Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΜΕΛΩ, ΜΕΛΛΩ, ΜΕΙΛΙΣΣΩ, ΜΕΛΙΖΩ, ΜΕΛΠΩ

Τὰ δύο πρῶτα ῥήματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλυθοῦν καὶ στὸ κεφάλαιον <<ΟΜΩΝΥΜΑ>> καθῶς ἀρκετὲς φορὲς δημιουργεῖται σύγχυσις ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν γραφήν τους. Παρ’ὅλ’αὐτά, πρόκειται γιὰ ῥήματα-παράγωγα τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μὲ ἄρρηκτη σχέσιν μεταξύ τους.

Κατ’αρχάς, τὸ ῥῆμα ΜΕΛΩ, τὸ ὁποῖον συναντᾶται καὶ ὡς ΜΕΛΟΜΑΙ παράγεται ἐκ τῶν μονοσυλλάβων ῥημάτων μῶ ( =ζητῶ) καὶ λῶ ( =θέλω) καὶ σημαίνει φροντίζω, ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΑΙ ἤ νοιάζομαι γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, ποὺ ἐπιζητῶ καὶ θέλω, ἀλλὰ καὶ εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος κάποιου. Σχεδὸν πάντα συναντᾶται στὸ γ’ἑνικὸ πρόσωπο, ὡς ἀπρόσωπο <<μέλει>> καὶ τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖον ἀποδίδεται ἡ φροντίς, ἡ ἔγνοια αὐτή, τίθεται σὲ αἰτιατική ( π.χ. μὴ ΣΕ μέλει τί κάνω ἐγώ ).

Ἀπὸ αὐτὸ παράγονται πολλὲς λέξεις, ὅπως ἡ ΜΕΛΗΔΩΝ ( = φροντίς, ἡ μέριμνα), ἀλλὰ καὶ ὁ ΜΕΛΕΔΩΝ ( =ὁ φροντιστής), ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀνόματα ποὺ εἶχε ὁ βασιλεὺς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καθ'ὅτι ἔργον του εἶναι νὰ μέλει, νὰ φροντίζει γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ λαοῦ του.

ΜΕΛΕΤΩΡ ἀπ’τὴν ἄλλη εἶναι αὐτὸς ποὺ φροντίζει καὶ μὲ τὴν κατάληξιν -τωρ, δίδεται μεγαλύτερη ἔμφασις, δηλ. αὐτὸς ποὺ τήρει καὶ προνοεῖ γιὰ κάποιον, γι’αὐτὸ καὶ συνυφάνθη ἐννοιολογικῶς μὲ τὸν τιμωρό, τὸν ἐκδικητή.

Καὶ ΜΕΛΗΜΑ λέγεται τὸ ἀντικείμενον φροντίδος, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖον μεριμνᾶ ἤ πρέπει νὰ μεριμνήσει κάποιος, γι’αὐτὸ καὶ ὁ ἀμέριμνος δικαίως λέγεται καὶ ΑΝΕΜΕΛΟΣ . Ἀλλὰ ὅταν αὐτὸς ὁ κάποιος δὲν εἶναι ΕΠΙΜΕΛΗΣ καὶ ΠΑΡΑΜΕΛΕΙ κάποιον/κάτι λέγεται ΑΜΕΛΗΣ καὶ ἡ πράξις του ΑΜΕΛΕΙΑ. Καὶ ὅταν ἀλλάζει γνώμη καὶ τελικῶς δείχνει ἐνδιαφέρον, μετάνοια γιὰ αὐτὸ ποὺ ἀμέλησε, ἄλλως λέμε πὼς ἐπιδεικνύει ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ.

Καὶ ἐφόσον τὸ θέμα εἶναι τὸ μέλημα καὶ ἡ φροντίς, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ παραλείψουμε τὸ μικρὸ αὐτὸ ἔντομον, ποὺ φροντίζει καὶ ἐπιδεικνύει ἀπεριόριστη μεληδόνα γιὰ τὸ μέλημά του καὶ τὸ ὁποῖον ἔντομον δικαίως ὀνομάζουμε ΜΕΛΙΣΣΑ ( <<οἰκονομικὸν γὰρ τὸ ζῶον καὶ έπιμελές>>, Μ.Ε). Ἡ μέλισσα συνεχῶς ἐργάζεται καὶ μέλει καὶ τὸ προϊὸν αὐτῆς τῆς φροντίδος λέγεται ΜΕΛΙ. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ φροντίζοντες γιὰ κάτι, οἱ φροντιστὲς ἐν ὀλίγοις, πολὺ συχνὰ χαρακτηρίζονται ὡς μέλισσες καὶ γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἱέρειες τῆς Δήμητρος ποὺ φρόντιζαν γιὰ τὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ της ἐλέγοντο ΜΕΛΙΣΣΕΣ/ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΙ.

Καὶ φυσικὰ δὲν ἄργησε ἡ φροντίς νὰ συνδεθεῖ μὲ ὁ,τιδήποτε τὸ ἁρμονικόν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἡδύ, σὰν τὸ μέλι. Ἡ φροντίς λοιπὸν γιὰ κάτι, ἡ ἀληθινή ( =ἐτεή) γλυκύτητα ποὺ προσφέρει ἡ πνευματική ἀναζήτησις, ἐλέχθη ΜΕΛΕΤΗ.

 Ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς γλυκύτητος δημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΜΕΙΛΙΣΣΩ ( =γλυκαίνω, εὐφραίνω, καταπραΰνω) καὶ τὸ ΜΕΛΙΤΤΟΥΜΑΙ ( =γλυκαίνω). Κι ἀπ’τὸ μειλίσσω παρήχθη ὁ ἥπιος, ὁ πράος καὶ προσηνής ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ καὶ ὁ ἀντίθετος αὐτοῦ, ὁ σκληρός, ἀδυσώπητος, ἀνελέητος καὶ ἀνοικτήρμων, ἐλέχθη ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ ( στερ. ἀ +μειλίσσω). Ἀλλὰ ἔδωσε ὄνομα καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν εὐχαρίστησιν στὴν ψυχή, ὅπως εἶναι κάποια πολύτιμα ἀντικείμενα, κάποια προσφορὰ στὸν Θεό ( τὸ τάμα ὅπως λέγεται σήμερα), τὰ ὁποῖα ὠνόμασαν ΜΕΙΛΙΑ.

Καὶ φυσικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴ συνδεθεῖ αὐτὴ ἡ γλυκύτητα καὶ ἡ ἁρμονία τοῦ μελιοῦ μὲ τὴν ἡδυέπεια καὶ τὴν ΗΔΥΜΕΛΕΙΑ. Τὸ ΜΕΛΟΣ λοιπόν -ἄν καὶ συνδέεται ἐτυμολογικὰ καὶ μὲ τὸ ῥῆμα μερίζω- εἶναι ἡ ΜΕΛΩΔΙΑ. Ὅταν τὰ μέρη συνίστανται ἁρμονικῶς καὶ μὲ ῥυθμόν, τότε παράγεται ἡ μελωδία/μέλος. Ἀπ΄αὐτὸ τὸ μέλος ἄλλωστε καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματός μας πῆραν τὸ ὄνομά τους καὶ παρήγαγον ἄλλες τόσες λέξεις [ π.χ ΑΡΤΙΜΕΛΗΣ ( =ὁ ἔχων ἄρτια τὰ μέλη του) , ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ, ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ ( =ὁ χαλαρωτικός > λύω +μέλος) κλπ ], καθῶς κατὰ ἁρμονίαν συνίσταται τὸ σῶμα (Μ.Ε). Ὁ Γαληνὸς γράφει γιὰ τὰ μέλη/μέρη <<Μέρη ὀνομάζονται πάντα τὰ συμπληροῦντα τὸ ὅλον ἤ εἰς ἅ διαιρεῖται τὸ ὅλον >> (Γαληνός, Περί Αἰρέσεων τοῖς εἰσαγομένοις 2.16). Ὁ ἀνάρμοστος ( =ἄνευ ἁρμονίας), παράφωνος, ὁ μουσικῶς ἐσφαλμένος ὀνομάστηκε ἀπ’αὐτὸ ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ( > πλήν +μέλος) καὶ ἀργότερα ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς συνυφάνθη μὲ τὸν κοινωνικῶς ἀνάρμοστον, τὸν παράνομον, τὸν διαπράττοντα παραφωνία καὶ σφάλμα στὸν εὐρύτερον κοινωνικὸν ῥυθμόν. Ἡ πράξις του δὲ ἐλέχθη ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ. Βεβαίως καὶ ἔχει γονιμοποιήσει πολλὲς ἄλλες λέξεις σχετικὲς τῆς μουσικότητος, ὅπως ΜΕΛΟΠΟΙΙΑ, ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ κ.ἄ.

Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα ποὺ συνδέεται μὲ ὅλα τὰ παραπάνω μὲ τὸν ἕναν ἤ τὸν ἄλλον τρόπον εἶναι καὶ τὸ ῥῆμα ΜΕΛΠΩ ( =ἄδω, τραγουδῶ, ψάλλω), τὸ ὁποῖον ἔδωσε στὴν μοῦσα/προστάτιν τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ τραγουδιοῦ, ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ, τὸ ὄνομά της. Ἔπειτα, παρήγαγε καὶ τὸ ῥῆμα ΜΕΛΙΖΩ ( = ἠχῶ μελωδικά), ἐξ οὗ καὶ ὁ ΜΕΛΙΚΤΗΣ ( =ὁ ἀοιδός), τὸ ΜΕΛΙΣΜΑ ( =ἄσμα) κ.ἄ.

Τὸ ὁμόηχόν του <<μέλω>> ῥήμα ΜΕΛΛΩ ( > μέλ-jω, μὲ ἀφομοίωσιν τοῦ ἡμιφώνου- φθόγγου -j πρὸ ὑγροῦ σὲ 2 -λ- ) γράφεται μὲ δύο -λ- καὶ ὑποδηλοῖ μία πράξιν, ἡ ὁποία θὰ γίνει στὸ ΜΕΛΛΟΝ. Μέλλω σημαίνει σκοπεύω, πρόκειται νὰ, εἶναι πεπρωμένο, γι’αὐτὸ καὶ συνήθως συναντᾶται στὴν ἀπρόσωπη μορφή του, στὸ γ’ ἑνικὸ πρόσωπο. Ἔχει ἄμεση σχέσιν μὲ τὸ μέλω, διότι ἐμπεριέχει καὶ αὐτὸ τὴν ἔννοια τῆς φροντίδος καὶ τῆς ἀναζητήσεως, τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς πρόνοιας ποὺ ἐπιδεικνύει τὶς γιὰ τὸ ἄγνωστον, ἄδηλον καὶ ἀβέβαιον μέλλον. Ἔχει δώσει καὶ αὐτὸ ἀμέτρητες λέξεις, ὅπως ΜΕΛΛΟΝΥΜΦΟΙ, ΜΕΛΛΕΦΗΒΟΣ ( = τὸ παιδὶ λίγο πρὶν εἰσέλθει στὴν ἐφηβική ἡλικία) ἤ ΜΕΛΛΕΙΡΗΝ, κατὰ τοὺς Λακεδαιμονίους, ΜΕΛΛΑΡΧΩΝ ( =ὁ μελλοντικὸς ἄρχων), ὁ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ, τὴν γνωστὴν ἔκφρασιν <<τί ΜΕΛΛΕΙ γενέσθαι;>> κοκ

Μὲ πτώσιν τοῦ τόνου στὴν λήγουσα, ὡς μελλῶ δηλαδή, σημαίνει ἐπιβραδύνω, καθυστερῶ, ἐν ὀλίγοις δὲν πράττω τὶ τώρα, σὲ χρόνον ἐνεστῶτα, ἀλλὰ θὰ τὸ πράξω σὲ χρόνον μέλλοντα. Ὑπὸ αὐτήν του τὴν σημασία λοιπὸν ἔχει δημιουργήσει διάφορες λέξεις, ὅπως ΜΕΛΛΗΜΑ ( =ἡ ἀργοπορία), ΜΕΛΛΗΣΙΣ ( =ἡ καθυστέρησις, ἡ ἐπιβράδυνσις, ἡ ἀναβολή γιὰ κάτι τὸ ὁποῖον θὰ πράξω στὸ μέλλον, ἀλλὰ καὶ ἡ πρόθεσις τινὸς γιὰ κάτι), ὁ ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ ( =αὐτὸς ποὺ ἔχει τάσιν νὰ καθυστερεῖ), ΜΕΛΛΗΤΗΣ ( =ὁ βραδύς, ὁ ἀργοκίνητος) κ.ἄ παρόμοια.

Τέλος, σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθογραφία τῶν παραγώγων λέξεων τῶν δύο ὁμωνύμων << μέλω>> καὶ <<μέλλω>> παρατηροῦμε πὼς ὅσες λέξεις σχετίζονται μὲ τὴν φροντίδα, τὴν ἔγνοια, τὴν γλυκύτητα καὶ γενικῶς τὴν μελωδία/ μουσικότητα/ ἁρμονία ( κυριολεκτικῶς ἤ μεταφορικῶς) γράφονται μὲ ἕνα -λ ( ἐκ τοῦ μέλω) κι ὅσες σχετίζονται μὲ τὸ μέλλον, τὴν βραδύτητα ἤ τὴν ἀναβολή ( > μέλλω/μελλῶ) γράφονται μὲ δύο -λ.

 

Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΤΟΙΣ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟΙΣ>>, ΓΑΛΗΝΟΣ καὶ <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>>, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ