηλὰ βουνά. Γράφει ὁ Ἡσίοδος στήν «Θεογονία» του : «Τηθὺς δ᾽ Ὠκεανῷ Ποταμοὺς τέκε δινήεντας, Νεῖλόν τ᾽ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ᾽ Ἀχελώιόν τ᾽ ἀργυροδίνην Νέσσον τε Ῥοδίον θ᾽ Ἁλιάκμονά θ᾽ Ἑπτάπορόν τε Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυῤῥείτην τε Κάικον Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε Εὔηνόν τε καὶ Ἄρδησκον θεῖόν τε Σκάμανδρον» . Τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν τους ἔδωσαν ὄνομα στὰ μεγαλύτερα ποτάμια τῆς τότε Ἑλλάδος καὶ ἐπιβιώνουν μέχρι καὶ σήμερα, ἀκόμη κι ἄν βρίσκονται ἐκτὸς τῶν σημερινῶν μας συνόρων. Κι ὅσα δὲν ἀναφέρονται στὸν Ἡσίοδο κρύβουν μέσα τους μία ἱστορία ποὺ ἀνάγεται καὶ πάλι στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Τί σημαίνει ὅμως τὸ ὄνομά τῶν μεγαλύτερων ποταμῶν τῆς χώρας μας; Ὁ ποταμὸς τῆς Πελοποννήσου ΑΛΦΕΙΟΣ, πρώην Νύκτιμος, πῆ

ΑΥΓΟ ή ΑΒΓΟ;

Ἀκόμα μία λέξις ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θέμα συζητήσεως τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι καὶ τὸ αὐγόν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκόμα ἕνα θῦμα τῆς ἐλλείψεως τοῦ δίγαμμα στὴν νεωτέρα μορφὴ τῆς γλώσσης μας, διότι τ ὸ αὐγὸν πρωτοειπώθηκε ὠFόν, ὤ εον, ὤιον >  ᾠ ό ν. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγον, ὅτι πρὶν τὴν κατάληξιν ΥΠΗΡΧΕ ΔΙΓΑΜΜΑ, κατέληξε νὰ γράφεται μὲ ὠμέγα προσγεγραμμένον/ὑπογεγραμμένον (ΩΙ, ῳ). Διότι οἱ δίφθογγοι προέκυψαν χάριν στὸ δίγαμμα, εἴτε ὁμιλοῦμε γιὰ τὶς κύριες διφθόγγους (αι,ει,οι,ου,αυ,ευ,υι,ηυ), εἴτε γιὰ τὶς καταχρηστικές (ῳ, ῃ, ᾳ) ἐξ οὗ καὶ οἱ λέξεις, οἱ περιέχουσες δίγαμμα σὲ μέση θέσιν, ἐγράφοντο καὶ γράφονται κατὰ κανόνα μὲ δίφθογγον καὶ ὄχι μὲ σύμφωνον ἀντὶ F (πνεῦμα κι ὄχι πνέφμα, ναῦς κι ὄχι νάφς, αὐτί κι ὄχι ἀφτί κοκ).  Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ αὐγόν, δὲν ἔχει κανέναν ἀπολύτως λόγον νὰ γράφεται μὲ τὸ σκληρότερον τοῦ ἡμιφώνου, σύμφωνον β, ὡς «ἀβγόν» δηλαδή· οὔτε λόγον φωνητικόν, οὔτε ἐτυμολογικόν. Ἐν ἀντιθέσει, ἡ γραφὴ μὲ υ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸν κανόνα, διασώζει καὶ διατηρεῖ τὴν ἱστορία

ΑΥΤΙ ή ΑΦΤΙ;

Εἶναι κι αὐτὸ μία ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἡ ὀρθογραφία της μᾶς ἀπασχολεῖ τελευταίως ἀδίκως. Καὶ λέω ἀδίκως, διότι ψάχνοντας τὸ ἔτυμόν της εἶναι ξεκάθαρον πὼς γράφεται ὅπως τὸ ἔγραφαν οἱ πρόγονοί μας τόσα χρόνια, δηλαδὴ  αὐτί ! Τὸ οὐσιαστικὸν αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄ F ημι ποὺ σημαίνει πνέω. Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε   νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ*1 (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή). Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥήματος, α F - οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸ ὄργανον καὶ τὸ εἶπαν ἄ F -ς. Ὁ ἐπικὸς τύπος τοὺ οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον μαθαίναμε στὸ σχολεῖον ἦταν οὖς, οὖας καὶ στὴν δωρικὴ διάλεκτον ἐλέγετο καὶ ὦς (ἐξ οὗ καὶ οἱ πλάγιες πτώσεις του, στὶς ὁποῖες τό -ου τρέπεται σέ -ω)*2. Καὶ ὅπως ἡ να F ς ἔγινε ναῦς (ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας τὸ δίγαμμα τὸ 403 π.Χ ἀπὸ τὸν Εὐκλείδη), ἔτσι καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄFς  ἔγινε αὖς. Κ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.5 : ΑΙΣΣΩ

Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα-ἀπόδειξις πὼς τίποτα δὲν ἔχει ἀλλάξει στὴν γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν δημιουργία της. Ἕνα ῥῆμα ποὺ ἐπιβιώνει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Τρωικὸν πόλεμο καὶ ἕνα ῥῆμα ποὺ ἔχει ἐξυμνηθεῖ ὅσο λίγα ἀπὸ τὸν παπποῦ Ὅμηρο. ΑΪΣΣΩ ἤ ΑΙΣΣΩ σημαίνει ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι. Καὶ πῶς νὰ μὴ σημαίνει ὁρμῶ ὅταν ἐτυμολογικῶς συνδέεται μὲ τὸ ῥῆμα «ἄημι» ποὺ σημαίνει πνέω. Σὲ αὐτὸ τὸ ῥῆμα ὀφείλουν πολλὲς λέξεις τὴν ὕπαρξίν τους ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἁπλουστέρα ποὺ εἶναι ἡ αἴξ. ΑΙΞ  ὠνομάστηκε αὐτὸ τὸ ζωάκι ποὺ σήμερα λέμε κατσίκα ἤ ὑποκοριστικῶς (αἰ)γίδα. Τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ εἶναι ἡ ὁρμητικότης του καὶ τὸ χαρακτηριστικὸν πήδημά του ( «ἁλτικόν γάρ και ὁρμητικόν το ζῶον», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ). Μάλιστα ἀπὸ τὸ κέρας μιᾶς αἰγός, τῆς Ἀμαλθείας, ἐνημερωνόμαστε πὼς ἐτρέφετο ὁ Ζεὺς ὅταν τὸν ἔκρυψε ἡ μήτηρ τού, Ῥέα ἀπὸ τὸν Κρόνον, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φάει. Ἀπὸ τὴν τροφό του, Ἀμάλθεια λοιπόν, ὁ  ΑΙΓΙΟΧΟΣ ( > αἴξ +ἔχω) Ζεὺς ἀφοῦ ἔγδαρε τὸ δέρμα της ( μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τῆς Γαίας π