Πολλὲς λέξεις περιγράφουσες τὶς μὴ νομίμως συνεύνους γυναῖκες στὴν ἀρχαιότητα μᾶς παραδίδονται μέσῳ τῶν γραπτῶν μας κειμένων, βοηθώντας μᾶς διὰ τῆς ἐτυμολογικῆς τους ἀναλύσεως καὶ τῶν σχετικῶν μὲ αὐτὲς πληροφοριῶν νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ ἐννοιολογικὲς διαφορές καὶ ἀποχρώσεις τους.
Ἀρχικῶς νὰ διευκρινιστεῖ πὼς σύνευνος εἶναι ἡ σύζυγος, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ σύζυγος μοιράζεται μαζί της τὴν ἴδια εὐνή ( =κρεββάτι). Λέγεται καὶ ὁμόλεκτρος, σύλλεκτρος, συνόμευνος, ὁμοευνέτις, ὁμοδέμνιος, ἐπιδαμνιάς ( < δέμω) κ.ἄ πολλά. Ὡς ὅροι χαρεκτήριζον τὶς νομίμους συζύγους κυρίως, καὶ τὶς διαφοροποιοῦσαν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ διατηροῦσαν ἐρωτικοὺς δεσμοὺς ἄνευ γάμου, οἱ ὁποῖες καὶ χαρακτηρίζονταν ἀλλοιῶς, ἀναλόγως μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἐρωτικῆς σχέσεώς τους μὲ τὸν ἑκάστοτε ἄνδρα.
Ἔτσι λοιπὸν ὑπῆρχαν οἱ ΕΤΑΙΡΕΣ*, οἱ ὁποῖες ἡταίριζον ( < ἑταῖρος =φίλος, σύντροφος, < Fέτης =οἰκεῖος), κρατοῦσαν συντροφιὰ στοὺς ἄνδρες καὶ μάλιστα συμμετεῖχαν στὰ συμπόσια, στὶς φιλοσοφικὲς συζητήσεις τους, καθῶς εἶχαν εὑρεῖα μόρφωσιν καὶ ὑψηλὸν διανοητικὸν ἐπίπεδον, δι' ὁ καὶ δὲν λειτουργοῦσαν μόνον γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς γενετήσιες ὁρμὲς τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ εἶχαν θέσιν καὶ ἰσχυρὰ πολλάκις παρουσία λόγῳ τῆς διανοήσεώς τους.
Ὑποκοριστικῶς καὶ χαϊδευτικῶς τὶς ἀπεκάλουν καὶ ΕΤΑΙΡΙΔΙΑ. Ἀλλὰ ἐλέγοντο καὶ ΠΕΖΑΙ, ὡς φοιτῶσαι καὶ πεζεύουσαι στὰ συμπόσια.
Ὁμοίως ὑπῆρχαν καὶ οἱ ΕΡΩΜΕΝΕΣ ( < ἐράω-ῶ = ἀγαπῶ, ἐπιθυμῶ, < εἴρω = συνδέω, οἱ γυναῖκες μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν σύνδεσιν· ἐν προκειμένῳ καὶ ἀφροδισία), ὅπως καὶ οἱ ΠΑΛΛΑΚΙΔΕΣ, οἱ ὁποῖες ἦταν κυριολεκτικῶς νεαρὲς κόρες ( < πάλληξ < πάλλω, βλ. παλληκάρι), καθῶς νεαρὲς οὖσες οἱ παλλακίδες σφύζουν, πάλλονται ἐκ ζωηρότητος· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ΠΑΛΑΙΟΠΟΡΝΕΣ, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν γραῖες καὶ ὄχι νεαρὲς καὶ σφριγηλὲς πόρνες, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὅρος χαρεκτήριζε καὶ ὑποτιμητικῶς τὶς κατατετριμμένες καὶ ταλαιπωρημένες, παλαιὲς πόρνες. Αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦμε ὑβριστικῶς παλιο-puttana*1.
Ἄλλη λέξις γιὰ τὴν μὴ σύνευνον γυνὴ ἦταν καὶ ἡ λέξις ΣΤΕΓΙΤΙΣ, ἡ ὁποία ὑπεδήλωνε τὴν «σπιτωμένη» ( < στέγη) ποὺ λέμε σήμερα. Τὶς γυναῖκες αὐτὲς τὶς ἔλεγον καὶ ΕΚΠΑΡΘΕΝΟΥΣ, πρὸς ἀντίθεσιν πρὸς τὶς παρθένους.
Γνωστὲς ἦταν καὶ οἱ ΠΟΡΝΕΣ, οἱ ὁποῖες ἦταν ὅπως ὑποδηλοῖ καὶ τὸ ὄνομά τους πληρωμένες, ξεπουλημένες ( < πέρνημι =πωλῶ). «Ἡ τὴν μῖξιν πωλοῦσα», Μέγα Ἐτυμολογικόν.
Ἐσύχναζον κυρίως στὰ λιμάνια, ὅπου πωλοῦσαν τὶς ὑπηρεσίες τους στοὺς ναυτικούς, ἐξ οὗ καὶ ὁ μεταγενέστερος ὅρος ΓΚΟΜΕΝΑ ( < γούμενα =χοντρὸ καραβόσκοινο, καθῶς ὅπως ὁ κάβος δένει τὸ πλοῖον στὸ λιμάνι, ἔτσι καὶ οἱ γούμενες/γκόμενες «κρατοῦσαν δεμένους» τοὺς ἄνδρες στὰ λιμάνια μὲ τὰ προσόντα τους. Οἱ πόρνες ἔσερναν κυριολεκτικῶς τὰ πλοῖα στὰ λιμάνια, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀντίστοιχος ὑποτιμητικὴ φράσις ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα).
Οἱ πόρνες ἐλέγοντο καὶ ΠΟΡΝΕΥΤΡΙΕΣ, ἀλλὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ ΠΑΣΙΠΟΡΝΕΣ, οἱ ὁποῖες ἐπωλοῦσαν στοὺς πάντες τὶς ὑπηρεσίες τους ἔναντι κάποιας πληρωμῆς.
Οἱ κοινὲς γυναῖκες ἐλέγοντο καὶ ΧΑΜΑΙΤΥΠΑΙ, ὡς «χαμαὶ ὀχευομένες». Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν ἀναφέρει : «χαμαιτυπίη, πόρνη ἄδοξος· χαμαιτυπεῖον τὸ χαμεύνα, εὐτελὴς κλίνη, ταπεινή». Ἐξ αὐτῆς προέρχεται καὶ ἡ λέξις «χαμαιτυπεῖον» ὡς ὁ τόπος ποὺ οἱ χαμαιτύπες ἐσύχναζον. Ἐλέγοντο καὶ ΧΑΜΑΙΤΕΡΙΔΕΣ ( < χαμαί + ἐταιρίς).
Ὑπῆρχαν καὶ οἱ ΠΟΤΟΠΑΓΙΔΕΣ, ἤτοι οἱ παγιδεύουσες τοὺς ἄνδρας σὲ ἀγοραῖον ἔρωτα διὰ τοῦ ποτοῦ· αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦν κάποιοι βαρβαριστὶ «consommatrice» ( < consommer = καταναλώνω, < con + summa = ἄθροισμα, < σύν + ὑπέρ).
Οἱ ΧΑΛΙΜΑΔΕΣ ἦταν μεθύουσες γυναῖκες, «ἀναίσχυντες καὶ θρασεῖες», (Ἡσύχιος). Κατὰ τὸ λεξικὸν Σουΐδα «χαλιμά» εἶναι ἡ πόρνη, ἡ ἑταίρα. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «χαλάω». Χάλις ἐλέγετο ὁ ἄκρατος οἶνος (διότι χαλᾶ ὅποιον τὸν πίνει, «ἀπὸ τοῦ χαλᾶσθαι τὸ σῶμα ἀπὸ μέθης καὶ μανίας», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα), ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «χαλιμά», ὑποδεικνύουσα τὴν μεθύουσα γυνὴ πρὸς συνουσία.
Οἱ πόρνες ἐλέγοντο καὶ ΠΑΝΔΟΣΙΕΣ, ὡς εἰς πάντας διδόμενες.
ΕΠΑΜΦΟΔΙΟΣ ἦταν αὐτὸ ποὺ λέγομεν «γυνὴ τοῦ δρόμου». Ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν ἐπί + ἄμφοδος ( =δρόμος συνοικίας, ὁδός). Ἡ ἐπαμφόδιος λέγεται καὶ ΔΡΟΜΑΣ, ΠΕΡΙΠΟΛΙΣ ὡς πλανωμένη, πολοῦσα περὶ τὰς ὁδούς, ἡ κοινὴ πόρνη· ἐλέγετο καὶ ΛΕΩΦΟΡΟΣ γυνή, ὡς περιπλανωμένη στὶς λεωφόρους, ἀλλὰ καὶ ΔΗΜΙΗ/ ΔΗΜΙΑ, ὡς λέγομεν σήμερα «κοινὴ γυναῖκα», δημοσία.
Ἡ πόρνη ἐλέγετο καὶ ΣΤΑΤΗ (Ἡσύχιος), εἴτε ἐκ τοῦ στρατὴ (στρωτὴ ὁδός), εἴτε ἐκ τοῦ ἵστημι, ὡς στημένη εἰς τὰς ὁδοὺς πρὸς ἄγρα πελατῶν. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει καὶ τὴν λέξιν ΓΕΦΥΡΙΣ, ὡς συνώνυμον τῆς πόρνης, ὡς ἱσταμένης αὐτῆς ἐπὶ τῶν γεφυρῶν.
Αὐτὲς ποὺ συνουσιάζοντο στὶς λαῦρες ( =στενὰ σοκάκια) τὶς ὠνόμαζον ΣΠΟΔΗΣΙΛΑΥΡΕΣ ( < σποδῶ = συνουσιάζομαι παρανόμως, συντρίβω, + λαύρα).
Ἀλλοιῶς οἱ πόρνες ἐλέγοντο καὶ ΛΑΙΚΑΣΤΡΙΕΣ/ ΛΗΚΑΣΤΡΕΣ, ἐκ τοῦ λαικάζειν ( =ἐξαπατῶ καὶ πορνεύω), συγγενὲς ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ λαικῶ/ ληκῶ ( κυριολεκτ. =πηδῶ, σπαρταρῶ, χορεύω καὶ μτφ. ὀχεύω, βινῶ, ὅ,τι ἀκριβῶς σημαίνει σήμερα μτφ τὸ «πηδῶ», < ληκώ = ἀνδρικὸ μόριον).
Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἀναφέρει τὶς λέξεις, ὡς περιγράφουσες τὴν πόρνη, τὴν κατωφερῆ, ΚΑΣΣΑ/ ΚΑΤΑΚΑΣΑ/ ΚΑΣΣΑΥΡΑ, «παρὰ τὸ καίω, καύσω» καὶ ΚΑΣΣΩΡΙΣ/ ΚΑΣΣΑΒΑΣ «παρὰ τὸ καλεῖν καὶ σοβεῖν ( =κινοῦμαι ὁρμητικῶς, προκαλώντας θόρυβον, καὶ κινοῦμαι καμαρωτῶς)». Στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» συναντῶνται ὡς ΚΑΣΑΥΡΑ, ΚΑΣΩΡΙΣ καὶ ΚΑΣΑΛΒΑΣ, ἔτυμα σχετικὰ μὲ τὸ κάσαι = κοσμῆσαι ἤ τὸ καλεῖν καὶ σοβεῖν ( = κινεῖν) τοὺς ἐραστάς. Ἐλέγετο ἡ κασαλβὰς καὶ ΣΟΒΑΣ ( < σοβεῖν).
Οἱ προσεγγίζουσες τοὺς ἄνδρας μὲ σκοπὸν τὸν ἀγοραῖον ἔρωτα ἐλέγοντο καὶ ΕΜΠΕΛΑΣΤΡΙΕΣ ( < ἔν + πελάζω = προσεγγίζω).
Ἡ πόρνη «τῆς πεντάρας», ἡ ἐκδιδομένη ἔναντι εὐτελοῦς χαλκίνου νομίσματος ἐλέγετο ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ, ἀλλὰ καὶ ΦΟΡΒΑΣ ( < φέρβω =τρέφω), καθῶς δινόταν τροφῆς χάριν, «γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί».
Ὡς λέξις περιγράφουσα καὶ τὴν πόρνη συναντᾶται ἡ λέξις ΔΕΙΚΤΗΡΙΑΣ ( = μῖμος, ἐπιδεικνύουσα καὶ ὑποδυομένη), ὅθεν ἐλαφρῶν ἠθῶν. «Μύρτιον δὲ μία τῶν ἀποδεδειγμένων καὶ καινῶν δεικτηριάδων», Δειπνοσοφιστές, ΙΓ', Ἀθήναιος.
Ἄν καὶ τὸ Μύρτιον χρησιμοποιεῖται ὡς ὑποκοριστικὸν τοῦ γυναικείου ὀνόματος Μυρτώ, «μυρτοχειλίδες» καὶ «μύρτον» ἐλέγον χαϊδευτικῶς καὶ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, ὡς ὁμοιάζον ἐξωτερικῶς μὲ μύρτον ( «μυρτοχειλίδαι, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ γυναικείου αἰδοίου σαρκώδη πτερυγώματα», Πολυδεύκης). Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοφάνης στὴν «Λυσιστράτη» (στ. 1004) βάζει τὸν Λακεδαιμόνιον κήρυκα νὰ παραπονιέται πὼς πλέον στὴν Σπάρτη οἱ ἄνδρες περπατοῦν σκυφτοί σὰν λυχνοφοριόντες ποὺ προσπαθοῦν νὰ προστατεύσουν τὴν φλόγα νὰ μὴν τὴν σβήσει ὁ ἄνεμος, διότι οἱ γυναῖκες τους δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ ἀγγίξουν τὸν μύρτον («οὐδὲ τῶ μύρτω σιγεῖν»), δι' ὁ καὶ σκύβουν γιὰ νᾶ κρύψουν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποχῆς ἐκ τοῦ μύρτου -καὶ φυσικῶς δὲν ἐννοεῖ τὸ φυτόν ὁ ἀθυρόστομος Ἀριστοφάνης-...
Τὶς κοινὲς πόρνες, τὶς βρωμιάρες τὶς ἔλεγαν καὶ ΠΛΥΜΑΤΑ καὶ ΒΟΡΒΟΡΟΠΕΣ ( < βόρβορος =λάσπη + ὁπή) καὶ ΜΥΣΑΧΝΕΣ ( < μύσος = ἡ ἀκαθαρσία ψυχῆς καὶ σώματος).
Τὶς «ξεφωνημένες» τὶς ὠνόμαζον ΓΕΓΩΝΟΚΩΜΕΣ ( < γέγωνα =φωνάζω, διαλαλῶ + κώμη), διότι ὅλη ἡ κώμη ἤξερε τὰ καμώματά τους. Γιὰ τὶς γεγωνοκῶμες μέχρι σήμερα λέγει ὁ θυμόσοφος λαὸς πὼς «θέλουν νὰ κρυφτοῦν καὶ ἡ χαρὰ δὲν τὶς ἀφήνει».
Ἐλέγοντο διαφορετικῶς καὶ ΕΙΛΙΠΟΔΕΣ ( < εἴλω + ποῦς, «παρὰ τὴν εἴλισιν τῶν πόδων κατὰ τὴν μεῖξιν»), ἐπειδὴ τύλιγαν τὰ πόδια τους γύρω ἀπὸ τὸ ἀνδρικὸν σῶμα κατὰ τὴν συνουσίαν. Καὶ ὡς πλαγιάζουσες (λέγω = πλαγιάζω, ἐξ οὗ λέκτρον, λόχος κλπ) μὲ τοὺς ἄνδρας, τὶς ὠνόμαζον καὶ «ΛΕΓΑΣ γυναῖκας» ἤ ΛΩΓΑΔΕΣ.
Τὶς ὠνόμαζον καὶ ΜΙΣΗΤΕΣ, ἒκ τοῦ μίσγω/ σμίγω, ἀλλὰ καὶ ΜΥΚΛΕΣ/ ΜΑΧΛΑΔΕΣ. Μύχλος/ μύκλος εἶναι ὁ λάγνος. Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἀναφέρει :
«Μαχλός, ὁ κατωφελής, παρὰ τὸ χαλῶ μαχαλὸς καὶ μαχλός».
Σκωπτικὸν ὄνομα γιὰ νὰ περιγράψει τὴν γυναῖκα ἐλευθέρων ἠθῶν ἦταν καὶ ἡ λέξις ΣΑΠΕΡΔΙΟΝ ( < σαπερδίς = εἶδος ἰχθύος), ἐκ τοῦ ὁποίου σήμερα λέγομεν ἐκ παραφθορᾶς τὶς «ζωηρὲς» γυναῖκες «τσαπερδόνες».
Ἡ ἀνδρομανὴς γυνὴ ἐλέγετο ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ ( < μανία + κῆπος), διότι κῆπον ἐλεγον σκωπτικῶς τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, τὸ ἐφήβαιον, ὅπως ἐπίσης καὶ «ὄρος τῆς Ἀφροδίτης», ἐξ οὗ καὶ τὸ σημερινὸν κακέμφατον ὄνομα διὰ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον (ὄρος =βουνόν, τὸ βουνί καὶ μὲ συνήθη τροπὴ τοῦ β σὲ μ, τὸ σημερινὸν ὄνομα περιγράφον τὸ «ἀφροδίσιον ὄρος»).
Ἡ πρόστυχη γυνή, ἡ ὑπερβολικῶς ἀσελγὴς ἐλέγετο καὶ ΙΠΠΟΠΟΡΝΟΣ ( < ἵππος + πόρνος). Ὁ ἴππος ἐλέγετο καὶ κέλης, μὰ κέλης ἦταν καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ περιγράψουν τὰ πλοῖα, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰδοῖα, ἐξ οὗ καὶ ὁ Ἀριστοφάνης στὴν «Λυσιστράτη» (στ. 60) παίζει μὲ τὶς λέξεις, λέγοντας πὼς ἡ Κλεονίκη εἶδε τὶς Σαλαμίνιες πρωί-πρωί «ἐπὶ τῶν κελήτων» νὰ διαβαίνουν, ἐννοώντας τόσον πὼς «καλπάζουν» καὶ πῆραν τὰ πλοῖα-κέλητες γιὰ νὰ φθάσουν γρήγορα ἐκεῖ, ὅσον καὶ τὸν «καλπασμόν» ἐπὶ τῶν κελήτων-μορίων, καταφέρνοντας νὰ κάνει τὸ ἀθηναϊκὸν κοινὸν νὰ ξεσπάσει σὲ γέλια.
Κατὰ τὸν Ἡσίοδον οἱ πόρνες ἐλέγοντο καὶ ΣΚΑΜΜΑΔΕΣ (προφανῶς ἐκ τοῦ σκάπτω < σκάμμα = αὐλάκι κατάλληλον γιὰ τὴν μέτρησιν τοῦ μήκους τοῦ ἅλματος, τὸ κοίλωμα, ὁ λάκκος, ἡ τάφρος (προφανῶς ἐπὶ τὸ κακέμφατον).
Ἄλλη ὀνομασία γιὰ τὶς κοινὲς πόρνες ἦταν ΜΥΖΟΥΡΙΣ ( < μυζῶ + οὖρα = ὑπονοεῖται τὸ πέος/πόσθη) ὡς λεσβιάζουσες, ὅπου ὡς γνωστὸν στοὺς ἐρευνόντες τὴν ἀλήθειαν «λεσβιάζειν ἐστὶ τὸ πρὸς ἄνδρα στοματεύειν. Λεσβιάδας γὰρ τὰς λαικαστρίας ἔλεγον», Ἡσύχιος/ «λεσβίσαι, μολῦναι τὸ στόμα», λεξικὸν Σουΐδα.
(Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Ἀριστοφάνης στὸ ἔργον «Σφῆκες» καὶ στοὺς «Βατράχους», τὰ ἴδια καὶ ὁποιοδήποτε ἀξιόπιστον λεξικὸν στὸ λῆμμα «λεσβιάζειν». Οἱ πολιτισμικῶς ἀνεπτυγμένοι Ἀθηναῖοι εἶχαν ἀντίπαλον δέος -καὶ- τοὺς Λεσβίους, οἱ ὁποῖοι ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴν Ἀθηναϊκὴ Συμμαχία. Δι' ὁ καὶ ὁ ἀθυρόστομος Ἀριστοφάνης δὲν χάνει εὐκαιρία νὰ θίξει μὲ τὸν τρόπον του τὸ ἦθος τῶν Λεσβίων, ἀναφερόμενος συχνὰ στὸ λεσβιάζειν, ἤτοι στὴν ἱκανοποίησιν τῶν ἀνδρῶν διὰ στόματος ἀπὸ τὶς γυναῖκες τους. Οὐδεμία σχέσιν ἔχει ἡ Λέσβος καὶ ἡ καταγομένη ἐξ αὐτῆς Σαπφώ μὲ τὰ ὅσα ΨΕΥΔΩΣ καὶ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΩΣ ἔχουν συνδέσει τὸ ὄνομά της καὶ προσβάλλουν παγκοσμίως τὸν τόπον καταγωγῆς της, ἀναφερομένοι μὲ τὸν ὅρον «Λεσβία» γιὰ τὶς ἀνώμαλες, τριβάδες).
Ἀλλοιῶς ἡ ἐλαφρῶν ἠθῶν γυνὴ ἐλέγετο καὶ ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ ( < ἀνά + σείω + φαλλός < βάλλω-πάλλω) καὶ ΑΝΑΣΥΡΤΟΛΙΣ ( < ἀνασύρω = γυμνώνομαι), ἤτοι ἡ ξετσίπωτη ( < ἐκ + τσίπα = λεπτός ὑμένας ποὺ καλύπτει κάτι, συνήθως τὰ ἔμβρυα ἤ ἡ κροῦστα ποὺ σχηματίζει/ καλύπτει τὸ γάλα).
Κακῶς ἡ τσίπα θεωρεῖται «σλαυικῆς προελεύσεως», καθῶς προηγεῖται κατὰ πολλοὺς αἰῶνες ἡ λέξις ἑλληνικοτάτη «σίφα», ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, μὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια σημασία μὲ αὐτὴν ποὺ ἔχει σήμερα· αὐτὴν τοῦ χορίου ( = λεπτὸς ὑμὴν τῶν ὀργάνων, ὅπως αὐτὸς τῶν ἐντέρων, ὁ ἐμβρυογενὴς ὑμὴν ποὺ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν βλεννογόνον τῆς μήτρας κ.ἄ σχετικά).
Ἡ ΛΥΠΤΑ εἶναι καὶ πάλι ἄλλη ὀνομασία τῆς ἐλαφρῶν ἠθῶν γυναικὸς κατὰ τὸν Ἡσύχιον, εἴτε ἐκ τοῦ lupa ( λατ. =λύκαινα, < lupus < λύκος + ἀλώπηξ), εἴτε τὸ πιθανώτερον ἐκ τοῦ λίπτομαι = ἐπιθυμῶ σφόδρα, ὡς σφοδρῶς ἐπιθυμούσης τὴν ἐρωτικὴ συνεύρεσιν. Μὲ ἴδια σημασία χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὴν λέξιν ΚΑΠΡΑΙΝΑ, «πόρνη καὶ κάπραινα».
ΛΑΣΤΡΑΙ καὶ ΛΑΣΤΡΙΔΕΣ/ ΛΑΙΣΙΤΟΙ ( < λιλαίομαι = ἐπιθυμῶ πολύ, λαχταρῶ· σχετικὸν τοῦ λίπτομαι, ἀμφότερα ἐκ τοῦ λῶ = θέλω) ἐλέγοντο κατὰ τὸ λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, οἱ πόρνες, ὡς λιλαίουσες τὴν ἐπαφή. Ἐξ οὗ καὶ Λαΐς ἦταν τὸ ὄνομα μίας γνωστῆς Κορινθίας ἐταίρας, ἡ ὁποία σαγήνευε μὲ τὸ πνεῦμα της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κάλλη της ὅποιον ἄνδρα τὴν ἀντίκρυζε καὶ γι' αὐτὸ εἶχε πολλάκις ξεσηκώσει ἔντονες συζητήσεις μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν*2.
ΒΛΙΤΑΣ ἐλέγετο ἡ εὐτελὴς πόρνη, ποὺ τὴν «τρυγοῦσαν» ὅλοι, εἴτε ἐκ τοῦ βλίτου ( =εἶδος λαχάνου, < μλίτον > μβλίτον, ἐκ τῆς μαλακότητος τῶν φύλλων του, ἐξ οὗ καὶ ἡ μέχρι σήμερα σημασία τῆς λέξεως ποὺ πέραν τοῦ φυτοῦ περιγράφει καὶ τοὺς μαλθακούς, χαύνους ανθρώπους), εἴτε τὸ πιθανότερον ἐκ τοῦ βλίττω ( =τρυγῶ τὸ μέλι).
ΒΑΣΣΑΡΙΣ ἤ ΒΑΣΣΑΡΑ ἐλεγον τὴν τολμηρὴ γυνή, τὴν πόρνη, ἐκ τοῦ βασσάρα =βάκχη ( < βασσαρεύω = μαίνομαι, βακχεύω, ἐξ οὗ καὶ ἡ βασαρία/ φασαρία), ἀλλὰ καὶ ΜΑΙΝΑΔΑ ( < μαίνομαι, «μαινὰς ἡ πόρνη», Μέγα Ἐτυμολογικόν).
Τέλος, οἱ ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ ἦταν κυριολεκτικῶς οἱ δοῦλες ἱερῶν καὶ ναῶν. Ὁ ὅρος καθιερώθη «ἐπὶ τῶν δημοσίων ἑταιρῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ».
*Ἡ ἐταίρα Φρύνη (τὸ πραγματικόν της ὄνομα ἦταν Μνησαρέτη, ὅμως μετωνομάσθη σὲ Φρύνη, λόγῳ τοῦ χρώματος τοῦ δέρματός της· «τὴν δὲ Φρύνην ἐπίκλησιν ἔσχε, διὰ τὴν ὠχρότητα τοῦ δέρματός της»· φρύνος = εἶδος βατράχου μὲ ἰδιάζον χρῶμα), λέγεται κατὰ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Ἀθηναίου, πὼς ἐνέπνευσε τὸν ζωγράφον Ἀπελλῆ νὰ δημιουργήσει τὴν «Ἀναδυομένη Ἀφροδίτη» του, ὅταν τὴν εἶδε νὰ βγάζει τὰ ἰματιά της καὶ νὰ λύνει τὰ μαλλιά της γιὰ νὰ βουτήξει στὴν θάλασσα. Ἐρωμένη οὖσα τοῦ Πραξιτέλους, ἐνέπνευσε τὸν μεγάλον γλύπτη νὰ δημιουργήσει μὲ πρότυπον τὴν ἴδια τὴν «Ἀφροδίτη τῆς Κνίδου».
«καὶ ἀπ᾽ αὐτῆς Ἀπελλῆς τὴν Ἀναδυομένην Ἀφροδίτην ἀπεγράψατο. καὶ Πραξιτέλης δὲ ὁ ἀγαλματοποιὸς ἐρῶν αὐτῆς τὴν Κνιδίαν Ἀφροδίτην ἀπ᾽ αὐτῆς ἐπλάσατο καὶ ἐν τῇ τοῦ Ἔρωτος βάσει τῇ ὑπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου ἐπέγραψε:
Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα, ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης, Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ. φίλτρα δὲ βάλλω οὐκέτ᾽ ὀιστεύων, ἀλλ᾽ ἀτενιζόμενος», Δειπνοσοφιστές, ΙΓ', Ἀθήναιος Ναυκρατίτης.
Στὸ ἴδιο βιβλίον γράφει ἀκόμη πὼς οἱ γείτονες τῆς Φρύνης ἔκαναν ἕναν ἀνδριάντα της χρυσόν καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στοὺς Δελφοὺς πάνω σὲ κίονα ἀπὸ μάρμαρον τῆς Πεντέλης. Τὸν ἀνδριάντα αὐτὸν τὸν εἶχε κατασκευάσει ὁ Πραξιτέλης.
Ὁ Εὐθίας, ὁ ὁποῖος τὴν ἤθελε, τὴν κατηγόρησε μὲ κατηγορία ποὺ ἀπαιτοῦσε θανατικὴ ποινή. Τὴν ὑπεράσπισίν της ἀνέλαβε ὁ μεγάλος ῥήτωρ -καὶ ὄχι μόνον- Ὑπερείδης, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ἐρωτευμένος μαζί της. Ὅταν πλέον δὲν κατάφερνε μὲ τίποτα νὰ τὴν ἀθωώσει, καθῶς ἔβλεπε πὼς οἱ δικαστὲς ἦταν πεπεισμένοι ἀπὸ τὴν βαρύτητα τῶν κατηγοριῶν τοῦ Εὐθίου, τὴν ὡδήγησε σὲ σημεῖον ποὺ νὰ μποροῦν νὰ τὴν δοῦν ὅλοι, τῆς ἔσκισε τοὺς χιτωνίσκους ποὺ κάλυπταν τὰ στήθη της καὶ μίλησε στοὺς δικαστὲς ἔτσι, ὥστε αὐτοὶ ἔνιωσαν οἶκτον γιὰ τὴν νεαρὰ ἱέρεια τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ θὰ θανατωνόταν μὲ τὴν ἀπόφασίν τους.
*1 Ἡ λέξις puttana ὑποδηλοῖ κυριολεκτικῶς τὴν σαπιμένη, τὴν βρωμιάρα, τὴν δυσώδη γυνή, καθῶς προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἐκ τοῦ ῥήματος πύθω ( =σαπίζω, φέρω σῆψιν, ὄζω). Τὸ «πύθω» πέρασε στὴν λατινικὴ ὡς puteo, ἀκριβῶς μὲ τὴν ἴδια σημασία, ἀφ' ὅπου παρήχθησαν διάφορες σχετικὲς τῆς σήψεως λέξεις, ὅπως puer, puzzare ( =βρωμίζω), putative ( =σῆψις), ἡ λέξις putain, puta, puttana κοκ.
*2 Χαρακτηριστικὲς εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ μᾶς παραδίδονται, γιὰ τὴν γοητεία τῆς Λαΐδος, ( «Δειπνοσοφιστές», ΙΓ', Άθήναιος), ἡ ὁποία ὄχι ἁπλῶς σαγήνευε μὲ τὰ κάλλη της (βλ. Ἀπελλῆ καὶ ἄλλους ζωγράφους ποὺ ἀπετύπωναν τὰ γυναικεῖα στήθη σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ στήθους τῆς, Δημοσθένη, Διογένη ὁ ὁποῖος κατάφερε μὲ τὸν τρόπον του νὰ τὴν ἀπολαύσει δωρεάν, Ἀρίστιππον) καὶ κέρδιζε μεγάλα ποσὰ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἤθελαν νὰ τὰ ἀπολαύσουν, ἀλλὰ εἶχε καταφέρει ἀρκετοὺς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τοὺς ξετρελάνει τόσον ποὺ τὴν ὑπεστήριζαν μὲ θέρμη.
Κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς πελάτες της, ὁ Ἀρίστιππος, ὁ ὁποῖος περνοῦσε δύο μῆνες τὸν χρόνον μαζί της στὴν Αἴγινα, ἔπεσε θύμα εἰρωνείας ἀπὸ ἕναν ὑπηρέτη σχετικῶς μὲ τὸ ὅτι ὁ Ἀρίστιππος κατεδέχετο νὰ πληρώνει μία γυναῖκα μὲ πολλὰ χρήματα, ὅταν αὐτὴ εἶχε δοθεῖ δωρεὰν στὸν Διογένη τὸν Κυνικόν. Τότε ὁ Ἀρίστιππος λέγεται πὼς ἀπήντησε πὼς τὰ χρήματα τὰ δίνει γιὰ νὰ τὴν ἀπολαύει ὁ ἴδιος, κι ὄχι γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀπολαύουν καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ὁ Ἀρίστιππος ἦταν τόσο τρελαμένος μαζί της ποὺ τὰ ἔβαλε καὶ μὲ τὸν ἴδιον τὸν Διογένη, καθῶς ὁ τελευταῖος τοῦ εἶπε πὼς συζεῖ μὲ μία πόρνη, ὁπότε κάλλιον θὰ ἦταν εἴτε νὰ γίνει κυνικὸς ὅπως ἐκεῖνος*3, εἴτε νὰ τὴν παρατήσει· γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπάντησιν «Διόγενες, νομίζες ὅτι εἶναι ἀταίριαστο νὰ κατοικεῖς σὲ σπίτι ποὺ ἔχουν κατοικήσει κι ἄλλοι, ἤ νὰ πάρεις πλοῖον ποὺ ἔχουν ταξιδεύσει προηγουμένως κι ἄλλοι;».
*3 Ὁ Διογένης ἔδειχνε τρομερὴ ἀδιαφορία στὴν Λαΐδα γιὰ τὰ προσόντα της, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ νὰ τοῦ προτείνει νὰ τὰ ἀπολαύσει ἄνευ πληρωμῆς. Τὸν κάλεσε λοιπὸν στὸ δωμάτιόν της καὶ ὅπως ἦταν σκοτεινά, ἔβαλε στὴν θέσιν της μιὰ γραῖα, μὲ τὴν ὁποία τελικῶς ὁ Διογένης πέρασε τὸ βράδυ του. Τὸ ἑπόμενον πρωὶ τὸν διέσυρε παντοῦ μὲ ἀφορμὴ τὸ περιστατικὸν αὐτό, ὥστε ὁ Διογένης ἄφησε στὴν ἱστορία τὸ ῥητόν «Λυχνίας σβησθείσης, πᾶσα γυνὴ Λαΐς» ( =ὅταν σβήσει ἡ λυχνία, ὅλες γίνονται Λαΐδες). Τότε ἡ Λαΐς προσβεβλημένη μὲ τὴν ἐξομοίωσιν λέγεται πὼς τοῦ προσέφερε ἀληθῶς μία βραδιὰ μαζί της δωρεάν.
Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἔλλην λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου