Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΥΤΙ ή ΑΦΤΙ;




Εἶναι κι αὐτὸ μία ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἡ ὀρθογραφία της μᾶς ἀπασχολεῖ τελευταίως ἀδίκως. Καὶ λέω ἀδίκως, διότι ψάχνοντας τὸ ἔτυμόν της εἶναι ξεκάθαρον πὼς γράφεται ὅπως τὸ ἔγραφαν οἱ πρόγονοί μας τόσα χρόνια, δηλαδὴ αὐτί!

Τὸ οὐσιαστικὸν αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄFημι ποὺ σημαίνει πνέω. Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ*1 (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή).
Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥήματος, αF- οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸ ὄργανον καὶ τὸ εἶπαν ἄF-ς. Ὁ ἐπικὸς τύπος τοὺ οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον μαθαίναμε στὸ σχολεῖον ἦταν οὖς, οὖας καὶ στὴν δωρικὴ διάλεκτον ἐλέγετο καὶ ὦς (ἐξ οὗ καὶ οἱ πλάγιες πτώσεις του, στὶς ὁποῖες τό -ου τρέπεται σέ -ω)*2.

Καὶ ὅπως ἡ ναFς ἔγινε ναῦς (ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας τὸ δίγαμμα τὸ 403 π.Χ ἀπὸ τὸν Εὐκλείδη), ἔτσι καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄFς ἔγινε αὖς. Καὶ τὸ ὑποκοριστικόν του ἔγινε αὐ-τίον καὶ κατέληξε αὐτί, ὅπως ὁ παῖς ἔγινε παιδίον-> παιδί, τὸ ὄμμα ὑποκοριστικῶς ὀμμάτιον-> μάτι , ὁ μικρὸς ὄφις ἐλέχθη ὀφίδιον καὶ κατέληξε φίδι κλπ.

Ὡς ΗΜΙΦΩΝΟΝ τὸ F (δίγαμμα) ἐφθέγγετο περίπου ὅπως φθέγγεται τό -w στὴν λέξιν Washington, τουτ΄ἔστιν οὔτε [v], οὔτε [f]. Ἦταν πολὺ ἐλαφρύτερο στὴν ἐκφορὰ ἀφ’ ὅτι τό ΣΥΜΦΩΝΟΝ -φ, καὶ σὲ καμμία περίπτωσιν δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύσουν οἱ νεοσύστατες θεωρίες ἁπλοποιήσεως καὶ ἀμφιμονοσημαντότητος καὶ ὁ φθόγγος τοῦ γράμματος -F νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ αὐτὸν τοῦ σκληροτέρου -φ. Διότι τότε χάνεται ἡ ἱστορία καὶ ἡ οὐσία τῆς λέξεως, ἐκτὸς ἄν φαίνεται λογικὸν νὰ γίνει καὶ ἡ ἀπόλαυσις-> ἀπόλαφση-> ἀπόλαψη, τὸ ναυτικόν -> ναφτικό, ἡ καύσις-> κάφσις, ὁ αὐστηρός -> ἀφστηρός, τὸ πνεῦμα -> πνέφμα κ.ο.κ!
Τὸ ὅτι κάποιοι «γλωσσολόγοι» δὲν ἀντιλαμβάνονται, σὲ κανένα ἐπίπεδον, τὴν διαφορὰ μεταξύ τοῦ «αυ» καὶ τοῦ «αφ», δὲν σημαίνει πὼς τοὺς δίνεται τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφυλίζουν ἔτσι τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὰ ἔτυμά της.
(Καὶ αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντησις ἀκόμη καὶ στὶς μπαμπινιωτικοχατζιδακικὲς θεωρίες ποὺ ἀκούγονται τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ οἱ ὁποῖες παραβλέπουν «ἐπιστημονικῶς» κάθε ἀρχαία καὶ παλαιὰ γραπτὴ πηγή, γιὰ νὰ καταλήξουν στὸ ὅτι τὰ ὑποθετικὰ «τὰ ὠτία-τὰ οὐτία», ἔδωσαν τύπον «τὰ ἀφτιά», ποὺ ἀκόμη κι ἄν καταργούσαμε κάθε ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, τὴν ἴδια τὴν ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, τῆς ἀληθείας δηλαδὴ τοῦ λόγου· ἀκόμη κι ἄν ἀπορρίπταμε κάθε πηγή, μορφὴ/ διάλεκτον τῆς γλώσσης μας, γιὰ νὰ δεχθοῦμε... θεωρίες καὶ ὑποθέσεις· ἀκόμη κι ἔτσι, θὰ ἔπρεπε αὐτὰ «τὰ οὐτία» νὰ γραφτοῦν καὶ πάλι «αὐτιά» μὲ ἡμίφωνον, ἤτοι δίφθογγον καὶ ὄχι σκληρὸν ἄφωνον)! 

... 

Ἐπίσης, ἄν δὲν ἀπατῶμαι, δὲν ὑπάρχει ἑλληνικὴ λέξις ποὺ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ ΑΦ- χωρὶς νὰ προέρχεται ἀπὸ σύνθεσιν τῆς προθέσεως «ἀπό», ὅταν αὐτὴ προηγεῖται δασυνομένης λέξεως (π.χ. ἀφ-ἱερώνω, ἀφ-ἑλληνίζω), ἤ σύνθεσιν τοῦ στερητικοῦ, ἐπιτατικοῦ, ἀθροιστικοῦ ἀ- μὲ κάποια ἄλλη λέξιν ἀπὸ -φ (π.χ. ἀφθονος, ἀφρός), ἤ ἔστω νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ κάποια δάνεια/ἀντιδάνεια λέξιν/τροπὴ χειλικοῦ ΣΥΜΦΩΝΟΥ καὶ ὄχι ἡμιφώνου. Καὶ οὔτε ὁμιλοῦμε γιὰ διαφορὲς μεταξὺ ἑλληνικῶν διαλέκτων. Ἀλλὰ ἀκόμα κι ἄν λανθάνω, ἡ λέξις ἔχει ξεκάθαρη ἐτυμολογία καὶ μάλιστα ἐτυμολογία ποὺ κουβαλάει ὁλόκληρη τὴν ἐπιστήμη τοῦ ἀκούειν, δηλαδὴ ἐκ τοῦ ἀέρος· ἐκ τοῦ ἄFημι.

*1 «Κι ὁ μύθος κρύβει νοῦν ἀληθείας»... Πέραν τοῦ ἐτύμου, τῆς ἀληθείας δηλαδὴ ποὺ κρύβει ἡ λέξις, καὶ ἡ μυθολογία μας κρύβει τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως αΥτί, μέσῳ τῆς ἀλληγορίας. Ὅταν γιὰ παράδειγμα στὸν στ. 1339 τῶν Ὀρφικῶν Ἀργοναυτικῶν, ἡ Ἥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράφεται μεταμορφωμένη σὲ ὑπηρέτρια νὰ μεταφέρει μακριὰ στοὺς Μινύες τὰ λόγια τοῦ βασιλέως Ἀλκινόου καὶ τῆς Ἀρήτης, γίνεται κατανοητὴ ἡ ἔκφανσις τῆς Ἤρας στὸ στοιχεῖον τῆς φύσεως, τὸν ἀέρα· αὐτὸ ποὺ ὁ Ἐμπεδοκλῆς θέτει ὡς «Ἥρη, ἀήρ», (ἀπόσπ. 181). Καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλον», (404) : «ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν ἐπικρυπτόμενος, θεὶς τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τελευτήν· γνοίης δ᾽ ἄν, εἰ πολλάκις λέγοις τὸ τῆς Ἥρας ὄνομα»· 
(«ΑΗΡ, ΑΗΡ, ΑΗΡ-Α, ΗΡΑ, ΗΡΑ»). 

Κι αὐτὸ ποὺ ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν Ὅμηρος γράφει «ἠέρα δὲ Ἥρη» καὶ μαζί του συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος ποὺ στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», (32) :

«Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον, Ἥραν δὲ τὸν ἀέρα, γένεσιν δὲ Ἡφαίστου τὴν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν». 

«Ἥρα, κατὰ τὴν εἰς ἀέρα διάτασιν», «Ζήνων», 147, Διογένης ὁ Λαέρτιος. 

Κι ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὸ ὄγδοον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν», (110-112) περιγράφοντας τὴν Ἥρα ποὺ ψάχνει τὴν δολερὴ Ἀπάτη, τὴν περιγράφει περιφερόμενη ὡσὰν τὸν ἀέρα : 

«θυελλήεντι παραΐξασα πεδίλῳ ποικίλον...διέδραμεν». 

... 

Ἐν ὀλίγοις, ἤξεραν πὼς ὁ ἦχος μεταφέρεται μὲ ἠχητικὰ κύματα μέσῳ τοῦ ἀέρος (ὁ ἀὴρ δηλαδὴ λειτουργεῖ ὡς ὑπηρέτης τῶν ὁμιλητῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔχει ἀποδειχθεῖ πλέον καὶ μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη, ὅπου ὁ ἦχος δὲν μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ ἄν ἀπουσιάζει ὁ ἀήρ, σὲ κενὸν ἀέρος ποὺ λέμε, ἄνευ τῆς συμπράξεως τῆς Ἥρας, ὅπως θὰ ἔλεγε κάποιος ἀλληγορικῶς), γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, ποὺ εἰσδέχεται τὸν ἀέρα-ἠχητικὰ κύματα, τὸ ἔπλασαν ἐκ τοῦ ῥήματος «ἄFημι» ( =πνέω) καὶ τὸ εἶπαν αὐ-τίον. Ὅσοι πάλι δὲν θέλουν νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ἐπιστήμη ποὺ κρύβει τὸ ἔτυμον, ἐκ τοῦ ἄημι, ἀρκεῖ νὰ βρεθοῦν σὲ ἀπότομες ἀλλαγὲς τῆς ἀτμοσφαιρικῆς πιέσεως, ὥστε νὰ τοὺς πείσουν τὰ ἴδια τους τὰ αΥτιά γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. 

*2 Ὁ λεξικογράφος Ἡσύχιος ἀναφέρει: «αὖς, γενικὴ αὐτός. Κρῆτες καὶ Λάκωνες»

Καὶ ὁ Ἀδ. Κοραής ἐπεξηγεῖ: «ὅ γαρ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες οὖς – ὠτός ἐκάλουν, τοῦτο Κρῆτες καὶ Λάκωνες αὖς – αὐτός ὠνόμαζον. Ὥς οὖν παρὰ τὴν ὠτός γενικὴν ὠτίον γίνεται, οὔτω καὶ παρὰ τὴν αὖς γενικὴ αὐτός, τὸ αὐτίον ἐσχημάτισται». 

Καὶ στὸ λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (ἐκδ. ἐν Βιέννῃ, 1835, τὄμος Β', σελ. 590) διαβάζουμε : 

«Οῦς, γεν. ὠτός...τὰς λοιπὰς πτώσεις λαμβάνει ἐκ τοῦ Ἰων. οὖας, ατος· ὁ Ἡρδτ μετχρζτ. συνήθ. τὸν πληθ. ἐκ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΑΚΕΔΑΙΜ. Αὖς, αὐτός καὶ τοῦ δωρ. ῶς, ὠτός παράγετ. τὸ Λατ. auris καὶ τὸ Γερμ. Ohr, καὶ τὸ Ἁπλοελληνικ. Αὐτίον- Τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, τὸ ΑΥΤΙΟΝ...»

Ὁμοίως καὶ οἱ ἀλλόθροοι, ὅταν ἔπλασαν ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐτύμου, ἐκ τοῦ ἄFημι, ἄFω/ ἀΐω, συγγενὲς καὶ ὁμόρριζον τοῦ αὐδῶ/ αὐδῆς, τὸ δικόν τους ἀντίστοιχον ῥῆμα τὸ ἔγραψαν μὲ u καὶ ὄχι μὲ σκληρὸν f, καὶ τὸ εἶπαν audio. 
Καὶ ἔρχονται στὶς μπαμπινιωτικὲς παρετυμολογήσεις, πέραν τῶν δικῶν μας ἀρχαίων λεξικῶν καὶ συγγραμμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴ γραφή, καὶ τὰ λατινικὰ λεξικά -πρὶν τὰ διακορεύσουν κι αὐτά- νὰ ῥίξουν τὴν ταφόπλακα! 

Γράφουν λοιπόν (π.χ. τὸ «Etymological dictionnary of the latin language», F.E.J. Valpy, Cambridge) : 

«Auris, an ear, from αὖς, the Cretan form of οὖς. From αὖς is auris, as from mus is muris...auris καὶ ausis». 

Δηλ. ἡ λέξις «auris» καὶ «ausis» διὰ συνήθους τροπῆς τ-σ/ ρ-σ, τὸ αὐτὶ (στὰ λατινικά) προέρχεται ἐκ τοῦ «αὖς», τὴν κρητικὴ μορφὴ τῆς λέξεως «οὖς»... 

Ἐξ οὗ καὶ γεννήθηκαν τὰ «αὐτιά» σὲ διάφορες γλῶσσες καὶ τὰ ὁποῖα αὐτιά, διατηροῦν αὐτὴν τὴν λεπτότητα τοῦ δίγαμμα, δηλαδὴ τῆς διφθόγγου ποὺ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ νὰ γράφουμε ἑμεῖς ΟΡΘΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ «αὐτί»· κι ἔτσι οἱ Γερμανοὶ λέγουν Ohr (καὶ παρομοίως καὶ οἱ Ὁλλανδοί, Σκανδιναυοί καὶ οἱ ὅμοιοί τους γλωσσικῶς), οἱ Γάλλοι oreille, οἱ Ἰταλοὶ orecchio, οἱ ἰσπανόφωνοι oreja/ oído, οἱ ἀγγλόφωνοι ear, οἱ σλαύοι λέγουν καὶ προφέρουν [Fούχο/ούχο/ούχα] , βλ. ῥώσικα, κροατικά, βουλγάρικα, λευκορώσικα, οὐκρανικὰ κοκ... ὅμως κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξιν τοῦ F, τὶς ῥίζες τῆς λέξεώς «του» καὶ καλλίτερον παράδειγμα ἀπὸ τοὺς βαρβαροφώνους Λευκορώσσους καὶ Οὐκρανοὺς δὲν ὑπάρχει, καθῶς δὲν τολμοῦν νὰ διανοηθοῦν νὰ γράψουν τὸ [Fούχο/α] τους μὲ σκληρὸν «β» ἤ «φ», παρὰ χρησιμοποιοῦν τὸ γράμμα «Β» ποὺ στὴν γλῶσσα τους ἔχει τὸν ἦχον ἠμιφώνου, ὅπως ἀκριβῶς ἀντικαθιστοῦν τὸ ἡμίφωνον F σὲ ἑμᾶς τὰ «ευ/αυ» καὶ ὄχι τὰ «εβ/εφ/αβ/αφ». 

Ἡ ἴδια ἡ μνήμη τῶν γλωσσῶν ὅλων τοὺς ἐκδικεῖται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει τὴν κακοποίησιν καὶ ἁλλοίωσιν ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐπιφέρουν στὴν μητέρα τους, ἑλληνική, ὅσον κι ἄν χτυπιοῦνται μὲ τὰ «ἐπιστημονικά» τους χαρτιά στὰ χέρια! 

Συμπερασματικῶς λοιπόν, τὸ ΑΥΤΙ γράφεται μέ -υ, ὁ,τιδήποτε ἄλλο «δόκιμον» συντελεῖ στὴν καταστροφὴ ἀκόμα ἑνὸς ἑλληνικοῦ ἐτύμου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (