Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΙΓΑΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ


«Ὄνομα ἐστὶ πᾶσα λέξις δι' ἧς δηλοῦται πρόσωπον, ζῶον ἤ πρᾶγμα ἤ ἰδιότης αὐτῶν, τὸ δι' οὗ τις καλεῖται».

«Ὄνομα...τὸ διαμερίζον ἕκαστον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου. Ἐν γὰρ τῷ ὀνόματι «ἄνθρωπος» πάντες κοινωνοῦμεν. Ἐν δὲ τῷ «Ὅμηρος» ἤ «Σωκράτης», ἐπιμερίζεται ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον».

Καὶ γράφει ὁ μεγάλος μας Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ (θ', 550-54) :

«εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, ...οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ' ἀνθρώπων, οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται, ἀλλ' ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες».

( =Πὲς μὲ ποιό ὄνομα σὲ ἐκάλουν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ σου...διότι κανεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι παντελῶς ἀνώνυμος, οὔτε ὁ κακός, οὔτε ὁ καλός, ἀφ' ὅταν πρωτογεννήθησαν, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐπι-τίθενται -ὀνόματα, ἤτοι ἐπί-θετα-, ὅταν τοὺς γεννοῦν οἱ γονείς τους).

«Γι' αὐτὸ καὶ πάλι ὁ Ὅμηρος στὴν ῥαψωδία «Δολώνεια» τῆς Ἰλιάδος (Κ, 67) ὑποδεικνύει καθοριστικῶς καὶ σοφῶς :

(Εἶναι ὅταν ὁ ἀρχιστράτηγος Ἀγαμέμνων ἀποστέλλει τὸν Μενέλαον μέσα στὴν νύκτα μὲ ἐντολὴ νὰ προτρέψῃ τοὺς ἄνδρες σὲ ἐπαγρύπνησιν, νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ νὰ ἀποκοιμηθοῦν· τὸ κλασικὸ «φύλακες γρηγορεῖτε»).

«φθέγγεο δ’ ᾗ κεν ἴῃσθα καὶ ἐγρήγορθαι ἄνωχθι, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον πάντας κυδαίνων».

( =Φωνάζοντας στοὺς ἄνδρες νὰ ἀγρυπνοῦν, νὰ τοὺς καλῇς μὲ τ' ὄνομα καὶ τὴν πατρογενιά τους, γιατὶ ἔτσι ὅλους τοὺς τιμᾶς).

π.χ. «Αἶαν Τελαμώνιε Αἰακίδη», «Ἰδομενεῦ Δευκαλίωνος Μινωίδη» κοκ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον διαιωνίζεται τὸ κῦδος τῶν προγόνων καὶ ἡ τιμὴ ἀλλὰ καὶ τὸ χρέος τῶν ἀπογόνων, τῶν ὐιῶν...

Ὁ Εὐριπίδης στὴν τραγωδία «Ἴων» (84) παρουσιάζει τὸν Ἴωνα (ὁ ὁποῖος δὲν γνωρίζει ἀκόμη ὅτι εἶναι υἰὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ θεωρεῖ ἑαυτὸν νοθογενῆ) νὰ θρηνῇ γι' αὐτὴν τὴν συμφορά, νὰ θρηνῇ ποὺ δὲν ἔχει ὄνομα : «μηδὲν καὶ οὐδὲν ὤν κεκλήσομαι...». Μὴ ἔχοντας ὄνομα δὲν ὑπάρχει! (ὄνομα < ὤν < μτχ τοῦ ῥ. εἰμί). ...Καὶ ὁ Καβάφης στὸ ποίημά του «Ποσειδωνιᾶται», οἰκτείρει τοὺς Ἕλληνας αὐτοὺς ἀποίκους, ποὺ παρήκμασαν στὴν Ἰταλία... «Τὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ οἱ Ποσειδωνιᾶται ἐξέχασαν... Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἔμενε προγονικὸ ἦταν μιὰ ἑλληνικὴ γιορτή... μὲ λύρες καὶ μὲ αυλούς... Κι εἶχαν συνήθεια πρὸς τὸ τέλος τῆς γιορτῆς... ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΝΑ ΞΑΝΑΛΕΝΕ...» Ὁ λαὸς μὲ τὸ ἀλάθητο ἔνστικτό του, τὸ ἔχει συλλάβει, τὸ ἔχει κατανοήσει. Σύμφωνα μὲ τὴν λαϊκὴ σοφία, τὰ πρόσωπα, τὰ ἄτομα, εἶναι «νοματοί» ἤ «νοματέοι». Εἴθε νὰ μὴν ἔρθῃ ποτὲ ὁ καιρὸς ποὺ ἡ βάρβαρη τεχνολογία τῆς τάχα πολιτισμένης «Νέας Ἐποχῆς» θὰ ἀντικαταστήσῃ τὰ ὀνόματα καὶ τοὺς «νοματέους» μὲ ἀριθμούς. Θὰ εἶναι τὸ τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.

Στὴν ἐποχὴ λοιπὸν ποὺ τὸ ὄνομα βάλλεται σταθερῶς καὶ ἐπιμόνως, ποὺ τὸ ὄνομα ἀντικαθίσταται ἐντέχνως καὶ προμελετημένως ἀπὸ ἀριθμοὺς καὶ τὸ ὄν καθίσταται νούμερον, εἶναι μεγίστης σημασίας ἡ σύλληψις τῆς φράσεως : «Καὶ τὸ περὶ τῶν ὀνομάτων, οὔ σμικρὸν τυγχάνει ὄν μάθημα...», Κρατύλος, 384, Πλάτων. ... Οἱ Ἕλληνες λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ τέκνου τους τελοῦσαν τὰ Ἀμφιδρόμια. Ἀφοῦ καθάριζαν καὶ προετοίμαζον ἐπιμελῶς τὸν οἶκον τους, κρέμαγαν στὴν ἐξώθυρα εἴτε κλάδον ἐλαίας (ἄν τὸ νεογνὸν ἦταν ἀγόρι), εἴτε μάλλινη ταινία (ἄν τὸ νεογνὸν ἦταν κορίτσι) καὶ σὲ λαμπρὰ τελετὴ μετὰ τῶν οἰκείων τους, περιέφερον τὸ τέκνον γύρω ἀπὸ τὸν βωμὸν τῆς Ἑστίας καὶ ἔκαναν τὴν ὀνοματοδοσία. Τὰ ὀνόματα δὲν ἦταν συμβατικά, πολὺ περισσότερον βαρβαρικά, ὅπως ἀνερυθρίαστα γίνεται πολλάκις σήμερα. Ἔδιδαν τὸ ὄνομα σύμφωνα μὲ τὰ χαρίσματα ποὺ ἤθελαν ἤ ποὺ παρετήρουν πὼς ἔφερε τὸ τέκνον καὶ φυσικῶς πολλάκις αὐτὰ στὴν πορεία μποροῦσαν νὰ ἀλλάξουν, ὅπως π.χ στὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀριστοκλέους, μετ' ἔπειτα Πλάτωνος, ἤ τοῦ Τυρτάμου ποὺ ὁ δάσκαλός του, Ἀριστοτέλης γιὰ τὴν εὐφράδειά του καὶ τὴν δύναμιν τοῦ λόγου του, τὸν ὠνόμασε Θεόφραστον, ἤ τοῦ Ποδάρκους, ποὺ ἐπειδὴ τὸν ἀπελευθέρωσε διὰ πληρωμῆς ἡ ἀδελφή του, Ἡσιόνη, ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς Πρίαμος, ἤ τοῦ Τισίου, τοῦ πρώτου στήσαντος χορόν, ὁ ὁποῖος ἐκλήθη τελικῶς Στησίχορος, κοκ. Ἄλλοι παρέμειναν στὴν ἱστορία διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ γεννήτορός τους, ὅπως π.χ. ἡ Ἱπποδάμεια, ποὺ ὁ Ὅμηρος τὴν ὀνομάζει Βρισηίδα (ὡς κόρη τοῦ Βρίσου), ἤ ἡ ἐξαδέλφη της Ἀστυνόμη, ἡ ὁποία ὡς κόρη τοῦ Χρύσου ὠνομάσθη Χρυσηίδα ἤ ἡ Εὔμητις, ποὺ ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς Κλεοβουλίνη (λόγῳ τοῦ πατρός της Κλεοβούλου) κοκ. Τὸ «ἐφ' ᾧ τὶς καλεῖται» δὲν εἶναι ἁπλῶς σημαντικόν τῆς εἰδοποιοῦ διαφορᾶς τινὸς ὑπὸ τοῦ συνόλου του, ἀλλὰ σημεῖον ἀξίας, σημεῖον χρέους πρὸς ἑαυτόν, πρὸς τοὺ προγόνους ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ἱστορία, σημεῖον ἀναφορᾶς, σημεῖον ἱστορίας καὶ ἱστορικότητος. Ἡ κατάκτησις ἑνὸς λαοῦ δὲν εἶναι μόνον ζήτημα ὅπλων καὶ αἵματος, ἀλλὰ καὶ γλώσσης καὶ ὀνόματος («Καὶ οἱ λέξεις φλέβες εἶναι, μέσα τους αἷμα τρέχει», «μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου»...). Ὁ ἄτιμος καὶ ἄτυπος, ὁ ὕπουλος πόλεμος ποὺ διεξάγεται σήμερον εἶναι ἀθόρυβος καὶ ῥοκανίζει ὅσον ποτὲ τὰ θεμέλια τοῦ ἔθνους καὶ τῆς πατρίδος. Ὅταν προωθεῖται ἡ νόθευσις τοῦ γόνου καὶ ἡ ἐξαχρείωσις μιᾶς ἐνδόξου κληρονομιᾶς, ὅταν καταπίπτουν τὰ ἰδανικὰ καὶ ἐκβαρβαρίζεται γλῶσσα καὶ ὄνομα μὲ τὶς διάφορες τακτικὲς μπασταρδοποιήσεως καὶ ἐπιπλέον γενοκτονίας ποὺ ἐκτελεῖται εὐθέως καὶ ἀνοιχτῶς...τὰ λόγια περιττεύουν καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ παντὶ τρόπῳ ἀντίστασιν γίνεται ἀδήριτος. Ὀφείλει λοιπὸν κάθε Ἕλλην νὰ γυρίσει στὶς ῥίζες του, νὰ μελετήσει τὸ ἔνδοξον παρελθόν του, νὰ ἔλθει ἐπιτέλους σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν κληρονομιά του, νὰ ξανανιώσει μέσα του τοὺς προγόνους του καὶ νὰ ἁρματωθεῖ γιὰ πολυεπίπεδον μέχρις ἐσχάτων πόλεμον. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ προανφερθὲν «ἐφ' ᾧ τις καλεῖται» πρέπει νὰ φέρει στὴν μνήμην συμβάντα, γεγονότα, πράξεις ἡρωισμοῦ, ἰδανικά καὶ ὄχι ξευτίλα, βαρβαρότητα, ὑποδούλωσιν, ἀξιακὴ καθαλλίασιν... Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς λίγο πρὶν κάθε Ἐπανάστασιν, οἱ Ἕλληνες ἔδιδαν καὶ πάλι ἑλληνικὰ, πανάρχαια ὀνόματα στὰ παιδιά τους· ὀνόματα ποὺ ἔφεραν στὴν μνήμη τους, τὸ πότε, ποιός, ποῦ, γιατί καὶ πῶς τοὺς ὤρθωσε στὰ πόδια τους· ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί μας. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖον πὼς κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἑλληνικὰ συγγράμματα, μὲ τὴν ἑλληνικὴ κοσμοθεωρία δὲν ἄντεχε στὴν δουλικότητα καὶ ἀνελευθερία...

Ὀνόματα καὶ ἐπώνυμα λοιπὸν ἔχουν μεγάλη ἀξία, καθῶς ἀφ' ἑνὸς ἄνευ ὀν-όματος, παύει τις/τι νὰ ὑπάρχει· παύει τὸ ὄν, ἀφ' ἑτέρου ἡ γενικοτέρα ἀποδοχὴ βαρβαρικῶν ὀνομάτων, ἡ ἀνοχὴ σὲ ὀνόματα καὶ ἐπωνύματα ἐκ-φυλιστικά καὶ ἐκ-φυλισμένα, ὅπως δυστυχῶς ὅλο καὶ περισσότερον γίνεται τοὺς τελευταίους αἰῶνες (βλ. ἑβραϊκὰ καὶ γενικῶς ἀλλοδαπὰ ὀνόματα, ἀπαγορεύσεις ὀνοματοδοσίας ἀμιγῶς ἑλληνικοῦ ὀνόματος στὶς ἐκκλησίες κοκ), μὲ ἀποκορύφωμα τὴν σημερινὴ κατάντια, ὅπου ἀρκετὲς γυναῖκες τοῦ ἔθνους καταδέχονται νὰ φέρουν αὐτὲς καὶ τὰ νόθα τέκνα ποὺ κυοφοροῦν καὶ ἐγκαθιστοῦν έντὸς τῶν θυρῶν τῆς Ἑλλάδος, τὸ βάρβαρον ὄνομα τοῦ κάθε ἐπήλυδος ποὺ τὶς γονιμοποίησε· ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως ἄνδρες τῆς φυλῆς, ἀδυνατώντας νὰ ἐλέγξουν τὸ κατὰ Πλάτωνα «ἀπειθές, αὐτοκρατὲς καὶ ἀνυπάκουον λόγου» αἰδοῖον τους καὶ τὶς οἰστρώδεις ἐπιθυμίες τους, ἁλλοιώνουν τὴν γονιδιακὴ δεξαμενὴ καὶ συνέχεια τοῦ ἔθνους καὶ τῆς φιλοπατρίας... Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν ἐπιθέτων, γιὰ τὸ ὁποῖον γίνεται λόγος στὸ ἄρθρον, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γίνει λόγος καὶ στὴν ἄλλη μάστιγα ποὺ -εὐτυχῶς- μέχρι σήμερα καταπολεμοῦν τὰ ἐπώνυμα· τὸ καρκίνωμα τοῦ φεμινισμοῦ. Κι αὐτὸ διότι ἀκόμη ἡ γλῶσσα καὶ τὰ επώνυμα διασώζουν τὴν φυσικὴ ἐξέλιξιν καὶ ῥοὴ τῶν πραγμάτων, ἤτοι τὴν ἀξία τοῦ ἀνδρός-τείχους στὴν κοινωνία, στὸν οἶκον του καὶ στὸν γόνον του. Ἡ γυνὴ λοιπὸν φέρει πάντοτε ἐπώνυμον σὲ γενικὴ πτῶσιν, δι' οὗ ὑποδεικνύεται ἡ προστασία της ἀπὸ τὸ ἰσχυρότερον φύσει ἀρσενικόν, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸν πατέρα-ἄνδρα τοῦ οἴκου, εἴτε γιὰ τὸν σύζυγον-προστάτη τοῦ γόνου της καὶ τῆς συνέχειᾶς τους. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ γυναικεῖα ἐπώνυμα παραμένουν φαινομενικῶς «ἄκλιτα», πάντοτε σὲ γενικὴ πτῶσιν, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει ἀνέκαθεν στὴν Ἑλλάδα, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς βάρβαρες καὶ ἀνθελληνικὲς προσταγές. Περὶ τῶν συνηθεστέρων καταλήξεων τῶν ἑλληνικῶν έπωνύμων, καὶ έκεῖ διατηροῦνται άρχέγονες μνῆμες. Ἔτσι ἔχουμε ἐπώνυμα ποὺ λήγουν σὲ : -εύς/ -έας, τὰ ὁποῖα κωδικοποιοῦν τὴν προέλευσιν, ἐκ τοῦ ἕο=οὗ, ἐξ οὗ τὸ τέκνον προέρχεται. Αὐτὲς οἱ καταλήξεις ἔχουν διατηρηθεῖ κυρίως στὴν Πελοπόννησον. Ὁμοίως καὶ τὰ ὀνόματα σὲ : - πουλος, ἐκ τοῦ «πῶλος», διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ ω σὲ ου. Πῶλος εἶναι τὸ νεαρὸν μκρὸν ζῶον, τὸ νεογνόν, τὸ πουλάρι. Τὰ σχόλια εἰς τὴν «Ὀρέστειαν» (στ. 794) τοῦ Αἰσχύλου παρατηροῦν ὅτι «Ἀγαμέμνονος πῶλος ἐστὶ Ὀρέστης». Ἡ κατάληξις -πουλος λοιπὸν ὑποδεικνύει τὸ πουλάρι, τὸν γόνον, τὸν ἄξιον συνεχιστῆ τοῦ γόνου. Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸν ἔχουν σχηματιστεῖ καὶ τὰ ἐπίθετα σέ : -ακης/ -ακος, ἐκ τοῦ ἀκίς =αἰχμή, ἀγκίδα, συνεκδοχικῶς ὡς τὸ «κάτι μικρόν», ἐξ οὗ καὶ τὰ ὑποκοριστικὰ φέρουν τὴν ἴδια κατάληξιν.

Ὁμοίας λογικῆς καὶ ἡ ὑποκοριστικὴ αἰολικὴ κατάληξις -υλλιον (π.χ. δένδρον-δενδρύλλιον), ἡ ὁποία πέρασε αὐτούσια στὴν αἰολοδωρικὴ κόρη τῆς ἑλληνικῆς, τὴν λατινικὴ ὡς -ulus, -ula, - ulum (π.χ. ἡ anima =ψυχή, ἔγινε animula =ψυχοῦλα). Οἱ Αἰολεῖς Λέσβιοι λοιπὸν μέχρι σήμερα διατηροῦν αὐτὴν τὴν πανάρχαια ἱστορία καὶ τὰ περισσότερα ἐπώνυμά τους λήγουν σὲ -έλλης/ -έλης. Εἶναι συνήθως πατρωνυμικά, ἔχουν δηλαδὴ σχηματιστεῖ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός καὶ ὑποδηλώνουν τὸν νεαρὸν, μικρὸν βλαστόν του.

Τὰ σὲ -ικός προέρχονται ἐκ τοῦ «ἴκω» =ἔρχομαι, προέρχομαι (ἐξ οὗ καὶ Κρητικός, Δωρικός κοκ).

Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ καὶ τὰ σὲ -ιος/ -ιτος/ -ιτης/ -ουσης, ἐκ τοῦ «εἴμι» =ἔρχομαι, πορεύομαι. Τὰ εἰς -ινης προέρχονται ἐκ τοῦ ἶνις =υἰός. Ὁμοίως καὶ τὰ πατρωνυμικὰ ἐπώνυμα καὶ τὰ ἐπίθετα σὲ -ου, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἐκ τῆς γενικῆς πτώσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ προπάτορος, ὅπως π.χ. «Δημητρίου, Θεμιστοκλέους», ὡς ἀπόγονος/ ἐπίγονος κάποιου Δημητρίου, Θεμιστοκλέους κοκ. Γεγονὸς ποὺ συναντᾶται κυρίως στὴν Κύπρον. Τὰ ἐπίθετα σὲ -ατος, τὰ ὁποῖα συναντῶνται κυρίως στὴν Κεφαλληνία, ἔρχονται ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸν Ὅμηρον, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τὸν Ὀδυσσέα ὡς «ΔΟΛΩΝ ΑΤΟΝ», δηλαδὴ πλήρη δόλων. Ἆτος εἶναι ὁ πλήρης, ὁ γεμάτος, ὁ κορεσμένος ἐκ τοῦ ἅδην. Τὰ ἐπίθετα σὲ -ατος παρέμειναν καὶ διετήρησαν ζωντανὴ τὴν πατρίδα του Ὀδυσσέως, τὴν Κεφαλληνία, τὴν πατρίδα τοῦ προπάτορός του δηλαδὴ Κεφάλου. Τὰ ἐπίθετα εἰς -ίδης/ -αδης/ -δης/ -δας, ὁμοίως ἔρχονται ἀπευθείας μέσα ἀπὸ τὰ Ἕπη, ὅπου συναντῶμεν τὸν Πηλείδη Ἀχιλλέα, τὸν υἰὸν δηλαδὴ τοῦ Πηλέως, τὸν Ἀτρείδη Μενέλαον καὶ Ἀγαμέμνονα, υἰοὺς δηλαδὴ τοῦ Ἀτρέως, τὸν ὐιὸν τοῦ Τυδέως, τὸν Τυδείδη Διομήδη. Ὁ υἰὸς τοῦ Φιλίππου, ὁ Ἀριστοφάνης ἐλέγετο Φιλιππίδης κοκ. Ὑπάρχουν καὶ πλεῖστα ἐπώνυμα-παρωνύμια, τὰ ὁποῖα ἔχουν σχηματιστεῖ ἀπὸ παρατσούκλια, εἴτε λόγῳ κάποιου χαρακτηριστικοῦ ποὺ φέρει τὸ πρόσωπο ἤ κάποιος προγόνός του (π.χ. Ξανθός, Τραυλός), εἴτε λόγῳ τῆς ποιότητος ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ (π.χ. Χρυσός, Συνετός), εἴτε λόγῳ ἐπαγγέλματος (Δασκαλάκης, Ἰατρόπουλος), εἴτε λόγῳ ὁποιασδήποτε ἄλλης αἰτίας ποὺ ὡδήγησε κάποιον πρόγονόν του νὰ πάρει τὸ ἑκάστοτε παρατσούκλι.

Ἐπιπλέον ἀπαντῶνται καὶ ἐπώνυμα, δηλωτικὰ τῆς καταγωγῆς, ὅπως Μυτιληναῖος, Κρητικός, Βαλαωρίτης κοκ, ἀλλὰ καὶ τὰ λεγόμενα μητρωνυμικά, τὰ ὁποῖα ὑποδηλώνουν τὸ τέκνον τῆς μητρός κάποιου προγόνου ἤ τοῦ ἰδίου, ὅπως Γιώργαινας, Ἀλέξαινας κοκ.

Βεβαίως σὲ ἀρκετὰ ἑλληνικὰ ἐπώνυμα δυστυχῶς ἔχουν παρεισφρήσει συνθετικὰ ἀλλοδαπῶν ἤ ἐκβαρβαρισμένων ἑλληνικῶν ὀνομάτων ἤ ἀκόμα ἔχουν εἰσαχθεῖ πλήρως βάρβαρα ὀνόματα, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ κυνηγητοῦ, τῆς λεηλασίας, τῆς παρακμῆς καὶ τῶν ὅσων κακῶν βρῆκαν τὴν Ἑλλάδα στὴν ἱστορία της. Σὲ κάθε περίπτωσιν, χρέος ὅλων εἶναι νὰ σταματήσει τὸ κακὸ καὶ ὄχι νὰ γίνονται ἀνεκτὲς οἱ παρεκκλίσεις, ἡ ἀνθελληνικὴ νοοτροπία ποὺ ἐπιβάλλεται καὶ ἐπιτρέπουμε ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀνοχή μας, νὰ καταπαίνει κάθε τὶ ὑγιὲς καὶ ἑλληνικόν -ἰδίως τὶς νεώτερες γενιές, τὴν συνέχεια τοῦ ἔθνους, ποὺ στὴν πλειονότητά της σήμερα ἔχει κατασταθεῖ ἕρμαιον κάθε ἐθνοκτόνου καὶ ἀπανθρώπου ἀτζέντας- καὶ τὸ κυριώτερον νὰ φροντίσει κάθε Ἕλλην νὰ διαιωνιστεῖ ὁ γόνος του καὶ νὰ γαλουχηθοῦν οἱ συνεχιστές του ἑλληνικῶς. Εἰ δὲ μὴ ἄς καθήσει θεατὴς τῆς στειρώσεώς του ἀτομικῶς καὶ γενοκτονίας καὶ ἁλλοτριώσεως του ἔθνους του συνολικῶς. Διότι αὐτὸ συμβαίνει έπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ δὲν ἐξευμενίζεται μὲ καμμία νεοσύστατη ψευτορολογία...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (