Δὲν θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ μὴ γίνεται πλῦσις ἐγκεφάλου γιὰ τὸν «Ἀριστοτελικὸν μισογυνισμόν, τὴν τοξικὴ πατριαρχία» καὶ ἄλλες τέτοιες μαλακίες στὰ σχολεῖα. Καὶ προσοχὴ ὅταν γράφω «μαλακίες» δὲν τὸ ἐννοῶ μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη ἑβραϊκὴ λογικὴν ποὺ ἔχουν ἐπιβάλλει στὸν Ἕλληνα, αὐτὴν τῆς δέψεως, τῆς αὐτοϊκανοποιήσεως, ἡ ὁποία οὐδεμία σχέσιν ἔχει μὲ τὸ ἔτυμον· ἀλλὰ μὲ τὴν ἐτύμη ἔννοια καὶ λογικὴ τοῦ ὄρου, τῆς μαλακότητος, τοῦ ἀποτελέσματος τῆς ἀποφυγῆς σκληραγωγήσεως, αὐτοῦ ποὺ ἔχει λοιδορήσει ὁ θεῖος Ὅμηρος διὰ στόματος Θερσίτου «ὦ πέπονες κάκ’ ἐλέγχε’ Ἀχαιΐδες οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ», (Ἰλιάς, Β', 235), τοῦ νὰ μὴν εἶναι σκληροὶ οἱ ἄνδρες.
Ἄλλωστε στὴν ἀτζέντα ἀποσαθρώσεως καὶ ἐκμαυλισμοῦ ποὺ ἐπιβάλλεται, ὁ φεμινισμὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα ὅπλα πλήρους ὑποδουλώσεως καὶ διαλύσεως τῆς κοινωνίας. Πῶς νὰ ἁλώσεις μία πόλιν ἄν δὲν διαλύσεις πρώτα τὰ τείχη της, τοὺς ἄνδρες; Καὶ πῶς νὰ ἐξασφαλίσεις τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ διαρκῆ κατάκτησίν της, ἄν δὲν ἐξαχρειώσεις τὰ φυσικὰ ἔνστικτα τῶν γυναικῶν;
Γι' αὐτὸ καὶ ἡ γάγγραινα τοῦ φεμινισμοῦ ποὺ ἐπιβάλλεται, ἀποδυναμώνει ἐπισταμένως τὸν ἐπιφορτισμένον φύσει μὲ τὴν ἀνάτασιν καὶ προστασία τοῦ οἴκου, γένους, πατρίδος ἄνδρα < ἀνήρ < ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπί τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας. Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις).
Ἀκόμη ἡ μάστιγα αὐτὴ βάλλει εὐθέως τὸ κύτταρον τῆς κοινωνίας, τὴν οἰκογένεια, καθῶς πέραν τῆς μαλθακοποιήσεως καὶ ἐξασθενίσεως τῶν ἀνδρῶν, ὑποδουλώνει, ἐκπορνεύει καὶ καθιστᾶ «χειραφετημένον» ὑποχείριον τοῦ ἑκάστοτε ἰσχυροῦ (π.χ. συστήματος) τὴν φύσει ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν αὐτάρκεια-οἰκιακῆ διαχείρισιν καὶ ἀνατροφὴν-ἀνάπτυξιν τῶν τέκνων-συνεχιστῶν τοῦ οἰκου, γυναῖκα (γυνή < «γονή, παρὰ τὸ γεννᾶν», Κρατύλος, Πλάτων· ἤ ἀπὸ τό «παρὰ τὴν γῆν ἐοικέναι = ὁμοιάζω». Γιατὶ ὅπως ἡ γῆ ὀργώνεται μὲ τὸ ὑνὶ καὶ σπείρεται καὶ γεννᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Γι΄αὐτὸ καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὀνομασίες τῆς μήτρας εἶναι καὶ ἄρουρα =γῆ).
Προβάλλοντας προβληματικὲς καταστάσεις καὶ γεγονότα ἀτιθάσων ψυχικῶς καὶ ἀχαλίνωτων ἀνδρῶν σὲ συνδυασμὸν μὲ τὸν κορεσμὸν τοῦ ἐπιρρεποῦς σὲ ὑπερβολὲς συναισθηματικοῦ-ἐπιθυμητικοῦ καὶ φιλαρέσκου τοῦ ὡραίου φύλου, ἡ ἐπικεκαλυμμένη ἀνελευθερία μὲ τὸν μανδύα τῆς «μάχης γιὰ ἀνεξαρτησία», ἔχει βρεῖ γόνιμον ἔδαφος καὶ καταστρέφει ἀργὰ καὶ σταθερῶς δεκαετίες τώρα -καὶ- τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ οἰκογένεια.
Ἄνδρες εὐνουχισμένοι, μαλθακοί, ἀδύναμοι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ὅ,τι ἐπιβάλλεται, ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸ ἱερὸν καθῆκον ποὺ μνημονεύει ὁ Ὅμηρος διὰ στόματος Γλαύκου στὴν Ἰλιάδα (Ζ', 208) : «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν»· φοβικοὶ καὶ ἀλλοτριωμένοι ἀπὸ τὴν ἱερότητα τοῦ νοήματος τῆς κυριολεξίας τοῦ Ἡρακλειτίου ῥητοῦ
«Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους»·
καὶ γυναῖκες ἐκπεπορνευμένες, συχνάκις στερημένες ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως (καθῶς ἡ φύσις δὲν δέχεται χρονοδιαγράμματα) τοῦ ἱεροῦ θαύματος τῆς μητρότητος, «ἀνεξάρτητες» σκλάβες ἑνὸς προγράμματος ποὺ τοὺς στερεῖ πολύτιμον χρόνον νὰ ἐκτελέσουν ὀρθῶς τὸ καθῆκον τους ἀπέναντι στὸν οἶκον τους καὶ τὰ τέκνα τους, νὰ ἀπολαύσουν τὸν ῥόλον τους, ποὺ ἀποπροσανατολισμένες καταφεύγουν νὰ καλύπτουν τὰ καταπολεμημένα ἐνστικτά τους ἀφιερωμένες ἀποκλειστικῶς σὲ ζῶα...εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς λεγομένης «χειραφετήσεως».
Ἐπιστρέφοντας ὅμως στὸ θέμα τοῦ τίτλου καὶ στὸ χωρίον τοῦ κειμένου τῶν πανελληνίων, ἀναρωτιέται κανεὶς ἀπὸ ποῦ προκύπτει πὼς ὁ Ἀριστοτέλης «ἀρνεῖται στὶς γυναῖκες τὴν ἀνθρώπινη ἀξία» ἤ ὅπως χρόνια τώρα διδάσκεται ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τῶν συνόρων, πὼς ὁ φιλόσοφος ἦταν «μισογύνης»;!
Ἡ ἀπάντησις εἶναι πὼς προκύπτει ἀπὸ τὴν φαντασία τῶν ψυχικῶς καὶ διανοητικῶς ἀνισορρόπων, καὶ ἀργυρωνήτων, ποὺ ψάχνουν ἀφορμὲς νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀνώμαλες φύσει ἀπόψεις τους καὶ οἱ ὁποῖοι διαστρεβλώνουν τὰ γραφόμενα τοῦ Ἀριστοτέλους, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνακύκλωσιν αὐτῶν τῶν αποκυημάτων ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε δὲν ἔχουν διαβάσει ποτέ τους μισὴ περίοδον ἀπὸ κάποιο σύγγραμμα τοῦ Ἀριστοτέλους, εἴτε δὲν ἐννοοῦν τί διαβάζουν.
Σημαία ὅλων αὐτῶν τὸ ἐξῆς καταπληκτικὸν σὲ συνειδητοποίησιν καὶ ἐπιστημονικότητα χωρίον ἀπὸ τὰ «Πολιτικά» (1254β) τοῦ Ἀριστοτέλους :
«τὸ ἄῤῥεν πρὸς τὸ θῆλυ φύσει τὸ μὲν κρεῖττον τὸ δὲ χεῖρον, καὶ τὸ μὲν ἄρχον τὸ δ᾿ ἀρχόμενον».
Τὸ ὁποῖον χωρίον διαστρεβλώνεται μονίμως καὶ μεταφράζεται ὡς ἑξῆς :
«Τὸ ἀρσενικὸν εἶναι ἀπὸ τὴν φύσιν του ἀνώτερον καὶ τὸ θηλυκὸν κατώτερον. -Γι' αὐτό- τὸ ἕνα πρέπει νὰ ἄρχει καὶ τὸ ἄλλο νὰ ἄρχεται, -ἐφ' ὅσον ο ἀνὴρ εἶναι καλλίτερος-»! Κι ὅταν λέγουν «ἄρχει» ἐννοοῦν ἀκραία συμπεριφορὰ ἐξουσίας ὑπανθρώπων -σὰν αὐτὴν ποὺ συνηθίζουν νὰ ἔχουν οἱ ἐπήλυδες, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουν πρόβλημα οἱ κατὰ τὰ ἄλλα «χειραφετημένες δικαιωματίστριες» νὰ ἐρωτοτροποῦν, καθῶς ὄχι μόνον δὲν ἀντιτίθεται στὸ σχέδιον ἡ μεῖξις, παρὰ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸ ὁρμέμφυτόν τους, τὸ ἀναζητῶν τὴν ὑποταγή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτζέντα ἀντικαταστάσεως πληθυσμῶν-.
Κι ὅταν λέγουν «ἄρχεται» ὑπονοοῦν τὴν ἀπόλυτον ἀνελευθερία καὶ δουλικότητα, ἔννοιες ποὺ δὲν ἀνέχτηκε ποτὲ στὸ παρελθὸν ὁ Ἕλλην οὔτε γιὰ τὸν πιὸ ποταπὸν ἄνθρωπον, πόσῳ μᾶλλον γιὰ τὶς γυναῖκες τοῦ οἴκου του καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ὁποίας ἦταν ὁπλίτης-πολίτης.
Οὐδέποτε ὅμως ὁ Ἀριστοτέλης ὑπενόησε ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ γυναικείου φύλου. Ἴσα-ἴσα ποὺ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔρριπτε τὶς φεμινίστριες καὶ τοὺς ὑποστηρίζοντας αὐτὸ τὸ καρκίνωμα ὁμοφύλους του, ἐκεῖ θὰ ἔρριπτε καὶ ὅποιον προσπαθοῦσε νὰ ὑποδουλώσει ἔστω καὶ τὴν πιὸ τιποτένια γυναῖκα τοῦ ἐθνους του.
Ἔκανε ἁπλῶς μία φυσικὴ καὶ ἁπλὴ συνειδητοποίησιν καὶ χρησιμοποίησε μὲ τεραστία ἀκρίβεια τὰ ἔτυμα, γράφοντας «ἄρρεν κρεῖττον-θῆλυ χεῖρον»*, διότι πράγματι ὁ ἀνὴρ ὅσον καὶ νὰ χτυπιοῦνται κάποιοι, φύσει εἶναι ἰσχυρότερος -γι' αὐτὸ καὶ πολεμᾶται ἡ φύσις του- καὶ ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ ἀνδρεία ( < ἀνήρ) γυνὴ εἶναι πιὸ εὐυπότακτη ἐν συγκρίσει μὲ ἕναν ἀνδρεῖον ἄνδρα, καὶ ἐπειδὴ πάντοτε καὶ νομοτελειακῶς τὸ ἰσχυρότερον ἄρχει τὸ λιγότερον ἰσχυρὸν καταλήγει στὸ συμπέρασμα «τὸ μὲν ἄρχον τὸ δὲ ἀρχόμενον».
Τὸ γνωρίζουν καλῶς αὐτὸ οἱ διοικοῦντες γι' αὐτὸ καὶ φροντίζουν νὰ ψευτοϊσχυροποιήσουν τὸ εὐυπότακτον ὡραῖον φύλον, γιγνόμενοι αὐτοὶ οἱ ψευτοπροστάτες του καὶ ὄχι οἱ ἄνδρες τοῦ περιγύρου τῶν γυναικῶν, διότι ὡς ἰσχυρὸν φύλον οἵ ἄνδρες μὲ διαφορετικῆ φύσει ψυχοσύνθεσιν καὶ ἀποστολὴν, ἄν δὲν ἐυνουχιστοῦν, θὰ μποροῦσαν πράγματι νὰ ανατρέψουν τὴν ὅποια τυραννία.
Γι' αὐτὸ καὶ τοὺς ἐνοχλεῖ ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης φυσικῶς στοχαζόμενος ἀντιπαραβάλλει τὶς φυσικὲς διαφορὲς τῶν 2 (ΔΥΟ! Κι ὄχι ἀμετρήτων ποὺ ληροῦν οἱ παρὰ φύσιν «διανοουμένοι») φύλων γράφοντας :
«δόξαι γὰρ ἂν εἶναι δειλὸς ἀνήρ, εἰ οὕτως ἀνδρεῖος εἴη ὥσπερ γυνὴ ἀνδρεία, καὶ γυνὴ λάλος, εἰ οὕτω κοσμία εἴη ὥσπερ ὁ ἀνὴρ ὁ ἀγαθός· ἐπεὶ καὶ οἰκονομία ἑτέρα ἀνδρὸς καὶ γυναικός· τοῦ μὲν γὰρ κτᾶσθαι τῆς δὲ φυλάττειν ἔργον ἐστίν», Πολιτικά, 1277β.
Αὐτὴν τὴν φυσικῶς καθιερωμένη ἀλήθεια τὴν γνωρίζουν ὅμως καὶ ἅπαντες οἱ ζῶντες ὀργανισμοί. Τὴν ὑποταγὴ τοῦ θηλυκοῦ στὸ ἰσχυρὸν ἀρσενικὸν τὴν συναντᾶ κανεὶς παντοῦ στὴν φύσιν, γύρω του.
Γι' αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς τὸ χωρίον «τὸ ἄῤῥεν πρὸς τὸ θῆλυ φύσει τὸ μὲν κρεῖττον τὸ δὲ χεῖρον, καὶ τὸ μὲν ἄρχον τὸ δ᾿ ἀρχόμενον», τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ ὡς τὴν ἀρχὴν τῆς θεωρίας τοῦ ἔρωτος (=συνδέσεως) καὶ θεωρία τῆς ἕλξεως.
Ἀσχέτως τοῦ ἐκφαυλισμοῦ καὶ στεβλώσεως ποὺ προσπαθοῦν οἱ διοικοῦντες νὰ ἐπιτύχουν, ἡ φύσις ἔχει προγραμματίσει τὸ ἀσθενέστερον καὶ εὐτιθάσευτον σὲ σχέσιν μὲ τὸν ἄρρενα, θηλυκὸν νὰ ἀναζητᾶ τὸ ἰσχυρὸτερον ἀρσενικὸν-προστάτη. Ἔτσι ἡ θηλυκιὰ θὰ μπορέσει νὰ ἐπιτύχει τὴν εὐημερία τοῦ οἴκου της καὶ τῆς ἰδίας, καὶ στὸ ίσχυρὸν ἀρσενικὸν ὑποτάσσεται μὲ χαρά, ἐκπληρώνοντας τὴν ἀποστολή της στὴν διαιώνισιν τοῦ εἴδους, πασχίζοντας νὰ φέρει στὸν κόσμον καὶ νὰ ἀναθρέψει ὁμοῦ μετὰ τοῦ συζύγου, ὑγιεῖς καὶ ἀγαθούς ( < ἄγαν θεϊκούς) ἀπογόνους (ἐξ οὗ καὶ τὰ θηλυκὰ φέρουν σὲ γενικὴ πτῶσιν τὸ ὄνομα τοῦ προστάτου τους, εἴτε πατρὸς εἴτε ἀργότερα τοῦ συζύγου τους).
Ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ ἐξαχρειωμένη στὴν ἀντίληψιν τῆς φυσικῆς τάξεως γυνή, ἐνστικτωδῶς τὸ γνωρίζει καὶ τέρπεται ἀπὸ αὐτό, ὅσο καὶ ἄν ἀγωνίζεται γιὰ τὸ ἀντίθετον, μὲ τὸ ὁποῖον τῆς ἔχουν ξεπλύνει τὰ ἐγκεφαλικὰ κύτταρα.
«-ἡ θεῖα πρόνοια- τὸ μὲν γὰρ ἰσχυρότερον τὸ δ᾽ ἀσθενέστερον ἐποίησεν, ἵνα τὸ μὲν φυλακτικώτερον ᾖ διὰ τὸν φόβον, τὸ δ᾽ ἀμυντικώτερον διὰ τὴν ἀνδρίαν, καὶ τὸ μὲν πορίζῃ τὰ ἔξωθεν, τὸ δὲ σῴζῃ τὰ ἔνδον», Οἰκονομικός, 1344α, Ἀριστοτέλης.
Ὁμοίως καὶ τὸ ἀρσενικόν, φύσει φέρει τὸ ὁρμέμφυτον διαιωνίσεως καὶ ἐπιποθεῖ τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ ἰδανικοῦ θηλυκοῦ -σωματικῶς καὶ ψυχικῶς- ποὺ θὰ εἶναι ἱκανὸν νὰ τοῦ γεννήσει ἀγαθοὺς ἀπογόνους. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ῥοὴ ἀπορρέουν καὶ διάφορα χαρακτηριστικὰ ποὺ διέπουν γενικῶς τὰ δύο φύλα, καὶ σωματικῶς βεβαίως, ἀλλὰ καὶ ψυχικῶς. Διαπιστώνει καὶ πάλι φιλοσοφῶν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ γι' αὐτὰ πάλι οἱ παρὰ φύσιν τὸν μέμφουν :
«μαλακώτερον γὰρ τὸ ἦθός ἐστι τῶν θηλειῶν, καὶ τιθασσεύεται θᾶττον ( =ταχύτερα) , καὶ προσίεται τὰς χεῖρας μᾶλλον ( =δέχεται περισσότερον τὰ χάδια), καὶ μαθητικώτερον, οἷον καὶ αἱ Λάκαιναι κύνες αἱ θήλειαι εὐφυέστεραι τῶν ἀρρένων εἰσίν...Ἀθυμότερα ( =πιὸ ἄτολμα) δὲ τὰ θήλεα πάντα τῶν ἀρρένων πλὴν ἄρκτου καὶ παρδάλεως ( =ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀρκοῦδα καὶ τὴν πάρδαλιν)· τούτων δ' ἡ θήλεια δοκεῖ εἶναι ἀνδρειοτέρα. Ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις γένεσι τὰ θήλεα μαλακώτερα καὶ κακουργότερα καὶ ἧττον ἁπλᾶ ( =πιὸ ἄτακτα καὶ λιγότερον ἁπλᾶ) καὶ προπετέστερα ( =πιὸ παρορμητικόν) καὶ περὶ τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα ( =καὶ πιὸ φροντιστικὸ στὰ περὶ τῆς ἀνα-τροφῆς τῶν τἐκνων), τὰ δ' ἄρρενα ἐναντίως θυμωδέστερα καὶ ἀγριώτερα καὶ ἁπλούστερα καὶ ἧττον ἐπίβουλα ( =τὰ δὲ ἀρσενικὰ ἀντιθέτως εἶναι πιὸ τολμηρὰ καὶ ἀγριώτερα καὶ πιὸ ἁπλᾶ καὶ λιγότερον πονηρά).Τούτων δ' ἴχνη μὲν τῶν ἠθῶν ἐστιν ἐν πᾶσιν ὡς εἰπεῖν, μᾶλλον δὲ φανερώτερα ἐν τοῖς ἔχουσι μᾶλλον ἦθος καὶ μάλιστα ἐν ἀνθρώπῳ· τοῦτο γὰρ ἔχει τὴν φύσιν ἀποτετελεσμένην, ὥστε καὶ ταύτας τὰς ἕξεις εἶναι φανερωτέρας ἐν αὐτοῖς. Διόπερ γυνὴ ἀνδρὸς ἐλεημονέστερον καὶ ἀρίδακρυ μᾶλλον ( =Γι' αὐτὸ βεβαίως ἡ γυνὴ εἶναι πιὸ συμπονετικὴ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ δακρύζει περισσότερον), ἔτι δὲ φθονερώτερον καὶ μεμψιμοιρότερον, καὶ φιλολοίδορον μᾶλλον καὶ πληκτικώτερον ( =ἐπιπλέον εἶναι καὶ πιὸ ζηλιάρα καὶ πιὸ παραπονιάρα καὶ πιὸ ἐπιρρεπὴς στὸ νὰ λοιδορήσει καὶ νὰ χτυπήσει/ νὰ μαλώσει). Ἔστι δὲ καὶ δύσθυμον μᾶλλον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος καὶ δύσελπι, καὶ ἀναιδέστερον καὶ ψευδέστερον, εὐαπατητότερον δὲ καὶ μνημονικώτερον ( =Εἶναι δὲ καὶ περισσότερον ἐπιρρεπὲς στὴν ἀπόγνωσιν τὸ θήλυ ἀπὸ τὸ ἀρσενικόν καὶ ἀπελπίζεται εὐκολώτερα καὶ ἀναιδέστερον καὶ ψευδέστερον καὶ ἐξαπατᾶται πιὸ εὔκολα καὶ ξεχνᾶ δυσκολώτερα), ἔτι δ' ἀγρυπνότερον καὶ ὀκνηρότερον, καὶ ὅλως ἀκινητότερον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος, καὶ τροφῆς ἐλάττονός ἐστιν ( =εἶναι ἐπίσης τὸ θήλυ σὲ σχέσιν μὲ τὸ ἄρρεν πιὸ ἄγρυπνο καὶ διστακτικόν, πιὸ δύσκολα ἀναλαμβάνει δράσν καὶ ἀπαιτεῖ μικρότερη ποσότητα τροφῆς)», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, 9,1.
Τὰ ὅποια προβλήματα στὴν ὅλη διαδικασία ὀρθῆς διαιωνίσεως τοῦ εἴδους ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψιν τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἔλλειψιν φιλοσοφίας καὶ κριτικῆς σκέψεως καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Μητέρα Φύσιν, τὴν ὁποία ἐπεξηγεῖ ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος.
* Ἡ λέξις «κρείττων» εἶναι ξεκάθαρη ἐννοιολογικῶς καὶ ἐτυμολογικῶς, καθῶς προέρχεται ἐκ τοῦ «κράτους» ( =τῆς δυνάμεως, τῆς ἐξουσίας), ὅπερ ἐκ τοῦ «κράς» ( =ἡ κεφαλή), σχετικὸν τοῦ «κέρας» καὶ τοῦ φέροντος κέρατα στὴν κεφαλὴν «κριοῦ», ἐκ τοῦ ἠχοποιήτου «κρ...κρ...» ποὺ ἀκούγεται κατὰ τὴν σύγκρουσιν τῶν κεράτων τῶν κριῶν, τῶν ἐπιφορτισμένων φύσει ἀρσενικῶν πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς ἀγέλης καὶ διεκδίκησιν τῆς θηλυκῆς.
Ὅταν μαζεμένα ζῶα, ὅπως π.χ. λύκοι ἐπιτίθενται στὴν ἀγέλη, οἱ κριοὶ παρατάσσονται προτάσσοντες τὰ κέρατά τους στὴν πρώτη γραμμή, ἀφήνοντας ὄπισθεν τὶς θηλυκὲς καὶ τὰ τέκνα τους. Παίρνοντας φόρα ἐπιτίθενται μὲ μεγάλη δύναμιν μὲ τὰ κέρατα στὸν ἐχθρὸν ὑπερασπιζόμενοι τὶς περισσότερες φορὲς μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀγέλη, εἴτε προκαλώντας του τραύματα, εἴτε πετώντας τόν ἀπὸ τὸν κρημνόν.
Ἐξ οὗ καὶ «κρατερός» =δυνατός, «κρέων» =βασιλεύς, «κρατῶ» =ἐξουσιάζω, «κύριος» κοκ. Κρείττων λοιπὸν σημαίνει κυριολεκτικῶς ἰσχυρότερος καὶ εἶναι λογικὸν νὰ εἶναι παραθετικὸν τοῦ «καλός» ( < κ-αλέα τοῦ ἡλίου, τοῦ Ἀγαθοῦ), μὰ ὄχι καὶ συνώνυμόν του, καθῶς ἡ ἀνδρεία εἶναι καλοσύνη, φῶς γιὰ τὴν ψυχήν.
Ἀντιθέτως ὁ χακός, αὐτὸς ποὺ χάζει ( =ὑποχωρεῖ) εἶναι κακός ( < χακός μὲ τροπὴ τοῦ χ σὲ κ). Καὶ ἡ κακία κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς δὲν εἶναι γνώρισμα ψυχῆς ποὺ προσπαθεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ Ἀγαθόν. Τὰ παραθετικὰ τοῦ κακός εἶναι χείρων, χείριστος καθῶς ὁ ὑποχωρῶν εἶναι χερίων ( < χειρόω =λαμβάνω στὰ χέρια μου, ὑποτάσσω, «κρατῶ στὸ χέρι κάποιον»).
Καὶ ἡ ὑποταγὴ γιὰ ἕναν Ἕλληνα ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν κακόν.
Τὸ θήλυ λοιπὸν φύσει ἀδυνατότερον σὲ σχέσι μὲ τὸ ἀντίστοιχόν του ἄρρεν καὶ χεῖρον τοῦ κρείττονος ἄρχεται καὶ ὁ ἀνὴρ ἄρχει, ἐξ οὗ καὶ φύσει πάλι ὁ τελευταῖος φέρει ὄρχεις, ὡς ὄρχ-αμος (ἀρχ-ηγός), κοινῶς πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἀρχήν ( =ἐξουσία, ὑποκοριστικῶς ἀρχίδιον). Διότι στὴν ὑπεράσπισιν τῆς πόλεως καὶ τοῦ οἴκου χρειάζονται ἀρχηγοὶ μὲ ὄρχεις, ἕτοιμοι γιὰ μάχη, σὰν ἄλλα κριάρια στὴν πρώτη γραμμή.
Τὸ νὰ ἐξισωθοῦν λοιπὸν δύο ἀνόμοια πράγματα εἶναι τὸ λιγότερον ἀνόητον, ἄν ὄχι ἐπικίνδυνον. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἰσότητα ἀνάμεσα σὲ διάφορα πράγματα πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἰδιότητα, καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουν καλῶς οἱ ψευτοϋποστηρικτὲς τοῦ φεμινισμοῦ, ὅταν δὲν τολμοῦν νὰ προτείνουν ἐργασία σὲ χειραφετημένες γυναῖκες στὰ ὀρυχεῖα, νὰ σκάβουν σὲ ἀντίξοες συνθῆκες κάμποσα μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ· ὅταν δὲν διαμαρτύρονται ποὺ δὲν προτιμῶνται οἱ μάνες/κόρες/γυναῖκες τους σὲ θέσεις ἐργασίας ὅπως φορτωτὴς σκουπιδιῶν σὲ ἀπορριμματοφόρο, κενώσεις βόθρων, βαρειὲς οἰκοδομικὲς ἐργασίες κ.ἄ. παρόμοια ἐπαγγέλματα.
Καὶ τὴν καταστροφὴ καὶ μαλθακοποίησιν ποὺ ἔφερε καὶ θὰ φέρει ἡ ψευτοϊσότητα στὴν κοινωνία τὴν γνωρίζει πολὺ καλῶς κὶ ἡ ἐλίτ, ποὺ ἔσπευσε μὲ τὸ ποὺ βρῆκε εὔφορον ἔδαφος νὰ σπείρει καὶ νὰ ἐγκαθιδρύσει τὶς ἀρχὲς τοῦ μορφώματος ποὺ ἡ ἴδια ἔφτιαξε, τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος, στὶς διάφορες πολιτεῖες.
«Ἡ ἀνισότης ἐπὶ ἴσων ἀλλὰ καὶ ἡ ἰσότης ἐπὶ ἀνίσων, ἄκρα ἀδικία», Ἠθικὰ Νικομάχεια, Ἀριστοτέλης.
...
Ἐπίσης κατηγορεῖται ὁ Ἀριστοτέλης πὼς παρουσιάζει τὴν γυναῖκα δοῦλα καὶ πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ θέσις της στὴν κοινωνία. Ὁ φιλόσοφος γράφει ὅμως στὰ «Πολιτικά» (1252β) :
«φύσει μὲν οὖν διώρισται τὸ θῆλυ καὶ τὸ δοῦλον...ἐν δὲ τοῖς βαρβάροις τὸ θῆλυ καὶ τὸ δοῦλον τὴν αὐτὴν ἔχει τάξιν. αἴτιον δ᾿ ὅτι τὸ φύσει ἄρχον οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ γίνεται ἡ κοινωνία αὐτῶν δούλης καὶ δούλου. διό φασιν οἱ ποιηταὶ «βαρβάρων δ᾿ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός»».
Φύσει διαφοροποιεῖται τὸ θηλυκὸ ἀπὸ τὸ δοῦλον. Γιὰ τοὺς βαρβάρους ὅμως τὸ θηλυκὸν καὶ ὁ δοῦλος ἔχουν τὴν ἴδια τάξιν καὶ αἰτία αὐτοῦ εἶναι πὼς δὲν ἔχουν τὸ κυρίαρχον στοιχεῖον, ἀλλὰ ἡ κοινωνία/ συζυγικὴ συντροφικότητα αὐτῶν εἶναι μία σύμπραξις μεταξὺ δούλου καὶ δοῦλας, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ποιητὲς (προφανῶς ἀναφέρεται στὸν στίχον ἀπὸ τὴν «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι» τοῦ Εὐριπίδου) λέγουν πὼς ἁρμόζει οἱ Ἕλληνες νὰ ἄρχουν τοὺς βαρβάρους· καὶ ὄχι τὸ ἀνάποδον.
Καὶ πράγματι ἄν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὴν ἀξία τῆς γυναικὸς γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψιν (βλ. ἔτυμον «γυνὴ» παραπάνω) καὶ τὴν συγκρίνει μὲ τὴν δυτικότροπη σκέψιν ποὺ τὴν θέλει δοῦλα τοῦ σπιτιοῦ ( < hospitium =ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι, ἀέσκεις < ἀέσκω =κεῖμαι), ὡς famina ( =γυνή) < feo < φύω (=φυτρώνω), τῆς φαμίλιας καὶ ὄχι τῆς οἰκο-γενείας ( < famulus = δοῦλος, ὑπηρέτης, βοηθός) φαίνεται πὼς δὲν πέφτει ἔξω γιὰ τὴν ἐποχή του.
Καὶ δυστυχῶς ἀρκετὲς γυναῖκες σήμερα προτιμοῦν νὰ μετατραποῦν σὲ faminae, παρὰ νὰ ἐξυμνήσουν τὴν φύσιν τους ὡς γυναῖκες.
Ἔπειτα ὁ Ἀριστοτέλης κατηγορεῖται καὶ γιατὶ στὸ «Περὶ ζώων γενέσεως» ἐξετάζει τὸ πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀνάπτυξις τῆς ψυχῆς παράλληλα μὲ τὸ σῶμα, πότε αὐτὴ εἰσάγεται στὸ ἔμβρυον καὶ πῶς. Θεωρεῖ πὼς ἡ γυνὴ προσφέρει τὴν ὕλην καὶ τὸ ἄρρεν διὰ τοῦ σπέρματος τὴν κίνησιν καὶ ἐνέργεια ποὺ ἐκκινεῖ τὴν ὅλη διαδικασία. Καὶ αὐτὸ τὸ στηρίζει καὶ στὴν θέσιν «εἴπερ ἔχει τὸ θῆλυ τὴν αὐτὴν ψυχὴν καὶ ἡ ὕλη τὸ περίττωμα τὸ τοῦ θήλεός ἐστι, τί προσδεῖται τοῦ ἄρρενος ἀλλ' οὐκ αὐτὸ ἐξ αὑτοῦ γεννᾷ τὸ θῆλυ;», Περὶ ζώων γενέσεως, 2, 5.
Διότι ἄν μποροῦσε νὰ ἀναπαραχθεῖ μόνον του τὸ θηλυκόν, τί θὰ χρειαζόταν τὸ ἀρσενικὸν -καὶ τούμπαλιν βεβαίως-. Λείπει στὸ σπέρμα/καταμήνια/ὠάριον τοῦ θηλυκοῦ, ἡ κίνησις τὴν ὁποία τοῦ τὴν παρέχει τὸ σπέρμα, γι' αὐτὸ καὶ γράφει «τὸ γὰρ θῆλυ ὥσπερ ἄρρεν ἐστὶ πεπηρωμένον καὶ τὰ καταμήνια σπέρμα, οὐ καθαρὸν δέ· ἓν γὰρ οὐκ ἔχει μόνον· τὴν τῆς ψυχῆς ἀρχήν».
Ἀκόμη ὅσον κι ἄν προσβάλλονται κάποιοι μὲ τὸ ὅτι τὸ γενετικὸν ὑλικὸν τοῦ ἀνδρὸς, τὸ «κρατεῖν» τοῦ σπέρματος, εἶναι αὐτὸ ποὺ καθορίζει τὸ φύλον τοῦ ἐμβρύου, ἄς μὴ μέμφουν τὸν Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ ἄς μελετήσουν βιολογία καὶ γενετικὴ ὥστε νὰ συνειδητοποιήσουν πὼς ὁ Ἀριστοτέλης, ἔστω καὶ πρωίμως καὶ ἄνευ μικροσκοπίου, εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸν ῥόλον τοῦ χρωμοσώματος Υ ποὺ φέρουν μόνον οἱ ἄρρενες καὶ τὸ ὁποῖον διὰ τῆς παρουσίας του ἤ ἀπουσίας του καθορίζει τὸ φύλον τοῦ ἐμβρύου.
Καὶ ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι αἰωνία ἐνῶ τὸ σῶμα φθαρτὸν καὶ θνητόν, θεωρεῖ τὴν αἰτία τῆς κινήσεως βελτίονα καὶ θειοτέρα «τὴν φύσιν οὔσης τῆς αἰτίας τῆς κινούσης πρώτης-ᾗ ὁ λόγος ὑπάρχει καὶ τὸ εἶδος-τῆς ὕλης».
Τίποτα περισσότερον καὶ τίποτα λιγότερον.
Ἀκόμη ὁ κατὰ τὰ ἄλλα «μισογύνης, σεξιστής» καὶ ὅποια ἄλλη νεοεισαγομένη ἀηδία, Ἀριστοτέλης γράφει στὸν «Οἰκονομικόν» του, πὼς ὁ ἀνὴρ φύσει εἶναι ἐπιφορτισμένος νὰ φέρει τὶς προμήθειες καὶ ἡ γυναῖκα νὰ τὶς διαχειρίζεται προσεκτικῶς, καθιστώντας τὴν γυναῖκα αὐτομάτως κυρία καὶ ὄχι δοῦλα τοῦ οἴκου της καὶ τὸν ἄνδρα κύριον καὶ ὑπεύθυνον γιὰ τὸν οἶκον του.
Στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν γράφει πὼς πρέπει νὰ συμβάλλουν καὶ οἱ δύο, πὼς ὁ σύζυγος πρέπει νὰ μὴν ἀδικεῖ τὴν σύζυγον καὶ ἀντιστρόφως, παρουσιάζοντας μία ἰσότιμην σχέσιν στὰ τοῦ οἴκου καὶ τοῦ γένους τους, ἀναλόγως τῶν φυσικῶν δυνάμεών τους.
«καὶ περὶ τέκνων τὴν μὲν γένεσιν κοινήν, τὴν δὲ ὠφέλειαν ἴδιον: τῶν μὲν γὰρ τὸ θρέψαι, τῶν δὲ τὸ παιδεῦσαί ἐστιν.πρῶτον μὲν οὖν νόμοι πρὸς γυναῖκα, καὶ τὸ μὴ ἀδικεῖν: οὕτως γὰρ ἂν οὐδ᾽ αὐτὸς ἀδικοῖτο».
Συμπληρώνει πὼς ὁ ἀνὴρ ὀφείλει νὰ σέβεται καὶ νὰ τιμᾶ τὴν σύζυγόν του καὶ νὰ μὴ τὴν βλάπτει συναναστρεφόμενος μὲ ἄλλες γυναῖκες.
«ἀδικία δὲ ἀνδρὸς αἱ θύραζε συνουσίαι γιγνόμεναι», Οἰκονομικός, 1344α, Ἀριστοτέλης.
Καὶ συνεχίζει στὰ «Οἰκονομικά» (3,1) πὼς ὁ σύζυγος εἶναι ὑπεύθυνος τῆς προστασίας τῆς συζύγου καὶ ἄν τῆς συμβεῖ κάτι κακὸ ἔξωθεν, εἶναι ὑπαίτιος αὐτοῦ καὶ γενικῶς διαφαίνεται καὶ σὲ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα, ὅπως τὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια», «Ἠθικὰ Εὐδήμεια», «Ῥητορική» κλπ μία φυσικὴ καὶ δικαία προσέγγισις τοῦ βιολογικοῦ, κοινωνικοπολιτικοῦ ῥόλου καὶ τῆς σημασίας τῶν δύο φύλων.
Τὸ ὅτι κάποιους ἐνοχλεῖ ἡ φυσικὴ προσέγγισις τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν δύο φύλων ἤ ἀκόμη ἐδῶ ποὺ καταντήσαμε, καὶ μόνον ἡ ἀναφορὰ σὲ δύο φύλα εἶναι δικό τους πρόβλημα.
«θηλειῶν δὲ ἀρετὴ σώματος μὲν κάλλος καὶ μέγεθος, ψυχῆς δὲ σωφροσύνη καὶ φιλεργία ἄνευ ἀνελευθερίας», Ῥητορική, Α', 5.
Ἀφ' ὅτι φαίνεται τὰ τελευταῖα χωρία τῆς ἀριστοτελικῆς ἀντιλήψεως περὶ γυναικῶν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τῶν «χειραφετημένων» καθηγητάδων καὶ τῶν ὁμοίων τους.
Καὶ συνεχίζει στὸ ἴδιο σύγγραμμα (1361α) πὼς τὰ παιδιὰ τὰ ἀναθρέφουν οἱ γονεῖς καὶ εἰδικὰ ἡ μήτηρ εἶναι περισσότερον ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν ἀνατροφὴ καὶ ὁ πατὴρ μὲ τὴν ἐκπαίδευσιν, ὥστε μὲ τὴν στάσιν τους ἐπὶ τοῦ θέματος ἐπηρεάζουν τὴν μελλοντικὴ κοινωνία. Καὶ ἄν ἡ σημερινὴ φαύλη σὲ ἠθικὲς ἀξίες καὶ ἰδανικά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνατροφῆς τῶν γονέων τῆς προηγουμένης γενιᾶς καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τῆς προπροηγουμένης κοκ, ἄς ἀναλογιστεῖ καθεὶς μόνος του τί ἕπεται.
Γι' αὐτὸ λοιπὸν ἄς φροντίσουμε ὅσον εἶναι καιρός γυναῖκες-ἄνδρες, Ἑλληνίδες-Ἕλληνες νὰ ἐπαναφέρουμε τὴν φυσικὴ τάξιν κι ἄν εἶναι νὰ πέσουμε γιὰ κάτι σχετικὸν τοῦ φεμινισμοῦ, ἄς εἶναι γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς λεγομένης «πατριαρχίας», ὅπου ὁ «ἀνὴρ παρέχει καὶ ἡ γυναῖκα φυλάττει καὶ φροντίζει», ὅπως ἔκαναν οἱ παπποῦδες μας καὶ οἱ γιαγιάδες μας.
Κι ἄν αὐτὸ στὸν σημερινὸν βόθρον γεμάτον φεμινιστικὰ λύματα φαίνεται ἀκραῖον, ἀναχρονιστικὸν ἤ ὅ,τι ἄλλον «ἀντιπροοδευτικόν», ἄς κάτσουμε νὰ περιμένουμε σύσσωμοι τὸν ἀφανισμόν μας καὶ τὴν πλήρη ὑποδούλωσίν μας σὲ ἕναν κόσμον ἀτεκνίας, παρανοίας καὶ πλήρους ἀρρώστιας, μὲ καρότσια μεσηλίκων χιλιοτραβηγμένων femmes fatales γεμάτα σκυλάκια καὶ γατάκια, ὑπερηλίκους δούλους γιὰ πενταροδεκάρες καὶ μιὰ ζωὴ στὸν γύψον καὶ στὸ «ἄν».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου