Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΓΛΩΣΣΑ, Η ΥΠΟ ΓΝΩΣΙΝ ΑΓΟΥΣΑ ΤΑ ΕΝ ΤΗΙ ΔΙΑΝΟΙΑ



Πόσο σημαντικὸν ῥόλον διαδραματίζει στὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ὁ κῶδιξ ἐπικοινωνίας ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μιλήσει;
Πῶς ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν σημασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης;

Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται καὶ μέσω τῆς ἐτυμολογίας τῶν συνωνύμων τῆς γλώσσης ποὺ ἀναλύονται παρακάτω, ἀλλὰ καὶ μέσω τῶν ἀναφορῶν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων στὰ συγγράμματά τους γιὰ τὴν σημασία της στὴν ζωή τους.

Στὸ ἔργον τοῦ Ὁμήρου διαφαίνεται πὼς μία ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῶν ἡρώων τοῦ εἶναι πὼς περιπλανῶνται σὲ μέρη ἀλλογλώσσων ἀνθρώπων καὶ στεροῦνται τὸ γλυκὸ θρόισμα τῆς δικῆς τους αὐδῆς ( «ἠλᾶτο ξὺν νηυσί κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους», Ὀδ, γ, 302, «πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους» Οδ. Α, 183).
Κι ἐπιπλέον, ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος τοὺς ἀποκαλεῖ μέροπες ἀνθρώπους γιατὶ μερίζουν τὴν ὄπα τους ( =φωνή τους), ὁ λόγος τους εἶναι ἔναρθρος κι ὄχι ἄναρθρος. Ἀλλὰ καὶ αὐδήεις, διότι ἡ φωνή τους ὁμοιάζει μὲ ὠδή.

Ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι μας τραγικοὶ κάνουν συχνὲς ἀναφορὲς σὲ αὐτήν, ἐξυψώνοντάς την μέσω τῶν ἡρώων τους. Ὁ Φιλοκτήτης στὸ ὁμώνυμον ἔργον τοῦ Σοφοκλέους, πληγωμένος καὶ παρατημένος στὴν Λήμνον γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια, ὅταν συναντᾶ μετὰ ἀπὸ τόσον καιρὸν Ἕλληνες νὰ προσαράζουν στὸ νησί, δὲν χαίρεται γιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ μόνον γιατὶ ἀκούει καὶ πάλι τὴν πολυαγαπημένη του γλῶσσα [«ὦ φίλτατον φώνημα! φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐν χρόνῳ μακρῷ ( =Ὦ μυριοπόθητη λαλιά! Κι ἄχ, ποῦ ἦταν νὰ διαβοῦν τόσα χρόνια γιὰ ν᾽ ἀκούσω τὸν ἦχον σου ξανὰ ἀπὸ στόμα ἀνθρώπου!)», Φιλοκτήτης, Σοφοκλέους].

Ἀλλὰ καὶ στὸ ἔργον του «Αἴας» ὁ Σοφοκλῆς ἀποδεικνύει τὴν σημασία καὶ τὴν ἀνωτερότητα τῆς γλώσσης μας ἀπὸ τὶς ἄλλες γλῶσσες τῆς ἐποχῆς («Τὴν βάρβαρον γλῶσσαν οὐκ ἐπαΐω», Αἴας, 1263).
Μάλιστα τὴν ἀποκαλοῦσαν βάρβαρον καὶ τοὺς ὁμιλοῦντες της βαρβάρους λόγω τῆς βαβούρας ποὺ προκαλοῦσε ὁ ἦχος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους. Ὑπογραμμίζει ὁ Στράβων «ἐκάλεσαν αὐτοὺς βαρβάρους ὡς παχυστόμους καὶ βραχυστόμους… ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας».

Ἀκόμη, στὸ ἔργον «Τραχίνιαι» διαχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἕλληνες καὶ ἀγλώσσους («Ἑλλὰς καὶ ἄγλωσσος», Τραχ., Σοφοκλῆς, 1060)

Ἀλλὰ κι ὁ Αἰσχύλος στὸ ἔργον «Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας» παρουσιάζει τὸν Ἐτεοκλῆ νὰ παρακαλᾶ τὸν Δία νὰ μὴν ἀφανιστεῖ ἡ πόλις του ποὺ μιλᾶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ( «Μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δηιάλωτον, Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν», Αἰσχύλος, πτὰ ἐπὶ Θῆβας, 72)

Καὶ συνεχίζει στούς «Πέρσες», γράφοντας πὼς κατὰ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων ἠκούοντο ἀπὸ τὸ ἀντίθετον στρατόπεδον δύσθροα βάγματα ( =κακοφωνίες) («Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αἰσχ. Πέρσαι, 406)

Ἀλλὰ καὶ ἡ Φιλομήλα ποὺ παρ’ὅτι βιάστηκε ἀπὸ τὸν Τηρέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔκοψε καὶ τὴν γλῶσσα δὲν στεναχωρήθηκε γιὰ τὰ σωματικὰ δεινά της ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι δὲν θὰ ξαναμιλήσει ἑλληνικά «γλῶσσαν ἐμὴν ἐθέρισε καὶ ἔσβεσεν Ἑλλάδα φωνήν».

Κι ὁ Ἡρόδοτος τοὺς χλευάζει γιὰ τὴν γλῶσσα τους, λέγοντας πὼς τρίζουν σὰν νυχτερίδες, ὅταν φθέγγουν τὶς νότες («βάρβαροι τετρίγασι κατάπερ νυκτερίδες», Δ',181)

Ἀλλὰ ἀκόμη μία ἀπόδειξις πὼς συνεδέετο ἡ διάνοιά τους, τὰ πιστεύω τους μὲ τὴν γλῶσσα τὴν ὁποία ὁμιλοῦσαν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πλούταρχο στὸν βίον τοῦ Θεμιστοκλέους (6,4,2). Σ’αὐτὸν ἀναφέρει πὼς ὁ Ξέρξης ἔστειλε ἀπεσταλμένους γιὰ νὰ ζητήσουν γῆ καὶ ὕδωρ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους. Ὁ διερμηνεύς, ὑποχρεωμένος ὡς ἦταν, διερμήνευσε τὰ διατάγματα τοῦ Πέρση στὰ ἑλληνικὰ καὶ παρὰ τὸ ἑθιμοτυπικὸν πὼς οἱ ἀπεσταλμένοι δὲν συνελαμβάνοντο, ὁ Θεμιστοκλῆς διέταξε τὴν συλλήψιν τοῦ ἀπεσταλμένου καὶ μὲ ψήφισμα διετάχθη νὰ θανατωθεῖ, γιατὶ τόλμησε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἑλληνικὴ αὐδὴ γιὰ νὰ ἐκφράσει βαρβαρικὲς προσταγές, πρᾶγμα ἀπαράδεκτον («φωνὴν ἑλληνίδα, βαρβάροις προστάγμασι ἐτόλμησαι χρῆσαι»).

Ἀλλὰ καὶ ἡ Πυθία χρησμοδοτοῦσε μόνον στὰ ἑλληνικὰ κι ὅποιος δὲν καταλάβαινε ἦταν πρόβλημά του. Ἀγαποῦσαν τόσο πολὺ τὴν γλῶσσα τους καὶ τὴν θεωροῦσαν τόσο ἀνωτέρα ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες, ποὺ ἐνῶ εἶχαν δημιουργηθεῖ λέξεις ὅπως ἀρνησίπατρος, ἀρνησίθεος, ἀρνησίθρησκος, οὐδέποτε ὑπῆρξε ἡ λέξις ἀρνησίγλωσσος, προφανῶς γιατὶ ἐκείνοι εἶχαν καταλάβει πὼς ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἡ πιὸ τελεία γλῶσσα γιὰ νὰ ἐκφράσει ἀπολύτως, ἐναργῶς καὶ λεπτομερῶς τὴν διάνοιά τους.

Μάλιστα πολὺ ἀργότερα ὅταν οἱ Ῥωμαῖοι ἔρχονταν στὴν Ἀθῆνα, τὸ κέντρον πολιτισμοῦ συνέρρεαν στοὺς δημοσίους λόγους γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς Ἕλληνες ῥήτορες ποὺ κατὰ αὐτούς «ἐλάλουν ὡς ἀήδονες».

Ἔπειτα, ὑπῆρχαν πάρα πολλὲς διαφορετικὲς λέξεις γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν ἔννοια τῆς ἑλληνικῆς φωνῆς, ὅλες μὲ λεπτὲς νοηματικὲς ἀποκλίσεις καὶ πάντα στὸ μέτρον τῆς οἰκονομίας ποὺ διέπει μία γλῶσσα.
Ἔτσι τὴν ἔλεγαν ΓΛΩΣΣΑ ( < γνώσκω =γνωρίζω, ἡ ὑπὸ γνῶσιν ἄγουσα τὰ ἐν τῇ διανοίᾳ, δι ΄ἧς τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα γιγνώσκομεν), διότι μέσω αὐτῆς μποροῦσε κάποιος νὰ γνωστοποιήσει αὐτὰ ποὺ ἤθελε ἡ ψυχή του ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκφράσει τὴν διάνοιά του.

Τὴν ἔλεγαν καὶ ΑΥΔΗ ( < ἀείδω =τραγουδῶ) γιατὶ εἶχε μέτρον, ἁρμονία, μελωδία.
Ἀλλὰ καὶ ΦΩΝΗ ( < φῶς + νοῦς) γιατὶ αὐτὴ φαίνει/φωτίζει τὰ τοῦ νοῦ, φέρνει στὸ φῶς τὶς σκέψεις μας. Καὶ ΨΟΦΟΣ ( =θόρυβος), ὁ θόρυβος τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄναρθρος ἦχος ποὺ βγάζουν τὰ ζῶα·  ἀργότερα εἰπώθη γιὰ τὸν ἦχον ποὺ ἔβγαζαν ὅταν τὰ σκότωναν, ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥῆμα ψοφῶ.

Ἀκόμα μία λέξις ἦταν ἡ ΟΜΦΗ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν θεϊκὴ φωνή, ὅπως καὶ ἡ ΦΗΜΗ ( < φημί) ἐν ἀντίθεσει μὲ τὴν ἀνθρώπινη αὐδὴ καὶ τὴν μαντικὴ ΟΣΣΑ [ < ὄπσα < ὄπωπα ( =ἔχω δεῖ) ἤ «ΚΛΗΔΩΝ» ( < κλήιζω =φημίζω, ἐγκωμιάζω ἤ κλέος + διδόναι)].

Ἄλλο ἕνα ὄνομά της ἦταν ἡ ΛΕΞΙΣ ( < λέγω) ἀλλὰ καὶ ΑΙΝΟΣ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἐξυμνητικὸς λόγος, ὁ ἔπ-αινος.

Ἐπιπλέον, ΛΟΓΟΣ γιατὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διέπεται ἀπὸ λογικὴ καὶ ὁ,τιδήποτε ἐξέφραζε τὴν λογικὴ ἐλέγετο ἔτσι.

Καὶ ΕΠΟΣ ( < ἔπω =λέγω) ἦταν ὁ ἔμμετρος λόγος ἀλλὰ καὶ ΕΝΟΠΗ, ἡ ἔμμετρος φθογγή.

Ὕστερα, τὴν εἶπαν καὶ ΜΥΘΟΝ ( < μύω = κλείνω) καὶ ἦταν ὁ σκοτεινὸς λόγος καὶ γι΄αὐτὸ καὶ δὲν ἐλέγετο λόγος. Ἐξέφραζε γι΄αὐτοὺς τὸ λογικὸν καὶ ὄχι τὸ παράλογον ὅπως ἑμεῖς τὸ ἐννοοῦμε σήμερα, γι΄αὐτὸ καὶ ὅπως ἔπραξαν μὲ τὴν λέξιν λόγος, τὸ παράλογον τὸ εἶπαν παρα-μύθι.

Ἐλέγετο καὶ ΟΜΙΛΙΑ παρὰ τὸ ὁμοῦ εἰλεῖσθαι ( =συναναστρέφομαι), διότι ἔφερνε τὶς διάνοιες τῶν συνομιλούντων κοντά. Καὶ ΟΜΑΔΟΣ ( < ὁμοῦ + αὐδή, ἐξ οὗ ἡ ὁμάς).

Ἐπιπροσθέτως, ἦταν καὶ ΦΡΑΣΙΣ [ὁ ἐκ τῶν φρένων ( =νοῦς), ἐκπορευόμενος] καὶ ΘΡΟΥΣ, τὸ θρόισμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ ΦΘΟΓΓΟΣ/ΦΘΕΓΜΑ ( < φέγγω + θέω =τρέχω).

Ὁ παραληρηματικὸς λόγος ἐλέγετο ΛΗΡΟΣ καὶ ΓΗΡΥΣ ( < γῆρας) ἦταν ἡ πολὺ δυνατὴ φωνή, ὅπως ἁρμόζει σὲ γηραιοτέρους ποὺ δὲν ἀκοῦν καλά. Ἡ δυνατὴ φωνὴ ποὺ ἔδινε τὸ παράγγελμα ἐλέγετο ΚΕΛΩΡ ( < κελεύω).

Ἀντιθέτως, ΨΙΘΥΡΟΣ ἦταν ἡ χαμηλόφωνος ὁμιλία (ἠχοποίητη λέξις ἀπ’τὸ ψ,ψ ποὺ ἀκούγεται ὅταν ψιθυρίζει κάποιος).

Ἔπειτα, τὴν εἶπαν καὶ «ΒΑΞΙΣ» ( < βάζω, βαβάζω), ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι δημιούργησαν τὴν δική τους φωνὴ καὶ τὴν εἶπαν vox καὶ ἡ ὁποία γονιμοποίησε μὲ τὴν σειρά της τὴν ἀγγλικὴ voice, γαλλικὴ voix, ἰταλικὴ voce κλπ.

Καὶ τὴν βοὴ τὴν εἶπαν ΕΡΥΓΗ ( < ἐρευγμός, ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥέψιμο) καὶ ΙΥΓΗ ( < ἰύζω = κραυγάζω λόγω πόνου).

Τέλος, ὑπῆρχε καὶ τὸ ΡΗΜΑ ( < ῥῶ =λέγω, ἔχω ῥοὴ λόγου) ἀλλὰ καὶ ἡ ΛΑΛΙΑ, ΛΑΚΕΔΩΝ (ἠχοποίητες λέξεις, ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ λάσκω = λέω λα, λα, λα, κατ’ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχον τῆς θαλάσσης ἐξ οὗ λαλάρια =βότσαλα).

Ἡ γλῶσσα στὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες. Ἐνδεικτικῶς:
Ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ «λείχω» ( =γλείφω):
Ἀγγλ:Language ἀλλὰ καὶ τὸ ὄργανον tongue
Γαλλ.:Langue
Ἰταλ/λατ/γαλικιακά..:Lingua
Ἰσπαν.:Lengua καὶ idioma ἀπ΄τὸ ἑλληνικόν «ἰδίωμα»
Καταλ.:llengua
Πορτ.:linguagem
Ἰρλ.: teanga
Ἰσλ.:tungumál
Ρουμ.:limbă
Ἀραβ.: لغة [λούγα] اللسان  [λίσαν]
Ἀλβαν.:gjuhë 
Μαλτ.: lingwa 
Σουαχ.: lugha 
Ρωσ./ Σλοβακ/ Σλοβεν/ Πολων.: язык/ Jazyk/ jezyk

Ἐκ τοῦ ῥήματος «σπῶ» ( =λέγω):
Γερμ.:sprache καὶ τὸ ὄργανον zunge ὡς ἄνωθεν
Νορβ./σουδ.: språk
Δαν.:sprog
Λουξ.: sprooch 

Ἐκ τοῦ «τέλλω» ( =λέγω, ὁμιλῶ, ἐξ οὗ καὶ τὸ tell):
Ὁλλ.: taal
Φινλ.: kieli
Ἐσθον. : keel

Ἐκ τοῦ «κέλωρ»:
Λιθουαν.: kalba 

Ἐκ τοῦ φημί ( > φάσις): 
Ἰνδονησ./Μαλαϊκά: bahasa
Ἰαβ./ Σουνδ.: basa 



Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ»,  ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL-SCOTT», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΑΙΑΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ», «ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «AN ETYMOLOGICAL DICTIONARY OF THE LATIN LANGUAGE», VALPY, «DIZIONARIO DELLA LINGUA ITALIANA», TOMMASEO-BELLINI, «IN DIFFERENT LANGUAGES»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (