Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΔΑΣΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΑΣΥΤΗΤΟΣ

 


Δυστυχῶς μὲ τὴν γραμματικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ ἑλληνόπουλα, ὄχι μόνον δὲν μαθαίνουν νὰ προφέρουν καὶ νὰ γράφουν σωστὰ τὴν γλῶσσα μας, ὄχι μόνον δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ἐτυμολογία μίας λέξεως, ὥστε νὰ καταλάβουν τί σημαίνουν ἀκόμη καὶ ἄγνωστες ἐκ πρώτης ὄψεως λέξεις,  ἀλλὰ κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν λέξεων ἤ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν συνήθως ἀκούγονται κάτι παραφωνίες καὶ κάτι βαρβαρομυθίες ποὺ εἶναι νὰ τραβᾶς τὰ μαλλιά σου! Καὶ τὸ χειρότερον ὅλων εἶναι ὅτι πλέον αὐτὴ ἡ παραφωνία ὄχι ἁπλῶς δὲν διορθώνεται ἀλλὰ συμπεριλαμβάνεται καὶ στὶς νεοελληνικὲς «γραμματικές», διδάσκεται ἀπὸ τοὺς ἑκουσίως/ἀκουσίως συγκατανεύοντες «δασκάλους» ποὺ κυττάζουν ἄπραγοι τοὺς ἐγκρίτους νὰ παραποιοῦν τὴν γλῶσσα, ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ἀνεργίας καὶ περνάει στὰ ψιλὰ ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους Ἕλληνες, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ὑπὸ τὴν δικαιολογία ὅτι πιέζονται τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίζουν κανόνες!

Καὶ ἔτσι καταλήξαμε νὰ βαρβαροφωνοῦμε, νὰ μὴ ξέρουμε τί λέμε, νὰ παράγουμε ἕνα ἀκαλαίσθητον λεξιλόγιον, νὰ ἔχει χαθεῖ κάθε λογικὴ στὴν πιὸ λογικὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου καὶ νὰ κατακλύζεται ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ ὅλον καὶ περισσοτέρους παραλόγους κανόνες, στὴν προσπάθεια τῶν καταστροφέων της να συμμαζέψουν τὰ ἀσυμμάζευτα ποὺ δημιούργησαν! Τὰ παιδιὰ ἀναγκάζονται νὰ ἀποστηθίζουν κανόνες δίχως καμμία λογικὴ ἐξήγησιν, ἡ λογικὴ ἀπόρροια τῶν γλωσσικῶν/προσωδιακῶν φαινομένων βαπτίζεται «ἐξαίρεσις» καὶ οἱ μαθητὲς τελειώνουν τὸ σχολεῖον καὶ τὸ πανεπιστήμιον χωρὶς νὰ ξέρουν νὰ ἀρθρώνουν σωστά, νὰ γράφουν σωστά, ἀλλὰ κυρίως νὰ σκέπτονται λογικῶς!

Φυσικῶς δὲν εἶναι δυνατὸν ἐντὸς ἑνὸς ἄρθρου νὰ περιληφθοῦν ὅλοι οἱ κανόνες γραμματικῆς, ὀρθοφωνίας, μουσικότητος καὶ προσωδίας ἀλλὰ μία καλὴ ἄρχὴ μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε ποῖες λέξεις ἔπαιρναν δασεῖα καὶ ποῖες ψιλή. Καὶ κατ’ἐπέκτασιν νὰ γνωρίσουμε τὸν ῥόλο ποὺ παίζει μέχρι σήμερα στὸ λεξιλόγιόν μας ὁ διαχωρισμὸς αὐτός τῆς δασύτητος καὶ ψιλότητος καὶ στὴν ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῶν λέξεων, παρ’ὅλο ποὺ κάποιοι «γλωσσαμύντορες» τὸν χαρακτηρίζουν «ἥσσονος σημασίας».

Τουλάχιστον ἔτσι θὰ ἀποφευχθοῦν βαρβαρισμοὶ ὅπως «ἀντελληνικός, ἀπ’ὅλα, κατ’ἡλικία», ἤ παρετυμολογήσεις ὅπως «ἀπορῶ ἐκ τοῦ ἀπὸ + ὅρῶ κι ὄχι ἐκ τοῦ -ὀρθοῦ- στερ. ἀ + πόρος». Θὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ διαφορὲς λέξεων ποὺ ἀλλάζει ἐντελῶς τὸ νόημά τους ἀναλόγως τοῦ πνεύματός τους ( π.χ ὥρα=χρόνος/ ὤρα=φροντίδα) καὶ κατ’ἐπέκτασιν θὰ γίνει κατανοητὸν τὸ φαινόμενον τῆς ἀνομοιώσεως (τρέφω-θρέψω, ἐπαφή-ἐφάπτω, χέω-κεχυμένος), ὅπως ἐπίσης θὰ ἀποφευχθοῦν καὶ κάτι «πενταήμερος», ἀντὶ «πενθήμερος» κλπ. Ἐπιπλέον, θὰ βοηθηθοῦν οἱ μαθητὲς ἀργότερα καὶ στὴν ἐκμάθησιν τῶν βαρβαρικῶν γλωσσῶν –ποὺ τόσο πολὺ κόπτονται πολλοὶ σήμερα γιὰ τὰ παιδιά τους, τὰ ὁποῖα τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ξέρουν νὰ μιλήσουν τὴν ἴδια τους τὴν γλῶσσα !- .

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΣΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙ Η ΨΙΛΗ; ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΛΕΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΑ;
Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, τὸ πνεῦμα προέρχεται ἐκ τοῦ ῥήματος «πνέω» ( =φυσῶ). Ὅταν ἡ πνοή μας περιέχει περισσότερον ἀέρα, εἶναι πιὸ βαθεῖα καὶ πιὸ γεμάτη, λέγεται ΔΑΣΕΙΑ καὶ ὅταν εἶναι πιὸ ἀραιά, γυμνή, ἀποψιλωμένη λέγεται ΨΙΛΗ. Πρὸ τοῦ 403 π.Χ ἡ δασεῖα πνοὴ συμβολιζόταν μὲ τὸ Η. Ἀργότερα γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυσις ἀνάμεσα στὸ γράμμα καὶ στὸ πνεῦμα, διχοτόμησαν τὸ Η καθέτως στὴν μέση καὶ τὸ ἀριστερόν του τμῆμα ( ) ἔγινε ἡ δασεῖα.  Ἡ ψιλὴ ἀργότερα ἦταν τὸ δεξὶ κομμάτι του Η, . Ἀργότερα καὶ λόγῳ τῆς ταχύτητος γραφῆς τὰ γράμματα καὶ τὰ σημεῖα γενικωτέρως στρογγύλεψαν καὶ ἔτσι ἡ ψιλὴ ἔγινε σὰν μία ἀπόστροφος πάνω ἀπὸ τὸ γράμμα, ἐνῷ ἡ δασεῖα σὰν μία ἀνάποδη ἀπόστροφος, μία μικρὴ παρένθεσις ποὺ ἀνοίγει. Τὸ πολυτονικὸν ὅπως τὸ ξέρουμε σήμερα εἰσήχθη περὶ τὸ 200 π.Χ ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη τὸν Βυζάντιο, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς βαρβάρους νὰ ὁμιλοῦν σωστὰ ἑλληνικά. Καταργήθηκε τὸ 1982 ἐν μία νυκτί, 6 χρόνια μετὰ τὴν κατάργησιν τῆς καθαρευούσης.

ΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑ;
Πνεῦμα παίρνουν μόνον οἱ λέξεις ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ φωνήεν (α,ε,ι,ο,ω,η,υ), δίφθογγον (αι,αυ,ει,ευ,οι,ου,ηυ,υι /ῃ,ᾳ,ῳ) καὶ -ρ. Ὅσες δὲν παίρνουν δασεῖα, παίρνουν ψιλὴ καὶ τοὔμπαλιν.

Τώρα σχετικῶς μὲ τὶς δασυνόμενες λέξεις, οἱ κύριες ἀπὸ τὶς ὁποῖες σχηματίζονται ἀμέτρητες ἄλλες εἶναι οἱ ἐξῆς:

ΟΛΕΣ οἱ λέξεις ποὺ ξεκινοῦν ΑΠΟ –Υ*1 καὶ -Ρ*2 (π.χ ὕδωρ, ὕψος, ῥίγος, ῥῆμα)
( *1 Εἶναι ἀπολύτως λογικὸν νὰ βγαίνει δασεῖα πνοὴ κατὰ τὴν προφορὰ τοῦ -υ, καθῶς ὅπως μᾶς ἐνημερώνει καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, στὸ «Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων», τὸ -υ πνίγεται καὶ στενὸς ἐκπίπτει ὁ ἧχος του κατὰ τὴν ἐκφορά του, προφέρεται δηλαδὴ μὲ πιὸ στρογγυλεμένα/κλειστὰ  τὰ χείλη ἀπὸ ὅτι τὰ -ι, -η, -ει κοκ.)

(*2Τὸ -ρ ἄν καὶ σύμφωνον παίρνει δασεῖα, διότι στὰ πολὺ ἀρχαῖα χρόνια προηγεῖτο ἀυτοῦ τὸ F. Ἐξ οὗ καὶ μέχρι σήμερα τὸ συναντᾶμε πότε ὡς ἀρχικὸν γράμμα νὰ φέρει τὴν δασεῖα ἀπὸ πάνω του καὶ πότε μετὰ τοῦ F ποὺ στῆν ἀρχὴ τῶν λέξεων μετετράπη σὲ β ἤ φ, π.χ ῥάδιος-βραδύς, ῥίγος-φρίκη, ῥάκος-βρακί. )

Ἀκόμα δασεῖα παίρνουν οἱ ἀναφορικὲς ἀντωνυμίες/ ἐπιρρήματα ( ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἔνθα/ἔνθεν), τὰ ἄρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ καὶ οἱ λέξεις ποὺ συντίθενται ἀπὸ αὐτά π.χ ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε, ὅπου, ὅθεν, ὅποτε, ὁπότε, ὅτε, ὅταν, ὅπως, ὅς, ἥ, ὅ, ὅσος, ὁπόσος, ὁσάκις, ὅστις, ἥτις, ὅ,τι, ὁποῖος, ὁπότερος κοκ, τὸ οὗτος, αὕτη.

Ἐπίσης οἱ σύνδεσμοι ὡς καὶ τὸ ὥστε, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως,  οἱ τύποι τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἡμεῖς, οὗ, οἵ, ἕ, ἕτερος, ἑκάτερος ( = καθεὶς ἐκ τῶν 2, βλ. ἕκαστος καὶ Ε-ἑκάς), ἕκαστος ( =καθεὶς, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ μὴ συγχρωτίζεσθαι, ἀπὸ ἀπόστασιν, καθεὶς μόνος του, βλ. Ε-ἑκάς) καὶ τὰ παράγωγά τους ἡμέτερος, ἡμεδαπός, ἑτεροίωσις, ἑκάστοτε κοκ.

Ἔπειτα, τὰ ἀριθμητικὰ εἷς ( =ἕνας), ἕν, ἕξι (βλ. Ε-ἕξω), ἑπτά ( < σ-επτός= ὁ ἱερός), ἑκατό ( < ἑκὰς τῆς μονάδος) καὶ τὰ παράγωγά τους π.χ ἕνωσις, ἑνόω/ἑνώνω ( =συνδέω, κάνω πολλὰ πράγματα, ἕνα) ἑνδέκατος, ἑξάς ( γεν. ἑξάδος), ἑβδομάς ( =ἡ ἔχουσα ἑπτὰ ἡμέρας) , ἑκατόμβη ( =θυσία ἑκατό βοῶν) κοκ.

( Ἅλς, ἥλιος καὶ ἐλαία...μὲ μία λέξιν, Ἑλλάς! ) 

Ἄλλες λέξεις ἀπὸ:

A :
ἁβρός ( =ὁ χαριτωμένος, ὁ τρυφηλός < ἥβη/ δωρ. ἅβα) καὶ τὰ παράγωγά του ἁπαλός, ἁπαλύνω κοκ
ἅγος ( =σεβασμός) καὶ τὰ συγγενή του λήμματα, ὅπως ἅζομαι ( =σέβομαι), ἁγνός ( =ἁγιασμένος, ἠθικῶς καθαρός, ἀμόλυντος), ἅγιος ( =ὁ ἄξιος σεβασμοῦ) κοκ
ἅδην ( = ἀρκετά) καὶ τὰ παράγωγά του ἁδρός, ἁδηφάγος κοκ  
ᾌδης ( < στερ. α + Fιδεῖν, μὲ μετάθεσιν τοῦ δίγαμμα/δασείας πρὶν τὸ -α)
ἁθρόος
καὶ τὰ παράγωγά του ἅθροίζω, ἅθροισμα κοκ
αἷμα
καὶ τὰ παράγωγά του Αἷμος, αἱμόφυρτος, αἱμορραγία κοκ
ἅλς ( =ἡ θάλασσα < ἠχοποίητον, συνδέεται καὶ μὲ ῥίζα σελ-, βλ. Η-ἥλιος, Ε-Ἑλένη κοκ) καὶ ὅλα τὰ παράγωγά της, ὅπως ἅλας ( =τὸ ἁλάτι παράγεται καὶ ὡς λέξις, ἀλλὰ καὶ ὡς ὑλικὸν ἀπὸ τὴν ἅλα!), ἅλλομαι ( =πηδῶ, ὅπως τὰ κύματα τῆς ἁλός) ἅλτης ( =αὐτὸς ποὺ πηδᾶ σὰν τὰ κύματα τῆς ἁλός!), ἁλυκή ( =ἁπὸ ὅπου μαζεύουμε τὸν ἅλα τῆς ἁλός) , Ἁλιάκμων ( ἡ ἅλς-ὕδωρ ποὺ προσφέρει ἀκμὴ στὶς γύρω περιοχές μὲ τὰ νερά της) , Ἁλίαρτος ( =ἡ ἀρτύνουσα, τρεφομένη ὑπὸ τῆς θαλάσσης) , ἁλιεύω ( =πιάνω κάτι ἀπὸ τὴν ἅλα, ψαρεύω) , ἁλιεύς ( =ψαράς), ἁλιεία, Ἁλικαρνασσός, ἅλις ( =ἀρκετά, τόσο πολὺ ὅσον ἡ ἀμέτρητη ἅλς), ἁλίσκομαι ( =καταστρέφω/ομαι ὅπως ὅταν σὲ καταπίνει ἡ ἅλς, βλ καὶ Ε-εἵλως), ἅλωσις ( =ἁλός ὦσις, σὰν νὰ σὲ παίρνει ἡ ἅλς) , Ἁλόννησος, ἅλουργίς ( =προϊόν, ἔργον ἁλός) , ἁλυσίδα ( = ὁ κάβος, τὸ σχοινί πάνω στὸ ὁποῖο κρέμεται ἡ ἄγκυρα τοῦ πλοίου, ἡ ὁποία πέφτει μέσα στὴν ἅλα), ἁλώνι ( ὁ μεγάλος, ἀπέραντος χῶρος ὡσὰν τὴν ἅλα, ἡ ἁλάνα), ἅλη ( =ἡ περιπλάνησις, ὡς ἡ ἅλς κινεῖται δεξιά-ἀριστερά) ἐξ οὗ κι ὁ ἁλήτης κοκ
αἱρῶ
( =καταλαμβάνω, συλλαμβάνω)  -αἱροῦμαι ( =ἐκλέγω, προτιμῶ ποιόν θέλω νὰ καταλάβει ἀξίωμα, ἀποδέχομαι, συλλαμβάνομαι/καταλαμβάνομαι) καὶ ὁ ἀόρ. εἶλον /εἱλόμην ( = ἑάλων) καὶ τὰ παράγωγά τους αἵρεσις, ἑλώρια ( =λεία), ἕλος ( =ὁ βάλτος, ὁ ὁποῖος συλλαμβάνει τὸν πεσόντα εἰς αὐτόν), Ἕλλη ( =αὐτὴ ποὺ ἡρπάχθη ἀπὸ τὴν ἅλα), ἧλος ( =τὸ καρφί, διότι προσηλώνει, οἱονεὶ συλλαμβάνει) κοκ
ἁμαρτάνω
καὶ τὰ παράγωγά του ἁμάρτημα, ἁμαρτία κοκ
ἁνύ(τ)ω
( =φέρω εἰς πέρας) καὶ τὰ παράγωγά του ἅνυσμα, ἁνυστός 
ἁνδάνω
( = προξενῶ εὐχαρίστησιν) καὶ παράγωγα ( βλ. Η-ἡδύς/ἡδονή/ἡσυχία)
ἅπτω
καὶ τὰ παράγωγά του ἅμμα ( =κόμπος, δέσιμο), ἅμα ( =συγχρόνως, συναπτομένων 2 ἤ περισσοτέρων ἐνεργειῶν ), ἅμαξα ( < ἅμα + ἄγω/ἄξων), ἅμιλλα [ < ἅμα ( =μαζί) + ἴλη ( =ἱππικό, ὁμάδα ἀνθρώπων)], ἁφή ( =ἡ αἴσθησις τοῦ ἅπτειν), ἁπτὸς κοκ (βλ. καὶ Η-Ἥφαιστος), ἅρπω ( =εἶδος ὄρνιθος ποὺ χ-άπτει, ἁρπάζει) καὶ τὰ παράγωγά του ἁρπάζω, ἅρπαξ, ἁρπαγήν, Ἅρπυιαι ( = 1.θεότητες ποὺ ἐπιστεύετο πὼς ἅρπαζαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, 2. ἡ προσωποποίησις τοῦ ἰσχυροῦ ἀνέμου, τοῦ τυφῶνος), ἅρπυς ( =ὁ ἔρως, διότι ἁρπάζει τοὺς φρένας), ἡ ἁψίς ( -ῖδος, =τὰ κυρτὰ ξύλα ποὺ σχηματίζουν τὸν τροχὸν καὶ κάθε τὶ κοῖλον ), ἁψίκορος ( < ἅπτεσθαι + κόρος, αὐτὸς ποὺ ἀκουμπᾶ τὸν κόρον/κορέννυται γρήγορα )
ἅπαξ
ἁπλοῦς 
καὶ τὰ παράγωγά του ἁπλόω < ἁπλώνω, ἁπλουστεύω κοκ
ἁρμόζω
καὶ τὰ παράγωγά του ἅρμα ( = 1.φιλότης, ἀγάπη, διότι ἁρμόζει, 2.συναρμολογούμενον ), ἁρμονία, ἁρμός, ἅρμενα ( =ὅπλα, ἐξαρτήματα, ὅ,τι ἁρμόζει στὸν καθέναν «καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του», βλ. Ο-ὅπλον, Ε-ἕπομαι)

( Τὸ ἁρπακτικὸν Ἅρπυια ποὺ ἁρπάζει καὶ χ-άπτει )

Ε :
Ἕβρος
Ἑβραῖος
( < ὕβρις, ὑβρίζοντες)
ἕζομαι
( =ἧμαι, καθέζομαι, πάρημαι), ἕδος ( =τὸ κάθισμα), ἕδρα ( =ἐκεὶ ποὺ κάθεται κάποιος ), ἑδώλιον κοκ ( βλ. Ο-ὁδός)
εἱμαρμένη ( =τὸ προσληφθέν, τὸ μερίδιο ποὺ λαμβάνει κανείς, ἡ μοῖρα)
εἱργνύω
( =ἐμποδίζω τὴν ἔξοδο), εἱρκτή ( =ἡ φυλακή), ἕρκος ( =φράκτης), ὁ ὅρκος ( =κυριολεκτικῶς τὸ φράξιμο τοῦ στόματος) . Προσοχή! Τὸ εἴργω ( =ἐμποδίζω τὴν εἴσοδον) ψιλοῦται
ἑκάς
( =μακριά) καὶ τὰ παράγωγά του Ἑκάβη ( < ἑκάς + ἔβη, ἡ συρθεῖσα μακριὰ ἀπὸ τὴν Τροία μετὰ τὴν ἄλωσίν της) , Ἑκάλη ( ἑκάς + ἅλη =περιπλάνησις) , Ἑκάτη ( = ἡ ἀπὸ ἑκὰς ἀκτινοβολοῦσα), ἑκήβολος ( =ὁ βάλλων μακρόθεν), ἑκών
εἵλως
( γεν. τοῦ εἵλωτος, < εἷλον, ἀρχικῶς ἦταν ὁ αἰχμ-ἅλωτος πολέμου, ὁ καταληφθείς, συλληφθείς, βλ. Α-αἱρῶ
Ἑλλάς
καὶ τὰ παράγωγά του Ἕλλην, ἑλληνικός καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν τὴν ἴδια -φωτεινή- ῥίζα (σ)ελ-, ὅπως Ἑλένη ( =κύριο ὄνομα καὶ ὡς προσηγορικόν, ἑλένη =λαμπάδα) κοκ (βλ. καὶ Η-ἥλιος)
ἑλίττω/εἵλω ( =τυλίγω, περιστρέφω, ἁλινδέω) καὶ τὰ παράγωγά του ἕλιξ (-κος), Ἑλικών, ὅλμος ( =ὁ περιστρεφόμενος κύλινδρος/ πέτρα, τὸ γουδί), ἕλμινς ( =σκουλήκι τῶν ἐντέρων, ποὺ ὠνομάσθη ἔτσι λόγῳ τῆς περιστρεφομένης κινήσεώς του ) κοκ
ἕλκω καὶ τὰ παράγωγά του ἕλξις, ἕλκος, ἕλκυθρον (βλ. καὶ Ο-ὁλκάς) κοκ
ἕνεκα/ἕνεκεν
ἕξω
( μέλ. ἔχω) καὶ τὰ παράγωγά του ἕξις ( = ἡ κτῆσις, ἡ φυσικὴ συνήθεια) , ἑξῆς ( στὴν συν-ἔχεια), Ἕκτωρ [ =ὁ διάδοχος ποὺ ἕξει ( =θὰ ἔχει) τὸν θρόνον μετὰ τὸν πατέρα του, Πρίαμο ] κοκ
ἑορτὴ καὶ τὰ παράγωγά του ἑορτάζω, ἑορταστικός κοκ
ἕπομαι ( =ἀκολουθῶ) καὶ τὰ παράγωγά του ἑπόμενος, ἑσπόμην ( ἀορ. ἕπομαι) κοκ ( βλ. Ο-ὅπλον)
ἕρμα ( = ἡ σαβούρα)
Ἑρμῆς
καὶ τὰ παράγωγά του ἑρμηνεύω, ἑρμηνεία κοκ
ἕρπω καὶ τὰ παράγωγά του ἑρπετό κοκ
ἑστιάω-ῶ ( =φιλοξενῶ < ἑστία < ἵστημι, ἐκεῖ ποὺ στέκεται κάποιος, ὁ οἶκος του, ὅπου ἦταν πάντοτε τὸν χειμῶνα ἀναμμένο τὸ πῦρ, βλ. καὶ Ι-ἵστημι )
ἑταῖρος ( =φίλος < Fέτης =ὁ οἰκεῖος) καὶ τὰ παράγωγά του ἑταιρεῖος, ἑταιρεία, ἕτοιμος ( =ὅ έχων τὸν οἶμον= δρόμον παρεσκευασμένον ) καὶ τὰ παράγωγά του ἑτοιμάζω, ἑτοιμότης κοκ
εὑρίσκω καὶ τὰ παράγωγά του εὑρετήριον, εὕρημα κοκ
ἕψω ( =βράζω) καὶ τὰ παράγωγά του ἑφθός ( =βραστός)
ἕως ( = ἡ αὐγή) καὶ τὰ παράγωγά του Ἑωσφόρος, ἕωλος ( =ὁ χθεσινός, ὁ παλαιός, αὐτὸς ποὺ ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα) (βλ. καὶ Η-ἡώς, ἑσπέρα ( < ἕως + πέρας, ὅταν περάσει τὸ πρωί ) καὶ τὰ παράγωγά του ἑσπερινός, ἕσπερος κοκ
(βλ. καὶ ἀριθμητικὰ ἕνα, ἕξι, ἑπτά, ἑκατὸν ἄνωθεν)

( Οἱ Ἑλικωνιάδες μοῦσες) 

Η :
ἥβη (βλ. Α-ἅβα)
ἡγοῦμαι καὶ τὰ παράγωγά του ἡγεμών, ἡγεμονία κοκ
ἥδομαι
/ἁνδάνω καὶ τὰ παράγωγά του ἡδύς, ἡδυχία-ἡσυχία, Ἡσύχιος, Ἡσίοδος, ἡδονή κοκ
ἥλιος
καὶ τὰ παράγωγά του Ἡλιαία, ἡλικία, ἥλιξ (βλ. καὶ Ε-Ἑλένη, ἑλίττω -βλ. καὶ .αρθρον «Τὸ λεξιλόγιον τοῦ ἡλίου» - , Ι-ἱλαρός)
ἧλος ( =τὸ καρφί, βλ. Α-αἱρῶ, Ε-ἕλος)
ἡμέρα καὶ τὰ παράγωγά του ἥμερος ( < ἡμέρα, ὅπως τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ποὺ δὲν μᾶς τρομάζει, ἔτσι κι ὁ ἥμερος εἶναι ἐ-ξημερωμένος καὶ ἥρεμος), ἥρεμος ( συγγενὲς μὲ τὸ ἥμερος), ἡρεμία ( =ἡ ἡσυχία)
ἧμαι ( βλ. Ε-ἕζομαι)
ἡμι-/ἥμισυς ( = μισός) καὶ τὰ σύνθετά του ἡμισφαίριον, ἡμικύκλιον κοκ
ἡνία ( =τὸ ἑνίον, τὸ χαλινάρι < ἑνώνω, βλ. Ε-εἷς/ἑνόω)
ἧπαρ
(γεν. ἥπατος) καὶ τὰ παράγωγά του ἡπατικός, ἡπατίτις κοκ
Ἥρα καὶ τὰ παράγωγά του Ἡρόδοτος, Ἡρακλῆς
ἥρως
ἥκω
( =ἐπιστρέφω, φθάνω ἐκεῖ ποὺ ἀπὸ ὅπου ξεκίνησα, ὑποχωρῶ) καὶ τὰ παράγωγά του ἥττων/ἥσσων ( =λιγότερος, κατώτερος, ὁ ἥττων ὑποχωρεῖ ) καὶ τὰ παράγωγά του ἧττα ( =τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ νὰ ἀναμετρηθεῖς καὶ νὰ άποδειχθεῖς λιγότερος στὴν μάχη), ἡττῶμαι, ἥκιστα ( =ἐλάχιστα) κοκ
Ἥφαιστος ( < ἅπτω τὴν Fεστίαν, Ἅπαιστος) 

( Ὁ Ἥφαιστος ἑτοιμάζει τὰ ὅπλα καὶ τὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέως, ὕστερα ἀπὸ παράκλησιν τῆς μητρὸς τοῦ τελευταίου, Θέτιδος) 

Ι :
ἱδρώς ( γεν. ἱδρῶτος < ὕδωρ)
ἱδρύω καὶ τὰ παράγωγά του ἵδρυμα κοκ
ἱερός καὶ τὰ παράγωγά του ἱέραξ ( = τὸ ἱερὸν πτηνός τοῦ Διός, τὸ γεράκι) κλπ
ἵημι
( =ῥίχνω, πέμπω ἐξ οὗ καὶ ἱερεύς, ὁ τὰς θυσίας ἀναπέμπων τῷ θεῷ) καὶ κάποια ἀπὸ τὰ παράγωγα/σύνθετά του, ὅπως ἱμάτιον ( =ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ποὺ ἐρρίπτετο πάνω ἀπ’τὸν χιτῶνα), ἱμάς ( =τὸ λουρί, τὸ ὁποῖον ἔριχναν στὰ πηγάδια γιὰ νὰ ἀντλήσουν νερό καὶ γενικότερα κάθε εἴδους σχοινί ), ἵμερος ( =ἡ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία < ἵεμαι +ἐρωή =ὁρμή,διέγερσις ) κοκ
ἰκνοῦμαι
( ἵκω +νέομαι =φθάνω μέσω θαλάσσης) /ἵκω ( =φθάνω) καὶ τὰ παράγωγά του ἱκανός ( =αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἵκει ἄνω, νὰ φτάσει ψηλά), ἱκέτης ( = ὁ ἵκων εἰς τὸν βωμὸν γιὰ νὰ ζητήσει προστασία), ἵππος ( < ἵκκος, μὲ τὸν ἵππον τους ἀφίκοντο), ἵπταμαι ( < ἵκ-ταμαι γιὰ τα-νυσμοῦ τῶν πτερῶν ) κοκ
ἱλάσκομαι ( = ἐξιλεώνω, ἐξευμενίζω, εὐσπλαγχνίζομαι, συγγενὲς τοῦ αἱροῦμαι) καὶ τὰ παράγωγά του, ὅπως ἵλεως ( =εὔσπλαγχνος)
ἱλαρός
( = ὁ εὔθυμος < ἑλαρός =λαμπρός, διότι ὅταν κάτι εἶναι χαρούμενο, λάμπει, βλ. ῥίζα σελ-, γέλ-ιο, Η-ἥλιος, Ε-Ἑλένη )
ἵστημι καὶ τὰ παράγωγά του ἱστός, ἱστίον
ἱστορία ( Fείδω/οἶδα =γνωρίζω, συγγενὲς τοῦ ὁρῶ. Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι πάντα τὰ γεγονότα, ἀλλὰ τὰ ὅσα γνωρίζουμε ὅτι ἔγιναν ) καὶ τὰ παράγωγά του ἱστορῶ, ἵστωρ

Ο :
ὁδός [ < παρὰ τὸ ἕζω ( < ἔδαφος) καὶ τὸ ἕω ( =πέμπω), ἑδός/ὁδός , βλ. Ε-ἕζομαι ] καὶ τὰ παράγωγά του ὁδικός, ὁδηγός κοκ
ὁλκάς ( < ἕλκω μὲ ἑτεροίωσιν τοῦ -ε σὲ -ο ) καὶ τὰ παράγωγά του ὁλκή ( =ἕλξις), ὁλκός ( =τὸ λουρί), ὅλκιμος κοκ
ὅλος
ὁμοῦ
καὶ τὰ παράγωγά του ὁμᾶς ( -δος), ὅμοιος καὶ τὰ παράγωγά του ὁμίχλη ( < ὁμοῦ + ἀχλύς), ὁμαλός ( < ὁμοῦ ἁλός ), ὁμιλία ( < ὁμοῦ εἱλίσθαι =συναναστρέφεσθαι, ὅμιλος εἶναι ἡ συναναστροφή), Ὅμηρος ( ὁμοῦ + ἀραρίσκω) κλπ 
ὅπλον
( < ἕπομαι, τὸ συνοδευτικόν καὶ ἅρμενον τοῦ ὁπλίτου)
ὅρκος
( βλ. Ε-ἕρκος) καὶ τὰ παράγωγά/σύνθετά  του ὁρκίζομαι, ὁρκωμοσία
ὅρμος
( =1.σχοινί, ἁλυσίδα, 2. λιμήν, τόπος προσορμήσεως ἅρα καὶ ἐξορμήσεως τῆς νηός ) καὶ τὰ παράγωγά του ὁρμαθός ( = ἁρμαθιά), ὁρμή, ὁρμόνη ( < ὁρμῶ) κλπ
ὁρῶ
καὶ τὰ παράγωγά του ὅ ὅρος, ὁρίζω, ὅριον, ὁρατός
ὅσιος [ < ὁ σιός ( δωρ. =ὁ θεός )]

Ω :
ὥρα καὶ τὰ παράγωγά του ὡραῖον ( =κάθε τι ποὺ ἔρχεται στὴν ὥρα του), ὥριμος ( = ὁ μὴ ἄωρος/ἄγουρος, ὁ ἰτός < εἴμι στὴν ὥρα του βλ. ὡραῖος) κοκ

Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΔΑΣΕΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Ἡ δασεῖα δὲν ἐξαφανίστηκε ΟΥΔΕΠΟΤΕ ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας. Τὸ μόνον ποὺ ἄρχισε σταδιακῶς νὰ χάνεται μετὰ τὴν κατάργησίν της εἶναι ἡ γνῶσις μας γιὰ τὴν ἀξία της.

Ἄν κάποιος καθήσει νὰ παρατηρήσει προσεκτικῶς τὶς λέξεις ποὺ παίρνουν δασεῖα ἐκτὸς τοῦ ὄτι θὰ συνειδητοποιήσει πὼς ὅλες εἶναι σχετικὲς μὲ τὸν ἕναν ἥ τὸν ἄλλον τρόπον μεταξύ τους, θὰ συνειδητοποιήσει καὶ τὸ πῶς αὐτὴ ἐτράπη στὸ νεώτερο λεξιλόγιον μας, ἀλλὰ καὶ πῶς κατέληξε νὰ γράφεται ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπον κόσμο ποὺ δανείσθηκε τὰ ἔτυμά μας γιὰ νὰ μιλήσει.

Η ΔΑΣΕΙΑ ΩΣ ΓΡΑΜΜΑ
Ἡ δασεῖα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ πὼς ἀκολούθησε μία πορεία (F)/Η< σ (s) < δασεῖα (h/w). Ὅμως τὸ δίγαμμα (γιὰ τὸ ὁποῖον χρειάζεται νὰ γράφει κανεὶς μῆνες ὁλόκληρους γιὰ νὰ τὸ καλύψει ἀκροθιγῶς κιόλας) ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ γράμματα στὴν πορεία καὶ ἀπὸ τὰ δύο πνεύματα. Ἔτσι λοιπὸν βλέπεις μίαν ἅλα νὰ ἔχει γίνει καὶ γ-αλήνη καὶ θ-άλασσα/σ-άλασσα καὶ σ-άλος καὶ ζ-άλη καὶ λ-αλῶ ( = ἦχος θαλάσσης), μ-άλα ( =πολὺ, ὡς ἡ ἅλς) κλπ καὶ νὰ ἔρχεται νὰ συμπίπτει μὲ τὸ λεξιλόγιου τοῦ ἡλίου (βλ. φ-άλιος, κ-άλιος, θ-άλλω, δ-ηλῶ, χ-αλκός, γ-άλα, σ-έλας καὶ ἄπειρα ἄλλα). Ἄν πάλι προχωρήσεις καὶ σὲ διαλεκτικὲς διαφορές καὶ ἐναλλάξεις καὶ τὰ ὑπόλοιπα γράμματα μεταξύ τους (π.χ γελ-γεν- > γεννῶ=φέρνω στὸ φῶς/ φαλ-φαν > φαίνω, φανός, φάρος, βαλ- > βάλλω =ῥίπτω ὡς οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ῥίπτονται καὶ καμμία φορὰ μᾶς βλά-πτουν κιόλας κοκ ), τότε εἶναι ποὺ καταρρέει ὁλόκληρο τὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ κατασκεύασμα καὶ ἔρχεται ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τρίβει στὰ μοῦτρα τῶν ἰνδοευρωπαϊστῶν πὼς τὸ λεξιλόγιον τοῦ παγκοσμίου λόγου εἶναι -τουλάχιστον- κατὰ βάσιν προϊὸν ἡλίου καὶ ἁλός, προϊὸν Σ-ελλῶν καὶ ὄχι φανταστικῶν ῥιζῶν διαφόρων νομάδων!

Καὶ αὐτὸς εἶναι καὶ ἕνας εὔκολος τρόπος γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε γνωρίζει καλὰ τὴν ἑλληνική, νὰ καταλάβει καὶ τὶς γονιμοποιημένες ἐξ αὐτῆς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες. Μία καλὴ ἄσκησις πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἤδη γεγραμμένων, εἶναι νὰ πάρει κάποιος μία-μία τὶς δασυνόμενες λέξεις καὶ νὰ δεῖ πὼς κατέληξαν ἀπὸ τοὺς ἀλλοθρόους, προσθέτοντας στὴν θέσιν τῆς δασεῖας τὰ h,s, f/v/w ( συνήθως) . Ἐνδεικτικῶς -καὶ σὲ διάφορες γνώριμες στoὺς περισσοτέρους γλῶσσες- ἀναφέρω:

Τὸ ΥΔΩΡ ( τοῦ ὕδατος) κατεληξε hydro, hydato-
ΥΠΕΡ < s-uper καὶ h-yper
ΥΠΟ < s-ub, hypo
ΥΠΝΟΣ < s-ypnus < sopnus< somnus καὶ hypno ( βλ. hypnose)
ΥΒΡΙΣ < h-ubris, h-ybrid

ΡΗΓΝΥΜΙ < f-rango, f-ragile, f-ragment κοκ
ΡΑΠΙΖΩ < f-rapper
ΡΙΓΩ < f-rigo, f-rio, f-resco
ΡΟΔΟΣ < R-h-odes
ΡΥΘΜΟΣ < r-h-ythme 
ΡΗΤΩΡ < r-hetor

Ἡ ΑΛΣ ἔδωσε ἀμέτρητες λέξεις σὲ ὁλόκληρον τὸν κόσμον ὅπως s-altus ( = ἅλμα) , s-alad, s-alt, sauter ( = ἅλλομαι, πηδῶ), sallir ( =ὁρμῶ ὡς ἡ ἅλς), salon/salle ( =αἴθουσα, εὐρὺς χῶρος ὡς ἡ ἅλς)
ΑΡΜΟΝΙΑ < h-armony
ΑΙΜΑ < h-ema < hemorragia, hemophilia
ΑΔΗΝ < s-atis ( = ἀρκετά) < saturate ( = κορέννυμι) 
ΑΠΤΩ ( χ-άπτω) < h-abeo < have κλπ καὶ c-apio < capture, capacité κλπ
ΑΠΛΟΣ < s-imple

ΕΛΜ-ΙΝΣ < w-orm ( λ=ρ)
ΕΣΠΕΡΑ < v-esper
ΕΞΙ < s-ix καὶ hexa-
ΕΠΤΑ < s-even καὶ hebdo-/ hepta-
ΕΣΤΙΑ < v-esta
ΕΛΚΩ < h-aler ( =ἕλκω), h-olen ( =κομίζω)
ΕΤΕΡΟΣ < h-etero
ΕΡΜΗΣ < H-ermes
ΕΡΠΩ < s-erpent
ΕΔΩ < s-edo, sit, setzen, (as)seoir  
ΕΞΙΣ < s-ex
ΕΛΙΤΤΩ < h-elicoptere, v-olta, v-erso/ verto, w-arp, W-elle

ΙΣΤΟΡΙΑ < h-istory
ΙΠΠΟΣ < h-ippo-
ΙΛΑΡΟΣ < H-ilary
ΙΜΑΤΙΟΝ < h-imation
ΙΣΤΟΣ < h-isto, histology
IHMI /ΕΩ < v-ia, v-oie/ w-ay, voyage
ΙΕΡΟΣ < h-ierarchy

ΗΜΙ < s-emi, h-emi,
ΗΜΕΡΑ < σ-ήμερα < s-ummer καὶ hémero
ΗΡΑΚΛΗΣ < H-ercules 
ΗΒΗ < p-ubes
ΗΡΩΣ < h-ero, Herr ( Χαρακτηριστικὸν τοῦ ὅτι οἱ ἀλλοδαποὶ δὲν ἐννόησαν ποτὲ τὸ βαθὺ νόημα τοῦ ἥρωος εἶναι ὅτι δανείστηκαν τὴν λέξιν, γιὰ νὰ ἀποδώσουν αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴν κυριότητα ἐπὶ κάποιου, τὴν κυριαρχία, αὐτοῦ ποὺ ἔχει κῦρος. Γιὰ τὸν Ἕλληνα δὲν εἶναι μόνον αὐτό ὅμως. Εἶναι κάτι περισσότερον κι ἀπὸ τὸν ἀνδρεῖο, ἀγγίζει -κατὰ τὸν Πλάτωνα, στὸν Κρατύλο- τὸν ἡμίθεο, γι'αὐτὸ καὶ ὁ ἥρως φθέγγεται σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου ἑλληνικά) 

ΟΜΟΙΟΣ < h-omo καὶ s-imil(e)
ΟΛΟΣ < h-olo, h-ello, hola, Heil
ΟΡΜΟΝΗ < h-ormone
ΟΡΩ/ΟΡΙΖΩ < h-orizon, h-orizontal

ΩΡΑ < h-our, h-eure, y-ear, J-ahr, l-ors
κλπ

ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ Η ΔΑΣΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΙΝ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ὁ πιὸ συνηθισμένος τρόπος, ὅταν δὲν θυμόμαστε/ξέρουμε ποιό πνεῦμα πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε στὴν ἀρχὴ τῶν λέξεων εἶναι νὰ τὶς χρησιμοποιήσουμε ἐν συνθέσει μὲ κάποια λέξιν ποὺ τὸ τελευταῖον της γράμμα κατὰ τὴν σύνθεσιν θὰ εἶναι ἕνα ψιλὸν ἄφωνον ( κ,π,τ ). Συνήθως λαμβάνονται οἱ προθέσεις «κατά, ἀντί, μετά, ἀπό, ὑπό, ἐπί», διότι ἀναγκαστικὰ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν φωνήεν τοῦ β’ συνθετικοῦ θὰ χάσουν τὸ τελευταῖον δικό τους καὶ θὰ λήγουν στὸ ψιλὸν ἄφωνόν τους (κατ-, ἀντ-, μετ-, ἀπ-, ὑπ-, ἐπ- ). Αὐτὸ τὸ κάνουμε διότι ὅταν ἡ δασεῖα πάει καὶ πέσει πάνω στὸ ψιλόν, ἐπειδὴ ἡ γλῶσσα μας εἶναι ἁρμονία καὶ κανόνες μουσικῆς, θὰ τὸ ἀναγκάσει νὰ δασυνθεῖ γιὰ νὰ συμπνευματιστοῦν. Ἔτσι, τὸ ψιλὸν ὀδοντικόν -τ, θὰ γίνει δασὺ ὀδοντικόν -θ, τὸ ψιλὸν χειλικόν -π θὰ γίνει δασὺ χειλικόν -φ καὶ ἄν τυχὸν εἴχαμε ἕνα ψιλὸν οὐρανικόν -κ θὰ κατέληγε καὶ αὐτὸ στὸ ἀντίστοιχὸν δασύ -χ (βλ. πίνακα). Ἐπὶ τῆς οὐσίας τὸ ἴδιο γράμμα θὰ εἴχαμε, στὸ ἴδιο σημεῖον θὰ «χτυποῦσε » (οὐρανίσκο, δόντια ἤ χείλη), ἁπλῶς θὰ ἔβγαινε περισσότερος ἀέρας ἀπὸ τὸ στόμα καὶ θὰ ἐκινεῖτο κάτι χιλιοστὰ πιὸ μπροστὰ ἤ πιὸ πίσω στὸ ἀντίστοιχο σημεῖον τοῦ στόματος, θὰ βάζαμε μία δίεσιν (δασέα ἄφωνα) ἤ ὕφεσιν ( ψιλὰ ἄφωνα) στὴν κεντρική μας νότα (μέσα ἄφωνα). 
Ἐνδεικτικῶς γιὰ τὸ πῶς λειτουργεῖ αὐτὴ ἡ μέθοδος:
κατά + ἅγιος < καΘαγιασμός
κατά + ἧμαι < κάΘημαι
κατά + ἧλος < καΘηλώνω 
κατά + ἥσυχος < καΘησυχάζω

ἐπί + ἵππος < ἔΦιππος
ἐπί+ ἡμέρα < ἐΦήμερος, ἐφημερίδα
ἐπί + ὁδός < ἔΦοδος
ἐπί + ὁρμῶ < ἐΦόρμησις

ἀπὸ + ἅλς < ἀΦαλάτωση
ἀπὸ + ὁμοιώνω < ἀΦομοίωσις
ἀπό + ἱερός < ἀΦιερώνω
ἀπό + ἵκω < ἄΦιξις

ἀντί + Ἕλλην < ἀνΘέλλην
ἀντί + ὑπολοχαγός < ἀνΘυπολοχαγός
ἀντί + ὑγιεία < ἀνΘυγιεινός
ἀντί + ἡγεμών < ἀνΘηγεμονικός

μετά + ἑρμηνεύω < μεΘερμηνεύω
μετά + ἕξις < μέΘεξις
μετά +ὅριον < παρα-μεΘόριος
μετά +ὁδός < μέΘοδος

ὑπό + ἥλιος < ὑΦήλιος
ὑπό + ἵσταμαι < ὑΦίσταμαι
ὑπό+ ἵημι < ὕΦεσις
ὑπό + ἕρπω < ὑΦέρπω 

Ὅμως ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα/μουσικὴ προέβλεψε νὰ διορθώσει καὶ τὶς ὅποιες παραφωνίες θὰ δημιουργοῦσε αὐτὸς ὁ κανὼν τῆς συνθέσεως. Ἔτσι, ὅπου δὲν τὶς ἔβγαινε σωστὰ ἡ μελωδία, ἔθεσε καὶ τὴν ἀναίρεσιν. Ἡ ἑλληνικὴ φωνὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχτεῖ τὴν μεγάλη δασύτητα, γι’αὐτὸ καὶ ὅπου τύχει καὶ γεννηθοῦν λέξεις μὲ συνεχόμενα δασέα, φροντίζει νὰ τρέψει τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο στὸ ἀντίστοιχον ψιλόν του, νὰ τὰ ἀνομοιώσει δηλαδή (βλ. πίνακα). Γιὰ νὰ γίνει πιὸ κατανοητὸς ὁ κανὼν μελωδίας, παραθέτω τὰ ἑξῆς παραδείγματα:

ἐπί + ἁθροίζω κανονικὰ θὰ γινόταν ἐΦαΘροίζω, ἀλλὰ ἐπειδὴ συσσωρεύονται πολλὰ δασέα στὴν σειρά, καταλήγει μὲ ἀνομοίωσιν ἐΠαΘροίζω.

Ἅπτω <ἁφή
ἐπί + ἅπτω < ἐΦάπτω ἅρα καὶ
ἐπί + ἁφή = ἐΦαφή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κανὼν περὶ δασύτητος δὲν παράγει εὔηχον ἀποτέλεσμα, ἡ γλῶσσα μας τρέπει τὸ πρῶτο (δασὺ χειλικόν) -φ στὸ ἀντίστοιχον ψιλόν -π καὶ ἔτσι δὲν ψευδίζουμε, παρὰ λέμε ἐΠαΦή.

Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ ἐντὸς μίας λέξεως, ὅταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μικροαλλαγῆς κατὰ τὸν σχηματισμό τῶν διαφόρων τύπων της, παράγει παραφωνία.

π.χ: ἡ θρίξ ( < θριχ-ς) ἀλλὰ τῆς Τριχός κι ὄχι θριχός, ὅπως θὰ ἔπρεπε, διότι δύο συνεχόμενα δασέα στην σειρὰ δὲν εἶναι ἀνεκτὰ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἁρμονία.
θρέψω, ἀλλὰ Τρέφω, Τροφή, διότι ἄν καὶ τὸ θέμα εἶναι θρεφ-, ἡ συσσωρευμένη δασύτητα δημιουργεῖ κακοφωνία.
ἔχω + χείρ =ἐκεχειρία κι ὄχι ἐχεχειρία
συγχέω, ἀλλὰ συγΚεχυμένος, διότι τὸ συγχεχυμένος δὲν τὸ ἀνέχεται ἡ ἑλληνικὴ αὐδή.
Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σχολεῖο μᾶς ἔλεγαν πὼς στὸν παρακείμενο κατὰ τὸν ἀναδιπλασιασμό, ἄν τὸ ῥῆμα ξεκινᾶ ἀπὸ χ,φ,θ, θὰ πρέπει νὰ γίνει κ,π,τ, ἀντιστοίχως καὶ ἔτσι φύω- > πρκ. Πέ-Φυκα/ θύω - > Τέ-Θυκα/ χορεύω - > Κε-Χόρευκα
Γι’αὐτὸ καὶ τίθημι, ἀντί θίθημι, ὡς θὰ ἔπρεπε, πιφαύσκω κι ὄχι φιφαύσκω κοκ

Ὅμως παραφωνία ὑπάρχει καὶ σὲ λέξεις ὅπως ἑπτά + ἡμέρα = ἑπθήμερος. Γι’αὐτὸ καὶ ἡ γλῶσσα προέβλεψε νὰ συμπνευματιστεῖ καὶ τὸ -π μὲ τὸ διπλανὸ δασύ του, -θ καὶ νὰ γίνει ἐΦΘήμερος. Προτιμᾶ μία εὐφωνική ( σ’αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ) δασύτητα παρὰ μία βαρβαρομυθία. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ ἀκόμα ἕνα ἐπιχείρημα μαζί μὲ τὰ ὑπόλοιπα κραυγαλέα ( https://etymo-logiki.blogspot.com/2020/12/blog-post.html ) πρὸς μερικοὺς ἐρασμῖτες, ποὺ βήχουν γιὰ νὰ προφέρουν «σωστά» τὰ δασέα μας ( βλ. χεπχτχεέμερος = ἑφθήμερος! ).

«ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΤΕΤΡΙΓΑΣΙΝ ( =τρίζουν) ΚΑΤΑΠΕΡ ΝΥΚΤΕΡΙΔΕΣ ( =ὅπως οἱ νυχτερίδες)…ΔΙΟΤΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΗΣΑΝ, ΕΔΟΚΕΟΝ ΟΜΟΙΩΣ ΟΡΝΙΣΙ ( =φαινόταν ὁμοίως μὲ τὰ ὄρνια) ΦΘΕΓΓΕΣΘΑΙ ( = πὼς ὁμιλοῦν)» ( Ἡρόδοτος, Β’, 57/ Δ’, 181) 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, . Χρησιμοποιήθηκε ὁ πίναξ διαχωρισμοῦ τῶν συμφώνων ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Ἀχ.Τζαρτζάνου <<ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ>> 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (