Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον, ΟΡΓΑΝΟΝ, ΣΩΜΑ-ΔΕΜΑΣ, ΓΕΝΝΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ)


«Ὀνομάτων ὀρθότης ἐστὶν αὐτὴ ἥτις ἐνδείξεται οἷον ἐστὶ τὸ πρᾶγμα», «Κρατύλος», 428d, Πλάτων. 

«Ὁ λόγος ἔαν μῆ δηλοῖ, οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον», «Ῥητορική», 1404b, Ἀριστοτέλους. 

Γράφει δὲ ὁ Ἱπποκράτης (Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς, 20) : 

«Οὐκ ἔνι δυνατὸν ἰητρικὴν εἰδέναι ὅστις μὴ οἶδεν ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος...τοῦτο δεῖ καταμαθεῖν τὸν μέλλοντα ὀρθῶς θεραπεύσειν τοὺς ἀνθρώπους. Τείνει δὲ αὐτέοισιν ὁ λόγος ἐς φιλοσοφίην...».  

Ὁ ἀναθρῶν ἅ ὄπωπε (Κρατύλος, 399c, Πλάτων), ἄνθρωπος μελετώντας/ ἀναθρώντας τὴν ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τῶν ἑλληνικῶν ἐτύμων, πέραν τοῦ ὅτι φιλοσοφεῖ («Ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων έπίσκεψις», Ἀντισθένης), γίνεται συνάμα καὶ κοινωνὸς ἁπασῶν ἐπιστημῶν (ἀναθρώσκει= ἀνυψώνεται, «στήνεται στὰ πόδια του»), καθῶς στὰ ἔτυμα τῆς ἐννοιολογικῆς γλώσσης μας, τῆς πανσόφου καὶ μητρὸς ἑλληνικῆς, ἐμφιλοχωρεῖ πᾶσα ἐπιστήμη· ἐν προκειμένῳ καὶ ἐφ' ὅσον θὰ γίνει λόγος στὴν σειρὰ ἄρθρων γιὰ τὰ κυριώτερα ὄργανα τοῦ σώματος, ἡ -ἀληθὴς- ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ὁποία ἐπιστήμη ἀναγκαστικῶς γίνεται παγκοσμίως -καὶ αὐτή- ἀντιληπτὴ μόνον μὲ ἀναγωγὴ στὰ ἔτυμα τῆς ἑλληνικῆς. 

«Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ οἱ Ἕλληνες ἰατροὶ ὑπῆρξαν οἱ ὀνοματοθέται τῶν ὅρων τῆς Ἰατρικῆς. Εἰς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ ἀνθρώπινα ὄργανα, οἱ λειτουργίες τοῦ ὀργανισμοῦ, οἱ αἰσθήσεις, οἱ ἀσθένειες ἐμπεριέχουν καὶ ἐκφράζουν μὲ ἀπόλυτη ἐπιστημονικὴ γνῶσιν, μέσα ἀπὸ τὶς ὀνομασίες τους τὶς ἰδιότητές τους, τὰ στοιχεῖα τους, τὰ χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. 

Γράφει ὁ Γαληνὸς εἰς τὸ «Περὶ διαφορᾶς σφυγμῶν» (8,566) : 

«Περὶ τῆς χρήσεως τῶν ὀνομάτων ἡμεῖς ἑπόμεθα ( =ἀκολουθοῦμε) τὴν τῶν Ἑλλήνων συνήθεια...πειρώμεθα διὰ τῶν σαφεστάτων ὀνομάτων ἑρμηνεύειν ἀεὶ τὸ νοούμενον»... 

Καὶ εἰς τὸ «Περὶ Φυσ. Δυνάμεων (2,1) ἐπανέρχεται : 

«Ἡμεῖς γὲ μεγίστην λέξεως ἀρετήν, σαφήνειαν εἶναι». 

ΟΡΓΑΝΟΝ : ἐκ τοῦ ἔργον, τὸ δι' οὗ ἐκτελεῖται ἔργον τι. 

ΣΩΜΑ : ἐκ τοῦ ῥήματος σῶ, σεύω = κινοῦμαι ὁρμητικῶς, σὺν τὴν κατάληξιν -μα (δεικνυούσης ἀποτέλεσμα πράξεως δηλουμένης ὑπὸ ῥήματος : ὑπηρέτημα, αἱμάτωμα, δέμα... Δεικνύει ἐπίσης τὸ ἀντικείμενον τῆς ἐνεργεία τοῦ ῥήματος : γράμμα, ζήτημα... Ἐν γένει καθορίζει «ὑπαρκτόν τι καὶ μόνιμον» : μάθημα, κάθισμα... ἐκ παρακειμένου ἔχει τὴν γένεσιν, καθ' ὅτι ὡς γνωστὸν ὁ παρακείμενος δηλοῖ τὴν πράξιν ὁρισμένην καὶ τετελειωμένην : λέλυ-μαι, τέθυ-μαι...) 

Δηλαδὴ σῶμα = τὸ κινούμενον. Σημειωτέον ὅτι τὸ ῥ. σεύω, δωρικῶς εἶναι σῶμαι. Τὸ σῶμα λέγεται καὶ ΔΕΜΑΣ, ἐκ τοῦ δέμω = δομῶ, κτίζω», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

Τὸ δομημένον ἐκ πολλῶν καὶ διαφορετικῶν ὀργάνων εἶναι τὸ δέμας καὶ τὰ ὄργανα ἀποτελοῦν τὸν λεγομένον εὐλόγως ὀργανισμόν ( < ὄργανον + παραγ. κατάλ. -ισμός, ὑποδεικνύουσα σταθερότητα, ἐγκαθίδρυσιν, < ἵζω = στήνω). Ὑπάρχουν διαφόρων εἰδῶν συστήματα ὀργάνων στὸν ὀργανισμόν, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὰ ὄργανα ποὺ συνεργάζονται καὶ ἀποτελοῦν τὸ πεπτικὸν σύστημα, τὰ γεννητικὰ ὄργανα, τὰ ὄργανα τοῦ νευρικοῦ συστήματος, τοῦ λεμφικοῦ, τοῦ καρδιαγγειακοῦ, τοῦ οὐροποιητικοῦ, τοῦ μυϊκοῦ, τοῦ ἐρειστικοῦ, τοῦ λεμφικοῦ συστήματος κοκ, τὰ ὁποῖα ταξινομοῦνται καὶ διαχωρίζονται ἀναλόγως μὲ τὴν βάσιν συγκρίσεως καὶ σὲ ἄλλες κατηγορίες. 

Τὰ πρὸς γέννησιν συμβαλλόντα ὄργανα ποὺ θὰ φέρουν ἐν ζωῇ ἕναν ἄλλον ὀργανισμὸν εἶναι τὰ γεννητικὰ ὄργανα. Καὶ ἐπειδὴ ὅπως γράφει ὁ μέγιστος ἰατρὸς καὶ φιλόσοφος Ἀριστοτέλης, τὸ ἀρσενικὸν ἀπὸ τὸ θηλυκὸν διαφέρει, ὥστε μόνον διὰ τῆς ἑνώσεως καὶ τῆς συνεισφορᾶς ἁμφοτέρων γεννιέται νέος ὀργανισμός, συνετὸν θὰ ἦταν νὰ ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὴν οὐσία ποὺ κρύβουν τὰ ἔτυμα τὰ περιγράφοντα ἀντιστοίχως τὴν συνεισφορὰ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ γαμέτου στὴν δημιουργία τοῦ νέου ὀργανισμοῦ. 

ΓΑΜΕΤΗΣ : εἰδικὸν κύτταρον ἀναπαραγωγῆς, ἐκ τοῦ γαμέω-ῶ = νυμφεύομαι (γιὰ ἄνδρες, διότι λαμβάνουν νύμφη) καὶ γαμοῦμαι = ὑπανδρεύομαι (γιὰ γυναῖκες, διότι τίθενται πλέον ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀνδρός τους κι ὄχι μόνον τοῦ πατρός τους, ἐξ οὗ καὶ τὰ ἐπίθετά τους σὲ γενικὴ κτητική), < παρὰ τὸ τὴν γῆν ἁμᾶν = θερίζειν, ἐξ οὗ καὶ ἡ μῆτρα τῆς γυναικὸς λέγεται καὶ ἄρουρα ( =γῆ). Ἐκ τοῦ γαμῶ καὶ ὁ γάμος, ὡς θερισμός, ὁ γαμερός > καὶ μὲ συγκοπὴ γαμρός καὶ ἀνάπτυξιν γαμβρός-γαμπρός, ὡς θεριστής. Οἱ γαμέτες (σπερματοζωάριον καὶ ὠάριον) ὅταν συζευχθοῦν, παράγουν τὸ ΖΥΓΩΤΟΝ ( < ζεῦξις), ἤτοι τὸ γονιμοποιημένον ὠάριον, τὸ πρῶτον κύτταρον τοῦ ἐν ἐξελίξει ὀργανισμοῦ. ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΖΥΓΩΤΟΝ ΑΝΕΥ ΖΕΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΑΜΕΤΟΥ. Ὁ Ζεὺς ζευγνύει καὶ ἡ νομοτέλεια τῆς φύσεως ῥητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ἀποκλείει κάθε ἀρρώστια καὶ τρέλα τῆς νέας ἐποχῆς. Κίναιδοι καὶ τριβάδες ἀποκλείονται φύσει ἀπὸ τὴν ἱερὰ διαδικασία τῆς διαιωνίσεως, ἄν δὲν συμμορφωθοῦν μὲ τοὺς συμπαντικοὺς νόμους. 

«τὸ μὲν ἄρρεν ὡς τῆς κινήσεως καὶ τῆς γενέσεως ἔχον τὴν ἀρχήν, τὸ δὲ θῆλυ ὡς ὕλης...ἄρρεν μὲν γὰρ λέγομεν ζῷον τὸ εἰς ἄλλο γεννῶν, θῆλυ δὲ τὸ εἰς αὑτό· διὸ καὶ ἐν τῷ ὅλῳ τὴν τῆς γῆς φύσιν ὡς θῆλυ καὶ μητέρα νομίζουσιν, οὐρανὸν δὲ καὶ ἥλιον ἤ τι τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων ὡς γεννῶντας καὶ πατέρας προσαγορεύουσιν... Τὸ δ' ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ διαφέρει κατὰ μὲν τὸν λόγον τῷ δύνασθαι ἕτερον ἑκάτερον, κατὰ δὲ τὴν αἴσθησιν μορίοις τισίν· κατὰ μὲν τὸν λόγον τῷ τὸ ἄρρεν μὲν εἶναι τὸ δυνάμενον γεννᾶν εἰς ἕτερον, καθάπερ ἐλέχθη πρότερον, τὸ δὲ θῆλυ τὸ εἰς αὑτό....φανερὸν οὖν ὅτι ἀρχή τις οὖσα φαίνεται τὸ θῆλυ καὶ τὸ ἄρρεν», Περὶ ζώων γενέσεως, Α', 2, Ἀριστοτέλης. 

Ἡ γλῶσσα μας τὰ ἀπόκρυφα μέρη καὶ τῶν δύο φύλων τὰ ἀποκαλεῖ μὲ τὸν σεβασμὸν ποὺ ἁρμόζει στὰ φέροντα στὸν κόσμον νέαν ζωήν, καὶ τὰ ἀποκαλεῖ σεβαστά, ἤτοι ΑΙΔΟΙΑ ( < αἰδώς = σέβας, εὐλάβεια· διότι τὰ αἰδοῖα εἶναι ἄξια ὑπολήψεως καὶ σεβασμοῦ καὶ ὄχι ἀνυποληψίας καὶ καταισχύνης, ὅπως κάποιοι τὰ διαχειρίζονται καὶ τὰ ἀντιλαμβάνονται σήμερα). 

Τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον συναντᾶται συχνὰ καὶ μὲ τὰ ἐπιμέρους ὀνόματά του ὡς ΠΕΟΣΠΟΣΘΗ

Ἡ λέξις «πέος» καὶ ἡ «πόσθη» (καὶ διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ο σὲ ου μεταξὺ διαλέκτων, βλ. νόσος-νοῦσος· τοῦ ἰωνικοῦ η σὲ δωρικὸν α καὶ τοῦ θ σὲ τ, βλ. θρέφω-τρέφω, ποῦστα καὶ μὲ μὲ μετάθεσιν τοῦ τ πρὶν τὸ σ, τὸ σημερινὸν λαϊκότροπον ἔτυμον γιὰ τὴν πόσθη) ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ «πόα = πᾶσα βοτάνη ἀναδίδουσα σπόρον ἐκ τῆς ῥίζης» (Θεόφραστος, Φυσ. Ἱστορ, 1,3,1). Κακῶς λοιπὸν θεωροῦνται βαρβαρικά, πότε τούρκικα καὶ πότε σλαύικα! Οἱ Ἕλληνες εἶχαν πόσθες πολὺ πρὶν ἐμφανιστοῦν στὸ προσκήνιον τῆς ἱστορίας οἱ Σλαῦοι, Τοῦρκοι καὶ οἱ βαρβαρικὲς ὑποδιάλεκτοί τους. 

Τὸ πέος ὅπως καὶ ἡ πόσθη εἶναι σχετικὰ τοῦ φύω ( = γεννῶ, καθῶς «οἵ τ' ἄρρενες τὸν θορὸν καὶ αἱ θήλειαι τὰ ᾠὰ ἔχουσι», Περὶ ζώων γενέσ., Γ', 5, Ἀριστοτέλης), διότι ὁ ἔχων τὸν θορὸν ( =σπέρμα) παρέχει τὴν ἀρχὴν τῆς κινήσεως (Περὶ ζώων γενέσ., Α', 2) δι' ὁ καὶ ὁ Αἰσχύλος στὸ ἔργον «Εὐμενίδες» (στ. 660) γράφει πὼς «τίκτει δ᾽ ὁ θρῴσκων». Οἱ θηλυκοὶ γαμέτες δὲν ἔχουν κίνησιν δική τους, στὴν συνάντησιν σπέρματος-ὠαρίων, τὰ μὲν σπερματοζωάρια κινοῦνται ἄνευ βοηθείας, τὸ δὲ ὠάριον «σπρώχνεται» νὰ συναντήσει τὸν ἀρσενικὸν γαμέτη μὲ τὴν βοήθεια τῶν κροσσῶν τῆς σάλπιγγος. 

Ὁ πατὴρ φυτεύει («πατὴρ μ' ἐφύτευσεν, ἡ δὲ μήτηρ ἄρουρα τὸ σπέρμα παραλαβοῦσα» λέγει ὁ Ὀρέστης), ἐξ οὗ καὶ ὁ πατὴρ λέγεται καὶ φίτυς καὶ ἡ μήτηρ ἔχουσα τὴν ἄρουρα ( =γῆ, μῆτρα) παραλαμβάνει τὸ σπόρον καὶ παρέχει τὴν ὕλην (Περὶ ζώων γενέσ., Α', 2, Ἀριστοτέλης). 

«Ἄνευ δὲ πατρὸς τέκνον οὐκ εἴη ποτ' ἄν» («Ὀρέστης», 552, Εὐριπίδης). Ἀντιστοίχως καὶ ἄνευ τῆς ἀρούρης ποὺ θὰ τεύξει τὸ ἔμβρυον. 

Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἀρσενικὸν τέκνον τοῦ ἀνθρώπου λέγεται υἰὸς καὶ τὸ θηλυκὸν τέκνον θυγάτηρ (τὸ φύλον τοῦ ἐμβρύου καθορίζεται ἀποκλειστικῶς ἐκ τοῦ πατρός-φιτύος, διότι μόνον τὸ ἄρρεν μπορεῖ νὰ κληροδοτήσει τὸ φυλετικὸν χρωμόσωμα Υ, τὸ ὑπεύθυνον γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ ἀρσενικοῦ τέκνου· «ἄρσην ἤ θήλεια σπορά» γράφει ὁ Εὐριπίδης). 

Ἡ λέξις «υἰὸς» λοιπὸν προέρχεται ἐκ τοῦ ὕω =βρέχω, διότι ὁ υἰὸς φέρει ὑετόν = βροχή, ἤτοι σπέρμα, τὸ ὁποῖον θρώσκει ( =ὁρμᾶ, ἀναπηδᾶ, < θόρνυμι < θύω + ὀρούω = ὁρμῶ, «τὸ μετὰ ὁρμῆς πέμπεσθαι», Μέγα Ἐτυμολογικόν), ἐξ οὗ καὶ τὸ σπέρμα λέγεται καὶ ΘΟΡΟΣ, καὶ δι' αὐτοῦ εἶναι ἱκανὸς νὰ σπείρει καὶ ὁ ἴδιος ἀργότερα ὡς φίτυς. Ἐκ τοῦ ὕω, τὸ φ-ύω, ἀλλὰ καὶ τὸ κ-ύω ( =φουσκώνω, βλ. ἔγ-κυον). 

«Ἡ δὲ γονὴ τοῦ ἀνδρὸς ἔρχεται ἀπὸ παντὸς τοῦ ὑγροῦ τοῦ ἐν τῷ σώματι ἐόντος τὸ ἰσχυρότατον ἀποκριθέν», Περὶ γονῆς, 1, Ἱπποκράτης. 

Ἡ θυγάτηρ εἶναι ἡ διαθέτουσα Θ-έσιν γιὰ τὸ Ὑ-γρὸν στὴν ΓΑΣΤΕΡΑ της («τὰ θήλεα οὐ γεννᾷ ἐξ αὑτῶν εἴπερ ἀπὸ παντός τε ἀπέρχεται καὶ ἔχει ὑποδοχήν... διὸ καὶ δέονται τῆς ἀλλήλων συνουσίας», Περὶ ζώων γενέσεως, Α', 18, Ἀριστοτέλης). 

Τὸ δὲ ΣΠΕΡΜΑ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ σπείρω, «παρὰ τὴν ἐπὶ μικρὸν ὄγκον, ἐκ πολλοῦ, σπείρασιν =συστροφή, συσπείρωσιν»

Καὶ πράγματι γιὰ νὰ ὡριμάσει καὶ νὰ μπορέσει νὰ πραγματοποιήσει τὸν σκοπόν του τὸ σπέρμα πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν σπειροειδῆ ἐκφορητικὸν πόρον ποὺ ὀνομάζεται ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΣ ( < ἐπί + δίδυμοι = ὄρχεις, διότι οἱ ὄρχεις εἶναι δύο-δίδυμοι). 

Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ παρατήρησις τοῦ Πλάτωνος σχετικῶς μὲ τὴν γονιμοποίησιν σχεδὸν 2500 χρόνια πριν : 

«Οἱ ἄνδρες κατασπείρουν ζῶα ἀόρατα λόγω σμικρότητος, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ διαλεχθοῦν τὰ καλλίτερα γιὰ νὰ ἐκτραφοῦν ἐντὸς τῆς μήτρας», Πλάτων, «Τίμαιος», 91d. 

Τὸ πέος λέγεται καὶ ΦΑΛΛΟΣ, διότι φαλλὸς ἐλέγετο τὸ ὁμοίωμα τοῦ άνδρικοῦ αἰδοίου περιφερομένου καὶ σειομένου κατὰ τὴν διονυσιακὴ λατρεία -στὰ Φαλληφόρια-, ὡς σύμβολον τῆς παραγωγικῆς καὶ γονιμοποιοῦ δυνάμεως τῆς φύσεως· ἐξ οὗ καὶ ὁ Διόνυσος χαρακτηρίζεται «Φαλλήν». Ἡ λέξις «φαλλὸς»  προέρχεται ἐκ τοῦ πάλλω-βάλλω, ἐξ οὗ καὶ λέγεται -κυρίως στὴν κυπριακὴν διάλεκτον- καὶ ΒΙΛΛΟΣ· γιὰ τὸν ἴδιον λόγον λέγεται καὶ ΣΑΘΗ ( < σαίνω = σείω). 

Διασαφηνίζει δὲ ὁ Γαληνός (Introd. seu medicus, σελ. 706) : 

«τοῦ μὲν οὖν ἀρσενικοῦ τὸ προῦχον καυλός. τὸ δὲ ἄκρον αὐτοῦ βάλανος. καθ᾿ ὃ δὲ τετρύπηται πρὸς ἔκκρισιν, ἀπὸ τῆς χρείας οὐρήθρα ὀνομάζεται· τὸ δὲ σκέπον τὸ ἄκρον ποσθή. τὸ δὲ κάτω μέρος τοῦ καυλοῦ κατὰ μῆκος αὐτοῦ ῥαφή. τὸ δὲ διατεῖνον μέχρι τῆς ἕδρας ταῦρος καλεῖται. δίδυμοι δὲ καὶ ὄρχεις ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν ὀνομάζονται. καὶ ὄσχεον τὸ περὶ τοὺς διδύμους». 

Τὸ κοῖλον σημεῖον τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου ποὺ προέχει ὀνομάζεται ΚΑΥΛΟΣ ( < κοFυλός > κοῖλος), λόγῳ τοῦ σχήματός του (καυλός = κοτσάνι, μίσχος, τσουνί, ἐξ οὗ καὶ ξε-τσούνισε, ἤτοι ἀνδρώθηκε, ἔβγαλε τσουνὶ καὶ μὲ ἀναδιπλασιασμὸν τσου-τσούνι). 

Τὸ ἄκρον αὐτοῦ ΒΑΛΑΝΟΣ (λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ τὸ βελανίδι), ἡ ὁποία φέρει τρύπα στὸ ἄκρον της, ἡ ὁποία ὀπὴ ὀνομάζεται λόγῳ τῆς χρείας της ΟΥΡΗΘΡΑ ( < δι' ἧς τὰ οὖρα θρώσκει· «Σωλὴν δι' οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται», Ἀφορισμοί, 1232, Ἱπποκράτης). Ὁ Γαληνὸς συγκεκριμενοποιεῖ τὴν πόσθη, ὡς τὸ δέρμα ποὺ καλύπτει τὸν καυλόν, τὴν ΑΚΡΟΒΥΣΤΙΑ ποὺ βύει ( =βουλώνει, κλείνει) τὸ ἄκρον. Ἄνευ τοῦ καλύμματος, ἀποκεκαλυμμένον τὸ πέος, γυμνόν ἤτοι ψιλὸν ὠνομάσθη κατ' Ἀριστοφάνη ( «γυναῖκάς ἐσθ᾽ ὑπνῶν ἄνευ ψωλᾶς μόνας», Λυσιστράτη, 143) καὶ ΨΩΛΟΣ ( < ψιλός). 

Οἱ Ἕλληνες δὲν ὑπῆρξαν οὐδέποτε περιτετμημένοι ὡς οἱ Ἀνατολῖτες. Ἡ περιτομὴ καὶ ὁ εὐνουχισμὸς θεωροῦνται βαρβαρικὰ καὶ ἀντίθετα στὴν φυσικὴν κοσμοθεωρία τῶν Ἑλλήνων ἔθιμα. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια οἱ Ἕλληνες ἀπηχθάνοντο τὴν περιτομὴ τῶν σημιτικῶν λαῶν, γι' αὐτὸ καὶ τοὺς ὠνόμασον καὶ σημῖτες· Σημίτης σημαίνει σημαδεμένος, ὁ ἔχων σῆμα. Μέχρι σήμερα οἱ Σημῖτες δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ ἐκπολιτισθοῦν κατὰ πὼς φαίνεται, καθῶς θεωροῦν ὄχι μόνον ἀπαραίτητον, ἀλλὰ καὶ ὅσιον νὰ μαζεύονται καὶ νὰ ἑορτάζουν τὸ κόψιμο μέρους τοῦ πέους τῶν μωρῶν τους καὶ νὰ ῥουφοῦν μάλιστα ἐκ τῆς πληγῆς... τὸ «ἱερὸν αἷμα»! 

Οἱ εὐνουχισμένοι ἐθεωροῦντο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων μιαρὲς κεφαλὲς καὶ ὁ Αἰσχύλος χαρακτηρίζει τὴν συνήθειάν τους, «σπέρματος ἀποφθορά» (Εὐμενίδες, 185). 

Τὸ διατεῖνον μέρος μέχρι τῆς ἕδρας, μεταξὺ ὄρχεων καὶ πρωκτοῦ, ὁ Γαληνὸς τὸ ὀνομάζει ΤΑΥΡΟΝ ( ἐν προκειμένῳ < τανύω + οὐρά =τὸ αἰδοῖον), ἤτοι τὸ ΠΕΡΙΝΕΟΝ ( < περαίνεσθαι), ἡ ΚΟΧΩΝΗ ( < κόγχη, «κοχῶναι τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ ἑκατέρωθεν μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου», Ἡσύχιος· ἐξ οὗ καὶ οἱ ἀλλόθροοι ὀνομάζουν συνεκδοχικῶς cojones τοὺς ὄρχεις στὶς γλῶσσες τους). 

Καὶ συνεχίζει ὁ Γαληνὸς γράφοντας πὼς ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν ὀνομάζονται ΔΙΔΥΜΟΙ καὶ ΟΡΧΕΙΣ ( < ἄρχω) αντιστοίχως, αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζεται γενικῶς «ὄρχεις». Ὁ θύλακος ποὺ περιέχει τοὺς ὄρχεις λέγεται ΟΣΧΕΟΝ ( < ὄσχος = κλῆμα ἀμπέλου μετὰ βοτρύων). 

Οἱ ὄρχεις διόλου τυχαίως ὀνομάζονται καὶ ΜΗΔΕΑ

«Μήδεα παρὰ τοῖς παλαιοῖς οἱ ὄρχεις, παρὰ τὸ μέδειν, ὅ ἐστὶν ἄρχειν»· 

«Μήδεα τὰ αἰδοῖα, ἐκ τοῦ μήδω, τὸ κρατῶ καὶ ἄρχω». 

Διότι «μέδω» ἤ «μήδομαι» σημαίνει προνοῶ, φροντίζω, συλλογίζομαι (ἐξ οὗ μῆτις =σοφία καὶ τὰ ἀλλόθροα medeor = φροντίζω, θεραπεύω, > médecin, médico = ἰατρός) καὶ λόγῳ αὐτοῦ -εἶμαι ἱκανὸς νά- ἄρχω, κυβερνῶ, προστατεύω. 

«Ζεὺς μήδετο ἔργα», Ἰλιάς, Β', 38, Ὅμηρος. 

«Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων», Ἰλιάς, Γ', 320, Ὅμηρος. 

Γι' αὐτὸ ὁ μέδων, ὡς διαθέτων μέδεα λέγεται καὶ ἀρχηγός, ὄρχαμος, καθῶς μέδεα καὶ ὄρχεις εἶναι συνώνυμα. Ἐξ οὗ καὶ ὁ μεζές (μέζεα ὀνομάζονται τὰ μέδεα τῶν ζώων), διότι τὰ μέζεα-ἀμελέτητα τῶν ζώων ἐθεωροῦντο ἐκλεκτὸς... μεζές. 

«Ὀρχηδὸν» σημαίνει «κατ' ἄνδρα», γιατὶ οἱ ἄνδρες μόνον διαθέτουν ὄρχεις καὶ δι' αὐτὸ ἁρμόζει μόνον σὲ ὀρχάμους νὰ ἄρχουν, νὰ εἶναι ἄνακτες ( < ἄνω + ἄγω) καὶ βασιλεῖς ( < βάσις + λαοῦ) καὶ ὄχι ἁπλοὶ ρῆγες ( < rex = λατ. βασιλεύς, < rego = εὐθύνω, διευθύνω < ὀ-ρέγω = εὐθύνω, ἁπλώνω τὰ χέρια, ἐξ οὗ καὶ ὅρεξις, τὸ νὰ ἁπλώνεις τὰ χέρια γιὰ νὰ πιάσεις νὰ φᾶς· ἡ διαφορὰ τῶν Ἑλλήνων μὲ τοὺς Λατίνους εἶναι πὼς οἱ μὲν ἀντελήφθησαν τὸν ἀρχηγὸν ὡς διαθέτοντα ὄρχεις, βάσις τοῦ λαοῦ καὶ κάποιον ποὺ θὰ ἄγει αὐτὸν τὸν λαὸν πρὸς τὰ ἄνω -γι' αὐτὸ καὶ οἱ Ἕλληνες βασιλεῖς πολεμοῦσαν στὴν πρώτη γραμμή-, ἐνῶ οἱ Λατῖνοι ἀντελήφθησαν τὸν ἀρχηγόν τους, σὰν κάποιον ποὺ ἁπλῶς ἐκτείνει τὰς χείρας καὶ διατάσσεις, ὡς ρῆγα δηλαδή). 

Ὁ δὲ ὄρχαμος ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἄρχω > ἄρχαμος > ὄρχαμος. Τὸ δὲ «ΑΡΧΙΔΙΟΝ-Α» ποὺ λέγομεν σήμερα τὸν ὄρχιν-τοὺς ὄρχεις, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον ἀπὸ τὸ ὑποκοριστικὸν τοῦ «ἀρχή» =ἐξουσία, ὑπούργημα, ὑπὸ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια· πὼς μόνον σὲ ἔνορχεις ἄνδρες ἁρμόζει ἡ ἐξουσία. 

Γι' αὐτὸ κι ὁ Ἀριστοφάνης γράφει στὴν «Λυσιστράτη» (στ. 661) πὼς : 

«Ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ' ὅστις γ' ἐνόρχης ἔστ' ἀνήρ». 

( = Νὰ ἄμυνθεῖ ὅποιος ἄνδρας ἔχει ὄρχεις). 

Σχετικῶς δὲ μὲ τὴν θέσιν τῶν ὄρχεων, αὐτοὶ βρίσκονται σὲ ἐξωτερικὴ θέσιν («Ἐκ δὲ σώματος κρεμαστοὶ ἐκτὸς οἰκίην νέμονται ἔκγονοι κτίσται ὄρχεις», Ἐπιστολές, 23, Ἱπποκράτης), ἐντὸς τοῦ προαναφερθέντος ὀσχέου, ὄχι τυχαίως, ἀλλὰ γιατὶ ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ διατηρεῖται ἰδανικὴ ἡ θερμοκρασία τους, ὥστε νὰ ὑπάρξει σπερματογένεσις, ἀλλὰ καὶ ἐπιβίωσις τοῦ σπέρματος ἀφ' ὅτου αὐτὸ παραχθεῖ. Σὲ αὐτὸ συμβάλλουν ὁ ΔΑΡΤΟΣ ΜΥΣ ( < δέρω = γδέρνω, βλ. δέρμα), καὶ ὁ ΚΡΕΜΑΣΤΗΡ ΜΥΣ, ὁ ὁποῖος συστελλόμενος ἤ διαστελλόμενος συμβάλλει στὸ νὰ ἐξισορροπηθεῖ ἡ ἰδανικὴ θερμοκρασία στοὺς ὄρχεις, ἀνυψώνοντας ἤ ὑποβιβάζοντάς τους, καθῶς σὲ ὑψηλὲς θερμοκρασίες τὸ σπέρμα καταστρέφεται. Γι' αὐτὸ καὶ παρατηρεῖται ὑψηλὸν ποσοστὸν στειρότητος σὲ ἄνδρες ποὺ μὲ διαφόρους τρόπους, ὅπως καθιστικὴ ζωή, στενὰ ἐσώρουχα, ἀκτινοβολίες κοκ, διατηροῦν ὑψηλὲς τὶς θερμοκρασίες στὴν περιοχή τῶν ὄρχεων. 

Οἱ ὄρχεις πρέπει νὰ βρίσκονται σὲ χαμηλότερη θερμοκρασία ἀπὸ αὐτὴν τοῦ σώματος, ἐξ οὗ καὶ ἡ θέσις τους. Ὁ μεγάλος ἰατρὸς Ἱπποκράτης συνιστᾶ οἱ ἄνδρες νὰ κρατοῦν τοὺς ὄρχεις δροσεροὺς καὶ οἱ γυναῖκες ζεστὲς τὶς ὠοθῆκες τους (προφανῶς εἶχε παρατηρήσει τὸ ἀνδρικὸν σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὔξησιν τῆς θερμοκρασίας ποὺ συμβαίνει στὶς γυναῖκες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὠορρηξίας, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ γονιμοποίησις). 

Συμβουλὴ ποὺ ἔχει ἐπιβιώσει μέσῳ τῆς λαϊκῆς σοφίας μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καὶ μέσῳ διαφόρων σκωμμάτων μεταξὺ ἀνδρῶν ποὺ φιλονικοῦν, οἱ ὁποῖοι ἄνδρες συχνάκις παροτρύνουν τὸν ἀντίπαλον τους νὰ τοὺς «ἀερίσει τοὺς ὄρχεις», ἐπιδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ὡς ἄνδρες εἶναι ἕτοιμοι νὰ τιμήσουν τοὺς ὄρχεις τους, γι' αὐτὸ καὶ μποροῦν νὰ ἄρχουν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν στὸν ἀντιμαχόμενόν τους· ὅ,τι δηλαδὴ ὑποδεικνύει καὶ ἡ ἀντίστοιχος μέγιστη προσβολή γιὰ ἕναν ἔνορχιν ἄνδρα, ἡ περιλαμβάνουσα τὸ «γαμέω-ῶ». 

Ὁ Ἕλλην ἰατρὸς Ἡρόφιλος παρετήρησε καὶ ἕναν ἀδένα, ὁ ὁποῖος προΐσταται τῆς οὐροδόχου κύστεως καὶ βρίσκεται ἀποκλειστικῶς στοὺς ἄνδρας, ἐξ οὗ καὶ ὠνομάσθη ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ( < προΐστημι). 

«Ὁ Ἱπποκράτης, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον τὸ ὀνομάζει καὶ ΓΟΝΟΝ (426,15), ἐπειδὴ παρέχει τὸ σπέρμα, τὴν γονήν. «Ἡ τῆς γονῆς φύσις ὁμοίως ἔχει τῇ τοῦ ἐγκεφάλου», Περὶ ζώων γενέσεως, Β', 7

«Ἡ γονὴ ἐστὶν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου χωροῦσα διὰ τῆς ῥάχεως, Ἀριστοτελικὰ προβλήματα, 57», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Καὶ πράγματι ὁ σχηματισμὸς τοῦ έμβρύου ξεκινᾶ ὑποτυπωδῶς περὶ τὴν 5η ἑβδομάδα τῆς κυήσεως, ἀπὸ τὸν νευρικὸν σωλῆνα, ποὺ θὰ σχηματίσει λίγο ἀργότερα τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελὸν ποὺ διατρέχει τὴν σπονδυλικὴ στήλη. 

Ἡ δεκτικὴ τοῦ σπέρματος, λέγεται γυνή («γυνὴ δὲ γονή μοι φαίνεται βούλεσθαι εἶναι», Κρατύλος, 414, Πλάτων). Γράφει δὲ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα : 

«Γυνή, παρὰ τὸ γῶ, τὸ χωρῶ ἤ παρὰ τὸ γίνω, τὸ τίκτω, γίνεται γονὴ καὶ τροπὴ τοῦ ο σὲ υ αἰολικῶς, ὡς ὅμοιον-ὕμοιον...». 

Ἐκ τοῦ γῶ = γεννῶ, τίκτω, δέχομαι ἀλλὰ καὶ χωρῶ, ἐτυμολογεῖται καὶ ἡ γῆ. Διόλου ἀφύσικον καθῶς ἔρθεν ( =ἀπ' τὴν γῆ) γεννιοῦνται ὅλα καὶ σ’αὺτὴν ἐπιστρέφουν! 

Γι' αὐτὸ καὶ ἡ γυνὴ ἐτυμολογεῖται κατ' ἄλλην ἐκδοχὴ καὶ ἀπὸ τό «παρὰ τὴν γῆν ἐοικέναι (εἴκω = ὁμοιάζω)». Γιατὶ ὅπως ἡ γῆ ὀργώνεται μὲ τὸ ὑνὶ καὶ σπείρεται καὶ γεννᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Γι΄αὐτὸ καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὀνομασίες τῆς μήτρας εἶναι καὶ ΑΡΟΥΡΑ ( =καλλιεργήσιμος γῆ), ἐκ τοῦ ἀρόω = καλλιεργῶ, διότι ἡ νύφη ( =νεαρά, νύμφη) γυνὴ δέχεται τὸ σπέρμα τοῦ γαμεροῦ-γαμπροῦ ἀνδρὸς καὶ ἀποδίδει ὡς ἡ ἄρουρα, καρπούς. 

Ἡ δὲ ΜΗΤΡΑ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μήτηρ, καθ' ὅτι ἄνευ τοῦ ὀργάνου αὐτοῦ δὲν μπορεῖ κυριολεκτικῶς νὰ γίνει ἡ γυνὴ μήτηρ. 

Ἡ μῆτρα λέγεται καὶ ΔΕΛΦΥΣ, λόγῳ τῆς ΔΕΛτοειδοῦς ΦΥσεώς της («Τὸ δέλτα γενικῶς ἐκφράζει δύναμιν καὶ διαθέτει σταθερότατον, Δυνατὸν σχῆμα», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου). Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «ἀδελφός», ὁ ἐκ τῆς ἰδίας δελφύος γεννώμενος ( < ἀθροιστικόν ἀ + δελφύς), ὁ ἀγάστωρ, ὁμομήτριος· ἐξ οὗ καὶ οἱ Δελφοί, ὡς ΟΜΦΑΛΟΣ ( < «ὀμφαλός, δι' οὗ εἰς θρέψιν ἡ ὕλη, αἱματικὴ καὶ πνευματικὴ παρακομίζεται τοῖς ἐμβρύοις», Ἡρόφιλος· ὄμφις = ὁ ποιὼν τὸ καλόν) καὶ μῆτρα τῆς γῆς. 

ΥΣΤΕΡΑ ἦταν μία ἄλλη ὀνομασία τῆς μήτρας (ἐξ οὗ καὶ uterus ποὺ τὴν λέγουν σήμερα οἱ ἀλλοδαποί), ἡ ὑποδέχουσα τὸ ὑγρόν· διόλου τυχαίως γράφεται μὲ Υ καὶ τοὔμπαλιν, διόλου τυχαίως τὸ Υ προσομοιάζει μὲ τὸ σχῆμα τῆς μῆτρας, καθῶς ἡ Ὑστέρα εἶναι χῶρος Ὑποδοχῆς καὶ φιλοξενίας τοῦ ἐμβρύου, τοῦ ἀποτελέσματος τῆς σπορᾶς τῆς ἀρούρης ἀπὸ τὸν Ὑετὸν τοῦ ἀνδρός. 

Ἡ ὑστέρα ὠνομάσθη ἔτσι δι' «ὅτι ὑστάτη τῶν μερῶν ἐστί», Ὁρισμοὶ ἰατρ., 19, 362, Γαληνός. Πίστευαν δὲ πὼς ἡ μὴ ἱκανοποίησις/καρποφορία της προκαλοῦσε ἀσθένεια, τὴν γνωστὴ ὡς καὶ σήμερα ὑστερία. 

Ἡ μῆτρα ἑνώνεται μέσῳ τοῦ τραχήλου μὲ τὸν ΚΟΛΠΟΝ ( < κέλλω < ἅλς, κυριολεκτικῶς ἐκεῖ ποὺ ἐλλιμενίζονται τὰ πλοῖα, καὶ συνεκδοχικῶς εἶναι σχετικὸς κάθε κοιλώματος, ἐξ οὗ καὶ ὁ κόλπος-κόρφος, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς ρ-λ καὶ π-φ, = ἡ ἀγκαλιά). 

ΤΡΑΧΗΛΟΣ ( < τρόχαλος < τροχός, δι' οὗ κινεῖται ἡ τροφή, = ὁ λαιμός· ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς τραχύτητος αὐτοῦ, «ὀστῶδες γὰρ τὸ μέρος», Μέγα Ἐτυμολογικόν) εἶναι κανονικὰ τὸ μέρος αὐτὸ τοῦ σώματος ποὺ συνδέει τὸ κεφάλι μὲ τὸν κόρφον-στῆθος, ἤτοι ὁ λαιμός. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ τράχηλος τῆς μῆτρας συνδέει τὴν μῆτρα μὲ τὸν κόλπον. 

Οἱ ΩΟΘΗΚΕΣ ( < ὠόν + τίθημι) εἶναι ἐνδοκρινεῖς ἀδένες ποὺ βρίσκονται δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς μῆτρας καὶ παράγουν μεταξὺ ἄλλων τὴν ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗ ( < progesterone < pro +  gestation = κυοφορία < pro +  gero = συλλαμβάνω < πρό + χειρόω = ὑποτάσσω, συλλαμβάνω, κρατῶ στὰ χέρια μου), καὶ τὰ ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ ( < οἶστρος = μανία + γεννῶ, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων γεννοῦν στὴν γυναῖκα ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ γονιμοποίησιν· ἡ πτῶσις τῶν ἐπιπέδων τους συνοδεύεται μεταξὺ ἄλλων ἀπὸ κακὴ διάθεσιν καὶ ἐκνευρισμόν). Οἱ ὠοθῆκες λειτουργοῦν καὶ ὡς ἀποθῆκες ΩΟΘΥΛΑΚΙΩΝ ( < ὠόν + θύλακος). Τὰ θηλυκὰ ἔμβρυα ἀπὸ τὶς πρῶτες ἑβδομάδες κυήσεως φέρουν ἑκατοντάδες χιλιάδες ὠοθυλάκια (ἀνώριμα ὠάρια), ἐκ τῶν ὁποίων ἀργότερα κατὰ τὴν ἐφηβεία καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν διαφόρων ὁρμονῶν, θὰ ἀρχίσουν τὰ ἐναπομείναντα ἐξ αὐτῶν (καθῶς ὁ ἀριθμός τους μειώνεται δραματικά, σχεδὸν ὑποπενταπλασιάζεται) νὰ ὠριμάζουν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κύκλου τῆς γυναικός. 

Ξεκινώντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐμμηναρχή (πρώτη ἔμμηνος ῥῦσις) κάθε μῆνα θὰ ἐπιλέγονται κάμποσες δεκάδες, ἀλλὰ -συνήθως- μόνον ἕνα ἐξ αὐτῶν θὰ ὠριμάζει πλήρως, δημιουργώντας τὸ ὠάριον, τὸν θηλυκὸν γαμέτην. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς ἄνδρες, οἱ γυναῖκες φέρουν προκαθορισμένον ἀριθμὸν ἐν δυνάμει γαμετῶν, ἤτοι ὠαρίων. 

Τὰ πρῶτα ὠάρια ποὺ ἐπιλέγονται ἀπὸ τὴν φύσιν κατὰ τὴν πάροδον τῶν ἐμμήνων ῥύσεων μιᾶς γυναικὸς εἶναι καὶ τὰ καλλίτερα ποιοτικῶς. Μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἡ ποιότης τῶν ὠαρίων ποὺ ἐπιλέγονται πρὸς ἐν δυνάμει γονιμοποίησιν εἶναι χαμηλοτέρα καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί οἱ μεγαλύτερες γυναῖκες ἀντιμετωπίζουν μεγαλυτέρα δυσκολία γονιμοποιήσεως, ἀλλὰ καὶ περισσότερες ἐπιπλοκὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐγκυμοσύνης, ἄν τελικῶς καταφέρουν νὰ συλλάβουν. 

Η ΦΥΣΙΣ ΕΥΤΥΧΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ ΣΤΑ ΑΡΡΩΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, εἴτε αὐτὰ προωθοῦν σενάρια νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν παιδὶ ἄνθρωποι φέροντες τὸν ἴδιον γαμέτη! ἤτοι κίναιδοι καὶ τριβάδες, εἴτε αὐτὰ θέλουν τὴν γυναῖκα νὰ φέρει παιδὶ στὸν κόσμον, λίγο πρὶν τὴν ἐμμηνόπαυσιν, ὅταν αὐτὴ θὰ ἔχει καταφέρει νὰ κάνει τὴν πολυπόθητη «καρριέρα» μὲ τὴν ὁποία τῆς ξεπλένουν τὰ μυαλὰ μέρα-νύχτα, ἀφανίζοντας τὸ ἔθνος καὶ τὴν ἀξία τῆς οἰκογενείας. 

Ἡ προώθησις δὲ τέτοιου εἴδους σχεδίων δὲν εἶναι παρὰ μία ὀργανωμένη πολιτικὴ ἐκφυλισμοῦ καὶ γενοκτονίας, τὴν ὁποία ἡ πατρίς μας πληρώνει χρόνια τώρα, ὄχι μόνον μέσῳ τῶν ἀσθενειῶν -κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς/ἰδεολογικῶς- ποὺ ἔχουν ἐμβολιάσει τὸ ἔθνος, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τῆς οἰκονομικῆς δυσπραγίας στὴν ὁποῖα ἔχουν καταδικάσει τοὺς νεαροὺς ὑγιεῖς Ἕλληνες. 

«Ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ' ὅστις γ' ἐνόρχης ἔστ' ἀνήρ». 

... 

Ἐπειτα στὸ γυναικεῖο ἀναπαραγωγικὸν σύστημα συναντῶμεν καὶ τὶς ΩΑΓΩΓΟΥΣ ( < ὠόν + ἄγω), τὶς ἀποκαλούμενες καὶ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ, λόγῳ τῆς ὁμοιότητός τους μὲ τὸ ὁμώνυμον μουσικὸν ὄργανον. Εἶναι ὁ σωλὴν ὅπου συναντῶνται τὸ σπερματοζωάριον μὲ τὸ ὠάριον καὶ μέσα στὸν ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται ἡ ΣΥΛΛΗΨΙΣ ( < συλλαμβάνω) τοῦ ἑνός, μεταξὺ ἑκατομμυρίων, σπερματοζωαρίου ἀπὸ τὸ ὡάριον. 

«ἡ δὲ μήτηρ ἄρουρα τὸ σπέρμα παραλαβοῦσα». 

Ἡ σάλπιγξ ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορα τμήματα, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομάζεται ΚΩΔΩΝ ( < κώδεια = κεφαλή), ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸ ὁμώνυμον μουσικὸν ὄργανον. Εἶναι τὸ πιὸ ἀπομακρυσμένον ἀπὸ τὴν μῆτρα τμῆμα τῆς σάλπιγγος, τὸ ὁποῖον συνορεύει μὲ τὴν ὠοθήκη. Ἔχει κροσσωτὲς ἀπολήξεις οἱ ὁποῖες εἶναι ἐπιφορτισμένες μὲ τὸ ἔργον νὰ ἁρπάζουν τὸ ὠάριον ἀπὸ τὴν ὠοθήκη γιὰ νὰ τὸ ὁδηγήσουν πρὸς τὰ πάνω, καθῶς δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ κινηθεῖ ἀπὸ μόνον του, ὅπως τὸ σπέρμα· 

«ὁ ἔχων τὸν θορὸν ( =σπέρμα) παρέχει τὴν ἀρχὴν τῆς κινήσεως» (Περὶ ζώων γενέσ., Α', 2) δι' ὁ καὶ ὁ Αἰσχύλος στὸ ἔργον «Εὐμενίδες» (στ. 660) γράφει πὼς «τίκτει δ᾽ ὁ θρῴσκων»

Κατὰ τὸν Πολυδεύκη «τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ γυναικείου αἰδοίου σαρκώδη πτερυγώματα» ὀνομάζονται ΜΥΡΤΟΧΕΙΛΙΔΕΣ (λόγῳ τῆς ὁμοιότητος μὲ τὸ φυτὸν μύρτον, συμπεριλαμβανομένης τῆς ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΟΣ < κλείω). ΜΥΡΤΟΣ ἦταν μία ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ὑπονοήσουν τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον (βλ. «Λυσιστράτη», 1004, Ἀριστοφάνης). 

Ἄλλες λέξεις ποὺ συναντῶμεν κατὰ καιροὺς στὰ κείμενα τῶν προγόνων μας, περιγράφουσες τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον εἶναι καὶ οἱ λέξεις ΔΕΛΤΑ (λόγῳ τοῦ σχήματός του), ΣΑΚΑΝΔΡΟΣ («Λυσιστράτη», 824, Ἀριστοφάνης· < σάκκος + ἀνήρ, λέξις ποὺ χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους μὲ περιπαικτικὴ διάθεσιν, καθῶς σάκκος εἶναι ἡ θήκη, ἡ ἀσπὶς καὶ τὸ σουρωτήρι), ΥΣΣΑΞ («Λυσιστράτη», 1001· < ὕς = ἀγριόχοιρος, βλ. δελφάκιον· ἤ κατ' ἀναλογία στὸ ἀνδρικὸν αιδοῖον, καθῶς ὕσσαξ = πάσσαλος), ΔΕΛΦΑΚΙΟΝ ( «Λυσιστράτη», 1061· Δελφάκιον κυριολεκτικῶς εἶναι τὸ μικρὸ γουρούνι. Προφανῶς ἡ λέξις «δελφάκιον», χαρακτηρίζουσα τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, σχετίζεται μὲ τὴν δελφύν), ΕΧΙΝΟΥΣ («Λυσιστράτη», 1169· λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ ἀχινόν). 
Ἐλέγετο καὶ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ, ἤτοι βουνὸν τῆς Ἀφροδίτης. Οἱ Λατῖνοι τὸ βουνόν, μὲ τροπὴ τοῦ β σὲ μ τὸ εἶπαν mons- tis. Ἀπὸ τὸ «βουνόν-βοῦνος-βουνί» διὰ τῆς συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ β μὲ τὸ μ, τὸ σημερινὸν λῆμμα γιὰ τὸ αἰδοῖον. 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ