Τὸ ΚΡΑΝΙΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς κρατός ( < ἡ ΚΡΑΣ = κεφαλή, γεν. τῆς κρατός). Τὰ θέματα καρ-, κρα- ἐναλλάσσονται. Ἐκ τοῦ «κράς-κρατός» προέρχεται τὸ κράτος = ἐξουσία, κρατῶ = ἐξουσιάζω καὶ κρατερός = δυνατός. Ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΚΡΑΤΑ/ ΚΑΡΑΤΑ, ἀλλὰ καὶ ΚΑΡΑ. Ἡ κάρα ἀρχικῶς ἦταν γένους οὐδετέρου καὶ ὕστερα θηλυκοῦ (τὸ κάρα-ἡ κάρα/ κάρη). ΑΚΑΡΟΣ εἶναι ὁ ἐγκέφαλος ἤ ἡ κεφαλή. Ἀπὸ τὴν κάρα ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ καρύδιον, διότι ὁμοιάζει ἐκπληκτικῶς μὲ κάρα τόσον ἐξωτερικῶς μὲ τὸ σκληρόν του περίβλημα σὰν κρανίον, ὅσον καὶ ἐσωτερικῶς, καθῶς ἡ ψίχα του θυμίζει τὰ ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια· συνιστᾶ δὲ μία ἀπὸ τὶς καλλίτερες τροφὲς γιὰ τὸν ἐγκέφαλον.
Ὁμοίως καὶ τὸ ΚΑΡΗΝΟΝ εἶναι τὸ κεφάλι (βλ. ὑψικάρηνος, ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸ κάρηνόν του, ὁ ὑπερήφανος, ἀλαζών)· «ἀνδρῶν κάρηνα» ἀντὶ ἄνδρες· «νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα», Ὀδύσσεια, λ', 29, ἀντὶ νεκροί. Λέγεται καὶ ΚΡΑΙΡΑ ( =κεφαλὴ καὶ ἀκροστόλιον, Ἡσύχιος· «βοῶν ὀρθοκραιράων», Ἰλιάς, Θ', 231/ «νεῶν ὀρθοκραιράων», Ἰλιάς, Σ', 3/ Τ', 344), ἀλλὰ καὶ ΚΡΑΝΑ (ἐξ οὗ καὶ κρανίον καὶ κρήνη, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς α-η, εἶναι τὸ κεφαλόβρυσον).
Λέγεται καὶ ΚΟΡΣΗ/ ΚΟΡΡΗ, λέξις ποὺ χαρακτηρίζει κυρίως τὸ πλάγιον μέρος τοῦ κρανίου, τοὺς κροτάφους. Ὁ Ἡσύχιος καὶ ὁ Εὐριπίδης («Βάκχαι», 1186) τὴν ἀναφέρουν καὶ ὡς ΚΟΡΥΣ/ ΚΟΡΥΤΗ (ἡ κόρυς-γεν. τῆς κόρυθος, ἐξ οὗ καὶ «κορύτη» μὲ ψίλωσιν τοῦ θ)·
««Κόρρην καὶ κόρσην τὴν ὅλην κεφαλὴν ἔλεγον, σύν τῷ αὐχένι», Μέγα Ἐτυμολογικόν.
«Κόρσης ὁ μῆνιγξ, παρ' Ἐμπεδοκλεῖ καὶ ἡ ὅλη κεφαλή», Τζέτζης.
«Ὥς σησιν Ἐρατοσθένης, τὴν κεφαλὴν καλοπυσιν κόρσην».
«Κόρση δὲ ἡ κεφαλή, ἀπὸ τοῦ κορυφοῦσθαι καὶ κείρεσθαι, ἐξ οὗ καὶ κουρσωτήρ= κουρεύς», δίκορσος = ὁ δικέφαλος»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ἐτυμολογοῦνται ὅλα ἐκ τῆς κρατός, ἡ ὁποία ΚΡΑΣ εἶναι ἠχοποίητος λέξις ἐκ τοῦ κρ... κρ..., κρατς-κρουτς ποὺ κάνουν τὰ ΚΕΡΑτα τῶν ΚΡιῶν ὅταν παλεύουν μεταξύ τους γιὰ τὸ ποιός θὰ ἐξουσιάσει = κρατ-ήσει, ποιός εἶναι πιὸ καρτ-ερός, κρείττων = καλλίτερος, ἰσχυρότερος, κρ-έων = βασιλεύς.
Αὐτὸ ποὺ καλύπτει τὸν ἐγκέφαλον ὅμως ὀνομάζεται καὶ ΚΕΦΑΛΗ/ ΚΕΦΑΛΙ, ἐκ τοῦ «καλύφη, παρὰ τὸ καλύπτειν τὸν ἐγκέφαλον». Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν τὸ ἀνάγει στὴν κυφότητα ἤ στὸ κάπω = πνέω, ἐξ οὗ καὶ κάπυς τὸ πνεῦμα· «κεφαλή, ἀπὸ τῆς κυφότητος. Τὸ γὰρ περιφερές, κυφὸν λέγουσι... Οἱ δὲ παρὰ τὸ κάπω, καπαλή καὶ κεφαλή, οἰονεὶ ἡ διαπνέουσα. Ὅθεν καὶ κῆπος, κᾶπος, ὁ διαπνεόμενος τόπος».
Τὸ λεξικὸν Σουΐδα ἐτυμολογεῖ τὸ κεφάλι «παρὰ τὸ κεκυφῶσθαι, ἤγουν τὸ κεκάμφθαι». Ἡ κεφαλὴ σχετίζεται μὲ τὸ κεύθω =καλύπτω καὶ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ κεφάλα «κεῖσθαι ὑπὲρ κεφάλας μέγας λίθος» (Ἀλκαῖος), ἤ φάλα.
Ἡ κεφαλὴ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΚΑΠΟΣ, ΚΑΦΟΣ, ΚΑΠΥΣ ( =πνεῦμα, ἐξ οὗ καὶ ἀπεκάπυσσεν =ἐξέπνευσε). Κάπυς ἐκτὸς ἀπὸ πνεῦμα εἶναι καὶ ὁ διαπνεόμενος τόπος (κᾶπος-κῆπος, ἐξ οὗ καὶ ὁ κάμπος), ἐξ οὗ καὶ συνεκδοχικῶς εἶναι καὶ ἡ κεφαλή. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Στράβων (Γεωγραφικά, Ε', 4,10) ἀναφέρει :
«Καπύη μέν ἐστιν ἡ μητρόπολις͵ κεφαλὴ τῶι ὄντι κατὰ τὴν ἐτυμότητα τοῦ ὀνόματος».
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσύχιος διευκρινίζει : «κάπυς τὸ πνεῦμα· κῆπος... ἡ κεφαλὴ ὑπὸ Ῥωμαίων κάπουτ κέκληται, ἀπὸ τοῦ ὑψηλοτέρου εἶναι τοῦ ἄλλου σώματος, αὐτὴν πεπνεῖσθαι».
Ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «Giebel, capo, chapeau, cape, champion, cheveux, chapitre, capital, captain, chef κοκ», ὅλα σχετικὰ τοῦ κάπυος μὲ κυριολεκτικὴ ἤ μεταφορικὴ σημασία.
Ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΚΕΒΛΗ «ἐκ τοῦ κεφαλή, κεβαλή, κεβαλά, κατὰ συγκοπήν», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα. «Μακεδόνες τὴν κεφαλὴν κεβλήν, τὸ β ἀντὶ τοῦ φ λαμβάνοντες», λεξικὸν Σουΐδα. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὴν κεφαλὴ ὡς ΓΑΒΑΛΑ (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ κ σὲ γ, τοῦ φ σὲ β καὶ τοῦ η σὲ α).
Στὸν Ἱπποκράτην τὴν συναντῶμεν καὶ ὡς ΚΥΒΙΤΟΝ/ ΚΥΒΗΤΟΝ, ἀλλοιῶς καὶ ΚΥΒΗ, ἐξ οὗ καὶ ἡ «κεφαλὴ» τοῦ πλοίου ὀνομάζεται κυβερνήτης (ὁ «καπετάνιος» εἶναι ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ «κάπυς»).
Λέγεται καὶ ΚΥΦΗ ἤ ΚΥΦΕΡΟΝ (κρητικὴ διάλεκτος) καὶ ΚΥΜΒΗ, ἐξ οὗ καὶ τὰ «κυμβάριον > κουμπαράς, κυβάριον > κουβάρι, κουβάς κοκ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀλλόθροα «cabeza, Kopf κοκ». Ἡ ῥίζα τῆς λέξεως εἶναι σχετικὴ τοῦ «κύπτειν» («Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου)· > κυφός = ὁ στρογγυλός, κοῖλος, ὡς ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ κύβη.
Ὀνομάζεται καὶ ΚΟΤΤΙΣ· «Δωριεῖς τὴν κεφαλὴν οὔτω καλοῦσιν», Ὀνομαστικὸν Πολυδεύκους.
«Ὀδύνη λάζεται ἐκ τῆς κοτίδος ἐς τὴν ῥάχιν», Περὶ νόσων, Β', 20, Ἱπποκράτης.
«Παρακοττεῖ = παραφρονεῖ· κοττὶς γὰρ ἡ κεφαλή. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον», Ἡσύχιος.
Ἐκ τοῦ κοττίς, «προκοττίς» = ἡ χαίτη· πρόκοττα = εἶδος χτενίσματος μὲ «τσουλούφι», ἀλλὰ καὶ ὁ κότσος, κοτσίδα, κόττυφος/ κόσσυφος (ἐκ τοῦ λοφίου) καὶ κότος = ὁργή, ὅπως ἐκ τοῦ μένους ( =δύναμις, φρόνημα, ψυχή, πνεῦμα) προέρχεται ἡ μανία.
Τὸ κεφάλι ὀνομάζεται ἀλλοιῶς καὶ ΚΩΔΕΙΑ «ἀπὸ τῆς τοῦ μήκωνος ( =παπαροῦνας) κεφαλῆς ὀνομάσαντες», ἐξ οὗ καὶ κώδων, λόγῳ σχήματος· «ὃ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχὼν», Ἰλιάς, Ξ', 499.
Ἡ στεφανὴ τῆς κεφαλῆς καὶ συνεκδοχικῶς ἡ ἴδια ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΠΟΛΟΣ, ἀλλὰ καὶ ΣΤΕΦΑΝΗ, ὡς ἄκρον ἐπιστέφον τὸ σῶμα.
Λέγεται ὅμως καὶ ΤΡΙΤΩ καὶ μέσα στὴν λέξιν κρύβεται «ἡ βαθεῖα γνῶσις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γύρω ἀπὸ τὶς λειτουργίες τῆς ανθρώπινης ὑπαρξεως καὶ δὴ τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἡ κατ' ἐξοχὴν θεὰ τῆς σκέψως καὶ τῆς Σοφίας, ὡς γεννηθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός (*κατὰ μία ἐκδοχήν) ὀνομάζεται Τριτογένεια. Πράγματι Τριτὴ εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ Ἐγκεφάλου (Νόησις, Θυμικόν-Συναισθηματικόν, Τροφικόν-Ἐνστικτῶδες). «Σοφία» εἶναι ἡ ἐναρμόνισις τῶν τριῶν αὐτῶν στοιχείων.
«Τριτογένεια, τοῦτο δέ ἐστιν ὅτι τρία γίνεται ἐξ αὐτῆς, ἅ πάντα ἀνθρώπινα... τὸ βουλεύεσθαι καλῶς, λέγειν ἀναμαρτήτως, πράττειν ἅ δεῖ», Βίος Δημοκρ., 46, Διογένης Λαέρτιος.
«Δημόκριτος, ἐτυμολογῶν τὸ ὄνομα Τριτογένεια, φησὶν ὅτι ἀπὸ τῆς φρονήσεως τρία ταῦτα συμβαίνει : τὸ εὖ λογίζεσθαι, τὸ εὖ λέγειν καὶ τὸ πράττειν ἅ δεῖ», Σχόλ. εἰς Ὅμηρον, NIKOLE I.S 111 DK 68 B2.
«Τριτογένεια... κατὰ Δημόκριτον ἡ γεννῶσα βουλεύειν καλπως, πράττειν δεξιῶς, κρίνεις ὀρθῶς», Τζέτζης, EXEG. IN IL, A 194.
Οἱ γνῶσεις αὐτὲς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἐπιβεβαιοῦνται καὶ ἀπὸ τὰ σημερινὰ πορίσματα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ἀναφέρει δὲ ὁ Ἀριστοτέλης :
«Κεφαλῆς μὲν οὖν μέρη τὸ μὲν τριχωτὸν κρανίον καλεῖται... Ἔστι δὲ τὸ κρανίον ἅπαν ἀραιὸν ὀστοῦν, στρογγύλον, ἀσάρκῳ δέρματι περιεχόμενον. Ἔχει δὲ ῥαφὰς τῶν μὲν γυναικῶν μίαν κύκλῳ, τῶν δ' ἀνδρῶν τρεῖς εἰς ἓν συναπτούσας ὡς ἐπὶ τὸ πολύ· ἤδη δ' ὠμμένη ἐστὶ κεφαλὴ ἀνδρὸς οὐδεμίαν ἔχουσα ῥαφήν», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, Α', 7, Ἀριστοτέλης.
«Ἄλλες λέξεις διὰ τὴν κεφαλήν :
ΤΕΡΜΑ : «τέρμα λέγεται ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ ἄκρον», Σχόλ. εἰς Προμ. Δεσμ., 828.
Ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΣΚΥΤΟΣ ἤ ΣΚΥΤΗ, ἐκ τοῦ σκύτους, τοῦ δέρματος τῆς κεφαλῆς.
ΜΗΡΙΓΞ : σκληρὰ θρὶξ καὶ συνεκδοχικῶς κεφαλή, Μέγα Ἐτυμολογικόν (Ὅπως ἐκ τοῦ χαίτη > αγγλ. head =κεφαλή).
ΚΑΙΚΥΛΗ : «Καικύλην τὴν κεφαλήν», Ἡσύχιος.
ΚΟΓΧΟΣ : τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κρανίου (πρβλ. κόγχη).
ΚΟΚΚΑ : σχετικὸν μὲ τὸ ὡς ἄνω (πρβλ. καὶ κόκκαλον· *ἴσως σχετικὸν καὶ τοῦ κοττίς μὲ τροπὴ τοῦ ψιλοῦ οὐρανικοῦ κ στὸ ὁμόπνοόν του ὀδοντικὸν τ).
Τὰ μεταγενέστερα ΚΑΥΚΑΛΟΝ, ἐκ τοῦ βαυκάλη, βαυκάλιον = ἀγγεῖον ὑάλινον. Σχετικὸν μὲ τὸ κεύθω· ΚΟΥΤΡΑ, ἐκ τοῦ κύθρα ( =χύτρα)», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου