Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον, ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΚΕΦΑΛΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ-ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ)

Μετὰ τὴν ἐμφύτευσιν τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου στῆν μῆτρα ἀρχίζουν νὰ ἀναπτύσσονται σταδιακῶς τὰ ὄργανα τοῦ ἐμβρύου. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ὄργανα ποὺ σχηματίζονται εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὄργανον ποὺ ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ ἄλλα τὸ λεγόμενον ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ

Τὸ νευρικὸν σύστημα ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ΝΕΥΡΟΥ, ὅπερ ἐκ τοῦ νέFω > νέω, νήθω = γνέθω, διότι τὰ νεῦρα ὁμοιάζουν μὲ νήματα ποὺ διασχίζουν ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ νέω = πορεύομαι + ῥέω· «Παρὰ τὸ νέεσθαι, νεῖσθαι, ἅπαν τὸ κινούμενον καὶ ἐπὶ πάντα προϊὸν ἐν ἡμῖν». 

Ὁ ἰατρὸς Γαληνὸς ἐπεξηγεῖ : «Ἀρχὴ νεύρων ἐστὶν ὁ ἐγκέφαλος, ὥσπερ καὶ τοῦ νωτιαίου μυελοῦ· καὶ τὰ μὲν ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου, τὰ δὲ ἐκ τοῦ νωτιαίου πέφυκεν... διαλύονται εἰς πολλὰς ἴνας... διανεμόμενα τοῖς ὀργάνοις... κατασχίζονται πολυειδῶς», Περὶ νεύρων, 1. 

Καὶ ὁ Έρασίστρατος (Fragment., 37) διευκρινίζει : «Νεῦρον ἐστὶν ἁπλοῦν σῶμα καὶ πεπυκνωμένον, προαιρετικῆς κινήσεως, δυσαίσθητον κατὰ τὴν διαίρεσιν». Ἡ διάκρισις τῶν νεύρων σὲ κινητικὰ καὶ αἰσθητικὰ δὲν ἀποτελεῖ μία πρόσφατον ἀνακάλυψιν τῶν Μπέλ καὶ Μαγκέντι, παρὰ μία διαπίστωσιν καὶ ἀνακάλυψιν τοῦ Ἐρασιστράτου τὸν Γ' π.κ.ε ἀιῶνα! 

Ὁ δὲ προαναφερθεὶς Γαληνὸς περιέγραψε τὴν θεραπεία τῶν νευρικῶν παθήσεων ὑπὸ τῶν ἑλωδῶν πυρετῶν αἰῶνες πρὶν τὸν Αὐστριακὸν Βάγκνερ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐτιμήθη μὲ βραβεῖο Νόμπελ λὲς καὶ εἶχε πρωτοανακαλύψει αὐτὸς τὴν θεραπεία! 

Σχετικῶς μὲ τὸν ΕΓΚΕΦΑΛΟΝ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἐν + κεφάλι, ὅπερ ἐκ τοῦ κάπυς =πνεῦμα + ἁλίς = συσσώρευσις, < ἅλς > εἰλύω = συστρέφω, διότι εἶναι συσσωρευμένος ἑλικοειδῶς. Ἀποκαλεῖται καὶ ΕΓΚΑΡΟΣ/ ΙΓΚΑΡΟΣ/ ΙΓΚΡΟΣ ( < ἐν + κάρα = τὸ κεφάλι· αἰολικῶς τὸ ἐν γίνεται ἰν, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀλλόθροον in =ἐντός). 

Ὁ ἐγκέφαλος ἀποκαλεῖται καὶ ΜΥΕΛΟΣ/ ΜΥΑΛΟ, < μύω = κλείω -καθῶς εἶναι κεκλεισμένος εἰς τὸ ὀστοῦν, κρανίον- + εἰλεῖσθαι, ὡς φέρων πολυαρίθμους περιειλήσεις· ἑλίσσεται μὲ πολλοὺς ἕλικας, ὥστε νὰ χωρεῖ ἡ τόσο μεγάλη ἐπιφάνειά του στὸν μικρὸν χῶρον τῆς κάρας. 

Ὀνομάζεται καὶ ΦΡΗΝ ( < φῶς + ῥοή). Ὁ Ὅμηρος (Ἰλιάς, Β΄, 234) τοὺς ἄνευ «πεπηγυίας φρένας» ἄνδρες τοὺς ἀποκαλεῖ «πέπονες» ( =μαλακούς, πλαδαρούς, «χαλβάδες», < πέσσω = μαλακώνω), ἐξ οὗ καὶ τὸ γνωστὸν ἐπίθετον τῶν μὴ σκληρῶν ἀνδρῶν σήμερα, τῶν μὴ ἐχόντων «πηγμένον νοῦν», τῶν ἐπιρρεπῶν σὲ ἀνοησίες, ἤτοι τῶν μαλακῶν, τὸ ὁποῖον ἐπίθετον οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μὲ τὴν δέψιν ( =αὐτοϊκανοποίησιν) μὲ τὴν ὁποίαν ἔχει συνδεθεῖ. 

Ἡ πίσω πλευρὰ τοῦ ἐγκεφάλου ὀνομάζεται ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΣ, < παρά + ἐγκέφαλος· «Τὴν δὲ ὄπισθεν, παρεγκεφαλίδα», Ἡρόφιλος. 

Ὁ προαναφερθεὶς Ἡρόφιλος πέραν ἀπὸ ὀνοματοθέτης τοῦ δωδεκαδακτύλου εἶναι καὶ ὁ διατυπώσας πὼς ἡ ἕδρα τῶν συναισθημάτων δὲν εἶναι ἡ καρδιά, ἀλλὰ ὁ ἐγκέφαλος. 

Καὶ πράγματι ἀπὸ τὰ δύο ἡμισφαίρια στὰ ὁποῖα χωρίζεται ὁ ἐγκέφαλος, τὸ ἀριστερὸν εἶναι περισσότερον ἐπιφορτισμένον μὲ τὶς νοητικὲς διεργασίες (ὅπως ὁμιλία, γραφή, μαθηματικὴ σκέψις κλπ), ἐνῶ τὸ δεξιὸν μὲ τὶς συναισθηματικές (ὅπως αἰσθήματα, δημιουργικότητα, ἀντίληψιν μεταφορικῶν ἐννοιῶν καὶ χιούμορ, καλλιτεχνικὲς δεξιότητες κοκ). 

Καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ παρατήρησις ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» περὶ τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως τῶν Ἑλλήνων σὲ σχέσιν μὲ ἄλλους λαούς : 

«Κατὰ τὴν διαδικασία τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως τῶν Ἑλλήνων συνέβη καὶ ἕνα ἄλλο συγκλονιστικὸν πολιτισμικὸν γεγονός, ἡ μεταστροφὴ τοῦ τρόπου γραφῆς. Ἐνῶ οἱ μέχρι τότε, ἀλλὰ καὶ οἱ σημερινὲς «σημιτικές» γραφὲς ἔχουν φορὰ γραφῆς ἐκ δεξιῶν πρὸς ἀριστερά, ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ ἐστράφη (σύμφωνα μὲ τὴν μεταστροφὴ τῆς πνευματικῆς λειτουργία τῶν Ἑλλήνων) ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά. Ὁ τρόπος ποὺ ἄρχιζαν νὰ γράφουν οἱ Ἕλληνες συμφωνοῦσε μὲ τὶς λειτουργικὲς πνευματικὲς ἐξελίξεις τοῦ ἐγκεφάλου τους. Ὅπως τὸ ἀριστερὸν ἐγκεφαλικὸν ἡμισφαίριον (νοητικόν) ἐπόπτευε ἀπὸ ἀριστερὰ τὸ δεξιόν (τὸ συναισθηματικόν), ἔτσι καὶ ὁ τρόπος τῆς γραφῆς τους ἐστράφη ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά». 

Πράγματι μέχρι σήμερα ἡ γραφὴ ἐπὶ τὰ λαιὰ ( =ἀριστερά -πρὸς δεξιά-) χαρακτηρίζει λαοὺς ὑπαναπτύκτους γλωσσικῶς και γραμματικῶς. Γι' αὐτὸ λυσσομανοῦν χρόνια τώρα νὰ καταστρέψουν διὰ τῆς ἁπλοποιήσεως καὶ τάχα «διευκολύνσεως» τῶν μαθητῶν τὸν καλλίτερον κώδικα προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα· γι' αὐτὸ καὶ τὴν «διδάσκουν» ἀνεπαρκῶς -ὅλον καὶ περισσότερον- ἡμιμαθεῖς ἐκπαιδευτικοὶ στὰ κατ' εὐφημισμὸν σχολεῖα· διότι ἄν ὁ προγραμματισμὸς τοῦ ἐγκεφάλου-γλῶσσα εἶναι τὰ ὀρθὰ ἑλληνικά, ἄν δηλαδὴ συνδεθεῖ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν διάνοια, δὲν θὰ μείνει πέτρα ὄρθια στὴν γῆ γιὰ νὰ κρυφτοῦν οἱ καταστροφεῖς τοῦ μοναδικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ γνώρισε ὁ πλανήτης, τοῦ Ἑλληνικοῦ. 

Καὶ μάλιστα ἄν αὐτὸ ἐπιτευχθεῖ σὲ ὅσον τὸ δυνατὸν νεώτερον ἡλικιακῶς ἐγκέφαλον ( < 13 ἐτῶν) τόσον τὸ καλλίτερον, καθῶς στὶς νεώτερες ἡλικίες ἡ δομικὴ νευροπλαστικότης, ἡ δημιουργία νέων ἐγκεφαλικῶν συνάψεων εἶναι εὐκολωτέρα. Ὁδεύοντας πρὸς τὴν ἐνηλικίωσιν ὁ ἐγκέφαλος ἀρχίζει νὰ «πήζει», νὰ γίνεται λιγότερον εὔπλαστος ὡς πρὸς τὴν δημιουργία νέων νευρώνων, λόγῳ μαθήσεως, ὁπότε καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καὶ τὰ καθοριστικότερα ὡς πρὸς τὸν «ἐγκεφαλικὸν προγραμματισμόν» του. 

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Δημιουργὸς ἔθεσε (ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Εὐριπίδης στὶς «Ἱκέτιδες», στ. 201) εἰδικὰ Κέντρα Λόγου ( =ὁμιλίας καὶ λογικῆς) στὸν ἀνθρώπινον ἐγκέφαλον, γι' αὐτὸ καὶ ὁ πιὸ ἔξυπνος πίθηκος -ποὺ ἀνερυθρίαστα διδάσκουν μερικοὶ πιθηκοπρεπεῖς ὡς πρόγονον τοῦ ἀνθρώπου- δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ καταφέρει νὰ φθέγξει λόγον, ὅπως ὁ πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος (ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἡράκλειτος : 

«Πιθήκων ὁ κάλλιστος, αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβαλλεῖν», δηλ. τῶν πιθήκων ὁ κάλλιστος φαίνεται αἰσχρὸς ἄν τὸν παραβάλεις πρὸς τὸν ἄνθρωπον), 

εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ καταστεῖ ἄλογον ζῶον, μὰ δυνατὸν νὰ χειραγωγηθεῖ διὰ ἐπηρεασμοῦ  -φυσικοῦ ἤ χημικοῦ· ἤτοι μέσῳ προπαγάνδας ἤ μέσῳ προσλήψεως διαφόρων χημικῶν/ ψυχοτρόπων οὐσιῶν ποὺ ἀνευρίσκονται ὅλον καὶ περισσότερον στὰ πόσιμα ὕδατα, στὴν τροφή, στὸν ἀέρα κοκ- καὶ τοῦ στρεβλοῦ προγραμματισμοῦ τοῦ νοῦ. 

«καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει», Ἱστορίαι, 3,82,4, Θουκυδίδης. 

( = Ἤλλαζον ἀκόμα καὶ τὴν σημασία τῶν λέξεων γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὶς πράξεις τους). 

... 

Ἐπιστρέφοντας στὰ τοῦ ἐγκεφάλου, νὰ σημειωθεῖ πὼς εἶναι τὸ πολυπλοκώτερον ὄργανον τοῦ ὀργανισμοῦ. Εἶναι ἡ ἕδρα, ὁ ἄρχων καὶ ὁδηγὸς τῶν πάντων στὸ σῶμα, τὸ ὄργανον τῆς νοήσεως, ἐξ οὗ καὶ συνδέεται καὶ πολλάκις συγχέεται μὲ τὸν ΝΟΥΝ· ἄνευ αὐτοῦ δὲν θὰ λειτουργοῦσε τίποτε καὶ μὲ κανέναν τρόπον καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ παραμικρὴ ἀντίληψις οὐδενὸς ὑλικοῦ καὶ ἀΰλου. Ἴσως γι' αὐτὸ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» θεωρεῖ τὸ σῶμα ὑποδεέστερον τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ψυχὴ ὑποδεεστέρα τοῦ νοῦ, καθῶς κι αὐτὴ ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸν Νοῦν στὸν δεύτερον θάνατον, στὴν σελήνη. 

Ὁ νοῦς ἐτυμολογεῖται ἐπίσης ἐκ τοῦ νέω =πλέω. 

«Νοῦς, ὁ ὁποῖος πλέει ὡς πνεῦμα παντοῦ... «Νοῦς ἔπλετο μόνον», Ὀρφικά· «Νοῦς, ἀπὸ τὸ νέω, τὸ πορεύομαι. Οὐδὲν γὰρ ταχύτερον τοῦ νοός», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 

Πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου : 

«Νῆες ὠκεῖαι =πλοῖα γρήγορα, ὡς νόημα», η', 36... 

Τὸ νέω σημαίνει κυριολεκτικῶς «διὰ τῆς Νοήσεως ΕΩ = πορεύομαι : Ν-ΕΩ. Ἀπαιτεῖται Νοῦς, τόσον διὰ νὰ κατασκευάσεις ναῦν, ὅσον καὶ διὰ νὰ χαράξεις πορείαν καὶ νὰ πλεύσεις. 

Γι' αὐτὸ πάντοτε, κατὰ τὴν κατασκευὴν πλοίων καὶ σκαφῶν, παρίσταται καθοδηγώντας ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, δηλαδὴ ἡ Σοφία καὶ ὁ Νοῦς. Ἡ Ἀθηνᾶ ἐδίδαξε τὸν Δαναὸν πῶς νὰ κατασκευάσει τὴν πρώτην πεντηκόντορον...(Ἱστορ., βιβλιοθ., Β', 4, Ἀπολλόδωρος). Ἡ Ἀθηνᾶ ἐπέβλεψε τὴν κατασκευὴν τῆς Ἀργοῦς...τοποθετώντας μάλιστα εἰς τὸ σκάφος τεμάχιον ξύλου τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ὁμιλεῖ...

Ὁ Ὅμηρος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ, προετοιμάζοντας τὸ ταξίδι τοῦ Τηλεμάχου γιὰ τὴν Πύλον, ζητεῖ πλοῖον ἀπὸ τὸν Νοήμονα, υἰὸν τοῦ Φρονίου (β', 386)... 

«Ὁ γὰρ νοῦς κινεῖ», Μετὰ τὰ Φυσικά, 1075, β', Ἀριστοτέλης. 

«Τὸ νῶσαι =νοῆσαι λεπτότατον», Ἀπόσπ., 125, Γαληνός»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Σχετικῶς μὲ τὴν δομὴ τοῦ ἐγκεφάλου, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια, τὴν παρεγκεφαλίδα (ἡ ὁποία ἤδη ἀνελύθη ἐτυμολογικῶς) καὶ τὸ ἐγκεφαλικὸν ΣΤΕΛΕΧΟΣ ( < στέλλω =στήνω, ὁ κορμὸς πάνω στὸ ὁποῖον βλαστάνει τὸ φυτόν, ὁ «κορμός» νεύρων ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὐτὰ διακλαδίζονται). Τὸ ἐγκεφαλικὸν στέλεχος, ὁμοιάζον μὲ κοτσάνι, συνδέει τὰ ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια μὲ τὴν παρεγκεφαλίδα καὶ τὸν νωτιαῖον μυελόν. 

Τὰ δὲ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΑ ( < ἥμισυς + σφαῖρα) συνδέονται μεταξύ τους ἀπὸ μία δέσμην ΙΝΩΝ ( < ἴς = δύναμις), τὸ ΜΕΣΟΛΟΒΙΟΝ ( < μέσος + λοβός) ποὺ μεταδίδει τὰ μηνύματα ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ στὴν ἄλλη. 

Τὰ ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια διαιροῦνται σὲ λοβούς. Κάθε ἡμισφαίριον ἔχει τέσσερεις λοβούς : τὸν μετωπιαῖον, τὸν κροταφικόν, τὸν βρεγματικὸν καὶ τὸν ἰνιακόν. 

«Τὰς δὲ συμβολὰς τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, ῥαφὰς ὀνομάζομεν», 

«Τὸ ὑπὲρ τοὺς ὦπας ( = ὀφθαλμούς) μέρος» ὀνομάζεται ΜΕΤΩΠΟΝ ( < μετὰ + ὤψ), ἐξ οὗ καὶ μετωπιαῖοι ὀνομάζονται οἱ λοβοὶ ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸ σημεῖον τοῦ ἐγκεφάλου καὶ οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μὲ τὴν συνείδησιν, προσωπικότητα, ῥύθμισιν συμπεριφορᾶς, κρίσιν καὶ ἐπίλυσιν προβλημάτων, ἱεράρχησιν προτεραιοτήτων-ἔλεγχον παρορμήσεων, λήψιν ἀποφάσεων-προνοητικότητα, τὴν ὁμιλία καὶ γραφὴ (περιοχὴ broca, ἕδρα τοῦ κινητικοῦ ἐλέγχου τοῦ λόγου, τῆς ἐκφορᾶς τῶν λέξεων διὰ τοῦ ἐλέγχου τῶν μυῶν ποὺ συνεργάζονται γιὰ τὴν ἐκφορὰ λόγου), τὴν κίνησιν τοῦ σώματος, τὴν γενικωτέρα νοημοσύνη, συγκέντρωσιν καὶ αὐτογνωσία τοῦ ἀτόμου. 

Ὁποιαδήποτε παρέμβασις σὲ αὐτὸ τὸ κομμάτι τοῦ ἐγκεφάλου μὲ φυσικὸν ἤ χημικὸν τρόπον (π.χ. λοβοτομή, ἀκτινοβολίες, οὐσίες κοκ) θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιφέρει τὸν ἔλεγχον -ἄν ὄχι θάνατον- στὸν ὀργανισμὸν ποὺ τὴν ὑφίσταται, καθῶς αὐτὸς καθίσταται ἀπαθής, ἀδύναμος νὰ ἐλέγξει ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπιφορτισμένος ὁ μετωπιαῖος λοβός, τουτ' ἔστιν τὸ προϊὸν τέτοιων παρεμβάσεων εἶναι στὴν καλλιτέρα ἕνα διαταραγμένον συνειδησιακῶς καὶ νοητικῶς ὄν, μὲ ἀδυναμία κινήσεως καὶ ἐκφράσεως καὶ μὲ μειωμένη κρίσιν. 

«Τὸ ὑπὲρ μετώπιον μέρος» καλύπτεται ἀπὸ τὸ βρεγματικὸν ὀστοῦν, τὸ ὁποῖον ὠνόμασε καὶ τὸ ὄπισθεν καὶ ἄνωθεν τοῦ μετωπιαίου λοβοῦ τμῆμα τοῦ ἐγκεφάλου, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ΒΡΕΓΜΑΤΙΚΟΣ λοβός, «ἐκ τοῦ βρέχω, διότι «δίυγρον καὶ ἁπαλὸν ἐστί», Μέγα Ἐτυμολογικόν. Ὁ Ἱπποκράτης δέ, σαφῶς καθορίζει : βρέγμα ἤ βρέχμα, τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ κρανίου, διότι τοῦτο τὸ μέρος τοῦ ὀστοῦ βραδύτερον τῶν ἄλλων ἀποστεοῦται. Ἡ λέξις εἶναι ἤδη γνωστὴ στὸν Ὅμηρον, ὁ ὁποῖος περιγράφει τὸ πέσιμο ἑνὸς πολεμιστοῦ στὴν μάχη : «ἔκπεσε δίφρου ἐν κονίαις, ἐπὶ βρεχμόν, (Ε', 586)», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Τὸ αὐτὸ περὶ τῆς βραδυτέρας «πήξεως» τοῦ ὀστοῦ αὐτοῦ, τοῦ βρεγματικοῦ, σὲ σχέσιν μὲ τὰ ὑπόλοιπα ὀστᾶ τοῦ σώματος, τὸ ἀναφέρουν καὶ πλεῖστοι ἄλλοι πρόγονοί μας στὰ γραπτά τους, ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης : 

«τὸ μὲν πρόσθιον βρέγμα, ὑστερογενές (τελευταῖον γὰρ τῶν ἐν τῷ σώματι πήγνυται ὀστῶν)», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, Α', 7, Ἀριστοτέλης.  

«καὶ διὰ τὸ πλῆθος ὀψιαίτατα πήγνυνται τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν ὀστοῦν, ὃ καλοῦσι βρέγμα τινές, διὰ τὸ πολὺν χρόνον τὸ θερμὸν ἀπατμίζειν», Περὶ ζώων μορίοις, Β', 7, 653, Ἀριστοτέλης. 

Σχετικῶς μὲ τὴν -γνωστὴ σήμερα- λειτουργία τῶν βρεγματικῶν λοβῶν, αὐτοὶ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν διαδικασία ἑρμηνείας τῆς γλώσσης, τῆς αἰσθήσεως τῆς θερμοκρασίας, πόνου καὶ γενικοτέρως τῆς ἀφῆς· ἐπίσης ἑρμηνεύουν τὰ κινητικὰ καὶ αἰσθητικὰ σήματα ποὺ προκύπτουν διὰ τῶν αἰσθήσεων, ὅπως αὐτῶν διὰ τῆς ὀράσεως καὶ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν χωρικὴ καὶ ὀπτικὴ ἀντίληψιν. 

Ἔχοντας κατανοήσει τὴν σχέσιν ὀράσεως- βρέγματος ὁ Ἱπποκράτης φαίνεται πὼς εἶχε προχωρήσει καὶ σὲ χειρουργικὴ ἐπέμβασιν στὸ βρέγμα γιὰ νὰ θεραπεύσει ἀσθενεῖς ποὺ παρ' ὅτι εἶχαν ὑγιεῖς ὀφθαλμοὺς δὲν ἔβλεπαν καθαρῶς. 

«Ἤν τινι οἱ ὀφθαλμοὶ ὑγιέες ἐόντες διαφθείροιεν τὴν ὄψιν, τουτέῳ χρὴ ταμόντα κατὰ τὸ βρέγμα, ἐπαναδείραντα, ἐκπρίσαντα τὸ ὀστέον, ἀφελόντα τὸν ὕδρωπα, ἰῆσθαι· καὶ οὕτως ὑγιέες γίνονται», Περὶ Ὄψιος, 8, Ἱπποκράτης. 

Κάτω ἀπὸ τὸν βρεγαμτικὸν λόβον βρίσκεται ὁ ΚΡΟΤΑΦΙΚΟΣ λοβός ( < κρόταφος, «τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κρόταφος», Περὶ ζώων ἱστορ., 11, 492, Ἀριστοτέλης. Ὁ κρόταφος ἐτυμολογεῖται εἴτε ἀπὸ τὴν κόρση = κεφάλι καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸ πλάγιον μέρος τοῦ κρανίου, εἴτε ἐκ τοῦ κρότος + ἁφή, διότι διὰ τῆς ἁφῆς ἅπτεται ὁ κρότος τοῦ σφυγμοῦ σὲ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς). 

Ὁ κροταφικὸς λοβὸς συνδέεται μὲ τὴν κατανόησιν τῆς γλώσσης, τὴν μακροπρόθεσμη μνήμη, τὴν ἀκοή, τὴν ὄσφρησιν, τὴν ὀργάνωσιν καὶ τὴν ἀντίληψιν συνθέτων εἰκόνων καὶ ἀναγνώρισιν ἀντικειμένων, προσώπων, καταστάσεων. 

Ἄν καὶ ἀποθηκεύονται πληροφορίες καὶ στὸν προμετωπιαῖον φλοιόν, ἡ μνήμη αὐτῶν εἶναι βραχυπρόθεσμη καὶ ὁ ὄγκος τῶν πληροφοριῶν ποὺ μποροῦν νὰ ἀποθηκευτοῦν ἐκεῖ μικρός (π.χ. σύντομη άπομνημόνευσις ἑνὸς ἀριθμοῦ). Ἡ μακροπρόθεσμη μνήμη πραγματοποιεῖται στὴν παρεγκεφαλίδα, ἀλλὰ κυρίως στὸν ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΝ (λόγῳ συμβαίνει τοῦ σχήματός του μὲ τὸ ὁμώνυμον ζῶον) τοῦ κροταφικοῦ λοβοῦ καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ ἔχει ἀπεριόριστη χωρητικότητα. 

Στὸν κροταφικὸν λόβον βρίσκεται ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βασικότερα κέντρα τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν γλῶσσα καὶ ὁμιλία, ἡ περιοχὴ Βέρνικε (ἡ ἄλλη εἶναι ἡ Μπρόκα). Τυχὸν βλάβες ἤ ἀστοχίες στὴν ἀνάπτυξιν σὲ αὐτὲς τὶς περιοχὲς ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα προβλήματα σοβαρὰ ἤ ἡπιότερα στὴν ἔκφρασιν καὶ ἀντίληψιν τῆς γλώσσης. 

Ἡ ἐκμάθησις ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ εἰδικότερα σὲ μικρὲς ἡλικίες, ὅπου ἡ δομικὴ νευροπλαστικότης τοῦ ἐγκεφάλου βρίσκεται στὸ ἀπόγειόν της, θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιλύσει προβλήματα ὅπως ἡ δυσλεξία, ἡ δυσαναγνωσία κλπ, καθῶς ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς καλλίτερες πρακτικὲς ἐνδυναμώσεως τοῦ ἐγκεφάλου καὶ δημιουργίας νέων ΣΥΝΑΨΕΩΝ ( < σύν + ἅπτω, διότι οἱ νευρῶνες μεταδίδουν σήματα καὶ ἀνταλλάσσουν πληροφορίες μὲ σύναψιν μὲ ἄλλα νευρικὰ κύτταρα καὶ ὄχι μὲ σύν-δεσιν ἤ σύ-ζευξιν, καθῶς κυριολεκτικῶς δὲν δένονται, οὔτε ζεύγνυνται μεταξύ τους, ἀλλὰ συνάπτονται· σημαντικὸν ῥόλον στὴν διαδικασία αὐτή, στὴν δυναμικότητα, στὴν ποιότητα καὶ στὴν ταχύτητα μεταδόσεως τῆς πληροφορίας διαδραματίζει ἡ λιποπρωτεΐνη ΜΥΕΛΙΝΗ < μυελός + καταλ. -ίνη < ἴς = δύναμις, ὁρμή. Ἡ μυελίνη μονώνει τοὺς νευράξονες, ἐνισχύοντας ἔτσι τὴν ταχύτητα μεταγωγῆς τοῦ σήματος μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὸ ἔλλογον ὄν. Τὸ ἐλαιόλαδον ποὺ παράγεται στὸν ἑλληνικὸν χῶρον εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ μυελίνωσις τῶν νευρώνων· ἡ δὲ ἀπομυελίνωσις αὐτῶν ὁδηγεῖ σὲ ἁλλοίωσιν τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουργίας, ὁδηγώντας σὲ πολὺ σοβαρὲς παθήσεις ἕως καὶ θάνατον. Διόλου τυχαίως καταπολεμᾶται μὲ διαφόρους τρόπους ἡ ποιότης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξις τοῦ δώρου τῆς Ἀθηνᾶς-Σοφίας στὴν άνθρωπότητα, τῆς ἐλαίας. Καὶ ὁ μῦθος ποὺ περιγράφει τὴν Ἀθηνᾶ-Σοφία νὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Διός καὶ νὰ νικᾶ τὸν Ποσειδῶνα στὴν Ἀκρόπολιν, προσφέροντας στὸν τόπον ποὺ ἐπέλεξε ἡ ἴδια ἡ Σοφία ὡς καλλίτερον καὶ ὠφελιμότερον γιὰ τὴν τελεία φυσικὴ καὶ διανοητικὴ ἀνάπτυξιν τῶν κατοίκων -κατὰ «Τίμαιον» Πλάτωνος- κρύβει νοῦν ἀληθείας· ἄνευ τῶν καρπῶν τῆς ἐλαίας ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἁλέα τοῦ ἀελίου στὴν ἑλληνικὴ γῆ, ἡ διανόησις τῶν ἀνθρώπων θὰ ἦταν πολὺ κατωτέρα). 

Ἡ δὲ ἰσχυροποίησις τῆς μνήμης ποὺ προκαλεῖ ἡ μήτηρ τῶν γλωσσῶν μέσῳ τῶν σοφῶν ἐτύμων της προσφέρει προβάδισμα στὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐγκεφάλου. Οἱ Μοῦσες δὲν εἶναι τυχαίως κόρες τῆς Μνημοσύνης. 


Ὁ λοβὸς στὸ πίσω μέρος τοῦ ἐγκεφάλου ὀνομάζεται ΙΝΙΑΚΟΣ ( < ἴς =δύναμις, «Φυλεΐδης δουρὶ κλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον», Ἰλιάς, Ε', 71· «Κεφαλῆς μὲν οὖν μέρη τὸ μὲν τριχωτὸν κρανίον καλεῖται. Τούτου δὲ μέρη τὸ μὲν πρόσθιον βρέγμα, ὑστερογενές (τελευταῖον γὰρ τῶν ἐν τῷ σώματι πήγνυται ὀστῶν), τὸ δ' ὀπίσθιον ἰνίον, μέσον δ' ἰνίου καὶ βρέγματος κορυφή. Ὑπὸ μὲν οὖν τὸ βρέγμα ὁ ἐγκέφαλός ἐστιν, τὸ δ' ἰνίον κενόν», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, Α', 7, Ἀριστοτέλης). 

Οἱ ἰνιακοὶ λοβοὶ εἶναι ὑπεύθυνοι κυρίως γιὰ τὴν ὄρασιν (χρῶμα, φῶς, κίνησιν, χῶρος), γι' αὐτὸ καὶ βλάβες σὲ αὐτοὺς μποροῦν νὰ προκαλέσουν σοβαρὲς παθήσεις, ὅπως ἀγνωσία, ἐπιληψία κοκ. 

Ἀπὸ τὸ ἰνιακὸ ΤΡΗΜΑ ( < τρῶ = τρυπῶ, τρύπα) ἐξέρχεται ὁ νωτιαῖος μυελός, ὁ ὁποῖος διατρέχει σχεδὸν ὁλόκληρον τὸν κορμὸν τοῦ σώματος, προστατευμένος μέσα στὸν σπονδυλικὸν σωλῆνα. 

«πολλοῖς γὰρ καὶ ὁ ἐγκέφαλος δοκεῖ μυελὸς εἶναι καὶ ἀρχὴ τοῦ μυελοῦ διὰ τὸ συνεχῆ τὸν ῥαχίτην αὐτῷ ὁρᾶν μυελόν», Περὶ ζώων μορίων, Β', 7, Ἀριστοτέλης. 

Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἐγκεφάλου ὀνομάζεται ΦΛΟΙΟΣ ( < φλέω = εἶμαι πλήρης) καὶ περιέχει πολλὰ δισεκατομμύρια νευρῶνες. Τὰ νευρικὰ κύτταρα χρωματίζουν τὸν φλοιὸν ΦΑΙΟΝ ( < φῶς, τὸ ἔχον τὸ χρῶμα τοῦ λυκαυγοῦς, ὁ γκριζωπός), ἐξ οὗ καὶ ἡ «φαιὰ οὐσία». Κάτω ἀπὸ τὸν φλοιὸν ὑπάρχουν οἱ νευρικὲς ἴνες -ΛΕΥΚΗ ( < λεύσσω, ὁ λαμπρός) οὐσία- ποὺ συνδέουν τὶς περιοχὲς τοῦ ἐγκεφάλου μεταξύ τους. 

Μερικὲς ἐν τῷ βάθει δομὲς τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι ὁ ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ ( < ὑπό + θάλαμος, διότι βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν θάλαμον), ὁ ὁποῖος ἐλέγχει τὸ αὐτόνομον νευρικὸν σύστημα (δίψα, πεῖνα, θερμοκρασία σώματος, ἀρτηριακὴ πίεσιν, ὁρμόνες κοκ), ὁ ΘΑΛΑΜΟΣ ( < θαλάμη =τρύπα), ὁ ὁποῖος χρησιμεύει ὡς ἀναμεταδοτὴς τῶν πληροφοριῶν ποὺ προέρχονται καὶ καταλήγουν στὸν φλοιόν, ἡ ΥΠΟΦΥΣΙΣ ( < ὑπό + φύομαι) διότι ὑποφύεται τοῦ ὑποθαλάμου καὶ ἡ ὁποία μεταξὺ ἄλλων ἐλέγχει τοὺς ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, ἡ ΕΠΙΦΥΣΙΣΚΩΝΑΡΙΟΝ ( > λόγῳ τοῦ κωνοειδοῦς του σχήματος), ἡ ὁποία μεταξὺ ἄλλων ῥυθμίζει τὸ ὡρολόιον τοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ ΑΜΥΓΔΑΛΗ (λόγῳ τοῦ σχήματός της μὲ ἀμύγδαλον) ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς συναισθηματικές ἀντιδράσεις, τὰ βασικὰ ΓΑΓΓΛΙΑ ( < γαγγάλια < γαγγαλάω =ἐρεθίζω, γαργαλάω) κ.ἄ. 

Ὁ δὲ ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ «ἐστὶ ὁμοφυὴς ἐγκεφάλῳ καὶ ὁμόχρους, λιπαρώτερος δὲ καὶ λευκότερος, διὰ μέσης τῆς ῥάχεως καταγινόμενος», Ὅροι ἰατρ., Μ', Γαληνός. 

Καὶ πράγματι ὁ σχηματισμὸς τοῦ έμβρύου ξεκινᾶ ὑποτυπωδῶς περὶ τὴν 5η ἑβδομάδα τῆς κυήσεως, ἀπὸ τὸν νευρικὸν σωλῆνα, ποὺ θὰ σχηματίσει λίγο ἀργότερα τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελὸν ποὺ διατρέχει τὴν σπονδυλικὴ στήλη. 

Ὡς πρὸς τὴν ἐτυμολογία τοῦ νωτιαίου μυελοῦ, ὁ μὲν «μυελός» ἀνελύθη προηγουμένως· ὁ δὲ «νωτιαῖος» ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς λέξεως «νῶτα» ( =πλάτη), ὅπερ ἐκ τοῦ νέω ( =πλέω), ὅπως καὶ ἡ πλάτη ( =τὸ κουπί, καὶ συνεκδοχικῶς κάθε πλατὺ καὶ ἐπίπεδον μέρος ἑνὸς ἀντικειμένου, ἡ ῥάχη τοῦ σώματος) ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πλατύς, ὅπερ ἐκ τοῦ πλοῦς, ὑπὸ τὴν ἔννοια «πᾶσα εὐρεῖα ἐπιφάνεια» («εὑρέα νῶτα θαλάσσης», Υ', 228, Ὅμηρος). 

Ἐγκέφαλος καὶ νωτιαῖος μυελὸς ἀποτελοῦν τὸ λεγόμενον Κεντρικὸν Νευρικὸν Σύστημα, ἐνῶ τὰ νεῦρα τὸ Περιφερικὸν Νευρικὸν Σύστημα. 

Ὁ μὲν ἐγκέφαλος προστατεύεται ἀπὸ τὸ κρανίον, ὁ δὲ νωτιαῖος μυελὸς ἀπὸ τὸν σπονδυλικὸν σωλῆνα. 

Ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ νωτιαῖος μυελὸς καλύπτονται ἀπὸ τρία στρώματα ἰστοῦ, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται ΜΗΝΙΓΓΕΣ (σκληρά, ἀραχνοειδής -λόγῳ τοῦ σχήματός της-, χοριοειδής -< χόριον =μεμβράνη- ). Ἡ μῆνιγξ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένους ( =δύναμις, φρόνημα, ψυχή, πνεῦμα, μανία) τὸ ὁποῖον μένος ἔδωσε στοὺς ἀλλόγλωσσους τὴν λέξιν γιὰ νὰ περιγράφουν τὸν νοῦν καὶ τὰ σχετικὰ αύτοῦ (mind, mens, mention, mentality κοκ). 

«Περὶ τὴν μήνιγγα τοῦ ἐγκεφάλου, ἥν ἐπικρανίδα λέγει ὁ Ἐρατοσθένης», Γαληνός. 

«ἔστι δ' ὑμὴν δερματικὸς ἡ μῆνιγξ ὁ περιέχων τὸν ἐγκέφαλον. Ὑπὲρ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου λεπτότατον ὀστοῦν καὶ ἀσθενέστατον τῆς κεφαλῆς ἐστιν, ὃ καλεῖται βρέγμα», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, Α', 16, Ἀριστοτέλης. 

Μέσα καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελὸν συναντᾶται τὸ ἐγκεφαλονωτιαῖον ὑγρὸν τὸ ὁποῖον τοὺς προστατεύει ἀπὸ τοὺς τραυματισμούς. 

«Ὅτι δ' ἐστὶν ὁ ἐγκέφαλος κοινὸς ὕδατος καὶ γῆς, δηλοῖ τὸ συμβαῖνον περὶ αὐτόν· ἑψόμενος γὰρ γίνεται ξηρὸς καὶ σκληρός, καὶ λείπεται τὸ γεῶδες ἐξατμισθέντος τοῦ ὕδατος ὑπὸ τῆς θερμότητος, ὥσπερ τὰ τῶν χεδρόπων ἑψήματα καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν, διὰ τὸ γῆς εἶναι τὸ πλεῖστον μέρος, ἐξιόντος τοῦ μιχθέντος ὑγροῦ· καὶ γὰρ ταῦτα γίνεται σκληρὰ καὶ γεηρὰ πάμπαν», Περὶ ζώων μορίοις, Β', 7, 653, Ἀριστοτέλης. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (