ΑΗΡ ἐκ τοῦ ἄημι ( >ἀFημι =πνέω,φυσῶ) ἤ σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα ἀὴρ εἶναι «ὁ αἴρων τὰ ἀπὸ τῆς γῆς (Κρατύλος)», γιατὶ μὲ τὴν δύναμίν του μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ πάντα ἀπὸ τὴν γῆ. Ἕνα ἀπὸ τὰ 4 στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν
τὸ σύμπαν καὶ ποὺ κατὰ τὸν Ἀναξιμένη ἀποτελεῖ τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τ’ ἄλλα
τρία. Πῶς γίνεται λοιπὸν νὰ μὴν ἀποτελέσει ἀντικείμενον ἐνασχολήσεως καὶ συζητήσεως ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες; Πῶς γίνεται νὰ μὴ τοῦ δώσουν ὀνόματα ἀνάλογα
μὲ τὶς διαθέσεις του, ὀνόματα ἀνεξίτηλα ποὺ γονιμοποίησαν τὸν παγκόσμιον λόγον;
Παρατηρώντας
λοιπὸν τὴν δύναμίν του, τὸν κινούμενον ἀέρα τὸν ὠνόμασαν ἀρχικῶς ΑΝΕΜΟΝ ( > ἐπιτατικό ἀ + νέμω) γιατὶ τοῦ ἔμελλε νὰ νέμεται, νὰ χωρίζεται ἀναλόγως τοῦ ἀπὸ ποῦ πνέει «Τὰ δε ἐν ἀέρι πνεόντα πνεύματα, ἀνέμους», ( Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 394) .
Τὴν ἔλλειψιν ἀνέμου τὴν ὠνόμασαν ΝΗΝΕΜΙΑ ( > ἀρνητικὸν μόριον νη + ἀνεμος) ἤ ΑΠΝΟΙΑ
( > στερ.ἀ +πνέω).
Τὴν ἀνάλαφρη πνοή του τὴν ἀπεκάλεσαν ΑΝΑΦΥΣΗΜΑ γιατὶ σήκωνε ἐλαφρῶς τὰ φύλλα πρὸς
τὰ πάνω. Ἀπὸ αὐτό του τὸ ὄνομα ὠνομάστηκε ἔτσι καὶ ἡ λάβα ποὺ ἐξέρρεε ἀπὸ τὰ ἡφαίστεια. Ἀλλὰ τὸ ἐλαφρὺ φύσημα ἦταν συνάμα καὶ ΠΝΟΗ, τόσο ἐλαφρειᾶς ἐντάσεως ὅσον ὁ ἀὴρ ποὺ ὑποδέχονται τὰ ῥουθούνια μας.
Κι ὅταν ἦταν δροσερὸς καὶ ξηρὸς τὸν εἶπαν ΑΥΡΑ ( > ἀύω=ξηραίνω). Αὐτὸς ὁ ἄνεμος ἐρχόταν κυρίως ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ὡμοίαζε μὲ τὴν ἔρση ( =πρωινὴ δροσιά) τῆς χρυσοδάχτυλης
αὐ-γῆς. Ἐξ αὐτῆς καὶ τὸ σύμβολον τοῦ χρυσοῦ (Au) ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ χρυσὸς σὲ ἀλλοδαπὲς γλῶσσες ( γαλ.or, ἰταλ./ἰσπ. oro, πορτογ. Ouro κλπ). Ἀλλοιῶς ἡ θαλάσσια αὐτὴ αὔρα ἐλέγετο καὶ ΜΠΑΤΗΣ [ > ἐν +βαίνω->
μπαίνω ( ἀπὸ θαλάσσης)].
Τὸν ὀρεινὸν παγωμένον ἀέρα τὸν ὠνόμασαν ΟΥΡΟ καὶ ἦταν κατάλληλος γιὰ ἀπόπλου, ἦταν
δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα οὔρειος!
Κι ὅταν «θύμωνε» καὶ περιεστρέφετο μὲ ταχύτητα ὠνομάστηκε
ΑΕΛΛΑ/ΑΕΙΛΛΑ ( > ἄημι +εἴλλω =περιστρέφω) ἀλλὰ καὶ ΘΥΕΛΛΑ ( > θύω =ὁρμῶ +εἴλλω). Καὶ ὁ ἀκόμα πιὸ γρήγορος ἦταν ὁ ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ ( > στρέφω+εἴλλω) καὶ ἡ περιστροφικὴ κίνησις τοῦ ἀέρος ΔΙΝΗ ( > δινῶ/δινεύω =περιστρέφω, περιφέρομαι).
Ἐπίσης,
οἱ Μακεδόνες τὸν θορυβώδη, παταγώδη ἄνεμον τὸν εἶπαν ΒΥΚΤΗ ἀπὸ τὸ βύζω [ > φύζω-φυσῶ = 1.φουσκώνω, γεμίζω, μπουκώνω 2.κάνω θόρυβο, (σημ. οἱ Μακεδόνες
χρησιμοποιοῦσαν τό -β ἀντὶ τοῦ -φ, π.χ. Βίλιππος)]. Ὁ βύκτης πέρασε ὡς bucca στοὺς Λατίνους καὶ σηματοδοτοῦσε τὸ στόμα, ἐνῶ σ’ἑμᾶς ὡς ἀντιδάνειον παρέμεινε μὲ τὴν ἴδια σημασία ἀλλὰ κατέληξε νὰ τὸν λέμε ΜΠΟΥΓΑΖΙ.
Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ οἱ στιγμὲς ποὺ μὲ τὴν δύναμίν του σήκωνε τὰ πάντα στὸ διάβα του ὅπως ὁ μυθικὸς Τυφὼν ποὺ σήκωνε βράχους μὲ μανία κατὰ τὸν μῦθον γιὰ νὰ τοὺς πετάξει
στὸν Δία. Ἔτσι παρατηρώντας τὶς ὁμοιότητές του μὲ τὸ τέρας αὐτὸ δὲν μποροῦσαν
παρὰ νὰ ὀνομάσουν αὐτὸν τὸν ἄνεμο ΤΥΦΩΝΑ ( > τῦφος=καπνός, σκοτάδι).
Ἀλλὰ καὶ ΠΡΗΣΤΗΡ ( > πρήθω =φουσκώνω, πρήζω) μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι αὐτὸς συνδύαζε τὸν
δυνατὸν ἀέρα μὲ βροχὴ καὶ πολλοὺς κεραυνούς ( «πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ἡσίοδος). Ὁ σφοδρὸς ἄνεμος ποὺ ξεσποῦσε ἀπότομα καὶ βίαια ἀπεκλήθη
ΛΑΙΛΑΠΑ ( > λα =λίαν +λάπτω =ῥουφῶ, πίνω μὲ ἀπληστία) γιατὶ κατεβρόχθιζε τὰ πάντα
στὸ πέρασμά του.
Ὁ ἀκόμη σφοδρότερος ἀπεκλήθη ΚΥΚΛΩΝ, ἐκ τοῦ κύκλου διότι ἔβλεπαν πὼς ἔκανε
κυκλικὲς κινήσεις γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά του.
Οἱ ἔμπειροι ναυτικοὶ βέβαια ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν σχεδιάζουν ταξίδι ἄν δὲν ἐλέγξουν
καὶ τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ἀέρος. Ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μαθαίνουμε πὼς οἱ ἄνεμοι ἀνάλογα
μὲ τὴν φορά τους διεχωρίσθησαν σὲ 4, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα χρησιμοποιοῦνται
μέχρι καὶ σήμερα στὴν ναυσιπλοΐα: ΒΟΡΕΗΣ, ΝΟΤΟΣ, ΕΥΡΟΣ, ΖΕΦΥΡΟΣ
(ἐτυμολογία στὸ τέλος). Ἀργότερα ὅταν πολλαπλασιάστηκε ἡ γνῶσις διεχωρίσθησαν σὲ 8, ἕως ὅτου ὁ Ἀριστοτέλης στά «Μετεωρολογικά» τοὺς διαιρεῖ σὲ 12.
Τὸ ἀνεμολόγιον τῶν ναυτικῶν περιλαμβάνει συνήθως τοὺς ἑξῆς:
Β
= ΒΟΡΙΑΣ ( > βοή +ῥέω)
ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ [ λατ. tra ( =ἐνδιάμεσα > αἰολ. ἰντρύω) + mons-tis ( =βουνόν, μὲ τροπὴ τοῦ
β
σὲ μ), περνοῦσε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ βουνά, γι’αὐτὸ εἶναι παγωμένος].
ΒΑ
= ΓΡΑΙΓΟΣ ( > Γραικός =ἑλληνικός, δριμὺς καὶ ψυχρὸς ἄνεμος)
ΚΑΙΚΙΑΣ ( σφοδρὸς ἄνεμος > αἰκία =βλάβη).
ΒΔ
= ΣΚΙΡΩΝ ( «ὄνομα ἀνέμου τοῦ πνέοντος ἀπὸ τῶν
Σκιρωνίδων πετρῶν τῶν κατὰ τὸν Ἰσθμὸν
τῆς Κορίνθου», Ἀριστ. Ἀποσπ. 238)
τῆς Κορίνθου», Ἀριστ. Ἀποσπ. 238)
ΜΑΪΣΤΡΟΣ/ΜΙΣΤΡΑΣ ( > λατ. magister > ἑλλ. μέγας)
ΒΑΡΔΑΡΗΣ [ > (Vardar) λένε τὸν Ἀξιὸ ποταμὸ οἱ σλαβόφωνοι λόγω
τῆς μογγολικῆς φυλῆς
τῶν Βαρδάρων ποὺ ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ ἐπὶ Βυζαντίου (7ο
αἰ. μ.Χ). Ὁ ἄνεμος αὐτὸς πνέει
κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ καὶ γι'αὐτὸ εἶναι γνωστὸς καὶ ὡς Ἀξιώτης].
κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ καὶ γι'αὐτὸ εἶναι γνωστὸς καὶ ὡς Ἀξιώτης].
Ν
= ΝΟΤΙΑΣ ( > νέω =πλέω, συννεφώδης, θερμὸς καὶ ὑγρός)
ΟΣΤΡΙΑ ( < austerus = αὐστηρός, ξηρὸς καὶ ὁ,τιδήποτε βρίσκεται στὸν ζεστὸν νότον ἐξ οὗ
Australia)
ΝΑ
= ΕΥΡΟΣ ( > εὖ +ῥέω), δυνατὸς ἄνεμος ποὺ μεταφέρει σκόνη
ΣΟΡΟΚΟΣ ( ἀραβ.> [sharqi] =ἀνατολή, τὸν ὁποῖον κάποιοι τὸν ἐτυμολογοῦν
ἀπ΄τὸ Fόρνυμι =ἀνασηκώνομαι)
ΝΔ
= ΛΙΨ ( γεν. τοῦ λιβός > λείβω =στάζω, ἄνεμος ζεστὸς καὶ ὑγρὸς ποὺ φέρει ὑγρασία, ὅπως οἱ
καυτοὶ ἄνεμοι τῆς Λιβ-ύης)
ΓΑΡΜΠΗΣ ( > ἀραβ.[garbi] = δυτικός)
Α
= ΛΕΒΑΝΤΕΣ ( > ἰταλ. Levante =ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ λειFω =κάνω κάτι
ἐλαφρύτερο καὶ ἔτσι εἶναι πιὸ εὔκολον νὰ σηκωθεῖ)
ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ [ > ἀπό + ἥλιος (μὲ ἰωνικὴ ψίλωσιν τοῦ -η)]
Δ
= ΖΕΦΥΡΟΣ ( > ζόφος =σκοτάδι, γιατὶ ἔρχεται ἀπ’τὴν ἀντίθετη κατεύθυνσιν ποὺ ἀνατέλλει ὁ
ἥλιος)
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ ( > ἰταλ. Ponente =δυτικός)
Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ (ἐκδ. 1499),
<<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT>>,
<<ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ>>, <<ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ>>, Φωτογραφία: ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου