Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.5 : ΑΙΣΣΩ




Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα-ἀπόδειξις πὼς τίποτα δὲν ἔχει ἀλλάξει στὴν γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν δημιουργία της. Ἕνα ῥῆμα ποὺ ἐπιβιώνει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Τρωικὸν πόλεμο καὶ ἕνα ῥῆμα ποὺ ἔχει ἐξυμνηθεῖ ὅσο λίγα ἀπὸ τὸν παπποῦ Ὅμηρο.

ΑΪΣΣΩ ἤ ΑΙΣΣΩ σημαίνει ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι. Καὶ πῶς νὰ μὴ σημαίνει ὁρμῶ ὅταν ἐτυμολογικῶς συνδέεται μὲ τὸ ῥῆμα «ἄημι» ποὺ σημαίνει πνέω. Σὲ αὐτὸ τὸ ῥῆμα ὀφείλουν πολλὲς λέξεις τὴν ὕπαρξίν τους ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἁπλουστέρα ποὺ εἶναι ἡ αἴξ. ΑΙΞ ὠνομάστηκε αὐτὸ τὸ ζωάκι ποὺ σήμερα λέμε κατσίκα ἤ ὑποκοριστικῶς (αἰ)γίδα. Τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ εἶναι ἡ ὁρμητικότης του καὶ τὸ χαρακτηριστικὸν πήδημά του ( «ἁλτικόν γάρ και ὁρμητικόν το ζῶον», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ).

Μάλιστα ἀπὸ τὸ κέρας μιᾶς αἰγός, τῆς Ἀμαλθείας, ἐνημερωνόμαστε πὼς ἐτρέφετο ὁ Ζεὺς ὅταν τὸν ἔκρυψε ἡ μήτηρ τού, Ῥέα ἀπὸ τὸν Κρόνον, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φάει.
Ἀπὸ τὴν τροφό του, Ἀμάλθεια λοιπόν, ὁ ΑΙΓΙΟΧΟΣ ( > αἴξ +ἔχω) Ζεὺς ἀφοῦ ἔγδαρε τὸ δέρμα της ( μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τῆς Γαίας ποὺ τὸν ἐνημέρωσε πὼς εἶναι ἄτρωτο ), κατασκεύασε μία ἀσπίδα, τὴν περίφημη ΑΙΓΙΔΑ, ἡ ὁποία δὲν κατεστρέφετο οὔτε ἀπὸ κεραυνόν. Γιὰ νὰ προστατευτεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνον, τὴν σήκωνε ψηλὰ καὶ ἔμπαινε ἀπὸ κάτω της, ηὑρίσκετο δηλαδὴ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ τῆς τροφοῦ του, φράσις ποὺ ἔχει ἐπιβιώσει μέχρι σήμερα ὅταν θέλουμε νὰ δηλώσουμε πὼς κάτι «προστατεύεται» ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένον πρόσωπον (φυσικόν ἤ νομικόν). Ὅταν πάλι ὁ Ζεὺς θύμωνε καὶ γινόταν ἐπιθετικός, κινοῦσε μὲ ὁρμὴ τὴν αἰγίδα του πρὸς τὰ κάτω καὶ προκαλοῦσε αὐτὸ ποὺ μέχρι  σήμερα ὀνομάζουμε ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ( > κάτω +αἰγίδα), ἐννοώντας τὴν ἰσχυρὴ βροχή.

Ἡ αἴξ ὅμως ἔδωσε ὄνομα καὶ στὸ ὄρος ΑΙΓΑΛΕΩ ( > αἴξ + ἀττ. λεώς = λαός, = ὁ λαὸς τῶν αἰγῶν). Ὠνομάστηκε ἔτσι ἐπειδὴ οἱ πρῶτοι του κάτοικοι ἦταν κατὰ κόρον κτηνοτρόφοι καὶ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄρος αὐτὸ γιὰ νὰ βοσκήσουν τὰ αἰγοπρόβατά τους.  

Σύμφωνα μὲ κάποιους ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα προέρχεται καὶ τὸ ὄνομα ΑΙΑΣ, καὶ σημαίνει τὸν ὁρμητικόν ( κατ’ἄλλους προέρχεται ἀπὸ τὸ αἰάζω =θρηνῶ). Οἱ ἥρωες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, Αἴας ὁ Τελαμώνιος καὶ Αἴας ὁ Λοκρὸς πέρασαν στὴν δύσιν καὶ τὸ ὄνομα σήμερα εἶναι γνωστὸν καὶ μὲ τὴν λατινική του φορεσιά, δηλαδὴ AJAX

Ἀπὸ αὐτὸ ὅμως καὶ τὸ ὄνομα ΑΙΓΕΥΣ, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ χαρίσει τὸ ὄνομά του στὸ ΑΙΓΑΙΟΝ πέλαγος. Ἀλλὰ καὶ ἡ πόλις τῶν ὁρμητικῶν κυμάτων, τὸ ΑΙΓΙΟΝ καὶ ἡ ΑΙΚΗ ( =ὁρμή).

Κι ἐκεῖ ὅπου ὁρμᾶ ἡ θάλασσα καὶ σπάει τὸ κῦμα, οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τὸν εἶπαν ΑΙΓΙΑΛΟ ἤ ὅπως τὸν λέμε ἑμεῖς σήμερα ΓΙΑΛΟ ( > αΐσσω +ἁλς). Ἀλλὰ καὶ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἡλίου, τὸ ταχέως διαχεόμενο φῶς του, τὸ ὠνόμασαν ΑΙΓΛΗ ( > αΐσσω + λάω =βλέπω, διότι χρειάζεται φῶς γιὰ νὰ δεῖς ἤ ἀΐσσω + λίαν = ὁρμῶ πολύ) καὶ λόγω αὐτῆς ὁ,τιδήποτε τὸ λαμπρὸν καὶ φωτοβόλον ὠνομάστηκε ἔτσι καὶ συνυφάνθη ἀργότερα καὶ μὲ τὴν δόξα.

Κάτι ἄλλο τὸ ὁρμητικὸν ἦταν καὶ ἡ ΑΙΧΜΗ. Αἰχμὴ ὠνόμασαν τὴν ἄκρη τοῦ δόρατος ἀλλὰ καὶ τὸ ἄκρο ὁποιουδήποτε ΑΙΧΜΗΡΟΥ ἀντικειμένου, γιατὶ διαπερνοῦσε μὲ ὁρμὴ τὸ σῶμα τῶν ἐχθρῶν τους. Καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν συνελάμβανε ὁ ἐχθρός του ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς αἰχμῆς τοῦ δόρατός του τὸν εἶπαν ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΝ ( > αἰχμή + ἁλίσκομαι =κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι) καὶ ΑΙΧΜΟΔΕΤΟΝ ( > αἰχμή + δέω).

Ἀκόμα ἕνα παράγωγόν του εἶναι καὶ ἡ ΑΙΟΛΗΣΙΣ, ἡ ὁποία σημαίνει ταχεῖα, ὁρμητικὴ κίνησιν, ὅπως αὐτὴν ποὺ εἶχαν οἱ ἀέρηδες ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἀσκὸν τοῦ ὁρμητικοῦ ΑΙΟΛΟΥ ( θυμηθεῖτε αΐσσω/ἄημι).

Τέλος, ΑΙΓΥΠΤΟΣ ( > αΐσσω + πίπτω) εἶναι ὁ ὁρμητικῶς πίπτων. Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία Αἴγυπτος ὠνομάζετο ὁ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ Δαναοῦ, ὁ ὁποῖος πῆγε νὰ βασιλέψει στὴν χώρα τῶν μελαμπόδων ( <μέλας +πούς = τῶν μαυροπόδων δηλαδή), τῆς ὁποίας ἔδωσε καὶ τὸ ὄνομά του, τὸ ὁποῖον φέρει μέχρι καὶ σήμερα. Αἴγυπτο ἔλεγαν παλαιότερα καὶ τὸν ποταμὸν Νεῖλο λόγω αὐτοῦ ( βλ. Ὅμηρο). Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ ποταμῶν» δίνει αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ : 

«Αἴγυπτος, Ἡφαίστου καὶ Λευκίππης παῖς, βασιλεὺς ὑπῆρχεν τῶν τόπων· δι´ ἐμφύλιον δὲ πόλεμον μὴ ἀναβαίνοντος τοῦ Νείλου καὶ λιμῷ συνεχομένων τῶν ἐγχωρίων, ἔχρησεν ὁ Πύθιος τὴν εὐφορίαν, ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἀποτρόπαιον θεοῖς τὴν θυγατέρα θύσῃ. Θλιβόμενος δὲ ὑπὸ τῶν κακῶν ὁ τύραννος τοῖς βωμοῖς Ἀγανίππην προσήγαγε. Τῆς δὲ διασπασθείσης ὁ Αἴγυπτος δι´ ὑπερβολὴν τῆς λύπης ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Μέλανα, ὃς ἀπ´ αὐτοῦ Αἴγυπτος μετωνομάσθη. Προσηγορεύθη δὲ Νεῖλος δι´ αἰτίαν τοιαύτην.» 

Συμπέρασμα: Ἡ γλῶσσα μας ὄχι μόνον παρέμεινε ἀναλλοίωτη στὸν χρόνο ἀλλὰ ἔδωσε λαλιὰ καὶ σὲ ἄλλους. Εἶναι στὸ χέρι μας καὶ ὑποχρέωσις ὅλων μας λοιπὸν νὰ τὴν βάλουμε ὑπὸ τὴν αἰγίδα μας καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουμε λεπτὸν ἀπὸ τὰ μάτια μας, γιατὶ θὰ τὴν πατήσουμε ὅπως ὁ Ὀδυσσεὺς ἀπὸ τοὺς συντρόφους του, οἱ ὁποῖοι τοῦ πῆραν τὸν ἀσκὸν τοῦ Αἰόλου. Καὶ γιὰ ὅσον παραμένει ἀνοιχτὸς ὁ ἀσκός, τόσο θὰ ἀπομακρυνόμαστε κι ἄλλο ἀπ’ τὴν Ἰθάκη μας, τὸν φαεινό μας λίθον, τὴν Ἑλ-λάς.


Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, Α.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDELL-SCOTT>>, <<ΛΕΞΙΚΟ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΕΥ. ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (