Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

Τὸ ἐν Παρισίοις Μουσεῖον -κλεπταποδόχος καλλίτερα- τοῦ Λούβρου ἐναβρύνεται καὶ καμαρώνει προβάλλοντας -καί- τὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης. 

Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1864, ἡ Νίκη μας ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν ἱερὰ γενέτειρά της, ὅταν τὴν ἔστειλαν στὴν Γαλλία, κι ἀπὸ τότε δὲν ἐπέστρεψε στὰ ἐδάφη ποὺ τὴν γέννησαν... 

Πρόκειται γιὰ ἄγαλμα ὕψους 2,75 μέτρων καὶ μαζὶ μὲ τὴν πλώρη τοῦ πλοίου πάνω στὴν ὁποία στέκει, 5,12 μέτρων καὶ βάρους 2 τόννων. Τὸ ἄγαλμα τῆς Νίκης εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ παριανὸν μάρμαρον καὶ ἡ πλώρη ἀπὸ μάρμαρον τῆς Λάρδου, περιοχῆς τὴς Ῥόδου. Ὁ γλύπτης ἄν καὶ δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, πιθανότατα νὰ ἦταν Ῥόδιος στὴν καταγωγὴ καὶ λόγῳ τοῦ μαρμάρου τῆς πλώρης καὶ λόγῳ τῆς ἐπιγραφῆς ἑνὸς θραύσματος ποὺ βρέθηκε στὴν ἴδια περιοχὴ τὸ 1891 ἀπὸ τὸν Σαμπουαζῶ καὶ τὸ ὁποῖον θραῦσμα φέρει ἐγχάρακτον : «...Σ ΡΟΔΙΟΣ»· κατὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ ἀναφέρεται ὡς γλύπτης ὁ Πυθόκριτος ὁ Ῥόδιος τοῦ Τιμοχάρους καὶ ὁ λόγος δημιουργίας του γλυπτοῦ ἦταν ἡ νίκη τῶν Ῥοδίων, συμμάχων τῆς Περγάμου κατὰ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Γ'. 

Τὸ γλυπτὸν ἀνεκαλύφθη τὸ 1863 στὰ ἐρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῶν Μεγάλων Θεῶν στὴν Σαμοθράκη μαζὶ μὲ ἄλλα δύο ἀγάλματα ποὺ παριστάνουν τὴν Νίκη! Πληροφοριακῶς τὸ ἕνα ἐκ τῶν ὑπολοίπων δύο ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον Ἱστορίας τῆς Τέχνης στὴν Βιέννη καὶ τὸ ἄλλο στὸ ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον τῆς Σαμοθράκης. 

Σχετικῶς μὲ τὸ γλυπτὸν τῆς Νίκης ποὺ βρίσκεται, ἀπὸ τὴν μέρα ποὺ τὸ ἔκλεψαν ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη μέχρι σήμερα, στὴν Γαλλία, αὐτὸ ἀνηυρέθη στὶς 15 Ἀπριλίου τοῦ 1863 σὲ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφές, ἐπικεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ὁ διπλωμάτης καὶ ὑποπρόξενος τῆς Γαλλίας στὴν Ἀνδριανούπολιν, Κάρολος Σαμπουαζῶ. 

Τὸ μαρτύριον τῆς Νίκης μας ξεκίνησε ἀπὸ ὅταν ἕνας ἐργάτης κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ ἀνεφώνει στὸν προϊστάμενόν του : «Κύριε, ηὕραμεν μίαν γυναῖκα». Εἶχε μόλις βρεῖ τὸν κορμὸν τοῦ ἀγάλματος, τῆς Νίκης τῆς Σαμοθράκης. Μὲ τὸ ποὺ ἐνημερώθηκε λοιπὸν γιὰ τὸ γλυπτὸν ὁ Γάλλος διπλωμάτης  ἐπικοινώνησε μὲ τὸν πρέσβυν τῆς Γαλλίας στὴν Κων/ πολιν καὶ ὁ πρέσβυς «κανόνισε» νὰ πάρει τὴν ἔγκρισιν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ γλυπτὸν μὲ γαλλικὸν πολεμικὸν πλοῖον στὴν Γαλλία. Πρᾶγμα διόλου δύσκολον ὅταν γιὰ τὴν ἱερὰ πατρίδα μας ἀποφάσιζαν-ουν ἀλλότριοι τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Τὸ ἄγαλμα μετὰ ἀπὸ μία στάσιν στὴν Τουλόν, ἔφτασε τελικῶς στὸ Λοῦβρον στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1864, ἔχοντας ὑποστεῖ σημαντικὲς φθορὲς κατὰ τὴν μεταφορά του. 


Ἀπὸ τὸ γλυπτὸν ποὺ ἀντικρύζει ὁ ἐπισκέπτης σήμερα ἔλειπε τουλάχιστον ἡ μαρμάρινη βάσις-πλώρη (23 κομμάτια μάρμαρο, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 17 στηρίζονταν σὲ μιὰ ὀρθογώνια βάσιν ἕξι μαρμάρινων πλακῶν, μὲ τέτοιον εὑρηματικὸν καὶ δεξιοτεχνικὸν τρόπον, ὥστε τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ πλοῖον νὰ ἰσορροποῦν καὶ νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποκολληθεῖ τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἄλλον, καθῶς θὰ μετετοπίζετο τὸ κέντρον βάρους καὶ θὰ χανόταν ἡ ἰσορροπία). Αὐτὸ συνέβη καθῶς οἱ ἀρχαιολόγοι θεώρησαν βλέποντας τὰ σπασμένα εὑρεθέντα κομμάτια του, πὼς αὐτὰ ἀνῆκαν σὲ κάποιον τύμβον. 


Ὅμως ὁ πανέξυπνος δημιουργὸς τοῦ γλυπτοῦ, τὸ εἶχε κατασκευάσει ἔτσι, ὥστε τὸ σῶμα τῆς ἀγερώχου Νίκης νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ὄρθιον καὶ σταθερόν, μόνον ἄν ἐτίθετο πάνω στὴν πλώρη τοῦ πλοίου, ἤτοι πάνω στὸ ὑπόλοιπον τῆς συνθέσεως. Κι ἔτσι κατεδεικνύετο καὶ ἡ κίνησις τῆς Νίκης ἡ ὁποία προφανῶς σήμαινε χαρούμενη καὶ μὲ μεγαλοπρέπεια τὴν σάλπιγγά της, ἀναγγέλλοντας τὴν νίκη. 
Τὸ ὅτι ἡ «Νίκη τῆς Σαμοθράκης» μέχρι σήμερα στερεῖται ἀρκετῶν τμημάτων της, ὅπως τὸ κεφάλι της, τὰ χέρια της κλπ, δὲν εἶναι μόνον ὁρατὸν μὲ γυμνὸν ὀφθαλμόν, ἀλλὰ πιθανότατα ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ τετράδραχμον τοῦ Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, στὸ ὁποῖον ἀπεικονίζεται ἡ Νίκη νὰ δεσπόζει ἀρτιμελὴς πάνω στὴν πλώρη ἑνὸς πλοίου (βλ. εἰκόνα) σαλπίζοντας τὴν νικηφόρον ἔκβασιν μιᾶς ναυμαχίας, προφανῶς τῆς νίκης τοῦ στρατεύματος τοῦ Μακεδόνος στρατηλάτου, Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ ἐναντίον τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Α' τοῦ Σωτῆρος, τὸ 306 π.κ.ἐ στὴν Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου. Ὁ πόσις τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, Ποσειδῶν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπει ἀπὸ μία ναυμαχία, γι' αὐτὸ καὶ δεσπόζει στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ νομίσματος, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχαιότατον καὶ ἑλληνικότατον Ἥλιον τῆς Βεργίνας. 



(Τετράδραχμον τοῦ Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, ἀπεικονίζον τὴν Νίκην στὴν μία του ὄψιν καὶ στὴν ἄλλη τὸν Ποσειδῶνα. Πιθανότατα ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης νὰ ὡμοίαζε μὲ τὴν ἀπεικόνισιν τῆς Νίκης στὸ τετράδραχμον καὶ νὰ κρατοῦσε ἀγέρωχη στὴν πλώρη τοῦ πλοίου, ὅπως στέκει, μία σάλπιγγα ἀναγγέλλοντας τὰ χαρμόσυνα νέα τῆς νίκης καὶ στὸ ἄλλο χέρι της κάποιον σκῆπτρον ἤ λάφυρον τοῦ πολέμου) 

Ὅλα αὐτὰ ὅμως περὶ τῆς πιθανῆς μορφῆς τῆς Νίκης τῆς Σαμοθράκης ἔγιναν γνωστὰ τὸ 1875, ὅταν Αὐστριακοὶ ἀρχαιολόγοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Alexander Conze, βρῆκαν στὸν τόπον ἀνασκαφῆς τὰ μάρμαρα τῆς πλώρης ποὺ δὲν ἀνεγνώριζαν οἱ Γάλλοι ἀρχαιολόγοι ὡς τμήμα τῆς Νίκης, καὶ βρίσκοντας δίπλα τους τετράδραχμα τοῦ Δ. Πολιορκητοῦ  ἀπεικονίζοντα τὴν θεὰ Νίκη σὲ πλώρη πλοίου  κατάλαβαν περὶ τίνος πρόκειται. 

Ὅταν ἔμαθε ὁ Σαμπουαζῶ τὸ 1879 γιὰ τὰ μάρμαρα ποὺ εἶχε ἀφήσει πίσω, χωρὶς νὰ τὰ ἁρπάξει κι αὐτά, συνεννοήθηκε ἀμέσως νὰ σταλοῦν καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον. Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ γλυπτοῦ τελείωσε τὸ 1884. 

Τὸ 1891 ὁ Champoiseau ἐπέστρεψε στὴν Σαμοθράκη, θέλοντας νὰ βρεῖ καὶ νὰ κλέψει καὶ τὸ κεφάλι τῆς Νίκης, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ καταφέρει. 


Τὸ 1950 Ἀμερικάνοι ἀρχαιολόγοι ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Νέας Ὑόρκης, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Karl Lehmann, ξαναέσκαψαν στὸ σημεῖον ποὺ βρέθηκε τὸ ἐν λόγῳ ἄγαλμα καὶ βρῆκαν μία παλάμη δεξιοῦ χεριοῦ, ἡ ὁποία ἀπεδόθη στὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης.
Δύο δάχτυλα ποὺ εἶχαν βρεῖ στὴν περιοχὴ οἱ Αὐστριακοὶ ἀρχαιολόγοι τὸ 1875 καὶ τὰ ὁποῖα ἐφυλάσσοντο στὸ Μουσεῖον Ἱστορίας τῆς Βιέννης, συνεδέθησαν μὲ τὴν ἀνευρεθεῖσα παλάμη καὶ ἐξετίθεντο καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον, στὸ Παρίσι.

Τὸ 1952 δύο κομμάτια τοῦ γκρὶ μαρμάρου τῆς πλώρης ἀνεσύρθησαν καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον, ὅπου τὸ 1996 ἀναγνωρίστηκαν τελικῶς πὼς ἀποτελοῦσαν τμῆμα τῆς βάσεως τοῦ πλοίου. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (