Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον, ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ, ΣΚΕΛΕΤΟΣ, ΟΣΤΑ, ΑΚΡΑ)

Ἡ κεφαλὴ στηρίζεται στὴν ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ ( < σπόνδυλος, ἐκ τοῦ σφόνδυλος, «παρὰ τὸ ἐσφίχθαι πρὸς ἀλλήλους», ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ σπόνδυλοι τῶν κιόνων· καὶ στήλη, παρὰ τὸ στῶ > ἵστημι, καθῶς ἄνευ αὐτῆς θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταθοῦμε), ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ 33-34 σπονδύλους, ἐκ τῶν ὁποίων 7 αὐχενικοί, 12 θωρακικοί, 5 ὀσφυϊκοί, 5 -συνοστεωμένοι- ἱεροί καὶ 4-5 -συνοστεωμένοι- κοκκυγικοί. 

Ὁ πρῶτος ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ σπόνδυλος ( < αὐχήν < αὖ = πρὸς τὰ πίσω + ἔχω, διότι ὁ αὐχὴν κρατᾶ τὴν κεφαλὴ ὑψωμένη πρὸς τὰ πίσω· ἤ «ἐκ τοῦ ὀχήν, ὀχεῖται γὰρ ἡ κεφαλή», Μέγα Ἐτυμολογικόν· ἤ διότι πρὸς τὰ πίσω ἔχει στραμμένον τὸ κοῖλον τὸ αὐχενικὸν κύρτωμα) «ἐπωμίζεται» τὸ βάρος τῆς κεφαλῆς καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάζεται ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ = ὑπομένω), διότι ἄτλας εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’ τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιον θόλον. 

Ὁ ἄτλας λοιπὸν ὡς ἄλλος Ἄτλας σηκώνει «στοὺς ὥμους του» τὸ βάρος τῆς δικῆς μας «οὐρανίας σφαῖρας», τῆς κεφαλῆς μας. 

Ὁ δεύτερος σπόνδυλος ποὺ βοηθᾶ τὸν ἄτλαντα στὸ ἔργον του λέγεται ΑΝΑΒΟΛΕΥΣ ( < ἄνω + βάλλω, ὁ ἀναβατήρ, ὁ ὑπηρέτης ποὺ βοηθᾶ τὸν ἱππέα νὰ ἀνέβει στὸ ἄλογον) ἤ ΑΞΩΝ ( < ἄγω), καθῶς μέσῳ τῆς ὀδοντοειδοῦς ἀποφύσεώς του καθιστᾶ ἐφικτὴ τὴν στροφὴ τῆς κεφαλῆς. 

Ὁ ἕβδομος αὐχενικὸς σπόνδυλος προεξέχει περισσότερον ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους ἕξι, γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ΠΡΟΕΞΕΧΩΝ

Ἡ θωρακικὴ μοῖρα ἀποτελεῖται ἀπὸ 12 σπονδύλους, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται θωρακικοί, ἐκ τοῦ ΘΩΡΑΚΟΣ < θῶραξ < θρώσκω/ θορῶ = ὁρμῶ· θῶραξ «οἷον ὤραξ, δηλαδὴ φύλαξ τῆς ζωῆς ἤ τῆς θωρούσης καρδίας», Ὠρίων. Κυριολεκτικῶς θῶραξ εἶναι τὸ περίβλημα ποὺ προφυλάσσει τὸ στῆθος τοῦ πολεμιστοῦ. Ἀπὸ τὸν θώρακα λοιπὸν ὠνομάσθη καὶ τὸ περιεχόμενον σὲ αὐτὸν μέρος τοῦ σώματος. 

Ἡ ὀσφυϊκὴ μοῖρα ἔχει ὀνομασθεῖ ἀπὸ τὴν ὄσφυν. ΟΣΦΥΣ λέγεται «τὸ κατὰ νεφροὺς μέρος τῶν νώτων, ὁ παρὰ τὰ πλευρὰ διάκενος τόπος...ὁ τόπος ὀστοφυὴς καὶ ὀστεώδης». Ὁ Ἀριστοτέλης ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ «ἰσοφυές» («Τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ἡ ὀσφύς, ὅθεν καὶ τοὔνομ' ἔχει· δοκεῖ γὰρ εἶναι ἰσοφυές», «Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν», Α', 13, 493, Ἀριστοτέλης). 

Εἰς τὰ σχόλια εἰς Ὅμηρον (Λ', 424) ἀναφέρεται ὅτι ἡ περιοχὴ αὐτὴ «τοῖς θεοῖς δίδονται αἴτιον ὄν ζωογονίας καὶ σπερμάτων», γι' αὐτὸ ὁ Ὅμηρος «τὴν ὀσφύν, οὐδαμοῦ τιτρώσκει», δηλ. δὲν ἀναφέρει στὶς περιγραφὲς τῶν μαχῶν τραυματισμὸν εἰς τὴν ὀσφύν (Διονυσίου Θρακός, Fragmenta, 24)», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

Τὸ ΙΕΡΟΝ ΟΣΤΟΥΝ «ἐκλήθη οὔτω τὸ ἄκρον τῆς ὀσφύος, ὅτι μέγα ἐστί». «Ἱερὸν ὀστοῦν τὸ ἄκρον τῆς ὀσφύος, ὅτι μέγα ἐστί. Τὸ μέγα, ἱερὸν ἔλεγον οἱ παλαιοί», Ζωναράς. Πιθανότατα ὅμως νὰ ἐκλήθη ἱερὸν λόγῳ τοῦ ὅτι βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῶν αἰδοίων ( =σεβαστῶν, < αἰδώς = σέβας, εὐλάβεια). Λέγεται καὶ ΚΛΟΝΙΣ (κλόνιον =ἰσχίον), ἐκ τοῦ κλόνος =ὁρμητικὴ κίνησις. Ἐκ τοῦ κλόνις προέρχεται καὶ ὁ ΓΛΟΥΤΟΣ, «τὸ σφαίρωμα τῆς κοτύλης, ὄπισθεν τῶν μηρῶν», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 


Τὸ κατώτερον μέρος τῆς σπονδυλικῆς στήλης ὀνομάζεται ΚΟΚΚΥΞ ( < ἠχοποίητον ἐκ τῆς κραυγῆς του κόκκυγος-κούκου «κοκκῦ...κοκκῦ»), λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ τὸ ῥάμφος τοῦ ὁμωνύμου πτηνοῦ. 

Ἀνάμεσα στοὺς σπονδύλους βρίσκονται οἱ μεσοσπονδύλιοι ΔΙΣΚΟΙ ( < δίκω = ῥίπτω, λόγῳ τῆς ὁμοιότητός τους μὲ δίσκον), οἱ ὁποῖοι χάριν στοὺς ΙΝΩΔΕΙΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΥΣ ( < ἴς = δύναμις· < δάκτυλος < δέχομαι καὶ σχετικὸν τοῦ δείκνυμι) καὶ στοὺς ΠΗΚΤΟΕΙΔΕΙΣ ( < πήγνυμι =στερεώνω) πυρῆνες ἀπορροφοῦν τοὺς κραδασμοὺς καὶ προσφέρουν εὐλυγισία στὴν σπονδυλικὴ στήλη. 

Ἡ σπονδυλικὴ στήλη ἀποτελεῖ μέρος μαζὶ μὲ τὸ κρανίον, τὸν θώρακα καὶ τὰ ἄκρα τοῦ ΣΚΕΛΕΤΟΥ ( < σκέλλω =ξηραίνω, σκληραίνω· τὸ σκληρὸν μέρος τοῦ σώματος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν σάρκα καὶ τὰ μαλακὰ μόρια, «ὁ σκελετὸς ἐστὶ κατεσκληκώς»). 

Στὸν σκελετὸν συναντῶμεν τὰ ΟΣΤΑ ( < ὀστοῦν , ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ ὀ + στῶ > ἵστημι, «τὸ αἴτιον τῆς στάσεως τοῦ σώματος»· «οἷον ἐν στύλοις, ὅλον τὸ τοῦ σώματος βάρος στηρίζεται, τῇ στερρᾷ τῶν ὀστἐων φύσει» (Μελέτιος). Ἄνευ τῶν ὀστῶν τὸ σῶμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ. Τὰ ὀστᾶ εἶναι ἡ ἀποθήκη ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ( < στερ. ἀ + σβέννυμι, ἐκ τοῦ «ἄσβεστος τίτανος») καὶ ΦΩΣΦΟΡΟΥ ( < φῶς + φέρω, διότι ἐκπέμπει φῶς στὸ σκοτάδι) στὸ σῶμα. 

«Ὀστᾶ, ὡς ἔχει τῆς πρὸς ἅλληλα συντάξεως, ἡ μὲν γὰρ διάρθρωσις τῶν ὀστῶν ἐστὶ σύνταξις, ἐναργῆ τὴν πρὸς ἅλληλα κίνησιν ἐχόντων... τὰ μὲν γὰρ ἁλλήλοις, τὰ δὲ δι' ἄλλων συμφύεται», Περὶ ὀστῶν τοῖς εἰσαγομένοις, 2, 734, Γαληνός. 

Ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τῶν ὀστῶν ὀνομάζεται ΠΕΡΙΟΣΤΕΟΝ ( < περί + ὀστοῦν), ὅμως ὁρισμένες ἐπιφάνειες τῶν ὀστῶν δὲν καλύπτονται ἀπὸ περιόστεον. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀρθρικὲς ἐπιφάνειες, τὰ σημεῖα τῶν ὀστῶν ποὺ προσφύονται οἱ μύες μὲ τοὺς ΤΕΝΟΝΤΕΣ (ἐκ τοῦ τείνω, διότι «ὁ τένων ἐνεργῶν, τείνεται»· «τὴν εἰς μῆκος τῶν ποδῶν ἔκτασιν φησὶν τένοντας») καὶ τὰ σημεῖα ποὺ προσφύονται οἱ σύνδεσμοι. 

Οἱ ΑΡΘΡΙΚΕΣ ἐπιφάνειες ( < ἄρθρον-ἄρθρωσις < ἄρω = ἀραρίσκω, συνδέω + θρώσκω = ὁρμῶ, κινῶ. Εἶναι οἱ συμβολὲς τῶν ὀστῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐξασφαλίζεται ἡ σταθερότης καὶ ἡ κινητικότης μεταξύ των) ὅταν βρίσκονται σὲ σημεῖα τοῦ ὀστοῦ ποὺ προεξέχουν ὀνομάζονται ΚΟΝΔΥΛΟΙ ( < κόνδος = ἀστράγαλος, Ἡσύχιος). Ὅταν βρίσκονται σὲ κοῖλα σημεῖα λέγονται ΚΟΤΥΛΕΣ ( < κοτύλη =πᾶν κοῖλον) ἤ ΓΛΗΝΕΣ ( < γλήνη < γλαύσσω, = ὁ ὀφθαλμός καὶ λόγῳ τοῦ στρογγυλοῦ σχήματός του γλήνη εἶναι καὶ ἡ κοτύλη). 

«Ἐν δὲ τοῖσιν ἰσχίοισιν ἄρθρα δύο εἰσὶν αἱ κοτύλαι καλεύμεναι, καὶ οἱ μηροὶ ἐς ταῦτα ἐνήρθρωνται», Περὶ τόπων τῶν κατ' ἄνθρωπον, 7, Ἱπποκράτης. 

Οἱ ἀρθρικὲς ἐπιφάνειες καλύπτονται ἀπὸ ΧΟΝΔΡΟΝ ( < χόνδρος = στρογγυλός, σφαιροειδής, «χόνδρος δέ ἐστιν ὀστέου μὲν νευρωδέστερος, νεύρου δὲ ὀστεωδέστερος», Λυκόφρων· «ὀστοῦν ψυχρόν τ’ ἐστὶ καὶ ξηρὸν καὶ τοῦδε χόνδρος ἧττον ξηρός», Περὶ Κράσεων, 1,9, Γαληνός). 

Στὸ ἐσωτερικὸν τῶν ὀστῶν ὑπάρχουν κοιλότητες καὶ κάποιες ἀπ' αὐτὲς περιέχουν τὸν ἐρυθρὸν μυελόν, ὁ ὁποῖος παράγει ΚΥΤΤΑΡΑ ( < κύτταρος = κυψέλη, < κύω) τοῦ αἵματος. Τὰ Β- ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ( < λέμφος < λάπη = ἀφρὸς ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου καὶ βρωμιά· προφανῶς λόγῳ τῆς ὁμοιότητός της μὲ λάπη, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς σημασίας της στὸν καθαρισμὸν τῆς «βρωμιᾶς» ἀπὸ τὸν ὀργανισμόν· + κύτταρον) ὡριμάζουν στὸν μυελὸν τῶν ὀστῶν (ἐξ οὗ καὶ Β, ἐκ τοῦ Bone < ἴσως ἐκ τοῦ φάFω =λάμπω, φαίνω, εἶμαι λευκός-λαμπερός) καὶ εἶναι ὑπεύθυνα γιὰ τὴν χυμικὴ ἀνοσία. 

Μερικὰ ἀπὸ τὰ 206 ὀστᾶ τοῦ ἐνηλίκου ἀνθρωπίνου σώματος εἶναι ἡ ΓΝΑΘΟΣ ( < γνάμπτω = κάμπτω, «ἐκ τοῦ γνάμψιν καὶ κάμψιν· ἡ καμπτομένη σιαγών», Μέγα Ἐτυμολογικόν) ἤ ΜΑΘΥΙΑ ( < μάττω > μασῶ)·
οἱ ΚΛΕΙΔΕΣ ( < κλείς, «τὰ ὑπὸ τραχήλου ὀστᾶ· αὖται πρὸς τὸ στῆθος ἠρθρωμέναι εἴργουσι =ἐμποδίζουν ὡς κλειδιά τοὺς ὤμους καὶ τὰς ὠμοπλάτας, μὴ συμπίπτειν ὥσπερ τοῖς ἄλλοις ζῶοις. Ἐκεῖνα γὰρ κλεῖδας οὐκ ἔχουσι, διὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος =ἐστί- πλατυστερνότατος»), ἡ ΩΜΟΠΛΑΤΗ ( < ὦμος, ἐκ τοῦ μέλλοντος τοῦ φέρω, ἤτοι «οἴσω» καὶ ἐκ τοῦ οἶμος = ὁδός· «παρὰ τὸ φέρειν τὰ βάρη τῶν φορτίων», «ἐφ' οὗ φέρομεν τὰ βάρη καὶ τὰ φορτία». Γι' αὐτὸ λέγεται καὶ ΑΚΧΟΣ, ἐκ τοῦ ἄγω. Τὸ β' συνθετικὸν εἶναι ἡ λέξις «πλάτη» =τὸ κουπί, καὶ συνεκδοχικῶς κάθε πλατὺ καὶ ἐπίπεδον μέρος ἑνὸς ἀντικειμένου, ἡ ῥάχη τοῦ σώματος),

 
τὸ ΒΡΑΧΙΟΝΙΟΝ ( < βραχίων, «τούτων δὲ τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ ὤμου μέχρι ἀγκῶνος βραχίων καλεῖται», Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, Γαληνός. «Εἰρηται ὅτι βραχύτερος ἐστὶ τοῦ λοιποῦ μέρους τῆς χειρός», Μέγα Ἐτυμολογικόν)· βαρβαριστὶ «μπράτσο» < βραχίων· 
ΚΕΡΚΙΣ ( = ῥάβδος ἀργαλειοῦ καὶ συνεκδοχικῶς τὸ ὀστοῦν τῆς χειρός ποὺ εἶναι σὰν μικρὴ ῥάβδος), ἡ ΩΛΕΝΗ ( = τὸ ὀστοῦν τοῦ πήχεως, «δι' αὐτῆς τῆς ὠλένης, ὁλοῦσθαι τὰς πράξεις, τοὐτέστιν πληροῦσθαι», Σωρανός),
ΚΕΝΕΩΝ ( < κενός, «τὸ μεταξὺ πλευρῶν καὶ ἰσχίου μέρος, κενὸν ὤν ὀστῶν»· «Ἐς κενεῶνα ὄθι ζωννύσκετο», Ε', 857),
οἱ ΦΑΛΑΓΓΕΣ τῶν δακτύλων ( < φάλαγξ, καθένα ἀπὸ τὰ μικρὰ ὀστᾶ τῶν δακτύλων),
τὰ ΛΑΓΟΝΙΑ ὀστᾶ ( < λαγών, «ἔνθα λήγουσι τὰ ὀστᾶ, οἰονεὶ ληγών», Εὐστάθιος· ἤ «λαγών, κοίλωμα σώματος τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς, ἐκ τοῦ λακών», < λάκκος, λακκοῦβα),
τὸ ΗΒΙΚΟΝ ( < ἥβη < εἴβω =στάζω) ὀστοῦν,
τὰ ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΑ ( < ζυγῶ), τὸ ΡΙΝΙΚΟΝ ὀστοῦν ( < ῥίς, τῆς ῥινός, < ῥέω + ἴς) καὶ ἡ ΥΝΙΣ ( < ὑνί, τὸ κάτω ἄκρον τοῦ ἀρότρου· λόγῳ τῆς ὁμοιότητος καὶ θέσεως τῆς ὕνιδος στὸ ῥινικὸν διάφραγμα),
τὸ ΗΘΜΟΕΙΔΕΣ οστοῦν ( < ἠθμός = σουρωτήρι, ἠθμοειδής = πορώδης, ὁ σπογγώδης, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι πορῶδες ὀστοῦν),
τὸ ΔΑΚΡΥΪΚΟΝ ὀστοῦν ( < δάκρυ < δάκνυ «δακνομένης γὰρ τῆς ψυχῆς ἤ τῆς καρδίας, ἐξέρχεται τὸ δάκρυ», Κωμ. ἀδέσποτα, 1280). 

Ἄλλα ὀστᾶ εἶναι ἡ ΚΝΗΜΗ ( < κνάμπτω, κάμπτω· τὸ μὲν ἔμπροσθεν τῆς κνήμης ΑΝΤΙΚΝΗΜΙΟΝ, τὸ δὲ ὄπισθεν ΓΑΣΤΡΟΚΝΗΜΗ, λόγῳ τοῦ γαστροειδοῦς, στρογγυλοῦ σχήματος). 

«Τὰ δὲ πέρατα τῶν τῆς κνήμης ὀστῶν εἴς τε το ἔνδον μέρος καὶ εἰς τὸ ἔξω ἐξέχοντα, ΣΦΥΡΑ προσαγορεύονται καθ' ὁμοιότητα τῶν χαλκευτικῶν σφυρῶν, ἀπολήγοντα πρὸς τῷ ἀστραγάλῳ», Εὐστάθιος. 

Ὁ δὲ ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ ἀ + στρέφω + ἄγω + κατάλ. -αλος, κινήσεως σημαντική· «γεγονὼς οὐ πρὸς τὸ μένειν, ἀλλὰ πρὸς τὸ κινεῖσθαι»

«Τῶν δὲ ἄκρων ποδῶν, τὸ μὲν ὄπισθεν ΠΤΕΡΝΑ ὀνομάζεται, τὸ δὲ ἔμπροσθεν ἀπὸ τῶν σφυρῶν μέχρι δακτύλων ΤΑΡΣΟΣ καλεῖται». Ἡ πτέρνα «παρὰ τὸ πατεῖν τὴν ἔραν =γῆν», «ἀπὸ τοῦ ἐπιπτωκέναι αὐτῇ ὅλον τὸ σῶμα»· ὀ δὲ ταρσός, ἀπὸ τοῦ τέρσω ( =ξηραίνω), «τοῦτο γὰρ τὸ μέρος ὀστεῶδες ἐστί, ξηρὸν καὶ ἄσαρκον»

Τὸ κάτω μέρος αὐτοῦ ὀνομάζεται ΚΟΙΛΟΝΚΑΜΑΡΑ (ἐκ τῆς κοιλότητος· καμάρα =δωμάτιον). «Τὸ δὲ κατώτατον, ἐφ' ᾧ πατοῦμεν, ΠΕΛΜΑ», ἐκ τοῦ πέλομαι =κινοῦμαι ἤ «ἐκ τοῦ πεπιλῆσθαι ( =συσφίγγω, συμπιέζω) πλέον τοῦ ἄλλου δέρματος»

Ἄλλα ὀστᾶ εἶναι τὸ ΜΗΡΙΑΙΟΝ ( < μηρός < μέρος, μέλος), ἡ ΠΕΡΟΝΗ ( < πείρω)· τὸ δὲ ΓΟΝΥ ( > γόνατον) ἐτυμολογεῖται «ἐκ τοῦ ὅτι ὡς γωνίαν ἀποτελεῖ ἐν τῷ κάμπτεσθαι τὸ σκέλος». Τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ γόνατος λέγεται ΙΓΝΥΑ, ἐκ τοῦ ἵκω· «τὰ ἰγνύα αἴτιον τοῦ ἱκνῖσθαι, ὅ ἐστὶ πορεύεσθαι»

Τὰ κάτω ἄκρα λέγονται καὶ ΠΟΔΕΣ ( < ὁ πούς, γεν. τοῦ ποδός) καὶ ΠΕΖΑΙ, ἐκ θέματος πεδ- τοῦ πεδίου. Τὰ ἄκρα λέγονται καὶ ΣΚΕΛΗ ( < σκέλλω =ξηραίνω· βλ. καὶ «μάζεψε τὰ ξερά σου», ἤτοι τὰ χέρια-πόδια σου). 

Ὁ δὲ ΑΓΚΩΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀνά + γωνία· «ἀγκὼν δὲ καθὰ συγκάμπτεται ἡ χεὶρ ὅλη, οὗ τὸ ἔξω μέρος κορωνὸν καὶ ὀλέκρανον ὀνομάζεται. τὸ δὲ μετὰ τοῦτο πῆχυς, ᾧ καὶ μετροῦσιν οἱ ἄνθρωποι», Περὶ ὕλης ἰατρ., Γαληνός. Ὁ ΠΗΧΥΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πήγνυμι =στερεῶ, ἀπὸ τοῦ πεπηγέναι ἄκρῳ τῷ βραχίονι· λέγεται καὶ ἈΝΤΙΒΡΑΧΙΟΝ

«καθ᾿ ὃ δὲ τελευτᾷ ὁ πῆχυς καὶ ἄρθρον ποιεῖ πρὸς ἄκραν χεῖρα, καρπὸς καλεῖται καὶ τὸ μετὰ τοῦτο μετακάρπιον. εἶτα κόνδυλοι, ὅθεν ἄρχονται οἱ δάκτυλοι», Περὶ ὕλης ἰατρ., Γαληνός. Ὁ ΚΑΡΠΟΣ εἶναι «τὸ εὐλύγιστον τῆς χειρὸς σημεῖον» καὶ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἁρπάζω ( > μὲ τροπὴ τῆς δασείας = καρπάζω, δρέπω καρπούς). 

Ἡ δὲ ΧΕΙΡ, τῆς χειρός σχετίζεται μὲ τὸ ἔχειν. «-Οἱ θεοὶ- τοῖς μὲν ἄλλοις ζῶοις πόδας ἔδωκαν, οἵ το πορεύεσθαι μόνον παρέχουσιν, ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας προσέθεσαν», Ἀπομν., 1,4,11, Ξενοφῶν. 

«Χεῖρας μόνον ἁπάντων ζώων ἄνθρωπος ἔσχεν, ὄργανα πέποντα ζώῳ σοφῷ· δίπουν, αὐτὸ μόνον ἐν τοῖς πεζοῖς ἐγένετο καὶ ὀρθόν, ὅτι χεῖρας ἔσχεν», Περὶ Μορίων, 3,165, Γαληνός. 

«Ἀπὸ τοῦ διιστᾶν τοὺς δακτύλους καὶ διέχειν». «-Ἡ χεὶρ- διαιρετὴ καὶ πολυσχιδής», Περὶ ζώων μορίων, 4, 687, Ἀριστοτέλης. «Δηλαδὴ οἱ δάκτυλοι διίστανται, ἀνοίγουν, δημιουργώντας ἕνα χάσμα. Ἡ κατάληξις «ρ» σημαίνει τὴν διαρκῆ κίνησιν τῆς χειρός· «ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν ( =μὲ ἀκούραστα χέρια), Θεογονία, 510, Ἡσίοδος. 

«Ἡ χεὶρ ἔοικεν εἶναι οὐχ ἕν ὄργανον, ἀλλὰ πολλά, ὡσπερεὶ ὄργανον πρὸ ὀργάνων», Περὶ ζώων μορίων, Δ', 687, Ἀριστοτέλης. 

Ἄλλοι ὅπως ὁ Ὠρίων καὶ ὁ Θεόγνωτος ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ ἔχειν... συσχετίζεται δὲ ἡ χεὶρ καὶ μὲ τὸ χρή, χρεία : «ἀπὸ τῆς χρήσεως λέγονται, ὡσανεὶ χρεῖαι οὖσαι, ἤ παρὰ τὸ ῥᾷον χεῖσθαι καὶ διιστᾶν τοὺς δακτύλους». 

Ἡ χεὶρ ὀνομάζεται καὶ ΜΑΡΗ, ἐξ οὗ καὶ εὐμάρεια ( =εὐχέρεια), < μάρπτω = ἁρπάζω, ἀμαρπτία = ἀστοχία, ἐξ οὗ καὶ ἀμαρτία (τὸ ἀ στερητικόν)», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Οἱ δάκτυλοι τῆς χειρὸς ἐτυμολογοῦνται ὡς προανεφέρθη ἐκ τοῦ δέχομαι. Ὁ μέγας δάκτυλος ἀποκαλεῖται ΑΝΤΙΧΕΙΡ «ὁ μέγας ἡμῶν δάκτυλος πρὸς τὸ λοιπὸν τῆς χειρὸς ἀντίθεσιν ἔχει», Περὶ τὰ ζῶα ἱστορ., 2,11, Ἀριστοτέλης. Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ «τὸ ἴσον δύναται τῇ ὅλῃ χειρί», Ζωναράς· καὶ «ὅλῃ τῇ χειρὶ ἄκρᾳ συνεργοῦντα, ἴσον αὐτῇ δύνασθαι», Γαληνός. 

«ὁ δὲ μετὰ τοῦτον λιχανὸς, ὡς ἔοικεν, ἀπὸ τῆς χρείας τοὔνομα ἔχων», Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, Γαληνός. ΛΙΧΑΝΟΣ, ἐκ τοῦ λείχω ( =γλείφω, τὸ δάκτυλον ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ γλείψουμε, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τὸν γλείφουν τὰ μωρὰ γιὰ νὰ ἡρεμήσουν), ὁ ΔΕΙΚΤΗΣ ( < δείκνυμι, καθῶς μὲ αὐτὸ τὸ δάκτυλον δείχνουμε)· 

«ἐφεξῆς ὁ ΜΕΣΟΣ καὶ μετὰ τοῦτον ὁ ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ, ὁ τοῖς ἰατροῖς ἀνακείμενος καὶ ἀπ᾿ αὐτῶν τοὔνομα κεκληρωμένος. ὁ δὲ ἐπὶ πᾶσι ΜΙΚΡΟΣ, καθ᾿ ὃ πάντων ἠλάττωται», Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, Γαληνός. 

«Τὸ μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἄκρα χεὶρ λέγεται. ὑπτιαζούσης δὲ τὸ μὲν κατὰ τὸν ἀντίχειρα ἐπανεστηκὸς θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἀντικείμενον αὐτοῦ ὑποθέναρ. τὸ δὲ ὑπὸ τὰς ἐκφύσεις τῶν δακτύλων στῆθος χειρός. τὸ δὲ μεταξὺ τούτων ἁπάντων κοῖλον χειρός», Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, Γαληνός. 

Τὰ «ΘΕΝΑΡ/ ΥΠΟΘΕΝΑΡ» ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ τίθημι. 

Τὰ δάκτυλα καλύπτονται ἀπὸ τοὺς ΟΝΥΧΕΣ, ἐκ τοῦ νύσσω = κεντῶ, τρυπῶ (βλ. νύξις) + τὸ ἐπιτατικὸν ὀ. Ἐκ τοῦ ὄνυξ, τοῦ ὄνυχος, τὸ ὀνύχιον, νύχι. 

«Ἄνθρωπος ὄνυχας έλαχίστους ἔχει κατὰ μέγεθος»· «-ὄνυχες- τὰ μὲν γὰρ ἄλλα ζῷα ἔχει καὶ πρὸς χρῆσιν αὐτούς, τοῖς δ' ἀνθρώποις ἐπικαλυπτήρια· σκέπασμα γὰρ τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν», Περὶ ζώων γενέσεως, Δ', 10, 687, Ἀριστοτέλης. 

«Τὸ ὀπίσθιον αὐχένος μόριον», (Περὶ Ζ. Ἱστ., 12, Ἀριστοτέλης) ὀνομάζεται ΕΠΩΜΙΣ. Τὸ δὲ ΙΣΧΙΟΝ, ἐκ τοῦ ἴς =δύναμις, συγκρατεῖ τὸ βάρος τοῦ σώματος, ἐφ' οὗ ὁ ἄνθρωπος στηρίζεται· ἴσχω =ἔχω, κρατῶ, συγκρατῶ. 

ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ ΚΛΩΒΟΣ ( < θῶραξ + κλωβός > κλουβί, < κλείω) ἀποτελεῖται ἀπὸ 12 ζεύγη πλευρῶν («πλευραὶ οὖσαι φυλάττουσαι τὸν πνεύμονα»), τὸ στέρνον καὶ τοὺς θωρακικοὺς σπονδύλους.Τὸ ΣΤΕΡΝΟΝ «ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς στερρότητος, διὰ τὸ στερεὸν αὐτοῦ, στερόν τι, πλεονασμῷ του ν». Τὸ δὲ ΣΤΗΘΟΣ «διότι ἔστηκεν ἀσάλευτον καὶ ὅτι ἐν αὐτῷ τὸ ἡγεμονικόν». Ὁ Γαληνὸς διευκρινίζει : «τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν στῆθος· καὶ τὸ μεσαίτατον αὐτοῦ στέρνον».  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (