Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὁμωνύμων ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν πρέπει νὰ τὰ
χρησιμοποιήσουμε στὸν γραπτόν μας λόγον. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά!
Τὸ ῥῆμα στείβω/στίβω [ συγγενὲς τοῦ στέμβω ( = κινῶ μετὰ ταχύτητος καὶ
ποδοπατῶ, βλ. στέμφυλα)] σημαίνει σήμερα στραγγίζω, ἀσκῶ δύναμιν πάνω σὲ κάτι
γιὰ νὰ βγάλω τὸν χυμό του, τὰ ὑγρά του. Ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν καταπατῶ (ἐξ
οὗ καὶ πάμπολλες λέξεις ὅπως στείψιμο/στίψιμο, στείφτης ἤ ἀκόμα περισσότερες
-ἀπὸ μηδενισμένη βαθμίδα-, ὅπως ὁ <<στίβος>>, ὁ λεῖος χῶρος, ὁ καλὰ
πεπατημένος πρὸς ἄθλησιν, τὰ <<στιβάλια>> ποὺ ἔλεγαν παλαιότερα οἱ
Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα, ὁ <<στιβαρός>>, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀσκήσει μεγάλη
δύναμιν πάνω σὲ κάτι, ἤτοι ὁ ῥωμαλέος, ἡ στοίβα -ἀπὸ ἑτεροιωμένη βαθμίδα-, ἡ
ὁποία δημιουργεῖται, ὅταν ἕνα πρᾶγμα τίθεται πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο καὶ τὸ συμπιέζει
κλπ).
Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ῥῆμα μὲ τεράστια μνήμη, καθῶς μᾶς θυμίζει τὶς ἐποχὲς ὅτε
οἱ γυναίκες ἔπλεναν τὰ ροῦχα στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνες καὶ γιὰ νὰ τὰ
στραγγίξουν, τὰ πίεζαν μὲ δύναμιν.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια τοῦ <<πατῶ>>, πέρασε στὶς μέρες μας νὰ
σημαίνει κυρίως στραγγίζω. Γι’αὐτὸ καὶ ὅταν στραγγίζεις ἕνα φροῦτο γιὰ νὰ
βγάλεις τὸν χυμόν του, τὸ στείβεις καὶ γι’αὐτὸ καὶ ἡ παθητικὴ μετοχή του
(στειβ-μένος καὶ μὲ ἀφομοίωσιν τοῦ χειλικοῦ -β μπροστὰ ἀπό -μ = ΣΤΕΙΜΜΕΝΟΣ) θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ
γράφεται μέ -ει, πρὸς τιμὴν καὶ ἀνάμνησιν τῆς ὀρθῆς ἐτυμολογίας του.
Ὅπως, ἐπίσης, ἄν θέλουμε νὰ κυριολεκτοῦμε θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε νὰ λέμε
πὼς <<τὸ πλυντήριο στείβει τὰ ροῦχα>>, καθῶς δὲν τὰ πατᾶ, ἀλλὰ τὰ
στραγγίζει [ > στράγξ ( =ἡ πίεσις, τὸ σφίξιμο), βλ . αγγλ. stress].
Ἡ λέξις <<ΣΤΥΜΜΕΝΟΣ>>,
ποὺ γράφουν σήμερα πολλοὶ ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ <<στειμμένος>> εἶναι
παντελῶς λανθασμένη. Ἡ λέξις παρετυμολογεῖται ἀπὸ τὸ <<στύφω>>, τὸ
ὁποῖον σημαίνει μαζεύω, περιστέλλω, προκαλῶ ξηρότητα στὸ στόμα, εἶμαι
δυσάρεστος στὴν γεύσιν, ἔχω στυπτικὲς ἰδιότητες, ὅπως ἔχουν ὁρισμένα ἀφεψήματα,
φροῦτα καὶ οἶνοι.
Τέλος, ἡ λέξις <<ΣΤΗΜΕΝΟΣ>>
προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<ἵσταμαι>> , νεοελληνικῶς στέκομαι,
στήνομαι καὶ σημαίνει κυριολεκτικῶς στέκομαι ὄρθιος, εἶμαι τοποθετημένος κάπου
[π.χ στημένος ἀνδριά(ντα)ς ] καὶ μεταφορικῶς σημαίνει εἶμαι φτιαχτός,ψεύτικος
(π.χ στημένος ἀγών).
Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ
ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ
ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ καὶ <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου