Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΓΛΥΦΩ Ή ΓΛΕΙΦΩ;



Ἕνα ἀπὸ τὰ κλασικότερα ὀρθογραφικὰ λάθη στὶς ἡμέρες μας εἶναι ἡ σωστὴ χρήσις αὐτῶν τῶν δύο ὁμωνύμων. Τὸ θέμα εἶναι πὼς κάποια ἀπὸ τὰ παράγωγά τους, τὰ βλέπεις συνήθως ὀρθῶς γεγραμμένα ἤ πότε ἔτσι, πότε ἀλλοιῶς, ἀναλόγως τὴν διάθεσιν τοῦ γράφοντος! Καὶ νομίζω πὼς τὸ πρόβλημα ξεκινᾶ ἀπ’ τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε καταλάβει τὴν ἀκριβὴ σημασία τους καὶ ἁπλῶς ἀποστηθίζουμε τὴν ὀρθογραφία τῶν ὅποιων παραγώγων τους, - μὲ δυσθυμία πολλὲς φορές- στὰ πλαίσια τοῦ νὰ μὴ φανοῦμε ἀνορθόγραφοι. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τόσο σύνθετη, ὅσο καὶ ἁπλή. ΔΕΝ χρειάζεται νὰ καταπιεῖς λεξικὸν γιὰ νὰ εἶσαι ὀρθογράφος, ἀρκεῖ νὰ εἰσαχθεῖς στὴν λογικὴ τῶν λέξεων!

Ἔτσι, ΓΛΥΦΩ ἤ σπανιοτέρως καὶ ΓΛΑΦΩ σημαίνει κοιλαίνω, σκαλίζω, χαράσσω, σμιλεύω, λαξεύω, ξέω.

Γι΄αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον σκαλίζουμε, χαράσσουμε κάτι λέγεται καὶ ΓΛΥΦΙΔΑ ἤ  ΓΛΥΦΑΝΟΝ. ΟΔΟΝΤΟΓΛΥΦΙΔΑ, ΩΤΟΓΛΥΦΙΔΑ ( αὐτὸ ποὺ κάποιοι σήμερα λένε μπατονέττα) εἶναι κάποια ἀπὸ τὰ ὄργανα ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ σκαλίσουμε/καθαρίσουμε τοὺς ὀδόντες μας καὶ τὰ αὐτιά μας ἀντιστοίχως.

Ἐπίσης, τὸ γλύφω ὡς χαράσσω εἶναι συνώνυμον καὶ τοῦ γράφω (σημ.: «γράφω» κυριολεκτικῶς σημαίνει χαράσσω), γι’αὐτὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐχάρασσε/ἔγραφε τοὺς τόκους στὴν (τε)τράπεζά/τραπέζι του καὶ τοὺς ὑπελόγιζε μέχρι καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν, τὸν φιλάργυρον καὶ αἰσχροκερδῆ τὸν εἶπαν ΤΟΚΟΓΛΥΦΟ (ὁ γλύφων, χαράττων τοὺς τόκους ἐπὶ τῆς τραπέζης του).

Καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ κοιλαίνω, ξέω μάρμαρο, ξύλον ἤ ὁ,τιδήποτε, ὠνομάστηκε καὶ ὁ ΓΛΥΠΤΗΣ καὶ ἡ τέχνη του, ἡ ΓΛΥΠΤΙΚΗ (> γλύφω/γλύπω, τὸ ψιλόπνοο -π μὲ τὸ δασύπνοον -φ εἶναι ὁ ἴδιος φθόγγος, ἁπλῶς στὸ φ «σπρώχνουμε» περισσότερο ἀέρα πάνω στὰ χείλη μας).

Ἀκόμα μία παράγωγή του λέξις, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦμε συχνά, εἶναι ἡ λέξις ΓΛΑΦΥΡΟΣ ( ἀπ’τὸ ἄλλο θέμα του, γλαφ-). Ὅταν ὁ Ὅμηρος ἔγραφε «γλαφυρὸς» γιὰ τὰ πλοῖα τῶν πολεμιστῶν, ἐννοοῦσε τὰ κοῖλα πλοῖα, τὰ στιλπνά, τὰ καλοδουλεμένα. Ὅπως γλαφυρὰ καὶ καλοδουλεμένα ἦταν τὰ γλυπτὰ τῶν Ἑλλήνων γλυπτῶν, γι΄αὐτὸ καὶ συνδέθηκε ὡς λέξις μὲ τὸν παραστατικό, τὸν «ζωντανό», τὸν ἀκριβῆ στὴν περιγραφή.

Τὸ ΓΛΕΙΦΩ ἀπὸ τὴν ἄλλη προέρχεται ἀπὸ τὸ ΕΚΛΕΙΧΩ [> ἐκ +λείχω ( μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ἀρχικοῦ -ε, τροπὴ τοῦ ψιλοπνόου οὐρανικοῦ -κ στὸ μεσόπνοον οὐρανικόν -γ καὶ τροπὴ τοῦ χειλικοῦ -φ στὸ ὁμόπνοόν του, δασὺ οὐρανικόν -χ ).

(Εκ)λείχω/γλείφω σημαίνει σύρω τὴν γλῶσσα μου πάνω σὲ κάτι. Ἑξ οὗ καὶ τὸ ΓΛΕΙΦΙΤΖΟΥΡΙ γράφεται πάντα μέ -ει κι ὄχι μέ -υ.

Ἀπ’αὐτὸ προέρχεται καὶ ὁ ΛΕΙΧΗΝ, ἡ πάθησις τοῦ δέρματος/βλεννογόνων, κάτι σὰν ἐρεθισμὸς διότι <<ἐκ τοῦ λείχειν τὸ πάθος ἐπαίρεται>> (ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ). Ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὸ προέρχονται καὶ ἡ Λ(Ε)ΙΧΟΥΔΙΑ, ὁ Λ(Ε)ΙΧΟΥΔΗΣ, ὁ Λ(Ε)ΙΧΑΝΟΣ ( = ὁ δείκτης, τὸ δάκτυλον ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ γλείψουμε κατὰ ἄλλους καὶ ὁ ἀντίχειρ, ἐπειδὴ τὸν γλείφουν τὰ μωρὰ γιὰ νὰ ἡρεμήσουν. Ὁ λιχανὸς ἔδωσε τὸ ὄνομά του καὶ στὴν λίχανον, τὴν τελευταία χορδὴ τῆς λύρας/κιθάρας ποὺ πλήττεται μὲ τὸν δείκτην), ὁ ΤΥΡΟΛΟΙΧΟΣ ( =ὁ ποντικός, μὲ ἑτεροίωσιν τοῦ -ε σέ -ο), ἡ λατινικὴ lingua ( λατ. lingo > λείχω) , ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της ἔδωσε τὴν ἔννοια <<γλῶσσα>> σὲ πολλοὺς ἀλλοδαποὺς ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα.

Ἄρα ὅταν κάτι σχετίζεται μὲ τὸ λάξευμα, τὸ χάραγμα, τὴν ἀπόδοσιν παραστατικότητος καὸ μορφῆς τὸ γράφουμε μέ -Υ-, ἐκ τοῦ γλύφω.

Ἐνῶ, ὅταν κάτι σχετίζεται μὲ τὸ γλείψιμο, τὴν γλῶσσα μας ἤ συνεκδοχικῶς τὸ φαγητὸ τὸ γράφουμε μέ -ΕΙ-, ἐκ τοῦ γλείφω.

Εἰκών: Ἕνα τυχαῖον ἀλλὰ ἐξαιρετικὸν δεῖγμα γλυπτικῆς εἶναι «τὸ σύμπλεγμα τοῦ Λαοκόοντος» . Πρόκειται γιὰ ἕνα μνημειακὸ μαρμάρινο ἔργον, τὸ ὁποῖον ἀνακαλύφθηκε τὸ 1506 στὸν λόφον Esquiline τῆς Ῥώμης. Τὸ ἔργον ἀγόρασε ὁ πάππας Ἰούλιος Β΄ καὶ τὸ τοποθέτησε στὸν Ὀκταγωνικὸ κῆπο τοῦ ἀνακτόρου Βelvedere, στὸ Βατικανό. Σύμφωνα μὲ τὸν Ῥωμαῖο Πλίνιο τὸν Πρεσβύτερο, ἡ κατασκευή του ἀποδίδεται σὲ τρείς Ῥοδίους καλλιτέχνες, τοὺς Ἀγήσανδρον, Ἀθηνόδωρον καὶ Πολύδωρον. Δὲν εἶναι ὅμως γνωστὸν πότε ἀκριβῶς κατασκευάστηκε. Κάποιοι τοποθετοῦν τὴν δημιουργία του ἀνάμεσα στὸ 42 καὶ 20 π.Χ.. Ἐξάλλου ὑπάρχουν ἀμφιβολίες καὶ γιὰ τὸ κατὰ πόσον τὸ σύμπλεγμα αὐτὸ εἶναι ἔργον πρωτότυπον ἤ ἀντίγραφο παλαιοτέρου γλυπτοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν μύθο, τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ἀπεικονίζει τὴν ἱστορία ἑνὸς ἱερέως τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνοςτοῦ Λαοκόοντος, ὁ ὁποῖος τὴν περίοδο τοῦ Τρωικοῦ πολέμου θέλησε νὰ προειδοποιήσει τοὺς συμπολῖτες του καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸν κίνδυνο ποὺ ἔκρυβε ὁ Δούρειος Ἵππος, ποὺ ἄφησαν οἱ Ἀργεῖοι ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως τῶν Τρώων. Τότε οἱ θεοὶ Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν, οἱ ὁποῖοι ἦταν μὲ τὸ μέρος τῶν Ἑλλαδιτῶν σ΄ αὐτὸν τὸν πόλεμο καὶ δὲν ἤθελαν νὰ φανερωθεῖ τὸ τέχνασμά τους, ἔστειλαν δύο θαλάσσια ἑρπετά, τὰ ὁποῖα τυλίχθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Λαοκόοντα καὶ τοὺς δύο υἰούς του καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Οἱ Τρῶες ἑρμήνευσαν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἱερότητος τοῦ Δουρείου Ἵππου. Μὲ τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ὁ καλλιτέχνης ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ θεϊκοῦ θελήματος ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, καθῶς καὶ τὴν ματαιότητα τῆς ἀντιστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σὲ αὐτό.

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDELL- SCOTT>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>> καὶ <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἔκδ.1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ. Ἡ εἰκὼν καὶ οἱ πληροφορίες σχετικὲς μὲ αὐτὴν ἠντλήθησαν ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα <<glyptiki. Weebly.com>>


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (