Τέσσερεις ὁμόηχες λέξεις ἀλλὰ συνάμα τόσο διαφορετικές! Ποιά εἶναι ἡ νοηματικὴ διαφορά τους καὶ πόσο ἀπέχει ἡ μία ἔννοια ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες;
Ὅλα κρύβονται στὴν ἐτυμολογία τους! Ἔτσι ὅταν θέλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν κατεύθυνσιν διαφόρων
σημείων, ἀπόψεων κλπ πρὸς ἕνα κοινὸν σημεῖον, τὴν γράφουμε «ΣΥΓΚΛΙΣΙΣ».
Κι
αὐτὸ γιατὶ ἡ λέξις προέρχεται ἀπὸ τὴν πρόθεσιν <<συν>>, ἡ ὁποία
δηλώνει τό <<ὁμοῦ>>, τό <<μαζί>> καὶ τὸ ῥῆμα
<<κλίνω>>, τὸ ὁποῖον σημαίνει γέρνω ( βλ. ἀνάκλιντρον, κλίσις δρόμου, γονυκλισία
κλπ).
Ἡ ΣΥΓΚΛΗΣΙΣ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔχει μὲν ὡς πρῶτον συνθετικὸν τὴν ἴδια πρόθεσιν, ἀλλὰ τὸ δεύτερον συνθετικόν της
προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<καλῶ>>. Εἶναι ἡ πρόσκλησις/ κάλεσμα πολλῶν ἀτόμων μαζί, στὸ ἴδιο μέρος γιὰ ἕναν κοινὸν σκοπόν. Γι’αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχουμε
σύγκλησιν τῶν μελῶν ἑνὸς συμβουλίου, ἀλλὰ οἱ ἀπόψεις τῶν μελῶν του, συγκλίνουν!
Μία ἀκόμη ὁμώνυμη πρὸς
τὶς ἄνωθεν λέξεις εἶναι καὶ ἡ λέξις ΣΥΓΚΛΕΙΣΙΣ. Ἐδῶ ἡ ὀρθογραφία ὑποδηλώνει ἀκόμα
πιὸ ξεκάθαρα τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖον δημιουργήθηκε ἡ λέξις, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<κλείω/κλείνω>>. Στὴν παλαιότερη μορφὴ τῆς γλώσσης μας εἶχε εὐρεῖα χρήσιν καθῶς σήμαινε τὸ φράξιμο, τὸν ἀποκλεισμὸν ἀλλὰ καὶ τὴν συνένωσιν δύο πραγμάτων ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει κενὸν μεταξύ τους. Ἡ <<σύγκλεισις>> ὡς λέξις συναντᾶται σπάνια σήμερα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ λέξις-κλειδί τῆς ὀδοντιατρικῆς ὀρολογίας. Οἱ ὀδοντίατροι τὴν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ δηλώσουν πῶς συν-αρμόζουν τὰ δόντια τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω γνάθου μεταξύ τους, πῶς συν ( = ὁμοῦ,μαζί ) κλείνουν.
Τέλος, ἀκόμη σπανιοτέρα εἶναι ἡ ΣΥΓΚΛΥΣΙΣ. Ἡ πρόθεσις παραμένει καὶ σὲ αὐτὸ τὸ λῆμμα ἡ ἴδια, ἀλλὰ τὸ δεύτερον συνθετικὸν εἶναι τὸ ῥῆμα <<κλύζω>>, τὸ ὁποῖον σημαίνει βρέχω, ἀποπλύνω, καλύπτω μὲ νερὸ καὶ ὁρμῶ διὰ κυμάτων. Τὸ ῥῆμα αὐτὸ ἔχει δώσει κι ἄλλες λέξεις ὅπως κατακλυσμός, κλῦσμα κλπ. Σύγκλυσις εἶναι κυριολεκτικῶς ἡ πλημμύρα, ἡ ραγδαία βροχή, ἡ κάλυψις μὲ ὕδωρ, τὸ ὁμοῦ κλύζειν.
Γιὰ νὰ ἔχουμε λοιπὸν 100% ἐπιτυχία στὴν ὀρθογραφία μας, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε ποιό εἶναι τὸ ῥῆμα μας
κάθε φορά. Εἶναι τό <<συγ-κλίνω>>, τό <<συγ-καλῶ>>, τό <<συγ-κλείνω>> ἤ τό <<συγ-κλύζω>>; Σχετίζεται μὲ κάτι ποὺ γέρνει, μὲ κάτι ποὺ καλεῖται, μὲ κάτι ποὺ κλείνει ἤ μήπως ἔχει σχέσιν μὲ τὸ νερό;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου