Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ;


ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ;

Εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα/παρώνυμα ποὺ βασανίζουν δυστυχῶς πολλούς, ὅταν χρειαστεῖ νὰ τὰ γράψουν. Καὶ γράφω δυστυχῶς, διότι ἡ ἀνορθογραφία δὲν ὑποδεικνύει ἕναν <<κακὸν μαθητή>> , ὅπως πολλοὶ σκέφτονται, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπόδειξις τῆς μὴ συνδέσεως τῆς διανοίας μὲ τὴν ἔκφρασιν ( ἡ ὁποία ἰσχύει καὶ γιὰ πολλοὺς ὀρθογράφους πλέον). Ὅταν τὸ σημαῖνον χάσει τὸν εἰρμό, τὴν σύνδεσιν μὲ τὸ σημαινόμενον, ἡ γλῶσσα ἀπὸ μέσο προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ τρόπος σκέψεως καθίσταται ἕνας ἁπλὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ἐν ὀλίγοις, ἄν χάσουν καὶ οἱ λέξεις τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν οὐσία τους, ἡ ἑλληνικὴ ἀπὸ ἐννοιολογικὴ θὰ καταντήσει ἀκόμη μία συμβατικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ ἀλλοδαπές. Καὶ τὸ βάρος ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε ἑμεῖς εἶναι μεγαλύτερο, διότι ἄν οἱ ἀλλόθροοι ἀνορθογραφώντας, θὰ λέγαμε πὼς ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ τὴν γλῶσσα τους, ἑμεῖς τὴν ΕΚΦΥΛΙΖΟΥΜΕ!

Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα εἶναι ἡ λέξις ΛΗΜΜΑ, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λαμβάνω/ ομαι. Τὸ θέμα τοῦ <<λαμβάνω>> εἶναι στὴν πραγματικότητα τὸ (σ)λαβ-/ληβ- κι αὐτὸ διότι τὸ εὐφωνικό -ν ποὺ κατέληξε νὰ γίνει -μ ἐμπρὸς ἀπὸ (χειλικό) -β, ἐτέθη καθαρῶς γιὰ λόγους ἁρμονίας καὶ μελωδικότητος. Καὶ ἐπειδὴ τό -π, τό -β καὶ τό -φ εἶναι ἐπὶ τῆς οὐσίας ὁ ἴδιος φθόγγος/νότα καὶ τὸ μόνον ποὺ ἀλλάζει εἶναι ἡ ποσότητα τοῦ ἀέρος ποὺ ἐκπνέουμε, ἡ δίεσις καὶ ἡ ὕφεσις ποὺ λένε οἱ μουσικοί, τὸ συναντᾶμε καὶ ὡς λαφ/λαπ/λαβ/ληπ/ληφ/ληβ. Παράγωγα αὐτοῦ τοῦ ῥήματος συναντᾶμε πολλὰ ὅπως λάφυρο, λήψη, λαβή, ληπτέος κοκ, ἄν καὶ τὶς περισσότερες φορὲς συναντᾶται ἐν συνθέσει (π.χ κατάληψη, εὐλάβεια, παραλήπτης κλπ). Καὶ ἡ γραμματική μας, γράφει πὼς ἡ κατάληξις -μα ὑποδεικνύει τὸ ἀποτέλεσμα πράξεως δηλουμένης ὑπὸ ῥήματος (βλ. π.χ δένω-δέμα), τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐνεργείας ἑνὸς ῥήματος ( βλ. π.χ γράφω-γράμμα), ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ νὰ λαμβάνεις, δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ λέγεται λῆμμα ( > λήβ-μα). Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ εἶναι καὶ κανόνες μουσικῆς καὶ ἔχει φροντίσει γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς χασμωδίας καὶ παραφωνίας, ἀναφέρει πὼς τὰ χειλικά ( τὰ σύμφωνα ποὺ προφέρονται μὲ τὰ χείλη, ἤτοι π,β,φ) ἐμπρὸς ἀπό -μ ἀφομοιώνονται μὲ αὐτὸ κι ἔτσι προκύπτει διπλό -μ. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ λήβ-μα ἔγινε λῆμμα. Τώρα σχετικὰ μὲ τὴν σημασία του, λῆμμα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα του λαμβάνειν, κάθε τὶ ποὺ λαμβάνεται ( κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς), ποὺ συλλέγεται γι’αὐτὸ καὶ τὶς περισσότερες φορὲς στὰ ἀρχαῖα χρόνια ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς συνώνυμο τοῦ κέρδους, τοῦ εἰσοδήματος, ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας τῶν λεγομένων/γεγραμμένων κάποιου, τοῦ νοήματος, αὐτῶν ποὺ κατα-λαμβάνει (καταλαβαίνει) κανείς. Καὶ γι’αὐτὸ καὶ ἔγινε συνώνυμο τῆς προφητείας καὶ τοῦ περιεχομένου μίας προτάσεως. Τὸ πῶς κατέληξε νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὸ λῆμμα ἑνὸς λεξικοῦ καὶ νὰ στενέψει -πλέον- ἐννοιολογικῶς στὶς μέρες μας εἶναι ἁπλὸ καὶ λογικό, καθῶς λῆμμα στὴν λεξικογραφία εἶναι ὁ τύπος τῆς λέξεως ποὺ λαμβάνεται ὡς κύριος καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον προκύπτουν ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ( παράγωγες, σύνθετες κλπ) λέξεις. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν λογικὴ τῆς ἐπαληθευμένης, ἀναντιρρήτου θέσεως, ἡ ὁποία λαμβάνεται γιὰ τὴν ἀπόδειξιν ἄλλης θέσεως (θεωρήματος) χρησιμοποιεῖται καὶ στὴν ἐπιστήμη τῶν μαθηματικῶν. Κι ἀπ’αὐτὸ βέβαια ὅλα τοὺς τὰ παράγωγα γράφονται κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως λημματίζω ( ἐπιφέρω κέρδος/ ἀποδέχομαι ὡς ἀληθές ), λημματογραφῶ, λημματικός ( αὐτὸς ποὺ ξέρει νὰ ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν κατάλληλη εὐκαιρία ) κλπ

Τὸ ΛΕΙΜΜΑ ἀπ΄τὴν ἄλλη προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λείπω. Ἡ διαδικασία συνθέσεως τῆς λέξεως εἶναι ἴδια μὲ τοῦ λήμματος. Τὸ θέμα εἶναι λειπ-, ἡ κατάληξις -μα, καὶ μὲ ἀφομοίωσιν τοῦ χειλικοῦ -π ἐμπρὸς ἀπό -μ, γράφεται καὶ αὐτὸ μὲ 2 <<μ>>. Λεῖμμα εἶναι τὸ λείψανο, αὐτὸ ποὺ ἐγκατα-λείπει ὁ ἐκ-λιπών, ὅταν ἀποθνήσκει. Ἀλλὰ καὶ γενικότερα ἐκφράζει τὸ ὑπόλοιπο, τὸ ἀπόλειμμα, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας ποὺ ἐκφράζει τὸ ῥῆμα <<λείπω>>. Ἡ ὀρθογραφία τοῦ λείμματος ἀπὸ τὸ λείπω, θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε καὶ τὴν ὀρθογραφία τῶν συνθέτων αὐτοῦ, ὅπως διαλείπω -> διάλειμμα, ἀπολείπω-> ἀπόλειμμα, ὑπολείπω-> ὑπόλειμμα, ἐλλείπω ( ἐν+λείπω)-> ἔλλειμμα κοκ.

Ἔπειτα, ἔχουμε καὶ τὸ ΛΥΜΑ, τὸ ὁποῖον εἶναι συνώνυμο τοῦ ῥύπου, τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς βρωμιᾶς ποὺ ξεπλύθηκε ἐξ οὗ καὶ λύματα θεωροῦνται καὶ τὰ βρώμικα νερά. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ λυμαίνω ( =μολύνω, λερώνω καὶ κατ’ἐπέκτασιν καταστρέφω, βλάπτω, ἐξ οὗ καὶ ΛΥΜΗ εἶναι ἡ καταστροφή, ἡ κακοποίησις εἴτε μὲ ἔργα, εἴτε μὲ λόγια). Τὸ λυμαίνω μὲ τὴν σειρά του προέρχεται ἀπὸ τὸ λύω, τὸ ὁποῖον ῥῆμα ἔχει διάφορες νοηματικὲς ἀποχρώσεις. Λύω σημαίνει χαλαρώνω, ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥῆμα λού(ζ)ω, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ <<πλένω ὁλόκληρο τὸ σῶμα, χαλαρώνοντάς το συνάμα καὶ ἀπό-λυμαίνοντάς το ( =ἐξυγιαίνοντας, καθαρίζοντάς το)>>, τὸ κατά-λυμα ( =χῶρος ὅπου καταλύει τὶς καὶ μένει, χαλαρώνει), ὁ λυτός ( =χαλαρός). Ὑπὸ τὴν ἀρχική ἔννοια τῆς χαλαρώσεως, συνεκδοχικῶς σημαίνει καὶ ἀποσυνθέτω, ἀπαλλάσσω ἀπὸ δεσμούς, διαχωρίζω/ διασκορπίζω, δια-λύω, ἐξ οὗ καὶ τὸ διάλυμα, τὸ ὁμογενοποιημένο ὑγρὸ ποὺ προκύπτει ἔπειτα ἀπὸ ἀποσύνθεσιν ἑνὸς σώματος σὲ κάποιο ἄλλο ὑγρό, ἡ ἀπό-λυσις, ἡ ἔκ-λυσις ( =ἡ χαλάρωσις καὶ ἀπελευθέρωσις πρὸς τὰ ἔξω), ἡ απελευθέρωσις κλπ. Ἀκόμα, σημαίνει καὶ ἐξασθενῶ, καταργῶ, λύνω, λυτρώνω, ἐκλυτώνω/γλυτώνω κ.ἄ παρόμοια. Ὅλες οἱ σημασίες του μποροῦν νὰ συσχετισθοῦν λίγο-πολὺ μὲ τὸ παράγωγό του, λυμαίνω.

Ὕστερα, ἔχουμε καὶ τὴν λέξιν ΛΗΜΑ. Λῆμα εἶναι ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία, τὸ θάρρος καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα ποὺ ἔχει τὶς, ὅταν θέλει κάτι. Προέρχεται ἐκ τοῦ πρωτοελληνικοῦ ῥήματος λῶ, ποὺ μεταξὺ ἄλλων σημαίνει καὶ θέλω πολύ. Λῶ σημαίνει ὅμως καὶ βλέπω καὶ ὑπὸ αὐτήν του τὴν ἔννοια ἔχει παραγάγει τὸ ῥῆμα (γ)λημάω/ῶ ( > Fλημάω =εἶμαι μισότυφλος) καὶ τὸ ὁποῖον μὲ τὴν σειρά του ἔχει δημιουργήσει μία παρώνυμη τοῦ λήματος λέξιν, τὴν λέξιν ΛΗΜΗ. Λήμη εἶναι ἡ τσίμπλα, ἡ ἔκκρισις αὐτὴ ποὺ μαζεύεται στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μεταφορικῶς χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει ὁ,τιδήποτε μᾶς ἐμποδίζει νὰ δοῦμε καθαρά. Γι΄αὐτὸ καὶ στὰ ἀρχαῖα χρόνια, λῆμες ὀνομάζονταν οἱ προλήψεις, οἱ ὁποῖες ἐμπόδιζαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δοῦν καθαρὰ σὲ πνευματικὸν ἐπίπεδο. Ἀπ’αὐτὴν ὁ λημαλέος καὶ μὲ τροπὴ τοῦ -η σέ -α καὶ ὁ γλάμων/γλαμυρός ( =ὁ τσιμπλιάρης).

Ἀπ’τὴν ἄλλη ΛΙΜΑ εἶναι ἡ ῥίνη/ῥῖνα, τὸ μεταλλικὸ συνήθως ἐργαλεῖο, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ῥινίσει, νὰ λιμάρει, νὰ λειάνει διάφορα τραχέα σώματα. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς λατινικῆς λέξεως lima, ἡ ὁποία προήλθε ἀπὸ τὴν μαμά της, ἑλληνικὴ ῥῖνα, μὲ τροπὴ τῶν ὑγρῶν (λ->ρ) καὶ τῶν ἐνρίνων ( μ-> ν) φθόγγων μεταξύ τους. Μὲ τὴν σειρά της ἡ ῥῖνα ἔδωσε σὲ ἑμᾶς τὸ ῥῆμα <<ῥινίζω>> ( =ξύνω μὲ τὴν ῥῖνα), τὰ ῥινίσματα ( =τὰ ἀποξέσματα ποὺ προκύπτουν ἀπ’τὸ ξύσιμο) κ.ἄ, ὅπως καὶ στοὺς ἀλλοθρόους ἔδωσε ἄλλα τόσα καὶ κυρίως τὸ ῥῆμα limare ( =ἀκονίζω), τὸ ὁποῖον ἐπέστρεψε ὡς ἀντιδάνειο σὲ ἑμᾶς καὶ ἐλέχθη <<λιμάρω>>. Προφανῶς καὶ ἡ ῥῖνα συνδέεται μὲ τὴν μύτη ( ἡ ῥίς) καὶ γενικότερα μὲ ὁ,τιδήποτε αἰχμηρό, ἀλλὰ καὶ τραχύ, ἐξ οὗ καὶ τὸ ψάρι <<ῥῖνα>>, τὸ ὁποῖον ἔχει τραχὺ δέρμα καὶ τοῦ ὁποίου τὸ δέρμα τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὡς λίμα, γιὰ νὰ ῥινίζουν τὰ ξύλα τους!

ΛΙΜΑ κάποιοι λένε καὶ τὴν μεγάλη πεῖνα. Γράφεται ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἄνωθεν λέξιν, ἀλλὰ ἡ ἐτυμολογία τὴς εἶναι διαφορετική. Ἡ ΛΙΜΑ ΛΙΜΟΣ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λείπω καὶ συγκεκριμένα ἀπ’τὸ θέμα ἀορίστου λιπ- ( << Λιμὸς ἐστὶν ἔλλειψις ἐπιτηδείων>> ). Ἀπὸ αὐτὸν τὸν λιμὸ προέρχονται λέξεις σχετικὲς μὲ τὴν πεῖνα καὶ τὸ φαγητὸ γενικότερα, ὅπως λιμο-κτονῶ ( =πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα), βου-λιμία ( =ἡ πεῖνα στὴν κυριολεξία τοῦ βοδιοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε <<τρώω σὰν βόδι>>), λιμασμένος ( =πεινασμένος), λιμοθνής ( =αὐτὸς ποὺ θνήσκει, πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα), λιμοκοντόρος [ =αὐτὸς ποὺ λιμάζει ἀλλὰ παριστάνει συνάμα καὶ τὸν κόντε [ =κόμης ( ἀρχικῶς ὁ ἀκόλουθος) > ιταλ. conte > σύνειμι ( =βρίσκομαι μαζί μὲ κάποιον )], λιμώδης ( =ὁ πειναλέος) κ.ἄ.

Τέλος, ὁ ΛΟΙΜΟΣ εἶναι συνώνυμος πάσης μολυσματικῆς νόσου, ἀσθενείας καὶ στὰ ἀρχαῖα χρόνια περιέγραφε τὴν πανώλη κυρίως καὶ τὴν καταστροφή. Ἐτυμολογικῶς σχετίζεται μὲ τὴν λύμη ( ἄς μὴ ξεχνάμε πὼς τό –υ μὲ τό –ου καὶ τό –οι ἐναλλάσσονται ἀρκετὰ συχνὰ μεταξὺ τῶν διαλέκτων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης) καὶ τὸν λοιγό ( = ὀλέθριος, καταστροφικὸς καὶ ὁ θάνατος ἐκ τοῦ λοιμοῦ) καὶ τὸν ὀλίγο ( =τὸν ἰσχνό, τὸν μικρό), καθῶς ὁ λοιμός/ ἡ λοίμωξη καὶ μολυσματικὴ εἶναι καὶ καταστροφικὴ καὶ δυνητικὰ ὀλέθρια γιὰ ἕναν ὀργανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀποδυναμώνει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει. Ἀπὸ αὐτὸν παράγονται διάφορες ἄλλες λέξεις, ὅπως λοιμώδης ( =ὁ μολυσματικός, ὁ σχετικὸς μὲ λοιμό), ἐπιλοίμιον ( =τὸ ἄσμα ποὺ ἔψαλλαν πρὸς ἀποφυγὴν λοιμοῦ τὰ ἀρχαῖα χρόνια), λοιμογόνος ( ὁ παράγων ποὺ γεννᾶ τὴν λοίμωξη) κ.ἄ.

Ἔτσι λοιπὸν ἔχοντας συνδέσει στὸ μυαλό μας τὴν εἰκόνα τῆς λέξεως μὲ τὴν ἔν-νοια, τὴν ἀλήθεια ποὺ κρύβει, τὴν ἐτυμολογία της καὶ ὀρθογραφικὰ λάθη δὲν θὰ γίνονται, ἀλλὰ κυρίως θὰ ξέρουμε τί λέμε καὶ θὰ συνδέεται ἡ διάνοιά μας ( = ὁ λόγος/σιωπηλὴ ὁμιλία τῆς ψυχῆς μας) μὲ τὸν λόγον μας ( =ὁμιλία καὶ λογική) καὶ ἡ νόησις μὲ τὴν φαίνουσα τὸν νοῦν, φωνή. Ἔννοιες ποὺ ἡ ἀνορθογραφία ἤ ἡ ἀποστήθισις τῆς ὀρθογραφίας μίας λέξεως ἔχει μετατρέψει σὲ παρά-νοια, ἀπό-νοια ( =ἀπόγνωσις τοῦ νοῦ ) καὶ σὲ μία ἄλογη βάξιν. Καὶ δὴ σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ ἀπορρίπτει τὶς συμβάσεις, τὶς ὑπόνοιες καὶ τὸν παραλογισμό.

Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία : << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ –ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, << ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ>>, LIDDELL- SCOTT

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (