Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΡΩΜΩ Η' ΒΡΟΜΩ;


Γράφει ἡ Τζιροπούλου σχετικῶς, εἰς ἀπάντησιν στὶς παρετυμολογήσεις τοῦ Μπαμπινιώτου : 

«Ἡ λέξις «βρῶμα» σαφῶς καὶ ἔχει ὀρθὴ γραφὴ μὲ ὠμέγα καὶ ὄχι μὲ ὄμικρον. Εἶναι μέγα σφάλμα νὰ ἐτυμολογεῖται, ὅπως ὑπεστηρίχθη (ἀπὸ τὸν Μπαμπινιώτη) ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον «βρόμος», βρομῶ, δηλ. κάνω κρότον...«ἐπειδὴ ὁρισμένοι χαρακτηριστικοὶ κρότοι ἀκολουθοῦνται ἀπὸ δυσοσμία»! 
Αὐτὸ εἶναι πέρα γιὰ πέρα παρετυμολογία. 

Ἡ λέξις «βρόμος» στὴν ἀρχ. ἑλληνικὴ εἶναι λέξις καθαρὰ μεγαλοπρεπὴς καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει τὸν τρομερὸν θόρυβον τῆς βοῆς τοῦ πυρός («πυρὸς πέλει βρόμος», Ἰλ., Ξ', 396), τῆς τρικυμίας, τῶν πολεμικῶν τυμπάνων, τῶν ἵππων, τοῦ ἀνέμου, τῶν ἡφαιστείων, τῆς βροντῆς ( «νιφάδος βρόμος», Αἰσχ. Θηβ., 213...πρβλ. «Ζεὺς Βρόμιος» κλπ. κλπ... 
Ἡ λέξις «βρῶμα» σημαίνει ἀρχικῶς φαγητόν, ἐκ τοῦ ῥ. βιβρώσκω. Πῶς ἐπῆρε τὴν σημερινή της ἔννοια,  τὴν τόσον ἀπομακρυσμένην τῆς ἀρχικῆς;
Ἀπὸ τὴν παροιμιακὴ ῥῆσιν τῶν γραφῶν «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία», ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ κάποτε θὰ καταλήξει ὁ ἄνθρωπος. 

Ἡ ἐκδοχὴ εἶναι ἀρκετὰ ἀληθοφανής, ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας ὅτι καὶ σήμερα ἔτσι ἀκριβῶς περιγράφεται ἡ συσσώρευσις ῥύπου : «βρῶμα καὶ δυσωδία».
Ἀκόμη ὅμως κι ἄν δὲν δεχτοῦμε τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, τὰ Λεξικὰ τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι σαφέστατα ὡς πρὸς τὴν δυσώδη ἔννοια τοῦ ὅρου «βρῶμα», ὅταν αὐτὴ δὲν σημαίνει φαγητόν, πάντοτε ὅμως ἐκ τοῦ βιβρώσκω. 

Βρῶμα : 1. Τὸ τεμάχιον κρέατος ποὺ ἔχει προσαρτηθεῖ σὲ παγίδα ζώων (μετὰ ἀπὸ λίγο ἀρχίζει νὰ ὄζει). 
               2. Καρκινώδης πληγὴ κατὰ τὸν Ἱπποκράτη (ἄρα ὄζει). 
               3. Διάβρωσις ὀδόντων, δηλαδὴ τὸ χαλασμένο δόντι, (ἄρα ὄζει καὶ πολὺ ἄσχημα μάλιστα)...Γι' αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴν ἔκφρασιν «ἀναπνοὰς βρωμώδεις», βλ. Στραβ, 5,4,6/ καὶ τὸ Ἀριστοτέλους «βρωμεῖ (βρωμᾶται) ὥσπερ οἱ τράγοι», (Περὶ ζώων ἱστορ., 579α). 

Ὁ κ. Μπαμπινιώτης ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντιπαρέρχεται καὶ προτιμᾶ τὴν γραφὴ μὲ ὄμικρον «βρόμα» ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ μεγαλοπρεπὴς λέξις βρόμος ποὺ σημαίνει τὴν βροντὴ τοῦ Διός, τὸν θόρυβον τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ τῆς μάχης (Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Βάκχος Βρόμιος) κατέληξε βρομῶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «πέρδομαι». Καὶ θυμώνει κιόλας γιὰ τὴν ἀπόρριψιν τῆς κραυγαλέας αὐτῆς παρετυμολογίας. Καὶ προσκομίζει καὶ «ἀποδείξεις» «ἡ τυχὸν γραφὴ μὲ ὠμέγα, βρῶμα, θὰ ἔδινε ὁπωσδήποτε ῥηματικὸν τύπον «βρωματίζω» καὶ ὄχι «βρωμάω-ῶ», κατὰ τὸ κέρμα-κερματίζω, ὄνομα-ὀνοματίζω». 

Γιατί ὅμως ἀγνοεῖ τὴν λέξιν «σῶμα» ποὺ δίνει ῥῆμα «σωματόω-ῶ» καὶ τὸ χῶμα ποὺ δίνει τὸ «χωματῶ». 

... 

Ὡς πρὸς τὸ «βρῶμα» καὶ τὸν «βρωμερόν», τὸ Larousse Étymologique στὸ λῆμμα brome = βρώμιον (τὸ χημ. στοιχεῖον) γράφει ἐπὶ λέξει, brome, du grec brômos. Τὸ ô τονίζεται μὲ accent circonflexe (^) γιὰ νὰ ὑποδηλώσῃ τὸ ὠμέγα, ἐπειδὴ τὸ γαλλικὸν ἀλφάβητον δὲν διαθέτει γράμμα, στοιχεῖον, φωνῆεν «ω». 

Καὶ ἐπεξηγεῖ : 

Brômos, puanteur, à cause de sa mauvaise odeur», δηλαδὴ βρῶμος, βρώμιον =δυσωδία, ἐξ αἰτίας τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς του». 

Πράγματι τὰ λεξικὰ διαχρονικῶς οὐδέποτε, ἀκόμη καὶ ὅσα ἀμφιταλαντεύονταν γιὰ τὴν ἐτυμολογία τοῦ βρώμου, δηλ. τῆς δυσωδίας, τόλμησαν νὰ τὴν περιλάβουν μὲ ο, καθῶς οἱ ἀναφορὲς τῶν συγγενῶν λέξεῶν της στὴν ΑΡΧΑΙΑ γραμματεία μας, ἦταν σαφεῖς καὶ κατηγορηματικές, ἤτοι ἐγράφοντο μὲ ω. Ἡ γραφὴ μὲ ο εἶναι καθιερωμένη τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἐρείζεται στὴν ἄγνοια ἤ περισσότερον στὸ σκότος ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει πλέον γύρω ἀπὸ τὴν ἀληθῆ ἐπιστήμη τῆς γλωσσολογίας. 

Μὲ ἀφορμὴ τὴν δυσωδία «puanteur» λοιπὸν ποὺ ἀναφέρει τὸ Larousse καὶ τὰ ὅσα ΛΟΓΙΚΑ, ΟΡΘΑ καὶ ΑΛΗΘΗ ὑποστηρίζει ἡ Τζιροπούλου, νὰ γραφτεῖ πὼς καὶ οἱ ἀλλόθροοι σκέφτηκαν μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ποὺ φτιάξαμε τὴν βρῶμα, δηλαδὴ μὲ τὴν λογικὴ τοῦ ὅτι ὅ,τι σαπίζει ὄζει. Ὅπως τὰ νεκρὰ σώματα σήπουν καὶ ὄζουν, γιγνόμενα βρώματα σκωλήκων, ἤτοι βρΩμοῦν καὶ δὲν κάνουν κρότον, δηλαδὴ δὲν βρομοῦν, ἔτσι καὶ ἡ δυσωδία σὲ πλεῖστες ἄλλες γλῶσσες ἐσχηματίσθη ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχον λῆμμα τοῦ «σήπω/ σαπίζω». 

Τὸ ἑλληνικότατο λοιπὸν ῥῆμα «πύθω/πυθέω» ποὺ σημαίνει σαπίζω, ἐξ οὗ καὶ τὸ πύον, ὁ πύθων, ἤτοι ὁ δράκων ποὺ σκότωσε ὁ Ἀπόλλων στοὺς Δελφοὺς καὶ ἐκεῖ ἐπύθη ( =σάπισε), ἐξ οὗ καὶ ἡ πρώτη ὀνομασία τῶν Δελφῶν ἦτο Πυθώ (βλ. «Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἔνι πετρηέσσῃ»Ἰλιάς, Ι', 405), ἡ Πυθία, τὰ πύθια κοκ, ἔδωσε στὴν κόρη τῆς ἑλληνικῆς, τὴν λατινικὴ γλῶσσα, τὸ ῥῆμα puteo μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια, τοῦ «σαπίζω, ὄζω», ἐξ οὗ καὶ ἡ βρῶμα σὲ διάφορες γλῶσσες μετεφράσθη κυριολεκτικῶς ὡς σῆψις καὶ ἔτσι ἐλέχθη «puanteur, puzza (νὰ μὴ συγχέεται μὲ τὴν κακέμφατη  παρεφθαρμένη ἑλληνικὴ λέξιν γιὰ τὴν πόσθη), puch» καὶ ἔδωσε κι ἄλλα σχετικὰ παράγωγα, ὅπως «puzzolente ( ἰταλ. = δύσοσμος), puttana/ putain/ puta ( =ἡ πόρνη, ἡ βρῶμα, βρωμιάρα), puzzola ( =τὸ κουνάβι, ἐπειδὴ βρωμᾶ καὶ ὄχι ἐπειδὴ κάνει ἐκκωφαντικὸν θόρυβον!) κοκ. 

Ἐπίσης, ὅταν ὁ Γάλλος χαρακτηρίζει μία μυρωδιὰ ὡς ἀηδιαστική, δηλαδὴ ὅταν ἀναφέρεται σὲ δυσωδία, λέγει «une odeur dégoûtante»· ὁμοίως καὶ ὁ Ἰταλὸς λέγει «odore disgustoso»· ὁμοίως καὶ ὁ ἀγγλόφωνος θὰ χαρακτηρίσει τὴν μυρωδιὰ «disgusting odor», ὁ Ῥουμάνος τὸ δύσοσμον μύρον/ μυρωδιὰ τὸ λέγει «miros dezgustător» κοκ. 
Τουτ' έστιν ὅλοι αὐτοὶ τὴν δυσοσμία, τὴν δυσωδία, τὴν βρῶμα ( < βιβρώσκω =φθείρω, τρώγω)  τὴν συνδέουν μὲ τὴν αἴσθησιν τῆς γεύσεως ( < γεύομαι =δοκιμάζω κάτι φαγώσιμον, ὀσφραίνομαι, προσπαθῶ), ποὺ οἱ Λατῖνοι εἶπαν «gustus» καὶ ἐκ τῆς ὁποίας γονιμοποιήθηκαν τὰ ἐγγόνια τῆς ἑλληνικῆς, οἱ λεγόμενες «λατινογενεῖς γλῶσσες». 

Ὅμως, προτοῦ δοθοῦν μαρτυρημένες σχετικὲς λέξεις τῆς γραμματείας μας καὶ ἐφ' ὅσον ἐτέθη προηγουμένως καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἀλλοθρόων, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὸ λῆμμα τοῦ «βρωμῶ» καὶ στὶς λεγόμενες «γερμανικὲς» γλῶσσες, διότι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ὀρθογραφίας τοῦ βρωμῶ μὲ ο, παίρνουν τὸ ἀντίστοιχον λῆμμα τῶν «γερμανικῶν» γλωσσῶν καὶ τὸ συνδέουν μὲ... τὸν θόρυβον τοῦ χτυπήματος προφανῶς, λέγοντας πὼς πάλι ὁ βρόμος/θόρυβος ἐνέπνευσε «καὶ σὲ αὐτούς τὴν βρῶμα». 

Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Κατ' ἀρχὴν γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ κανεὶς ἀκόμα καὶ ἐπισφαλῶς σὲ θέματα ποὺ ἅπτονται τῆς -ὁποιαδήποτε- ἐπιστήμης, πρέπει νὰ βασιστεῖ σὲ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΥΠΑΡΚΤΕΣ, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΥΠΑΡΚΤΕΣ καὶ ἐν προκειμένῳ ἀναφορικῶς μὲ τὴν γλωσσολογία, ὀφείλει κάποιος νὰ στηριχθεῖ σὲ ΜΑΡΤΥΡΗΜΕΝΕΣ λέξεις, ΥΠΑΡΚΤΟΥ πολιτισμοῦ, μὲ ΓΡΑΠΤΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΝ καὶ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΝ. Ἐκ προοιμίου λοιπὸν κάτι ῥίζες «ἰνδοευρωπαϊκές», ἤτοι ἀνύπαρκτες, ὑποθετικὲς καὶ ἀσυνάρτητες δὲν μποροῦν νὰ τίθενται σὲ συζητήσεις γλωσσολογικοῦ ἐνδιαφέροντος, ἐκτὸς ἄν κάποιοι ἀντιμετωπίζουν τὴν γλωσσολογία ὡς πολιτικὴ καὶ ὄχι ὡς ἐπιστήμη! 

Καὶ γιὰ νὰ γίνει πιὸ σαφὲς αὐτό, ἄς περάσουμε στὰ ἀντίστοιχα λήμματα τῶν «γερμανικῶν γλωσσῶν» ποὺ περιγράφουν τὴν ἀπο-κρουστικὴ μυρωδιά, τὴν δυσοσμία τινός, δηλ. π.χ τὰ «stink, stinken, stinka, stinke, stank» ποὺ λέγουν οἱ βόρειοι κυρίως γιὰ τὸ «ὄζω ἄσχημα». Ἡ ῥίζα *stengh- ποὺ ἀναφέρεται εἶναι τὸ λιγότερον γελοία καὶ ἄξια κάθε ἐπιστημονικῆς ἀπαξιώσεως, καθῶς ΔΕΝ ἔχει βρεθεῖ ποτέ σὲ ΚΑΜΜΙΑ γλῶσσα, σὲ ΚΑΝΕΝΑΝ πολιτισμόν, σὲ ΚΑΝΕΝΑ γραπτόν κείμενον, γενικῶς ΠΟΤΕ, ΠΟΥΘΕΝΑ καὶ ἀπὸ ΚΑΝΕΝΑΝ!, ὁπότε περνᾶμε ἀπ' εὐθείας στὶς εὑρεθεῖσες καὶ μαρτυρημένες ῥίζες, ἤτοι στὸ παλαιότερον ὅλων ἑλληνικὸν ῥῆμα «στίζω» ( =στιγματίζω) ποὺ ἔδωσε τὸ λατινικὸν stigo, ἀκριβῶς μὲ τὴν ἴδια σημασία, αὐτὴν τοῦ κεντρίζω κάποιον, διαπερνῶ κάτι μὲ αἰχμηρὸν ἀντικείμενον,  σημαδεύω, χαράζω, καὶ μεταφορικῶς ξυλοκοπῶ καὶ τὰ συγγενῆ προαναφερθέντα «stink κοκ».
Τὸ «στίζειν» δηλαδὴ σημαίνει ὅ,τι καὶ τὸ πευκόω-ῶ, τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὸ λατινικὸ ῥῆμα, κατὰ μία ἐκδοχή, puco, pugo, pungo («Etymological dictionnary of the latin language», F.E.J. Valpy, Cambridge), μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία, τοῦ κεντρίζω καὶ συνάμα λοιπὸν ἀπωθῶ κάποιον/κάτι, ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «pungent, piccante, piquant» ποὺ σημαίνει τὸν ὀξύ, τὸν «ἰσχυρόν» μὲ ἀρνητικὴ κυρίως σημασία, τὸν ἀπωθητικόν, τὸν ἀπο-κρουστικὸν ποὺ λέγομεν ἑμεῖς. Διότι ὅταν μία μυρωδιὰ σὲ «κεντρίζει», δηλαδὴ εἶναι διαπεραστική, δὲν θεωρεῖται ἰδιαιτέρως εὐχάριστη, παρὰ ἀπεχθὴς καὶ δυσάρεστη. Ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ εὐχάριστον ἄρωμα ὅταν σοῦ διαπερνᾶ καὶ «κεντρίζει» τοὺς ῥινικοὺς αἰσθητῆρες γίνεται δυσάρεστον, βρωμᾶ! 

Ὅμως, τὸ πρόβλημα τῆς ὀρθογραφίας τοῦ «βρωμῶ» τὸ ἐπιλύει μιὰ καὶ καλὴ ἡ ἴδια ἡ γραμματεία μας, γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀριστοτέλης, στὸ χωρίον ποὺ προανέφερε ἡ Τζιροπούλου ἀπὸ τὸ «Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν», (βιβλ. 6, 579α). Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναφορά του ἐπιλύει καὶ τὰ ὅσα γράφονται περὶ τοῦ ἀττικιστοῦ Φρυνίχου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται πὼς ἔζησε τὸν 2ον αἰ., καὶ τὰ ὅσα κωλύματα τίθενται σχετικῶς μὲ τὴν ἐκδοχὴ πὼς ἡ λέξις «βρῶμα» προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ φράσιν «σκωλήκων βρῶμα». 

Τί γράφει λοιπὸν ὁ Ἀριστοτέλης στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα, τὸν 4ον αἰ. π.Χ; Κάτι αἰῶνες δηλαδὴ προτοῦ γεννηθεῖ ὁ Φρύνιχος καὶ καθιερωθεῖ ὁ χριστιανισμός καὶ οἱ γραφές; 

Ἀναλύοντας καὶ περιγράφοντας τὰ περὶ ἐλάφων, ἀναφέρει σχετικῶς μὲ τὸν ἀρσενικὸν πὼς ὅταν ἡ  θηλυκὴ κυοφορεῖ, αὐτός : «μονούμενος βόθρους ὀρύττει, καὶ βρωμᾶται ὥσπερ οἱ τράγοι...τὰ κρέα γίνεται φαῦλα καὶ δυσώδη, καθάπερ καὶ τῶν τράγων». 

Δηλαδὴ ὁ ἀρσενικὸς ἀπομονώνεται καὶ ὀρύττει βόθρους καὶ ἐκεῖ ἐκπέμπει δυσωδία/ βρωμᾶ σὰν τοὺς τράγους... 

Ὁ Φρύνιχος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Μπαμπινιώτης πὼς «εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἀπορρίψει τὴν γραφὴ τοῦ βρωμῶ μὲ ω», στὶς «Ἐκλογές» του ἁπλῶς ἀναφέρει : 

«Βρῶμος, πάνυ ἐζήτησα, εἰ χρῆ λέγειν ἐπὶ τῆς δυσωδίας· μέχρι οὖν εὑρίσκεται, «ἄχαριν ὀσμήν» λέγε ὥσπερ οἱ κωμῳδοποιοί». 

Δηλαδὴ ἔψαξε τὴν λέξιν «βρῶμος», ποὺ νὰ χαρακτηρίζει τὴν δυσωδία, καὶ προτείνει πὼς μέχρι νὰ τὴν βρεῖ -σὲ κάποιο κείμενον αὐτούσια- ἄς χρησιμοποιεῖται ἡ φράσις «ἄχαρις ὀσμή» στὴν θέσιν της. Δὲν ἀπορρίπτει κάτι, ἁπλῶς ψάχνει γιὰ τὴν λέξιν καὶ γιὰ ἀποδείξεις καὶ μαρτυρίες στὰ ἀρχαῖα κείμενα, διότι αὐτὸ ἄν μή τι ἄλλον ὀφείλει νὰ κάνει κάθε ἐπιστήμων. 

Ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως εἶναι ῥητὸς καὶ κατηγορηματικὸς καὶ μάλιστα ἡ ὀρθογραφία του μὲ ω, συμφωνεῖ μὲ τὴν ἔννοια τῆς δυσωδίας. 

Ὁμοίως καὶ ὁ Ἱπποκράτης στὰ «Ἅπαντά» του χρησιμοποιεῖ πολλάκις τὴν λέξιν, τὴν σχετικὴ τοῦ «βιβρώσκω». Ἔχει ὅμως μεγάλον ἐνδιαφέρον ἡ χρῆσις τῆς λέξεως «βρῶμα», ὅταν γράφει στὸ «Περὶ Ἐπιδημιῶν» (4, 25) : 

«Τῷ Ἡγησιστρατίῳ οἱ δύο ὀδόντες οἱ ἔσχατοι τὰ πρὸς ἀλλήλους ἐβέβρωντο· ὁ ἔσχατος εἶχεν ἄνωθεν τοῦ οὔλου δύο κονδύλους, ἕνα μὲν κατὰ βρῶμα, ἕνα δὲ ἐπὶ θάτερον». 

Οἱ ὀδόντες ἐβέβρωντο, δηλαδὴ ἐφθείροντο, κατεστρέφοντο ( < βιβρώσκομαι =τρώγομαι, φθείρομαι, μουχλιάζω), καὶ ὁ ἔσχατος εἶχε πάνω ἀπὸ τὸ οὖλον δύο κονδύλους, ἐξογκώματα, ὅπου τὸ ἕνα ἦταν μὲν «κατὰ βρῶμα», δηλ. στὸ σάπιο μέρος τοῦ δοντιοῦ, τὸ τερηδονισμένο ποὺ λέγομεν ὡς σήμερα (τερηδών < τείρω= φθείρω + ὀδούς, καὶ τὸ τείρω ἐκ τοῦ τρύω =τρυπῶ, τιτρώσκω, ἐξ οὗ καὶ «τραῦμα»). Ἄρα καὶ ἐδῶ ἡ λέξις «βρῶμα» καὶ πάλι μὲ ω συνδέεται μὲ τὴν σῆψιν καὶ τὴν φθορά, ὡς δηλοῖ τὸ ῥῆμα «βιβρώσκω», πολὺ πρὶν τὸν Φρύνιχον, πολὺ πρὶν τὶς Γραφές, πολὺ πρὶν τὸν Χατζηδάκι, τὸν Μπαμπινιώτη καὶ ὁποιοδήποτε «μεσαιωνικὸν» λῆμμα! Τὰ ἴδια περὶ βρώματος-βρῶμας-σήψεως τῶν ὀδόντων γράφει καὶ ὁ Διοσκουρίδης (1,142) καὶ πάλι με ω. 

Ὁμοίως καὶ ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφ. Σύν., Η') : 

«καπρίσκος καλεῖται μὲν καὶ μῦς, βρωμώδης δ᾽ ἐστὶ καὶ σκληρός». 

Τὰ ἴδια τὸ γράφει καὶ ὁ Στράβων (Γεωγραφ., Ε', 4,6) : 

«καμινώδεις ἐχούσαις ἀναπνοὰς πολλαχοῦ καὶ βρωμώδεις ἱκανῶς· τὸ δὲ πεδίον θείου πλῆρές ἐστι συρτοῦ». 

Τὰ ἴδια καὶ ὁ μέγας ἰατρός Ἀρεταῖος στὸ «Περὶ Αίτίων καὶ σημ. χρον. παθ.», (Ε', περὶ μελαγχολίης/ ΙΕ', περὶ ἰκτέρου) : 

«ἐρυγαὶ κακώδεες, βρωμώδεες...βρωμώδεες δὲ τὴν ὀσμὴν». 

Ὅμως, ὡς ἡ ἔρευνα ἀπαιτεῖ, πρέπει νὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὸ ῥῆμα «βρωμάομαι-βρωμῶμαι», τὸ ὁποῖον ἔχει διττὴ σημασία καὶ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ξαναμπερδεύει τὴν κατάστασιν. 

Τὰ σύγχρονα λεξικά, ἀλλὰ καὶ τὰ παλαιότερα, ὅπως τοῦ Κ. Κοῦμα ἀναφέρουν πὼς «βρωμῶμαι» σημαίνει καὶ φωνάζω δυνατά, γκαρύζω, ψοφῶ δηλαδή (βλ. ψοφίμι), ἐξ οὗ καὶ τὸ συνδέουν λογικῶς μὲ τὸ βρέμω καὶ μάλιστα ἐπιμένουν στὴν γραφὴ μὲ ω καὶ ὄχι μὲ ο, καθῶς οἱ τροπὲς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τὸ ἐπιτρέπουν καὶ τὸ δικαιολογοῦν καὶ ἐξ οὗ καὶ ὁ Ἡσύχιος γράφει «βρωμᾶσθαι = ὀγκάσθαι ( =ἐκβάλλω ὀγκηθμόν, ὀγκανίζω)» καὶ τὸ ἔχει ἐπίσης μὲ ω, ὅπως καὶ τὸ λεξικὸν Σουΐδα· ἀλλὰ σημαίνει καὶ παράγω δυσοσμία, βρωμῶ δηλαδή, ὡσὰν τὰ βρώματα ποὺ ἀνέφερε ὁ Ἱπποκράτης καὶ ὅπως βρωμοῦν οἱ ἀρσενικοὶ νεβροί, ὅπως μὲ ω γράφει ὁ Ἀριστοτέλης. 

Βεβαίως πρέπει νὰ γραφτεῖ πὼς ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει καὶ ὡς «βρομέον» τὸ ὀζόμενον· ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ ὁ Σουΐδας γράφει «βρῶμα =ἡ φωνή». Θεωρῶ πὼς τὴν διασαφήνισιν τὴν συνοψίζει ὁ Κοῦμας στὸ λεξικόν του, ὅπου στὸ λῆμμα «βρόμος» ἀναφέρει : 

«Ὁ τόπος εἰς ὅν οἱ ἔλαφοι οὐροῦσι καὶ ἀφοδεύουσι, Ἡσύχ. ὅθεν βρῶμος, ὁ, δυσωδία, ἰων. ἤ δωρ. (ὡς κόρος, κῶρος)...». 

Καὶ στὸ λῆμμα βρωμῶμαι γράφει : 

«Βρωμῶμαι, ἐπιθυμῶ φαγητόν καὶ διὰ τοῦτο φωνάζω· ἰδίως ἐπὶ τῶν ὄνων· τὸ αὐτὸ καὶ ὀγκᾶσθαι· οὔτως ἐξήγουν οἱ παλαιοὶ ἐσφαλμένως· ἀλλ' ἀληθῶς παράγεται ἀπὸ τὸ βρέμω, βρόμος, βρομέω, βρωμάω, ὡς ἐκ τοῦ στρέφω, στρόφος, στρωφάω· τρέχω, τρόχος, τρωχάω, κτλ. Βρωμέομαι-οῦμαι, ἐκπέμπω ἀσελγῆ δυσωδίαν, βρωμῶ κοινῶς· Ἀριστοτ. ἱστ. ζ., 6, 29». 
(Καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ φωνή ὡς βρῶμα καὶ τὸ βρομέον ὡς τὸ ὀζόμενον, προφανῶς ὡς ὁ βῶλος καὶ ἡ βολή, ἀμφότερα ἐκ τοῦ «βάλλω». Θέτει δηλαδὴ τὸν παράγοντα τῶν διαλεκτικῶν τροπῶν, πάρ' αὐτα τὸ «βρωμοῦμαι» δὲν μπορεῖ παρὰ καὶ αὐτὸς νὰ τὸ γράψει ὡς παρεδόθη ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα, δηλ. με ω). 

«Βρωματώδης, ὁ/ ἡ βρωμερός, ἐκ τοῦ βρῶμα, τό, ἡ δυσωδία, Διοσκορ. κ. Ξενοκράτ. κεφ. 20». 

... 

Ἐν κατακλείδι, ἡ βρῶμα ὡς συνδεομένη μὲ τὴν σῆψιν, τὴν δυσωδία, τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ βιβρώσκεσθαι, ἀκόμα κι ἄν αὐτὴ ἡ κακοσμία προέρχεται ἀπὸ ψοφίμια, ποὺ ψοφοῦν ( =βγάζουν κραυγή) δηλαδή καὶ κάνουν θόρυβον, ὅπως διατείνεται ὁ Χατζιδάκις, πρέπει νὰ γράφεται μὲ ω, ὅπως ἔγραφαν τὰ διάφορα συγγενῆ της λήμματα οἱ πρόγονοί μας Ἀριστοτέλης, Ἱπποκράτης, Στράβων, Ἀθήναιος κοκ πολὺ πρὶν τὶς Γραφές, ὅπως δικαιολογεῖ καλλίτερα καὶ ΕΝΑΡΓΕΣΤΑΤΑ τὸ περιεχόμενον τῆς βρώσεως/ φθορᾶς καὶ ὄχι τοῦ βρόμου/ κρότου ὑπὸ τὴν ΥΠΟΘΕΣΙΝ πὼς κάτι ποὺ βγάζει κρότον, μπορεῖ -ἴσως, ἐνδεχομένως, σὲ κάποιες περιπτώσεις- καὶ νὰ παράγει δυσοσμία, κοκ. 

Ἄλλο ὁ Ζεὺς ποὺ ῥίχνει κεραυνοὺς, ὡς Βρόμιος ποὺ εἶναι καὶ ὁ Διόνυσος μὲ τὶς τυμπανοκρουσίες του καὶ τὴν βασαρία/φασαρία καὶ τὸν σχεδὸν ἐκκωφαντικὸν θόρυβον τῶν ἑορτῶν του ποὺ λέγεται ἐπίσης Βρόμιος καὶ ἄλλο ὁ βρώμιος, τὸ βρώμιον μὲ τὴν δυσάρεστη μυρωδιά του καί...καί...καί... 

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ παράγωγον ῥῆμα ἐκ τοῦ «βρῶμα», ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι «βρωματίζω» κι ὄχι συνῃρημένον «βρωμάω-ῶ» ἔχει ἀπαντήσει ἀφ' ἑνὸς στὴν Χατζηδάκιον λογικὴ ἡ Τζιροπούλου, ἀφ' ἑτέρου ὅμως αἰῶνες πρὶν ἀπὸ ὅλους, ἔχει δώσει ὁ Ἀριστοτέλης τὴν ἀπάντησιν, χρησιμοποιῶντας τὸ ῥῆμα «βρωμῶμαι» μὲ τὴν ἔννοια τῆς δυσωδίας, ἐπίσης συνῃρημένον. 

Ἐν ὀλίγοις ἄλλον βρῶμα ( =σῆψις, δυσωδία) κι ἄλλον βρόμος ( =κρότος), ἄλλον βρομῶ ( =βρέμω, βομβῶ) κι ἄλλο βρωμῶ ( =ὄζω ἄσχημα) σύμφωνα μὲ τὴν μακραίωνη γραπτήν μας παράδοσιν, ὅπως... ἄλλον ψολός ( =καπνός), «ψολόεις κεραυνὸς» ποὺ λέγει κι ὁ Ἀριστοφάνης περιπαικτικῶς καὶ ἄλλον ψῶλος, γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ συγχέουν τὰ λήμματα...  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (