Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΣΚΕΛΛΩ


ΣΚΕΛΛΩ/ΣΚΕΛΛΟΜΑΙ ἐκ τοῦ σκλῶ = ( σκληραίνω) σημαίνει κι αὐτὸ σκληραίνω, ἀλλὰ κυρίως ξηραίνω, ἀφαιρῶ τοὺς χυμούς, στεγνώνω, (ἀπο)σχίζω καὶ συνεκδοχικῶς καίω, ἀδυνατίζω, κυρτώνω, στραβώνω. Ἐν ὀλίγοις, ὅλες του οἰ ἔννοιες εἶναι ἡ μία λογικὴ ἀπόρροια τῆς ἄλλης, καθῶς ὅταν κάτι στεγνώνει/ ξηραίνεται, γίνεται ἄκαμπτο, σκληρό, ἀδύναμο κοκ. Κι ἀπ’αὐτὸ τὸ μονοσύλλαβο πρωτοελληνικὸ ῥῆμα <<σκλῶ>> καὶ τὸ τέκνον του <<σκέλλω>>, γεννήθηκε ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων ποὺ παραμένουν γιὰ χιλιάδες χρόνια ἀναλλοίωτες στὸν χρόνο.
Ἀρχικά, ἔχουμε τὸν ΑΣΚΛΗΠΙΟΝ ( > ὁ τὰ ἀσκελῆ ποιῶν ἤπια), ποὺ ἐθεωρεῖτο ὁ θεὸς τῆς ἱατρικῆς καὶ τῆς ὑγιείας. Ἦταν υἱός τοῦ ἰατροῦ τῶν θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κορωνίδος καὶ μαθητής τοῦ Κενταύρου Χείρωνος. Ἀξιοσημείωτον εἶναι πὼς καὶ ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς, Ἰπποκράτης ἦταν ἀπόγονος τοῦ Άσκληπιοῦ! Μάλιστα τὰ πρῶτα νοσοκομεῖα/ἀνακλιντήρια ἐλέγοντο ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΑ, ἐξ οὗ καὶ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΕΣ λέγονται οἱ ἰατροὶ ὡς καὶ σήμερα (σημ.: οἱ Γάλλοι μέχρι σήμερα τοὺς ἐπαγγελματίες ὑγιείας τοὺς ὀνομάζουν esculapes! ), ἀλλὰ καὶ νοσοκομεῖα/κέντρα θεραπείας ἀπὸ τότε ἔως καὶ σήμερα φέρουν τὸ ὄνομά του π.χ Ἀσκληπιεῖον Κῶ, Βούλας κλπ. Στὰ Ἀσκληπιεῖα τότε, ἡ βοήθεια παρείχετο δωρεάν, ἔναντι μικρῶν εὐχαριστηρίων προσφορῶν, κατὰ τὴν διάθεσιν τοῦ ἀσθενοῦς. Ἐκεῖ παρείχοντο ἀλοιφές, φάρμακα, συμβουλὲς γιὰ σωματικὰ ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ γυμναστική, ἀλλὰ καὶ χειρουργικὲς ἐπεμβάσεις, ὅποτε ἐκρίνετο ἀπαραίτητον.
Καὶ γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ θέμα μας, τὸ σκέλλω ( =ξηραίνω, σκληραίνω) συνδέεται μὲ τὸν Ἀσκληπιό, διότι τὸ ὄνομά του ὑποδηλοῖ πὼς εἶναι αὐτὸς ποὺ ποιεῖ τὰ ΑΣΚΕΛΗ ( > ἐπιτατικὸ ἀ +σκέλος, =ξηρά, καταβεβλημένα) ἥπια, ἀλλὰ καὶ <<ὁ μὴ ἐῶν τὰ σκέλη ἐσκληκέναι και ξηραίνεσθαι>>, (Μέγα Ετυμολογικὸν καὶ Ὠρίων) (βλ. καὶ περιγραφὴ κεντρικῆς φωτογραφίας σχετικὰ μὲ τὸν μῦθο ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του). Γι’αὐτὸ ἄλλωστε εἶχε καὶ τὸ ὄνομα Ἥπιος. Κι ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε, πὼς πάντοτε ἡ ὑγιεία εἶχε σχέσιν μὲ τοὺς χυμούς, ἐνῶ ὁ θάνατος μὲ τὴν ξηρότητα, ἐξ οὗ καὶ τὸ <<ἀπέθανε>>, ἐλέγετο καὶ <<ΑΠΕΣΚΛΗ>>. Μάλιστα αὐτὴ ἡ γνώσις ἔχει ἀποτυπωθεῖ καὶ σὲ ἄλλες λέξεις -ἑλληνικὲς ἤ ξένες-, ὅπως ὁ ὑγιής ( > ὑγρός, ὁ ἔχων χυμούς), ὁ ἀλίβας ( =νεκρός > στερ. ἀ +λείβω= ῥέω, στάζω), live, leben, life, Leben, Leib κλπ, ἀποκαλύπτοντας πὼς λαϊκὲς φράσεις ὅπως <<ἔπεσε κάτω ξερός>>, <<ξεράθηκε>>, <<μαράζωσε>> κλπ δἐν δημιουργήθηκαν τυχαίως. Ὁ Ἀσκληπιὸς ἐν ὀλίγοις, δὲν ἀφήνει/ἀποτρέπει γιὰ τὴν ὥρα τὸ σκέλλεσθαι ( << οὐκ ἐᾶ σκέλλεσθαι>>, Πορφύριος).
Δυστυχῶς, παρὰ τὸν μεγάλον ἀριθμὸν πηγῶν καὶ ἀποδείξεων τῆς σχέσεως τοῦ ὀνόματός του μὲ τὸ <<σκέλλω>> ( <<Ἀσκληπιός, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον>> -Πίνδαρος, 3, Νεμεόνικοι, << "Ώνομάσθη δὲ ὁ Ἀσκληπιός, ἀπὸ τοῦ ἠπίως ἴασθαι καὶ ἀναβάλλεσθαι, τὴν κατὰ τὸν θάνατον γινομένην ἀπόσκλησιν>>, Κορνοῦτος Φιλόσοφος, 70, << ὁ τὰ σκέλη καὶ πᾶν τὸ σῶμα ὑγιὲς ἔχων καὶ ἀνώδυνον>>, Ἡρωδιανός κλπ πολλά), τὸ ὄνομά του θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς <<ἐγκρίτους γλωσσολόγους>> εἴτε μὴ βεβαίας ἐτυμολογίας ἤ ἀκόμη χειρότερα τὸ συνδέουν μὲ ἀνατολίτικες ῥίζες καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν φράσιν, ἄκουσον-ἄκουσον, << Ἀέσκ χέι χόπα>> !!!, ποὺ σημαίνει λέει <<ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας/ ἡ θεραπεία βρίσκεται στὸ δάσος>>.
Στὴν αἰολικὴ διάλεκτον ὁ Ἀσκληπιὸς ἐλέγετο Ἀσκουλάπιος, γι’αυτὸ καὶ στὴν αἰολικοδωρική-λατινική <<πέρασε>> ὡς Aesculapius. Τὰ ὀνόματα τῶν τέκνων του, τὰ γνωρίζουμε μέχρι καὶ σήμερα, ἁπλῶς δὲν ξέρουμε ὅτι τὰ ξέρουμε. Ἐλέγοντο Ὑγίεια ( > σχετικὴ ἐτυμολογικῶς τῆς ὑγρότητος ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ζωή), Ιασώ [> ἰάομαι ( =θεραπεύω)], Ακεσώ [ > ἀκέομαι ( =θεραπεύω δι 'ὀξέως ὀργάνου)], Πανάκεια ( =ἡ τὰ πάντα θεραπεύουσα), Αἴγλη [> ἀΐσσω ( =ἐκπέμπω λάμψιν, αὐξάνομαι/ἀναπτύσσομαι) +λίαν ( =πολύ) ], Μαχάων ( > μάχομαι, μάχαιρα, καθ'ὅτι χειρουργός) καὶ Ποδαλείριος [ > ποῦς +λείριον ( =λουλούδι τοῦ ἀγροῦ, καθ'ὅτι διαρκῶς πεζοποροῦσε πρὸς ἀναζήτησιν θεραπευτικῶν βοτάνων στοὺς ἀγρούς).
[ Σημ.: Οἱ 2 τελευταῖοι ἦταν ἱατροὶ στὸ στρατόπεδον τῶν Ἀχαιῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, ὁπου καὶ προσέφεραν τὴν βοήθειάν τους ἀφιλοκερδῶς. Ἀξιοσημείωτον εἶναι πὼς τὸ ἱερὸν τοῦ πατρός τους, Ἀσκληπιοῦ στὴν Ἀθήνα κατελύθη καὶ σήμερα βρίσκεται στὴν θέσιν του ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀν-αργύρων ( = οἱ προσφέροντες τὶς ὑπηρεσίες τους ἀφιλοκερδῶς !) Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καὶ αὐτοί ἰατροί, ὅπως καὶ οἱ δύο προαναφερθέντες υἱοὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ! Ἀκόμη, σήμερον ἐπὶ τῶν ὁδῶν Μαχάονος καὶ Ποδαλειρίου (μετέπειτα Χατζηκωνσταντή) βρίσκονται τὸ Τζάνειον νοσοκομεῖον, ἀλλὰ καὶ ναὸς τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων! ( τυχαῖα γεγονότα; Τίς οἶδε;) ].


Ἄλλη παράγωγος λέξις τοῦ <<σκέλλω>> εἶναι καὶ ὁ ΣΚΕΛΕΤΟΣ ( ἤτοι ὁ κατεσκληκώς, τὸ σκληρὸν μέρος τοῦ σώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς σάρκες καὶ τὰ μαλακὰ μόρια).
Ἀκόμη μία λέξις εἶναι ὁ ΣΚΛΗΡΟΣ ( > σκέλλω, θέμα σκελ- μὲ μετάθεσιν σκλε- καὶ μεταβολὴ τοῦ βραχέως -ε στὸ ἀντίστοιχον μακρόν του -η, σκλη- ἤ ἀπὸ τὸ σκεληρός, μὲ ἀποβολὴ τοῦ -ε). Ἀπ’αὐτὸν ἔχουν παραχθεῖ μύριες ἄλλες λέξεις, ὅπως ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΣΙΣ, ΣΚΛΗΡΑΓΩΓΗΜΕΝΟΣ, ΠΕΡΙΣΚΕΛΗΣ ( =ὁ ξηρὸς καὶ σκληρὸς ὁλόγυρα καὶ μεταφορικῶς ὁ ἰσχυρογνώμων, ὁ ἐπίμονος) κλπ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ/ΣΚΛΗΦΡΟΣ ( = ἰσχνός, ἀδύνατος, ἀποσκελετωμένος) καὶ τὸ ΣΚΕΛΟΣ παράγονται ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα. Τὸ σκέλος ( καὶ σχέλος) γιὰ τὴν ἀκρίβεια εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖον <<διέσχισται ἀπ’ἀλλήλων>> ( ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ σχίζω), ἀλλὰ ἐτυμολογεῖται καὶ παρὰ τό << ἐσκληκέναι καὶ σκληρότερα εἶναι τῶν ὕπερθεν>>. Ἄλλωστε μέχρι καὶ σήμερα ἔχει παραμείνει στὴν γλῶσσα μας αὐτὴ ἡ σκέψις, καὶ τὰ πόδια τὰ ἀποκαλοῦμε καὶ ξερά. Γενικότερα, σκέλος εἶναι τὸ ὁ,τιδήποτε ἀποτελεῖ μαζί μὲ ἄλλα ὁμοειδὴ ἕνα σύνολο, ἕνα ὅλον, ἐξ οὗ καὶ ἡ ξερὴ ΣΚΕΛΙΔΑ σκόρδου γιὰ παράδειγμα. Ἀπ΄αὐτὸ δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλες λέξεις ὅλων τῶν μερῶν τοῦ λόγου, ὅπως ΙΣΟΣΚΕΛΗΣ, ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΗΣ, ΔΙΑΣΚΕΛΙΖΩ/ΔΡΑΣΚΕΛΙΖΩ, οἱ ΣΚΕΛΕΑ ( > σκελέαι =τὰ τῶν σκελῶν σκεπάσματα, οἱ ΠΕΡΙΣΚΕΛΙΔΕΣ), ΑΝΑΣΚΕΛΑ ( > ἄνω +σκέλη) κλπ.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ξηρότητος, ὅμως, σκέλλω σημαίνει καὶ καίω καὶ γι’αυτὸ ΣΚΟΛΙΟΣ εἶναι ὁ κεκαμμένος. Ἀλλὰ σκολιὸς εἶναι καὶ ὁ στραβός << παρὰ τὸ σκάζω, τὸ χωλαίνω, ὁ μὴ εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος>> , Μέγα Ετυμολογικόν. Ἐκ τοῦ σκολιοῦ ἐδημιουργήθη καὶ τὸ ῥῆμα ΣΚΟΛΙΟΥΜΑΙ ( =λυγίζω, στραβώνω) καὶ παρήχθη ἡ ΣΚΟΛΙΩΣΙΣ, ἡ ὁποία σημαίνει καὶ τὴν σωματικὴ λοξότητα, τὴν κυρτότητα τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ καὶ σημαίνει τὴν δυστροπία, τὸν κακὸν χαρακτῆρα, αὐτὸ ποὺ σήμερα λαϊκὰ λέμε στραβὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ σημαίνει καὶ τὸ διεστραμμένο ἦθος τινός, τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἀπάτη. ΣΚΕΛΛΟΣ εἶναι ἄλλη λέξις συνώνυμη τοῦ χωλός, τοῦ κουτσοῦ, αὐτοῦ ποὺ ἔχει στραβὰ σκέλη.
Ἐκ τῆς σκολιᾶς πορείας του πῆρε τὸ ὄνομά του καὶ ὁ ΣΚΩΛΗΞ, τὸ γνωστὸν σήμερα ὡς ΣΚΟΥΛΗΚΙ. Καὶ βέβαια καὶ αὐτὸ ἔχει χαρίσει πολλὲς ἄλλες λέξεις, ὅπως ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΙΤΙΔΑ, ἡ πάθησις στὴν ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΗ ἀπόφυσιν, ποὺ ὁμοιάζει μὲ σκουλήκι καὶ ἀφαιρεῖται διὰ τῆς ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΕΚΤΟΜΙΑΣ κ.ἄ.
Καὶ μιᾶς καὶ πιὸ πάνω ἀναφέρθηκε ὁ ισοσκελής, ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι τὸ ὅτι στὰ μαθηματικὰ πέραν τοῦ ΙΣΟΣΚΕΛΟΥΣ τριγώνου, ἔχουμε καὶ τὸ στραβὸ τρίγωνο, τὸ ὁποῖον ὀνομάστηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸ <<σκέλλω>>, ΣΚΑΛΗΝΟΝ!

* Κεντρικὴ φωτογραφία: Ὁ Ἀσκληπιὸς στηρίζεται πάνω στὸ μπαστούνι μὲ τὸ ἱερὸ φίδι. Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο κρύβει μία ἀπὸ τὶς πολλὲς τραγωδίες ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Ἡ πανέμορφη Κορωνὶς ἦταν κόρη τοῦ σκληροῦ βασιλέως τῶν Λαπιθῶν τῆς Μαγνησίας, Φλεγύα, καὶ ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Ἴσχη, υἱὸν τοῦ βασιλέως τῶν Λαπιθῶν τῆς Λαρίσης, Ἐλάτου. Κάποια μέρα, ἡ Κορωνὶς ἔκανε περίπατο στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Βοίβης (μετέπειτα Κάρλας) ὅπου τὴν εἶδε ὁ θεὸς Ἀπόλλων καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε. Δὲν ἔχασε καιρὸ καὶ τὴν ἔκανε δική του. Ἡ νέα ντράπηκε νὰ ἐξομολογηθεῖ στοὺς δικούς της τὴν περιπέτειά της μὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν κράτησε κρυφή. Οἱ ἐτοιμασίες γιὰ τὸν γάμο της μὲ τὸν Ἴσχη συνεχίστηκαν κανονικά. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου, ὁ ἄσπρος κόραξ ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ Ἀπόλλων ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγαπᾶ τὴν Κορωνίδα, ἔσπευσε στοὺς Δελφοὺς νὰ τοῦ τὸ προφτάσει.
Ὁ θεὸς ἔγινε πῦρ καὶ μανία. Ὁ πρῶτος ποὺ πλήρωσε τὸν θυμό του, ἦταν ὁ κόραξ ποὺ ἔφερε τὰ μαντάτα: Ὁ Ἀπόλλων τὸν καταράστηκε νὰ γίνει μαῦρος. Ἔπειτα, σκότωσε μὲ ἕνα βέλος τὸν Ἴσχη. Καί, μετά, ζήτησε ἀπὸ τὴν ἀδελφή του, τὴν Ἀρτεμιν, νὰ σκοτώσει τὴν ἄπιστη Κορωνίδα, καθῶς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε τὸ κουράγιο νὰ τὸ κάνει. Μὲ μία σαϊτιά, ἡ Κορωνὶς ἔπεσε νεκρή.
Τὸ θανατικὸ γέμισε πένθος τὸ παλάτι τοῦ βασιλέως Φλεγύα ποὺ δὲν ἤξερε τί νὰ ὑποθέσει. Ἦταν ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔκαιγαν τοὺς νεκρούς. Ὁ Φλεγύας διέταξε νὰ φτιάξουν μἰα μεγάλη πυρὰ γιὰ νὰ καεῖ ἡ σορὸς τῆς ἄτυχης Κορωνίδος. Μόλις οἱ φλόγες τύλιξαν τὸ ἄψυχο κορμί της, παρουσιάστηκε ὁ θεὸς Ἀπόλλων, ἅρπαξε τὸ ἀκόμα ἀγέννητο, ἀλλὰ ζωντανὸ παιδί του, ποὺ ἡ Κορωνίδα ἔκρυβε στὰ σπλάχνα της καὶ τὸ πῆγε στὸν Κένταυρο Χείρωνα, στὸ Πήλιο, νὰ τὸ ἀναθρέψει. Τὸ παιδὶ ποὺ ἐσώθη ἀπὸ τὴν φωτιά, τὸ εἶπαν... πῶς ἀλλοιῶς; Ἀσκληπιόν!
Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΛΕΞΙΚΟ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<L’ INTERNAUT. FR>>, διαδικτυακὸ ἰστολόγιον <<HISTORYREPORT>> καὶ <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>>, ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (