Κι ὅμως εἶναι ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἄμέτρητες φορὲς στὴν καθημερινότητά μας! Ἀκούγονται τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ τὶς γράψουμε; Τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀποτυπώσουμε στὸ χαρτὶ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐν-νοήσαμε; Διότι μπορεῖ κάποιος νὰ θέλῃ νὰ πῇ γιὰ κάποιον ἄλλον πὼς εἶναι π.χ κοινωνικὸς λειτουργός, ἀλλὰ ὅταν τὸν γράψει <<λιτουργό>> ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐκτελεί ἔργον γιὰ τὸν λαόν, τὸν καθιστᾶ, ἐλλείψει αὐτοῦ τοῦ -ε-, πανοῦργον καὶ κακοῦργον! Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξύ τῶν ὁμωνύμων;
Κατ’ἀρχὰς ὁ ΛΥΤΟΣ εἶναι ἴσως ὁ πιὸ εὐκολονόητος ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, διότι τὸ θέμα του μᾶς θυμίζει ἀμέσως τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<λύω>>. Οἱ σημασίες τοῦ λύειν εἶναι ἀρκετές, μὲ ἀρχικὴ σημασία του νὰ εἶναι αὐτὴ τοῦ χαλαρώνω,λύνω, διαλύω. Συνήθως τὸν λυτό, τὸν συναντᾶμε μὲ διάφορες προθέσεις μπροστά τοῦ, ὅπως ΔΙΑΛΥΤΟΣ, ΑΝΑΛΥΤΟΣ, ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, ΑΠΟΛΥΤΟΣ κοκ.
Ἕπειτα, ἔχουμε καὶ τὸν ὁμόηχόν του ΛΕΙΤΟΝ. Ὁ λειτὸς εἶναι ὁ δημόσιος, ὁ κοινὸς καὶ προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἀπὸ τὸν λεών, ἤτοι τὸν λαόν. Μπορεῖ νὰ μᾶς εἶναι ἀγνώριστος, ὅταν τὸν συναντᾶμε σκέτον, ἀλλὰ ἐν συνθέσει τὸν χρησιμοποιοῦμε καθημερινῶς σχεδόν, ὅταν λέμε ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ κοκ. Σάμπως τὸ ἴδιο δὲν ἔχουμε πάθει διανοητικῶς καὶ μὲ τὸν ἀττικόκλιτον λεών, ποὺ ἐπειδὴ σήμερα τὸν ὀνομάζουμε λαόν, δυστυχῶς δὲν δυνάμεθα νὰ κατανοήσουμε τὰ συνθετικά, ἀλλὰ καὶ τὴν σημασία λέξεων, ὅπως λεωσφέτερος, λεωφόρος, λεωλογῶ κλπ;
Ὕστερα, ἔχουμε καὶ τὸν ΛΟΙΤΟ. Λοῖτος εἶναι ὁ ἁγνός, ὁ ἀμόλυντος ἤ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξαγνιστεῖ θὰ λέγαμε καὶ ἐτυμολογικῶς σχετίζεται μὲ τὸ λοιτεύειν, ποὺ σημαίνει θάπτω, καὶ μὲ τὸν ΛΟΙΣΘΙΟΝ ( = ὁ ἔσχατος, ὁ ὕστατος) ἐξ οὗ καὶ ΛΟΙΤΗ εἶναι ὁ τάφος καὶ όλα μαζὶ ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ θέματος λοιπ- τοῦ ῥήματος λείπω. Τὸ ἀντώνυμόν του ὁ ΑΛΟΙΤΟΣ εἶναι ὁ φονιάς, ὁ ἁμαρτωλός, ὁ παντὶ τρόπωι βλαπτικὸς καὶ μὲ τὸν ὁποῖον σχετίζεται καὶ τὸ ῥῆμα ΑΛΙΤΑΙΝΩ ( =βλάπτω, ἁμαρτάνω).
ΛΥΤΤΟΣ ἀπ’τὴν ἄλλη εἶναι ὁ ὑψηλὸς τόπος καὶ κατ’ἐπέκτασιν ὁ ὑψηλός. Ὁ Ἡσύχιος γράφει <<λύττοι, οἱ ὑψηλοὶ τόποι>>. Θεωρεῖται κρητικὴ λέξις καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλιν Λύκτο. Μάλιστα ὑπάρχει μέχρι καὶ σήμερα πόλις μὲ τὸ ὄνομα Λύττος, στὸ Ἡράκλειο, ἡ ὁποία βρίσκεται σὲ ὕψωμα, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ηὐρίσκετο ἡ ἀρχαία πόλις Λύκτος/ Λύττος.
Ἐπιπροσθέτως, ἕνα ὁμώνυμο τῶν ἄνωθεν εἶναι καὶ ὁ ΛΙΤΟΣ. Λιτός εἶναι κυρίως ὁ ἁπλός, ὁ ἀπέριττος, ἀλλὰ καὶ ὁ κοινός, ὁ συνήθης καὶ πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἐξαθλιωμένος. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς λιτός, ἡ ὁποία λίς ἦταν ἕνα ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο, λεπτό, λινὸ καὶ λεῖο ὕφασμα, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς κάλυμμα, εἶτε στοὺς θρόνους κάτω ἀπὸ τοὺς ἀκριβοὺς καὶ πολυτελεῖς τάπητες, εἶτε ὡς σάβανο τῶν νεκρῶν, εἶτε γιὰ νὰ καλύψῃ/προστατεύσει κάτι, ὅπως τοποθετοῦμε ἑμεῖς ἕνα πρόχειρο ὕφασμα πάνω ἀπὸ διάφορα ἔπιπλά μας, γιὰ νὰ προστατεύονται ἀπὸ τὴν σκόνη. Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα, συνδέει τὸν λιτὸ μὲ τὸν πένητα καὶ δημότην, τὸν ἐκ λιτανείας ζῶντα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν λεῖο. Σὲ κάθε περίπτωσιν εἶναι λέξις, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται και αυτή ασταμάτητα εδώ και χιλιετίες και όχι μόνον ως απλή ή παράγωγη π.χ ΛΙΤΟΤΗΤΑ, αλλά καὶ ὡς σύνθετη π.χ ΛΙΤΟΔΙΑΙΤΟΣ, ΛΙΤΟΦΑΓΙΑ κλπ. Σχετικὰ μὲ τὸν ΛΙΤΟΥΡΓΟ, ὁ ὁποῖος ἀνεφέρθη στὸν πρόλογο, εἶναι ὁ κακοῦργος, ὁ πανοῦργος, αὐτὸς ποὺ θὰ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν στόχο του, δηλαδὴ εἶναι ὁ πράττων ἄθλια/μικροπρεπῆ ἔργα. Συνδέεται ὅμως καὶ μὲ τὸν κοινό, συνήθη ( βλ. καὶ λειτός/ λεωργός) καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ ἐκμεταλλευόταν τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα γιὰ νὰ καταφέρῃ αὐτὸ ποὺ θέλει.
Τέλος, ἡ λέξις ΛΙΤΟΣ μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ τὸν ἱκετευτικό. Αὐτὴν τὴν φορὰ ὅμως, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λίττομαι/λίσσομαι [ =παρακαλῶ, ἱκετεύω > λίαν ἵζω/ἕζομαι (Μ.Ε), προφανῶς διότι ὅταν θερμοπαρακαλεῖς κάποιον δὲν σηκώνεσαι νὰ φύγεις, ἀλλὰ στέκεσαι/κάθεσαι μέχρι νὰ εἰσακουστεῖ ἡ παράκλησίς σου ]. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν λιτὸ καὶ τὸ λίττομαι, ἔχουμε τὴν ΛΙΤΗ ( =προσευχή, ἱκεσία), ἀλλὰ καὶ τὴν ΛΙΤΑΝΕΙΑ καὶ τὸ ΛΙΤΑΝΕΥΩ ( λιτή +ἄνω, ἡ ἱκεσία πρὸς τὰ πάνω, στὸν Θεόν). Ἀκόμη, αὐτὸς παρήγαγε καὶ τὸν ΠΟΛΥΛΙΣΤΟ/ΠΟΛΥΛΛΙΤΟ, τὸν χιλιοπαρακαλεμένο ποὺ λέμε σήμερα, τὸν ΑΛΙΣΤΟ [ =τὸν ἀδυσώπητο, τὸν ἀνοικτήρμονα ( προσοχὴ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀλήστου, τοῦ ἀλησμόνητου, ἐκ τοῦ στερητικοῦ ἀ καὶ τῆς λήθης )].
Ἡ γλῶσσα μάς εἰναι ζωντανή καὶ φωνάζει ἀπεγνωσμένα στὴν διάνοιά μας νὰ ξυπνήσει ἀπὸ τὸν νήδυμον ὕπνον, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀκόμα κάποιοι τέρπονται μὲ τὸ νὰ διανοοῦνται μὲ τὶς <<μοδάτες>> συμβατικὲς βαρβαρικές.
Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>>, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ καὶ <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου