Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες
τὸ ΥΔΩΡ, ἦταν ἕνα Υγρὸ ΔΩΡον. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὕω ( =στέλνω βροχή, βρέχω) +
δῶρον. Τὰ γράμματα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀπεικονίσουν τὶς ἔννοιες δὲν ἐτίθεντο ποτὲ τυχαίως. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ὕδωρ περιεῖχε τὸ γράμμα -Υ, ποὺ ὁμοιάζει
μὲ κύπελλον καὶ εἶναι τὸ γράμμα τῆς συσσωρεύσεως καὶ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, τό -Δ τῆς δυνάμεως, τό -Ω τοῦ ἀπείρου καὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τό -Ρ τῆς ῥοῆς.
Παρατηροῦσαν πὼς εἶναι
ζωογόνος δύναμις καθῶς τὰ πάντα γύρω τους λίγο-πολὺ περιεῖχαν νερό. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ποὺ τοὺς ὠδήγησε νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοσμογονία καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὸν κλάδο τῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦσαν λοιπὸν νὰ μὴ τὸ ἐξετάσουν ἐνδελεχῶς σὲ ὅλες του τὶς μορφές, νὰ μὴ τοῦ προσάψουν διαφορετικὰ ὀνόματα ἀναλόγως μὲ τὶς ἰδιότητές του, νὰ μὴ τὸ θεωρήσουν προϋπόθεσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν
πάντων ( π.χ. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος) καὶ νὰ μὴν ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ καιρικὰ φαινόμενα;
Αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα νερό, ἀπεκαλεῖτο κάποτε μὲ διάφορες ὀνομασίες μὲ συχνοτέρα καὶ κυριοτέρα τὴν λέξιν ΥΔΩΡ. Τὸ ἔλεγαν ὅμως καὶ ΒΕΔΥ ἰδίως οἱ Φρῦγες ἐκ τοῦ δωρ. ἁδύς ( ἡδύς=γλυκός). Ἀλλὰ μᾶς ἔδωσαν καὶ τὴν
σημερινὴ ὀνομασία τοῦ ὕδατος, λέγοντας τὴν φράσιν «ΝΕΡΟ ύδωρ» ἐκ
τοῦ νηροῦ, νεροῦ,ναροῦ.
Τὸ νερὸν ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα νάω ( =ῥέω), τουτ’ἔστιν
τὸ ἔλεγαν τὸ ῥευστόν, τὸ τρεχούμενον ὕδωρ, γιατὶ ἔχει διαφορὰ ἀπὸ τὸ παγωμένον, μὴ ῥευστόν. Ἄλλωστε, ὡς λέξις τὸ νηρὸν δὲν ἀποτελοῦσε παρὰ μόνον ἕναν προσδιορισμὸν ποὺ ἔδιναν σὲ ὁ,τιδήποτε τὸ ὁρμητικόν (βλ. νεαρός). Νερὸν ἐθεωρεῖτο γιὰ παράδειγμα τὸ παγωμένον φρέσκον ὕδωρ τῶν ποταμῶν ( < πίπτω καθῶς ἔπεφτε ἀπὸ τὰ βουνά), τῶν χειμάρρων ( < χεῖμα =χειμών + ῥέω), τῶν λιμνῶν ( < λείβω = στάζω, ῥέω).
ΑΧΑ ἦταν ἄλλη μία ὀνομασία του, ἡ ὁποία δήλωνε τὸν θορυβώδη ἦχον ποὺ κάνει τὸ νερὸν ὁταν πέφτει (βλ. ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΟΣ).
Κι αὐτὸ τὸ δῶρον, φρόντισαν νὰ τὸ παρατηρήσουν ὄχι μόνον ὅταν ἦταν ἐπίγειον, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀρχικῶς τὸ ῥῆμα ποὺ χρησιμοποίησαν γιὰ τὴν βροχὴ ἦταν τὸ ΥΩ ( =στέλνω
βροχή). Τὸ χρησιμοποιοῦσαν μονίμως στὸ τρίτο ἑνικὸ πρόσωπον, ὕει δηλαδή, ὅπως
καὶ ἑμεῖς, οἱ νεώτεροί τους, σήμερα λέμε βρέχει. Ἀπὸ αὐτὸ ἀπεκάλεσαν τὴν ῥαγδαία βροχή ΥΕΤΟ ἀλλὰ καὶ ΥΣΜΑ. Ἦταν διαφορετικὸν γι’αὐτοὺς τὸ ῥῆμα ΒΡΕΧΩ καὶ ἡ ΒΡΟΧΗ/ΒΡΟΧΕΤΟΣ, καθῶς βρέχω κατὰ κυριολεξίαν
σημαίνει ὑγραίνω κάτι, μουσκεύω.
Ἀλλοιῶς ὁ ὑετός, ὠνομάστηκε
καὶ ΟΜΒΡΟΣ [ γιὰ τοὺς Λάκωνες ὄμβρος ἦταν τὸ νέφος ( < νή +φαός =ὄχι φῶς), ἡ συννεφιὰ ποὺ ἔφερνε τὴν βροχή, ( βλ. γαλ. ombre =σκιά, ἀγγλ. umbrella)] ἀλλὰ καὶ ΕΠΟΜΒΡΙΑ/ΟΜΦΗ. Στὸν Ἡσύχιο ἀναφέρεται καὶ ὡς ΛΑΤΡΑΨ ( < λάτρον =πληρωμή), διότι ἄνευ ὑετοῦ δὲν πληροῖ ( =γεμίζει) τὸ χωράφι ἀπὸ φροῦτα
καὶ λαχανικά. Ἀλλὰ καὶ ΓΕΡΑΝΟΣ «παρὰ τὸ τὴν γῆν ῥέει».
Καὶ ἡ εὐχάριστη
βροχοῦλα ἐλἐγετο καὶ ΓΑΝΟΣ ( < γαίω =χαίρω, βλ. γαλ. Gai, ἀγγλ.gay). Ἀλλὰ καὶ ΨΙΑΣ/ΨΕΚΑΣ ( < ψήω =τρίβω), τὸ τρῖμμα τῆς
βροχῆς, δηλαδὴ ἡ ΨΙΧΑΛΑ. Καὶ οἱ ΣΤΑΓΟΝΕΣ του ( < ἵστημι +ἄγω, ἄγεται πρὸς τὰ κάτω ἀλλὰ δὲν κυλάει, στέκει), ἐλέγοντο τότε καὶ ΥΔΑΤΙΔΕΣ ἤ ΡΑΝΙΔΕΣ ( < ῥαίνω =ῥαντίζω).
Ὅταν δυνάμωνε ὅμως
γινόταν ΝΑΣΜΟΣ ( < νάω =ῥέω) καὶ ΚΑΘΟΥΡΙ ( < κάτω +ῥέω). Μποροῦσε νὰ γίνει καὶ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ( < κατά + κλύζω =καλύπτω μὲ νερό, ῥίχνω ἄφθονο νερό ) ἤ ΟΜΒΡΟΒΛΥΤΥΣΙΑ
( < ὄμβρος + βλύω/βρύω =εἶμαι ἄφθονος, βλ. βρύσις).
Καὶ ἡ ὑπερβολικὴ ποσότης νεροῦ ἔκανε τὸν χῶρο νὰ φαίνεται σὰν νὰ ἀνέβηκε ἡ θάλασσα (μύρα) καὶ τὸν σκέπασε. Αὐτὸ τὸ φαινόμενον τὸ ὠνόμασαν ΠΛΗΜΜΥΡΙΣ/ΠΛΗΜΜΥΡΑ (ἐκ τῶν: πλέον > πίμπλημι =πληρῶ, γεμίζω μὲ κάτι + μύρα) ἤ ΟΜΒΡΟΚΛΥΣΙΑ ( < ὄμβρος + κλύζω) .
Φυσικὰ δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ [ < κάτω + αἰγίς (τοῦ Διός)] κατὰ τὶς ὁποῖες ἔπεφταν ΚΕΡΑΥΝΟΙ ( < κέρας
+ αὔω =καίω + νέομαι =πορεύομαι), δηλαδὴ πορευόμενες καυτὲς κεραῖες. Τοὺς ἔλεγαν
καὶ ΣΚΗΠΤΟΥΣ ( < σκήπτω =ἐκτοξεύω, ἐκσφενδονίζω). Καὶ δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ ΕΞΥΔΡΙΕΣ,
οἱ βροχὲς ποὺ συνωδεύοντο ἀπὸ δυνατοὺς ἀνέμους.
Κι ὅταν ἔκανε πολὺ κρύο ὁ ὑετὸς πάγωνε κι ἔτσι ἔλεγαν πὼς ΝΙΦΕΙ ( «ὄμβρος γίνεται κατ’ ἐκπιεσμὸν
νέφους», Ἀριστοτέλους, Περὶ κόσμου, «ὅταν γὰρ παγῇ τὸ νέφος, χιὼν ἐστί», Ἀριστοτέλους, Μετεωρολογικά). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα βγῆκε ἡ ΝΙΦΑΣ/ ΝΙΦΕΤΟΣ, ἡ νιφάδα ποὺ λέμε σήμερα. Κι ὅταν πλέον
εἶχε πέσει ἡ νιφάδα στὸ ἔδαφος τὴν ἔλεγαν ΧΙΩΝ ( < χέω =ἀφήνω νὰ πέσει καταγῆς,
λειώνω > χεῖμα=παγετός) καὶ μποροῦσαν νὰ προκληθοῦν ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΕΣ ( < χιών
+στείβω = πιέζω, πατῶ). Καὶ κάπως ἔτσι ἐδημιουργεῖτο ΠΑΓΟΣ/ ΠΑΓΕΤΟΣ ( < πήγνυμι =στερεώνω) στὸ ἔδαφος καὶ ὑπῆρχε ΨΥΧΟΣ/ΔΡΙΜΕΣ ( < δριμύς =σφοδρός). Μπορεῖ τὸ ἀτμοσφαιρικὸ νερό (ὑδρατμοί) ὅμως νὰ ἔκανε καὶ τὴν ὅρασιν θολή. Αὐτὴ ἡ καταχνιά, ἡ θολούρα ὠνομάστηκε ΑΧΛΥΣ καὶ ἀπ’αὐτὴν
φτιάχτηκε ἡ ΟΜΙΧΛΗ ( < ὁμοῦ +ἀχλύς).
Ἐπιπλέον, μπορεῖ νὰ μὴν ἔβρεχε, οὔτε νὰ χιόνιζε ἀλλὰ νὰ ἔριχνε ΧΑΛΑΖΑ ( < χαλάω). Ἤ μπορεῖ τὸ νερὸ νὰ σχημάτιζε ΠΑΧΝΗ ( < πήγνυμι, ἡ πεπηγυῖα δρόσος), εἰδικότερα τὸ πρωὶ ποὺ ὑπῆρχε ΕΡΣΗ ( < ἄρδεύω, κρητ. διαλ. ἔρσω, =δροσιά).
Ὅμως, τὸ ζωοδόχο αὐτὸ ὑγρὸν τὸ χρησιμοποιοῦσαν, ὅπως κι ὅλοι μας σήμερα καὶ γιὰ καλλωπιστικοὺς λόγους. Ἔτσι μὲ αὐτό, εἴτε νίπτονταν ( < νίπτω =πλένω
μέρος τοῦ σώματος, ἐξ οὗ νιπτήρ), εἴτε λούονταν ( < λύω =χαλαρώνω)
/ὑδραίνονταν, εἴτε ἀποπροσωπίζοντο ( < ἀπό +πρόσωπον, = ἔπλεναν τὸ πρόσωπόν τους), εἴτε ἔπαιρναν τὸ ντοῦς τους, καταιόνησιν τὸ λένε οἱ Ἕλληνες ( < κάτω +
ἀΐσσω =κινοῦμαι ὁρμητικῶς + νάω =ῥέω), εἴτε ἀπελυμαίνοντο ( < ἀπό + λῦμα =ἀποβάλλω
τὶς βρωμιές).
Μπορεῖ νὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἑμεῖς
σήμερα σάουνα, τὸ ἑλληνικὸν πυριατήριον /ἱδρωτήριον ἤ καὶ στὸ λουτρόν τους, ὅπου
λούζονταν στὸν ἰδιωτικόν τους χῶρον ἤ στὸ βαλανεῖον*, τὸ δημόσιον δηλαδὴ λουτρόν [ < βάλανος =πῶμα, ἐπειδὴ γέμιζαν τὴν ἀσάμινθον ( < ἄσις =ῥύπος, λάσπη + μινύθω = ἐλαττώνω), τὴν μπανιέρα δηλαδή, μέ ζεστὸ νερό)].
(*Τὸ βαλανεῖον τὸ πῆραν οἱ Λατῖνοι, τὸ ἔκαναν balneum καὶ πέρασε στοὺς μεταγενεστέρους ὡς bagno, bain, bath, Bad κλπ. Σὲ ἑμᾶς ξαναῆλθε ὡς ἀντιδάνειον ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τὸ εἴπαμε «μπάνιο»).
(*Τὸ βαλανεῖον τὸ πῆραν οἱ Λατῖνοι, τὸ ἔκαναν balneum καὶ πέρασε στοὺς μεταγενεστέρους ὡς bagno, bain, bath, Bad κλπ. Σὲ ἑμᾶς ξαναῆλθε ὡς ἀντιδάνειον ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τὸ εἴπαμε «μπάνιο»).
Τέλος, δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ οἰκιακὲς δουλειὲς ὅπου ἔκλυζαν ( < κλύζω =ῥίχνω ἄφθονο νερό) ἤ ἔπλεναν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ οἰκιακά εἴδη ( < πλύνω =βρίσκομαι
μέσα στὸ νερό). Τό «πλύνω» τὸ χρησιμοποιοῦσαν μόνον γιὰ ἀντικείμενα κι ὄχι γιὰ ἔμψυχα ὄντα, ἐξ οὗ καὶ λέμε μέχρι σήμερα πλυντήρια ῥούχων, ἀλλὰ νιπτὴρ χεριῶν).
Ἡ λέξις «ὕδωρ» σὲ ἄλλες γλῶσσες :
Ἀπὸ τὸ βέδυ:
Ἀγγλ/ολλανδ.: water
Γερμ: Wasser
Φινλ: vesi
Ῥωσ.: вода
Πολων.: woda
Σουηδ.: vatten
Ἐσθον: vesi
Δαν.: vand
Νορβ.: vann
Ἰσλαν.: vatn
Κροατ/ σλοβακ./σλοβεν. :
voda
Ἀπ’τὴν ἄχα:
Γαλλ.: eau
Λατιν.: aqua
Ἰταλ.: acqua
Ἰσπαν./πορτογ.: agua
Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>> ,
<<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>,
<<ΕΠΙΤΟΜΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, LIDDELL- SCOTT>> καί <<ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ>>.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου