Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 3ον)




«μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο
ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες...

ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι», Σιμωνίδης ο Κείος

( σὲ ἐλευθέρα ἀπόδοσιν = Σ᾽ αὐτὸ τὸ μέρος, πάει καιρός,
οἱ τέσσερες χιλιάδες ἀπ᾽τὸ νησὶ τοῦ Πέλοπος
μὲ τρία ἑκατομμύρια -ἐχθρῶν- ἔδωσαν μάχη...

ὦ ξένε/διαβάτη, νὰ ἀγγείλεις στοὺς Λακεδαιμονίους ὅτι ἐδῶ
εἴμαστε πεσμένοι, ὑπακούοντας/ πιστοὶ στὰ δικά τους προστάγματα.)

ΜΕΡΟΣ 3ο

ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

Ο ΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ

(Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7,88-95/ 7,100-4)

«Ἀρχηγοὶ τοῦ ἱππικοῦ ἦταν ὁ Ἀρμαμίθρης καὶ ὁ Τίθαιος, υἰοὶ τοῦ Δάτου, ἐνῶ ὁ τρίτος συναρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ, ὁ Φαρνούχης ἔμεινε πίσω στὶς Σάρδεις ἄρρωστος. Γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ κινοῦσαν ἀπὸ τὶς Σάρδεις, τὸν βρῆκε ὁλέθρια κακοτυχία· δηλαδὴ ἐνῶ ἔτρεχε πάνω στὸ ἄλογον, ἕνας σκύλος ῥίχτηκε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου του· καὶ τὸ ἄλογον καθῶς αἰφνιδιάστηκε, ταράχτηκε καὶ ὠρθώθη στὰ πίσω πόδια του, πετώντας ἀπὸ πάνω του τὸν Φαρνούχη στὴν γῆ· κι ὅπως ἔπεσε κάτω, ξερνοῦσε αἷμα καὶ ἡ νόσος περιῆλθε σὲ φθίσιν/ ἐπεδεινώνετο. Καὶ τὸ ἄλογον οἱ ὑπηρέτες του τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πῆραν καὶ τοῦ ἔκαναν ὅ,τι τοὺς προσέταξε ἐκεῖνος· τὸ ὡδήγησαν στὸ σημεῖον ποὺ ἔρριξε κάτω τὸν ἀφέντη του καὶ ἐκεῖ τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια ψηλά, ἀπὸ τὰ γόνατα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον λοιπὸν ὁ Φαρνούχης ἔχασε τὸ ἀξίωμά του… 

Καὶ οἱ ΚΙΛΙΚΕΣ ἔδιναν ἑκατό (100) καράβια· αὐτοὶ λοιπὸν φοροῦσαν στὸ κεφάλι κράνη τοῦ τόπου τους· καὶ οἱ ἀσπίδες τους εἶχαν σχῆμα διαφορετικὸν ἀπὸ τὶς συνηθισμένες· ἦταν φτιαγμένες ἀπὸ ἀκατέργαστον δέρμα βοδιῶν. Καὶ ἦταν ντυμένοι μὲ μάλλινους χιτῶνες. Καθένας τους κρατοῦσε δύο ἀκόντια καὶ ξίφος, φτιαγμένα ὁλόιδια μὲ τὶς αἰγυπτιακὲς μαχαῖρες. Αὐτοὶ τὸν παλαιὸν καιρὸν ὠνομάζονταν Ὑπαχαιοί, ΑΛΛΑ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΗΝΟΡΟΣ, ΤΟΝ ΚΙΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΟΙΝΙΚΗ ( *Φοινίκη ὠνομάσθη ὁ τόπος ἀπὸ τὸν ἄλλον υἰὸν τοῦ Ἀγήνορος, Φοίνικα)

Καὶ οἱ ΛΥΚΙΟΙ ἔδιναν πενῆντα (50) καράβια· φοροῦσαν θώρακες καὶ περικνημίδες καὶ κρατοῦσαν τόξα ἀπὸ ξύλον κρανιᾶς καὶ βέλη ἀπὸ καλάμι χωρὶς φτερὸν στὴν οὐρά καὶ ἀκόντια· εἶχαν γιὰ πανωφόρι δέρματα αἰγῶν ῥιγμένα γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους τους καὶ στὸ κεφάλι φοροῦσαν τιάρες ποὺ γύρω-γύρω εἶχαν στεφάνι ἀπὸ φτερά, καὶ κρατοῦσαν κοντὰ μαχαίρια καὶ πολεμικὰ δρεπάνια. Οἱ Λύκιοι ΠΟΥ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, ΩΝΟΜΑΖΟΝΤΟ ΤΕΡΜΙΛΕΣ, ΑΛΛΑ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΥΚΟΝ, ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΔΙΟΝΟΣ, ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΙΟ. 

Καὶ οἱ ΔΩΡΙΕΙΣ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἔδιναν τριάντα (30) καράβια, εἶχαν ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ ἡ καταγωγή τους κρατοῦσε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον. Οἱ ΚΑΡΕΣ διναν ἑβδομῆντα (70) καράβια· ἡ ἐξάρτυσίς τους σὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἦταν ὅπως τῶν Ἑλλήνων, κρατοῦσαν ὅμως καὶ πολεμικὰ δρεπάνια καὶ στιλέτα. Τώρα, ποιό ὄνομα εἶχαν τὸν παλαιὸ καιρόν, τὸ ἔχω πεῖ στὰ πρῶτα κεφάλαια τῆς ιστορίας μου ( τοὺς ὀνομάζει Λέλεγες/ *βλ. Ἱστορίαι, 1, 171, 2 «εἰσὶ δὲ τούτων Κᾶρες μὲν ἀπιγμένοι ἐς τὴν ἤπειρον ἐκ τῶν νήσων. τὸ γὰρ παλαιὸν ἐόντες Μίνω κατήκοοι καὶ καλεόμενοι Λέλεγες εἶχον τὰς νήσους» ). 

Οἱ ΙΩΝΕΣ ἔδιναν ἑκατό (100) καράβια καὶ εἶχαν τὴν ἐξάρτυσιν τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἴωνες λοιπόν, κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν Ἑλλήνων, ὠνομάζοντο Πελασγοὶ Αἰγιαλεῖς, ὅσον καιρὸν ζοῦσαν στὴν Πελοπόννησον, στὴν περιοχὴ ποὺ σήμερα λέγεται Ἀχαΐα, ΠΡΟΤΟΥ ΦΤΑΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΝ Ο ΔΑΝΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΞΟΥΘΟΣ. ΑΛΛΑ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΙΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΝΑ, ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΞΟΥΘΟΥ. 

Οἱ ΝΗΣΙΩΤΕΣ διναν δεκαεπτά (17) καράβια καὶ ἦταν ὁπλισμένοι ὅπως οἱ Ἕλληνες· κι αὐτοὶ ἦταν φυλὴ πελασγική, ἀλλὰ ἀργότερα πῆραν τὸ ὄνομα «Ἴωνες» γιὰ τὸν ἴδιον λόγον ποὺ τὸ πῆραν καὶ οἱ Ἴωνες τῆς Δωδεκαπόλεως, ποὺ κατήγοντο ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. 

Οἱ ΑΙΟΛΕΙΣ διναν ἑξῆντα (60) καράβια καὶ εἶχαν τὴν ἐξάρτυσιν τῶν Ἑλλήνων· τὸν παλαιὸν καιρὸν, ὅπως διηγοῦνται οἱ Ἕλληνες ἐλέγοντο Πελασγοί. 

Καὶ οἱ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΙΟΙ, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀβυδηνούς (γιατὶ μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως, οἱ Ἀβυδηνοὶ παρέμεναν στὸν τόπον τους γιὰ νὰ φρουροῦν τὶς γέφυρες), λοιπὸν οἱ ὑπόλοιποι ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχὴ τοῦ Εὐξείνου Πόντου καὶ ἔπαιρναν μέρος στὴν ἐκστρατεία ἔδιναν ἑκατὸ (100) καράβια καὶ εἶχαν τὴν ἐξάρτυσιν τῶν Ἑλλήνων. Αὐτοὶ ἦταν ἄποικοι τῶν Ἰώνων καὶ τῶν Δωριέων. 

(Λίγο ἀργότερα τὸ ἴδιο ἔτος, στὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος, ὁ Ξέρξης θὰ δοκιμάσει γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνδρεία καὶ θὰ δεῖ καὶ τὸν ἀναρίθμητον στόλον του νὰ ἀποδεκατίζεται )

Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸν ναυτικὸν στρατόν· κι ὁ Ξέρξης, ἀφοῦ ὁ στρατὸς ἐμετρήθη καὶ μπῆκε σὲ τάξιν, θέλησε περνώντας ὁ ἴδιος ἀπὸ τὶς γραμμές του νὰ τὸν ἐπιθεωρήσει. Αὐτὸ κι ἔκανε· καὶ περνώντας ἀνεβασμένος σὲ Ἅρμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ διάφορα ἔθνη, ῥωτοῦσε κι ἔπαιρνε πληροφορίες καὶ οἱ γραμματικοί του, κατέγραφον τὶς ἀπαντήσεις ὡσότου ἔφτασε ἀπ' τὸ ἕνα ἄκρον στὸ ἄλλον καὶ τοῦ ἱππικοῦ καὶ τοῦ πεζικοῦ. Τελείωσε αὐτὴν τὴν ἐπιθεώρησιν καὶ μετά, ἀφοῦ καθελκύστηκαν τὰ καράβια στὴν θάλασσα, ὁ Ξέρξης κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ πέρασε σὲ καράβι σιδωνικόν. Κάθισε στὸν θρόνον κάτω ἀπὸ χρυσὴ σκηνὴ καὶ πλέοντας περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὶς πλῶρες τῶν καραβιῶν, κάνοντας παρόμοιες ἐρωτήσεις μὲ αὐτὲς ποὺ ἔκανε στὸ πεζικὸν καὶ γράφοντας τὶς ἀπαντήσεις. 

Καὶ ὅταν πλέοντας ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ στόλου στὸ ἄλλον, βγῆκε ἀπὸ τὸ καράβι, ἔστειλε νὰ καλέσουν τὸν Δημάρατον, τὸν υἰὸν τοῦ Ἀρίστωνος, ποὺ τὸν συνώδευε στὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος· τὸν κάλεσε καὶ τοῦ ἔκανε τὴν ἑξῆς ἐρώτησιν : «Δημάρατε, τώρα θὰ μοῦ ἔδινε χαρὰ νὰ σὲ ῥωτήσω κάτι ποὺ θέλω. Ἐσὺ εἶσαι Ἕλλην καὶ μάλιστα, ὅπως ἀκούω καὶ ἀπὸ σένα καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες ποὺ ἦλθον καὶ συζήτησαν μὲ μένα, ἀπὸ τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τὴν πιὸ ἰσχυρὰ πόλιν. Τώρα λοιπὸν ἀπάντα μοῦ σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα : θὰ τολμήσουν οἱ Ἕλληνες νὰ σηκώσουν χέρι ἐναντίον μου καὶ νὰ μοῦ ἀντισταθοῦν; Γιατὶ ὅπως ἐγὼ πιστεύω, κι ἄν ἀκόμη ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ ποὺ κατοικοῦν δυτικότερα ἕνωναν τὶς δυνάμεις τους, δὲν θὰ εἶναι σὲ θέσιν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἐπίθεσίν μου, μιᾶς καὶ δὲν εἶναι μονοιασμένοι. Θέλω ὅμως νὰ ἀκούσω ποιά γνώμη ἔχεις κι ἐσὺ γι' αὐτούς»».

(Ὁ Ξέρξης καθισμένος στὸν θρόνον του, διατάζει τὸ στράτευμά του, τὸ ὁποῖον μάχεται εἴτε ἐπὶ πληρωμῆς, εἴτε ὑπὸ τὸν φόβο τοῦ «Μεγάλου Βασιλέως». Στὴν κεντρικὴ φωτογραφία τοῦ ἄρθρου βλέπουμε τὸν ἀντίπαλόν του, τὸν βασιλιὰ Λεωνίδα, μὲ τὴν ἀσπίδα στὸ ἀριστερὸ καὶ μὲ τὸ δόρυ στὸ δεξὶ χέρι, νὰ μάχεται στὴν πρώτη γραμμή, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους Ἕλληνες, ὑπερασπιζόμενος τὰ ἰδανικά του, τὴν πατρίδα του, τοὺς νόμους της, τὸν οἶκον του, τὸ γένος του...)

ΟΜΙΛΙΑ ΔΗΜΑΡΑΤΟΥ

«Ὅταν τὰ ἤκουσε αὐτὰ ὁ Δημάρατος, εἶπε τὰ ἑξῆς : «Βασιλεῦ μου, ἐπειδὴ ἡ προσταγή σου εἶναι νὰ σοῦ πῶ ὁπωσδήποτε τὴν ἀλήθεια, μιλώντας ἔτσι, ὥστε ὁ συνομιλητής σου νὰ μὴ πιαστεῖ ἀργότερα ψεύτης, ἡ Ἑλλὰς παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα ζεῖ συντροφιὰ μὲ τὴν Πενία, ἀλλὰ ἐφοδιάστηκε μὲ ἀρετή, ἡ ὁποία ἀπέκτηθη μὲ τὴν σοφία καὶ τὸν κυρίαρχον νόμον. Ὁπλισμένη μὲ αὐτὴν ἡ Ἑλλὰς ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς Πενίας καὶ τοῦ δεσποτισμοῦ. Λοιπὸν ἔχω νὰ πῶ λόγια γιὰ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ζοῦν σὲ ἐκεῖνα τὰ δωρικὰ μέρη, ὅμως τὰ λόγια ποὺ θὰ πῶ δὲν ἀφοροῦν σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνον στοὺς Λακεδαιμονίους : πρῶτα-πρῶτα ΠΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΔΕΧΤΟΥΝ ΠΟΤΕ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΟΥ, ΠΟΥ ΑΠΟΣΚΟΠΟΥΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΙΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ· κάτι παραπάνω, ΘΑ ΣΗΚΩΣΟΥΝ ΧΕΡΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΟΥ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΟΥΝ ΣΕ ΣΕΝΑ. ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΟΥΣ, ΠΟΣΟΙ ΑΡΑΓΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟΥΝ ΕΤΣΙ, ΜΗ ΡΩΤΑΣ· ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΒΓΕΙ ΣΕ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΧΙΛΙΟΙ, ΑΥΤΟΙ ΘΑ ΣΕ ΧΤΥΠΗΣΟΥΝ ΜΕ ΠΟΛΕΜΟΝ. ΛΙΓΟΤΕΡΟΙ Ή ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ»».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΞΕΡΞΟΥ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΑΤΟΥ
«Ὁ Ξέρξης ἀκούοντας αὐτὰ γέλασε καὶ εἶπε 
: «Δημάρατε, τί  λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες, χίλιοι ἄντρες νὰ χτυπηθοῦν μὲ τόσο μεγάλον στρατόν! Ἔλα, πές μου, ἐσὺ δηλώνεις πὼς ἤσουν βασιλεὺς αὐτῶν τῶν ανδρῶν. Θὰ θελήσεις λοιπὸν ἐδῶ καὶ τώρα νὰ χτυπηθεῖς μὲ δέκα ἄντρες; Καὶ μάλιστα, ἄν ὅλοι οἱ πολίτες σας ἔχουν τὴν ἀξιοσύνη ποὺ ἐσὺ τοὺς ἀποδίδεις, ἐσὺ ὡς βασιλεύς τους, πρέπει σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους σας νὰ ἀντιμετωπίσεις διπλασίους ἀντιπάλους. Γιατὶ ἄν ὁ καθένας ἀπὸ ἐκείνους εἶναι σὲ θέσιν νὰ ἀντιμετωπίσει δέκα ἄνδρες ἀπ' τὸν δικόν μου στρατόν, τότε μπορῶ νὰ ἔχω τὴν ἀπαίτησιν ἀπὸ σένα νὰ εἶσαι σὲ θέσιν νὰ τὰ βγάλεις πέρα μὲ εἴκοσι. Κι ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει βάσιν ὁ ἰσχυρισμός σου. Ἄλλὰ ἄν, μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὸ ἀνάστημα ποὺ ἔχετε ἐσὺ καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ σχετίζονται μαζί σου, καυχησιολογεῖτε σὲ τέτοιον βαθμόν, πρόσεξε μήπως τὰ λόγια ποὺ ἔχεις πεῖ εἶναι κούφια κομπορρημοσύνη, Γιατὶ ἐντάξει, ἄς δοῦμε τὰ πράγματα μὲ τὴν λογική· ΠΩΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΝ ΧΙΛΙΟΙ Ή ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ Ή ΚΑΙ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ, ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟΝ ΒΑΘΜΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕ ΕΝΑΣ, ΝΑ ΧΤΥΠΗΘΟΥΝ ΜΕ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟΝ ΣΤΡΑΤΟΝ; 
ΔΙΟΤΙ ΑΝΑΛΟΓΟΥΜΕ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1000 ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΤΟΥΣ, ΑΝ ΠΟΥΜΕ ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟΙ ΕΙΝΑΙ 5000. Βεβαίως ἄν ὅπως συμβαίνει μὲ ἑμᾶς, τοὺς ἐξουσίαζε ἕνας, ἀπὸ τὸν ΦΟΒΟΝ ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε, θὰ μποροῦσαν νὰ δείξουν μεγαλυτέρα παλληκαριὰ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔχουν ἀπὸ φυσικοῦ τους· καὶ θὰ βάδιζαν, κι ἄν ἦταν λιγότεροι ἐναντίον περισσοτέρων· νά 'ναι καλὰ τὸ μαστίγιον ποὺ θὰ τοὺς ἠνάγκαζε. Ὅμως μὲ τὸ χαλάρωμα ποὺ τοὺς δίνει ἡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν. Ἀλλὰ ἐγὼ πιστεύω πὼς κι ἄν ἀκόμη ἐξισωθοῦν ἀριθμητικῶς, δύσκολα οἱ Ἕλληνες, θὰ ἔδιναν μάχη μὲ τοὺς Πέρσες, μονάχα μὲ αὐτούς! 
Ἀντιθέτως, ἑμεῖς τὸ ἔχουμε αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζεσαι, ὄχι βεβαίως σὲ ἀφθονία, ἀλλὰ σπάνιον· δηλαδὴ ἀνάμεσα στοὺς δικούς μου Πέρσες δορυφόρους, βρίσκονται ὁρισμένοι ποὺ προθύμως θὰ χτυπιόντουσαν μὲ τρεῖς Ἕλληνες μαζὶ ὁ καθένας τους· ἐσὺ αὐτοὺς δὲν τοὺς ξέρεις, γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀκατάσχετη φλυαρία σου
»».

ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΔΗΜΑΡΑΤΟΥ
«Σὲ αὐτὰ ἀπεκρίθη ὁ Δημάρατος 
: «Βασιλεῦ μου, ἤξερα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πὼς μὲ τὴν γλῶσσα τῆς ἀληθείας δὲν θὰ σὲ εὐχαριστοῦσα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐσὺ μὲ ἐξανάγκασες νὰ σοῦ πῶ ὅλη τὴν ἀλήθεια, σοῦ ἐξέθεσα τὴν σπαρτιάτικη πραγματικότητα. Ποιά βεβαίως τυγχάνει νὰ εἶναι σήμερα τὰ αἰσθήματά μου ἀπέναντί τους, ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸ ξέρεις καλλίτερα ἀπὸ τὸν καθένα, ποὺ μοῦ στέρησαν τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ κληρονομικὰ προνόμιά μου καὶ μὲ ἔκαναν χωρὶς πατρίδα καὶ ἐξόριστον, ἐνῶ ὁ πατήρ σου μὲ ἐδέχθη στὴν αὐλή του καὶ μοῦ ἔδωσε περιουσία καὶ στέγη. Λοιπὸν εἶναι παράλογον ἕνας σώφρων ἄνθρωπος νὰ διώχνει μία ὁλοφάνερη εὔνοια. Ἀντιθέτως, τὴν ἀγκαλιάζει ὅσο γίνεται πιὸ σφιχτά. Τώρα ἐγὼ δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι μπορῶ νὰ χτυπηθῶ, οὔτε μὲ δέκα ἄντρες, οὔτε μὲ δύο, κι ὅσον εἶναι στὸ χέρι μου οὔτε κὰν θὰ μονομαχοῦσα. Ἄν ὅμως τὸ ἔφερνε ἡ ἀνάγκη ἤ εἶχε κάπως μεγάλη σημασία τὸ τί διακυβεύεται στὸν ἀγῶνα, μὲ τὴν πιὸ μεγάλη εὐχαρίστησιν θὰ ἐρχόμουν στὰ χέρια με ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες, ποὺ λέγουν πὼς ὁ καθένας τους ἀξίζει γιὰ τρεῖς Ἕλληνες. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι· πολεμώντας ἕνας πρὸς ἕναν δὲν εἶναι κατώτεροι ἀπὸ ὁποιονδήποτε πολεμιστή, ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΟΜΩΣ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΜΑΖΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ, ΟΜΩΣ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ· ΔΙΟΤΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΔΥΝΑΣΤΗΣ ΤΟΥΣ Ο ΝΟΜΟΣ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΤΡΕΜΟΥΝ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΟΤΙ ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ, ΕΣΕΝΑ. ΕΚΤΕΛΟΥΝ ΛΟΙΠΟΝ Ο,ΤΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΝΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΧΩΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΠΛΗΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟΝ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ, ΑΛΛΑ ΜΕΝΟΝΤΕΣ ΣΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΖΗΤΟΥΝ ΤΗΝ ΝΙΚΗ Ή ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ. Τώρα, ἄν ἔτσι μιλώντας σοῦ δίνω τὴν ἐντύπωσιν ὅτι φλυαρῶ, λοιπὸν ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν θέλω νὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου· ἀλλὰ τώρα ἐξηναγκάσθην νὰ μιλήσω...»».

Ἡ συνέχεια ἐδῶ:


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (