Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΦΙΛΟΝΙΚΙΑ Ή ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ;




Ἡ τήρησις τῆς ὀρθογραφίας δὲν εἶναι ζήτημα κύρους ἀλλὰ ζήτημα οὐσίας, ἱστορίας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν γλῶσσα μας. Διότι ἄν δὲν δηλοῖ ἡ λέξις τὸ νόημά της, τότε ἡ γλῶσσα καθίσταται ἕνα συμβατικόν, ἀσήμαντον - κυριολεκτικῶς- ὄργανον, πρᾶγμα ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία διέπεται ἀπὸ λογική, μελωδία, ἁρμονία καὶ σοφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ, ὅπως οἱ συμβατικὲς ἀλλοδαπές. Καθεμία λέξις τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς ὄχι ἁπλὰ δηλοῖ τὸ σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸ δηλοῖ καὶ μὲ τεράστια ἀκρίβεια. Γι’αὐτὴν τὴν ἀκρίβεια λοιπὸν θὰ γίνει νύξις στὸ παρὸν ἄρθρο.

Στὰ σχολεῖα, σὲ πολλὰ λεξικὰ ἤ σὲ μία ἁπλὴ ἀναζήτησιν στὸ διαδίκτυο ἡ <<φιλονεικία>> γράφεται <<φιλονικία>> -καθῶς ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μόνη πλέον ἀποδεκτὴ ὡς ὀρθὴ γραφή- καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δηλοῖ μερικὲς φορὲς κάτι διαφορετικὸ ἀπ’αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θέλει κάποιος νὰ σημάνει!

Ψάχνοντας κάποιος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ συναντήσει καὶ τὶς δύο αὐτὲς λέξεις, ἀναλόγως τοῦ νοήματος ποὺ θέλει νὰ προσδώσει ὁ συγγραφεύς (συνήθως ἀνεφέροντο στὴν <<φιλονεικία>> παρὰ στήν <<φιλονικία>>).
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ λεπτὴ ἀλλὰ οὐσιώδης διαφορά τους;

Ἡ μὲν φιλονικία προέρχεται ἐκ τοῦ φιλῶ (=ἀγαπῶ) + νίκη. Κι ἕνα νήπιο καταλαβαίνει πὼς φιλονικία σημαίνει τὸ νὰ εἶναι κανεὶς φίλος τῆς νίκης κι ἐραστὴς τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιτυχίας.

Ἡ δὲ φιλονεικία προέρχεται ἀπὸ τὸ φιλῶ + τὸ ἀρνητικὸν μόριον <<νή>> + εἴκω ( = ὑποχωρῶ). Νεῖκος δηλαδὴ εἶναι κυριολεκτικῶς ἡ μὴ ὑποχώρησις, ἀλλοιῶς ἡ ἔχθρα καὶ κάποιος ποὺ εἶναι φιλόνεικος εἶναι φίλερις, ἐριστικός. Ὁ φιλόνεικος εἶναι τὸ ἀντώνυμο τοῦ ἐπιεικοῦς, κι αὐτὸ γιατὶ ὁ ἐπι-εικὴς εἶναι ὑποχωρητικὸς ἐφ'ὅσον ἀκόμη κι ἄν διαφωνεῖ μὲ κάτι εἶναι πάντα ἔτοιμος νὰ ὑποχωρήσει, βρίσκεται δηλαδὴ ἐπὶ τῆς ὑποχωρήσεως.

Παρ’ὅτι τὸ ῥῆμα <<νικῶ>> συνδέεται ἔμμεσα μὲ τὸ <<νεῖκος>>, ἡ ἐννοιολογικὴ διαφορὰ τῶν δύο αὐτῶν λέξεων θὰ πρέπει νὰ εἶναι πάντα σεβαστή. Προτοῦ λοιπὸν γράψουμε μία ἀπ’τὶς 2 ὁμώνυμες λέξεις, ἄς σκεφτοῦμε ποιό νόημα εἶναι τὸ καταλληλότερο γιὰ τὴν ἑκάστοτε περίστασιν!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (