Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΟΡΦΟΩ-Ω: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΥΜΩΝ



*<<ΜΟΡΦΟΩ-Ω/ΜΟΡΦΩΝΩ, παρὰ τὸ μείρω, τὸ μερίζω, μορὴ καὶ μὲ πλεονασμὸν τοῦ -φ, μορφή>>, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ 

ΜΟΡΦΟΥΜΑΙ, ὡς παθητικόν ( δηλ. ἄλλος μὲ μορφώνει) =διαμορφώνομαι, ἀποκτῶ σχῆμα/ ὡς μέσον ( δηλ. μορφώνομαι ἀπὸ μόνος μου) =καλλωπίζω, κοσμῶ τὸν ἑαυτόν μου). Ἐν ὀλίγοις, ἡ μόρφωσις ἀπαιτεῖ καὶ προσωπική, κριτικὴ σκέψιν γιὰ νὰ μὴ καταλήξει κάποιος ἀπὸ ΕΥ-ΜΟΡΦΟΣ/ΟΜΟΡΦΟΣ,ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενον, σὲ ΔΥΣ-ΜΟΡΦΟΝ, Α-ΜΕΡΦΗ ( =αἰσχρός, κατὰ τὸν Ἡσύχιον) καὶ σωρευτικὰ μὲ ἄλλους να σχηματίσει μίαν Α-ΜΟΡΦΗ μάζα ]

ΜΟΡΦΩΣΙΣ, τὸ δίδειν μορφὴν εἰς κάτι ἀμόρφωτον καὶ ἀδιάπλαστον 

Καὶ γνωρίζοντας πλέον τὰ ἔτυμα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταλάβει εὔκολα τὸν τίτλο, καθῶς ἡ γλῶσσα μας, προνόησε καὶ μὲ ἕνα ῥῆμα, ἔφτιαξε καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξυψώσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ λεξιλόγιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἰσοπεδώσει ἄν παρεκτραπεῖ καὶ παρεκκλίνει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον! 

Καὶ ἴσως ἡ εἰκόνα, ποὺ συνοδεύει τὸ ἄρθρον, ἀντικατοπτρίζει τὴν ἐντύπωσιν ποὺ ἔχουν πολλοὶ σήμερα περὶ τοῦ τί ἐστί μόρφωσις. Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ εἰκὼν φαντάζει ἰδανική, διότι οἱ περισσότεροι θὰ δοῦν ἕναν ΜΟΡΦΩΜΕΝΟ [ =ὁ ἔχων σχῆμα, ὁ μορφοποιημένος) γονέα νὰ πηγαίνει τὸ ΑΜΟΡΦΩΤΟ ( στερ. ἀ +μορφή)  βλαστάρι του σὲ ἕναν ἄλλον μορφωμένο μὲ πρόσθετες ἱκανότητες [ αὐτὲς τοῦ πελέκεως ποὺ πελεκᾶ καὶ ΜΟΡΦΟΠΟΙΕΙ ( > μορφή +ποιῶ, σχηματοποιῶ )  γιὰ νὰ τὸ ΔΙΑ-ΜΟΡΦΩΣΕΙ ( μορφώνω μέσω δια-δικασίων ποὺ στοχεύουν στὴν δι-ευθέτησιν, τακτοποίησιν καὶ στὴν σωστὴ διά-πλασιν )]. Τὸ βλαστάρι ἀπεικονίζεται ὡς ἕνα ξύλον ἀπελέκητον, ἕνας κορμός/κορμὶ μὲ λίγα κλαδάκια ἀνθισμένα, ποὺ προωρίζονταν νὰ καρποφορήσουν, τὸ ὁποῖον ὅμως θὰ πελεκηθεῖ γιὰ νὰ καταλήξει σὰν τὰ ἄλλα τὰ ΣΥΜΜΟΡΦΩΜΕΝΑ [ > συν +μορφώνω, ( ἀρχ.σημασία =ἔχω ὁμοιομορφία μὲ κάποιον/κάτι), σημερινὴ σημασία ( καθιστῶ κάτι σύμφωνο, ταιριαστὸ μὲ κάτι, κάνω κάτι φρόνιμο, ὑπάκουο )] ξυλάκια, τὰ ὁποῖα φαίνεται πὼς ἔχουν ἀποκτήσει ὅλα τὴν ἴδια ΜΟΡΦΗ/ΦΟΡΜΑ [ > δωρ. μόρφα, βλ.formaggio, fromage κλπ ( =τὸ τυρί, τὸ φορμαρισμένο) ], τὴν τυποποιημένη [ βλ. formel, formal κοκ ( =ὁ ἐπί-σημος, ἀρχ. γιὰ νομίσματα, φέροντα σῆμα/σφραγίδα πὼς προέρχονται ἀπὸ δημόσια/κρατικὴ ἀρχή)]. 

Τὰ ξυλάκια λοιπὸν ἔχουν πλέον χάσει κάθε τι ποὺ θύμιζε πὼς κάποτε ἦταν δένδρα ἕτοιμα νὰ καρποφορήσουν καὶ θυμίζουν πλέον καλοσχηματισμένα ἔπιπλα ( > ἐπιπόλαιος, ἐπιπολάζω = 1.περιφέρομαι, 2.ἀσχολοῦμαι μὲ κάτι, 3.δὲν ῥιζώνω), μὲ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ ( =δημιουργήματα) ἕτοιμα πρὸς κάθε χρῆσιν. Καὶ ἴσως κάποια ἀπ’αὐτὰ ἀργότερα νὰ ΕΠΙΜΟΡΦΩΘΟΥΝ ( > ἐπί +μόρφωσις, ἡ περαιτέρω μόρφωσις) πάντα ὅμως ἀκολουθώντας, οἱ πελέκεις τους, τὴν ἴδια ΦΟΡΜΟΥΛΑ ( =συνταγή), τὴν ὁποία κι αὐτοὶ ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ ἔμαθον καὶ τὴν ὁποία εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀκολουθήσουν γιὰ νὰ μὴ θεωροῦνται Α-ΔΙΑ-ΜΟΡΦΩΤΟΙ, Α-ΜΟΡΦΩΤΟΙ, ΑΝΤΙΚΟΜΦΟΡΜΙΣΤΕΣ*  ( > ἀντί +σύν<cum + μορφή<forma, οἱ <<ἀντιδραστικοί>>), καὶ  μὴ ἱκανοὶ νὰ πελεκῶσι. Κι ὅταν πιὰ τὰ ξύλα παύσουν νὰ εἶναι χρήσιμα ὡς ἔπιπλα, εἶναι ἕτοιμα νὰ χρησιμεύσουν ὡς προσάναμμα, γιὰ νὰ μὴ νιώθουν ἄχρηστα. 

*( σημ.: ἀναφέρομαι στοὺς νοῦν ἔχοντας, ποὺ ἀντιδροῦν στὰ ἀ-φύσικα καὶ παρά-λογα, ὅχι στοὺς παρατεταγμένους <<ἀντιδραστικοὺς>>, ποὺ ἀκολουθοῦν συγκεκριμένες γραμμές)

Γυρνώντας πίσω τώρα στὴν εἰκόνα καὶ προχωρώντας τὴν ἱστορία τῆς, φαντάζομαι τὸν γονέα νὰ κλείνει τὴν πόρτα μὲ χαμόγελο, ἔχοντας στὸ μυαλό του πὼς ἔκανε τὸ σωστὸν γιὰ τὸ βλαστάρι του, σκεπτόμενος πὼς <<ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξύλον ἀπελέκητον>> κι ἐξηγώντας τὸ βέβαια ὅπως βολεύει. Οὐδέποτε ὅμως ἀναρωτήθηκε τί μαθαίνει τὸ παιδί μου;, Ἀπὸ ποιόν τὸ μαθαίνει;, Ποιός τὸ πελεκᾶ;, Ποιός ὁρίζει τὸν κατάλληλον πέλεκυν καὶ τὸ τί θὰ μάθει καὶ γιατί;, Σὲ τί θὰ τὸ βοηθήσει καὶ ποῦ θὰ τὸ ὁδηγήσει;, Πῶς θὰ τὸ ἀναπτύξει ὡς προσωπικότητα; κ.ἄ πολλά… Καὶ ἄν ὁ γονεύς κάπου στὸν δρόμον του γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν ποὺ θὰ θρέψουν τὸ σῶμα του παιδιοῦ του, νιώσει ἕνα σκίρτημα μέσα του καὶ γιὰ τὸ πῶς τρέφεται πνευματικῶς τὸ βλαστάρι του, θὰ προσπαθήσει νὰ τὸ κατευνάσει καταλήγοντας πὼς ἐφόσον αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ μορφωμένο τὸ τέκος του, μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ κεφάλι του ἥσυχο, πὼς πράττει τὸ σωστό. 

Προτιμοῦμε γενικῶς ἐν ὀλίγοις τὸ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΝ ( > μετά +μορφώνω, ἀλλάζω τὴν φύσιν, τὰ χαρακτηριστικά ἤ τὸ σχῆμα τινός) σὲ ΑΠΟΜΟΡΦΟΝ ( > ἀπὸ +μορφή, τὸ παράδοξον, τὸ ξενικόν, τὸ οὐκ ἐοικότα τοῖς ἤθεσιν) καὶ  τὸ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΝ ( =διεστραμμένο, διαστρεβλωμένον ) παρὰ μία μόρφωσιν ποὺ θὰ δημιουργεῖ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΥΣ καὶ ΕΥΜΟΡΦΟΥΣ <<κορμούς>>. 

Μία μόρφωσιν καὶ κατ’ἐπέκτασιν ἕνα σύστημα ἐκπαιδευτικὸν ποὺ θὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀγωγή, ὅπως ἐννοοῦσαν οἱ πρόγονοί μας τὴν ὀρθὴ παιδεία. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἄγει τὸ παιδὶ πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὴν καλέα τοῦ ἀγαθοῦ, πρὸς τὶς ἀρετὲς κι ὄχι ἡ σύγχρονος παιδεία, ποὺ στὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει τὸ ὄνομά της εἶναι στὸ ὅτι παίρνει τὸ ἄτομον ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, τὴν ἡλικία ποὺ τίθενται τὰ θεμέλια καὶ τὸ ἀποσαθρώνει. Καὶ ὁποιοσδήποτε ἀποσαθρώσει τὰ θεμέλια ἑνός κτηρίου, ἐξασφαλίζει πὼς ὅσες ἀνακαινίσεις κι ἄν γίνουν ἀργότερα, τὸ κτίσμα θὰ ἀλλάξει μόνον ὡς πρὸς τὸ φαίνεσθαι καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὸ εἶναι. Θὰ παραμείνει τὸ ἴδιο σαθρὸ καὶ ἑτοιμόρροπο, τὸ ἴδιο φοβισμένο ἀπέναντι σὲ κάθε σεισμὸ καὶ σὲ κάθε δυνατὸν ἄνεμον ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. 

Ἅν ὅμως φροντίζαμε γιὰ τὴν ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ( > ἀνά +μορφώνω, σχηματισμὸς ἐκ νέου, θέσις ἐκ νέου θεμέλιων) του κι ἄν δὲν ἀποκόβαμε τὸ δένδρον ἀπὸ τὶς ῥίζες ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ φύσις του, ἀλλὰ τὸ βοηθούσαμε νὰ τὶς ῥιζώσει πιὸ βαθέως στὸ χῶμα, ὅχι μόνον θὰ γινόταν πιὸ ἀκλόνητον καὶ σταθερόν, ἀλλὰ θὰ παρήγαγε καὶ πλουσίους καρπούς. Διότι τίποτα στὴν φύσιν δὲν μπορεῖ νὰ παραγάγει καρποὺς, ἄν τὸ ἐκφυλίσεις, ἀποκόπτοντάς το ἀπὸ τὴν γόνιμη γι’αὐτὸ, γῆ του καὶ τὶς ῥίζες του. Ὅπως καὶ κανένα δένδρον, ὅσο καλῶς ῥιζωμένον καὶ ἄν εἶναι, ἀν δὲν πελεκηθεῖ καταλλήλως, ὥστε νὰ παίρνει ἥλιον καὶ ἀέρα μέσα του καὶ ἄν δὲν πελεκηθεῖ γιὰ νὰ μὴ γείρει ἀπὸ τὴν ἑτεροβάρεια, εἴτε θὰ σαπίσει, εἴτε θὰ κινδυνεύει πάντα νὰ ξεριζωθεῖ λόγω τῆς κλίσεώς του, σὲ κάθε περίπτωσιν δηλαδὴ θὰ ὁδηγεῖται στὴν ἀγονία. 

Καὶ οἱ ὅποιες γνώσεις θὰ πάρει στὸ σχολεῖον δὲν πρέπει νὰ εἶναι τίποτα ἄλλον παρὰ τὸ λίπασμα ποὺ θὰ τὸ δυναμώσει, τὸ νερὸ ποὺ θὰ τὸ θρέψει καὶ θὰ τὸ κάνει ἀκόμη πιὸ εὔρωστον καὶ πιὸ δυνατόν, πιὸ καρποφόρον. Τὸ σχολεῖον θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ ΜΟΡΦΕΥΣ ( =αὐτὸς ποὺ δίδει μορφὴν στὰ ὄνειρα, ὅταν κοιμόμαστε, δηλ. ὅταν ὁ νοῦς ὑπο-νοεῖ . Ἦταν υἰὸς τοῦ Ὕπνου καὶ τῆς Νυκτός, καὶ εἶχε δύο βοηθοὺς, τοὺς  Ὀνείρους, τὸν Φάντασον καὶ τὸν Φοβήτορα), ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ δώσει μορφὴ στὰ ὄνειρά μας, ὅπως τὰ ἐννοοῦμε μεταφορικῶς σήμερα, δηλαδὴ στοὺς στόχους μας. 

Πρέπει νὰ καταλάβουμε κάποια στιγμὴ πὼς μόνον γεμίζοντας γερὰ δένδρα, μὲ βαθεῖες ῥίζες, ἀκλόνητα καὶ στιβαρὰ μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μία κοινωνία καθαρωτέρα, γεμάτη ὀξυγόνον. Εἰ δὲ μη, εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ ζοῦμε σὲ μία τοξικὴ κοινωνία, ποὺ ὅσον περνᾶ ὁ καιρὸς θὰ γίνεται ἀκόμα πιὸ τοξική, κι ἀργότερα ἀσφυκτικὴ, ἑως ὅτου ἐλλείψει ὀξυγόνου δὲν θὰ μποροῦν πλέον νὰ ἀναπτυχθοῦν δένδρα παρὰ μόνον ἄψυχα ἔπιπλα, μέχρι κάποια φθορὰ νὰ τὰ ἀφανίσει κι αὐτά. Ἐν όλίγοις ἑως ὅτου γίνει ἡ κοινωνία δυστοπική. Καὶ δυστυχῶς, ἔχουμε φτάσει ἤδη σὲ ἐποχὲς ὑψηλῆς ἀσφυκτικότητος, ζοῦμε σὲ ἐποχὲς ὑποξαιμίας, καὶ μάλιστα  συνειδητῆς ὑποξαιμίας, κυριολεκτικῆς καὶ μεταφορικῆς.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (