Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΓΛΩΣΣΑ


Ὅταν κάποιος ἐρωτᾶται πόσες γλῶσσες ὁμιλεῖ, ἡ ἀπάντησις στὴν πραγματικότητα εἶναι περιττή, καθῶς δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλῶσσα πέραν τῆς ἑλληνικῆς.

Οἱ βαρβαροποιημένες υποδιάλεκτοί της εἶναι καὶ πάλι ἑλληνικά, ἁπλῶς βαρβαροποιημένα, παρεφθαρμένα· ἄλλοτε περισσότερον (ὅπως οἱ ὑποδιάλεκτοι τῶν Ἀνατολιτῶν ἤ τῶν βορειοευρωπαίων) καὶ ἄλλοτε λιγότερον (ὅπως οἱ ὑποδιάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς δυτικῶς τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁμιλοῦνται στὴν γῆν τοῦ Πανός, Ἰσπανία ἤ στὴν γῆν τοῦ Ἡρακλείδου Γαλάτου, Γαλλία ἤ στὴν γῆν τοῦ Τηλεγονίδου Ἰταλοῦ, Ἰταλία).

Καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ «ἀπροσδόκητος» κατανόησις τῶν ὑποδιαλέκτων αὐτῶν ὑπὸ πολλὼν Ἑλλήνων, χωρὶς νὰ τὶς ἔχουν διδαχθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ εὔκολη γλωσσομάθεια τοῦ λαοῦ μας, καθῶς ὁ νοῦς ἀντιλαμβάνεται πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα κανεὶς συνειδητῶς νομίζει ὅτι κατανοεῖ.

Ἡ ἐκμάθησις ἀρχαίων ἑλληνικῶν σὲ συνδυασμὸν μὲ τὴν ἐκμάθησιν τῶν διαλέκτων τῆς ἑλληνικῆς (ἡ ὁποία δὲν διδάσκεται εἰς βάθος σὲ κανένα πανεπιστήμιον, οὔτε κὰν στὶς «φιλοσοφικὲς σχολές», παρὰ διδάσκονται οἱ μέλλοντες φιλόλογοι τὶς Ι.Ε. ἀνοησίες καὶ ὑποθέσεις!), θὰ μποροῦσε ὄχι μόνον νὰ ἐξηγήσει τὸ ταξείδι τῆς γλώσσης μας ἀνὰ τὸν κόσμον καὶ νὰ συμβάλει στὴν γνῶσιν ἀληθινῆς ἱστορίας, ἀλλὰ θὰ βοηθοῦσε καὶ στὴν εὔκολην ἐκμάθησιν τῶν ὑποδιαλέκτων αὐτῶν καὶ στὴν κατανόησιν τῆς διαφορετικῆς ἀντιλήψεως τοῦ κόσμου ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων καὶ ὑπὸ τῶν ἀλλοθρόων, καθῶς ἡ γλῶσσα εἶναι γνῶσα καὶ εἶναι ἀλληλένδετος μὲ τὴν διάνοια καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνας κῶδιξ ἐπικοινωνίας, ὅπως «διδασκόμεθα».

Ἡ γλῶσσα εἶναι τρόπος διανοητικοῦ προγραμματισμοῦ, τρόπος κοσμοθεάσεως, ἀρχὴ σοφίας... καὶ ἄν μή τι ἄλλον ὁ Ἕλλην ἔχει ἀκόμη ἕναν λόγον νὰ εὐχαριστεῖ τὸν θεὸν ποὺ ἐγεννήθη Ἕλλην καὶ ἀκόμη ἕναν λόγον γιὰ τὸν ὁποῖον ἀξίζει νὰ πολεμᾶ καὶ νὰ πεθαίνει· τὰ ἑλληνικά.

Οἱ ἔχοντες ὡς μητρικὴ τὴν γαλλικὴν ὑπογλῶσσα ποὺ θὰ διαβάσουν τὸ κείμενον τῆς κεντρικῆς φωτογραφίας εἶναι σίγουρον πὼς θὰ τὸ θεωρήσουν ἕνα ἐξαιρετικὸν δεῖγμα τῆς «γαλλικῆς γλώσσης» μὲ ἐξεζητημένες «γαλλικὲς» λέξεις, ὑψηλῆς ἀκριβείας καὶ μοναδικῆς σημασιολογίας· ἕνα κείμενον εἰς τὴν γαλλικὴν πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου.

Ὡς πρὸς τοὺς Ἕλληνες, ὅσοι γνωρίζουν θὰ θαυμάσουν τὸ ἑλληνικὸν μεγαλεῖον καὶ τοὺς προγόνους τους ποὺ ἔσπειραν τὸ γλυκόν μας φώνημα ἀνὰ τὸν κόσμον καὶ θὰ σαστίσουν μὲ τὸ πῶς κατάφερε ὁ γεωγραφικὸς παράγων νὰ ἁλλοιώσει τόσον πολὺ καὶ νὰ ἐκτραχύνει τὴν γλυκεῖα λαλιά μας.
Ὅσοι πάλι ἔχουν ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὰ σύγχρονα «πανεπιστήμια φιλολογίας» ἤ ἔχουν ἀποσυνδέσει πλήρως τὴν φωνὴ ἀπὸ τὴν ψυχή, θὰ ἀναγνωρίσουν κάποια ἑλληνικὰ «Ι.Ε ῥίζης βεβαίως» καὶ κάποιες «λατινικὲς» λέξεις ποὺ ξεφύτρωσαν ἀπὸ μόνες τους κι αὐτές, διότι στοὺς Λατίνους προφανῶς ἔπεσε οὐρανοκατέβατη ἡ γλῶσσα!


...


Ἐπεξήγησις τῶν «γαλλικῶν» λέξεων τοῦ κειμένου ποὺ δὲν γίνονται εὐκόλως κατανοητὲς ἀπὸ ὅσους δὲν ἔχουν μελετήσει τὶς διαλέκτους τῆς ἑλληνικῆς, ἤτοι δὲν ἐδιδάχθησαν ἑλληνικά, ὡς ἔπρεπε :

fameux < fama + κατάλ. - eux, < φάμα (δωρ. ἡ φήμη) + καταλ. -ωδης.

se référer < se < (ἐσ)τί/ (ἐν)τί (ἐντί = εἰσί) διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ τ σὲ σ (πλούτιος = πλούσιος), καὶ τοῦ ι σὲ ε (αἰολ. ἰν = ἐν)·
γι' αὐτὸ καὶ τὸ γ' ἑνικὸν μὲ τὸ γ' πληθ. πρόσωπον τῆς αὐτοπαθοῦς ἀντωνυμίας ταυτίζονται (il SE réfère, ils SE réfèrent).
Τὸ δὲ référer, ἐκ τοῦ re + fero, ἅπερ ἐκ τῶν ῥα (δηλωτικὸν τῆς ἐκ νέου συνδέσεως, ἄρω) + φέρω, ἤτοι (ξ)ἀνά-φέρω.

qui < τὸ «ὁ-ποῖος», ἰωνικῶς γίνεται ὁ-κοῖος (βλ. Ἱπποκράτην, Ἡρόδοτον).

savant < savoir < λατ. sapio < σοφός (ὀπὸς παιδείας).

pour tout < πρό/ περ(ί) + λατ. totus ( = ὅλος, τοσοῦτος) < τοσοῦτος, διὰ συνήθους τροπῆς σ-τ.

de < -θέ(ν) = ἀπό, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν ὀδοντικῶν θ-δ.

ce < λατ. ec-ce < ἔν-κη (κῆ = αἰολ. ἐκεῖ).

apparaître < apparescere < ad + parescere < ἄντα + παρά + εἰμί, =ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, φαίνομαι.

dans < de + intus < ἐντός (ἐν-ἰν).


veut < vouloir < βούλομαι.

conclusion < con + cludo ( =κλείω) < σύν (διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς ο-υ, ὕμεις/ ὅμως) + κλείω.

Οἱ καταλήξεις -ment, - ant/ -ent, ἐκ τοῦ «μένος, -οντι/ουσι» ἀντιστοίχως.


...  


Ἀκολουθεῖ ἀκόμη ἕνα δεῖγμα ὁμιλίας, αὐτὴν τὴν φορὰ στὴν ἀγγλικὴν -ὑποδιάλεκτον τῆς γλώσσης μας-. Στὴν γηραιὰ Ἀλβιῶνα ( < Ἀλεβιὼν ὠνομάζετο ὁ υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὸ ὄνομά του προέρχεται ἐκ τοῦ ἀλφός =λευκός) ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐξετραχύνθη τόσον πολὺ ποὺ ὁρισμένες φορὲς ἡ βαρβαρομυθία τους τὴν ἔχει κάνει ἐντελῶς ἀγνώριστη 



«Kyrie, I eulogize the archons of the Panethnic Numismatic Thesaurus and the Oecumenical Trapeza for the orthodoxy of their axioms methods and policies, although there is an episode of cacophony of the Trapeza with Hellas. With enthusiasm we dialogue and synagonize at the synods of our didymous Organizations in which polymorphous economic ideas and dogmas are analyzed and synthesized. Our critical problems such as the numismatic plethora generate some agony and melancholy. This phenomenon is charateristic of our epoch. But, to my thesis we have the dynamism to program therapeutic practices as a prophylaxis from chaos and catastrophe. In parallel a panethnic unhypocritical economic synergy and harmonization in a democratic climate is basic. I apologize for my eccentric monologue. I emphasize my eucharistia to your Kyrie to the eugenic and generous American Ethnos and to the organizers and protagonists of this Ampitctyony and the gastronomic symposia». Xenophon Zolotas, 1959. 



Ἐπεξήγησις τῶν «ἀγγλικῶν» λέξεων τοῦ κειμένου ποὺ δὲν γίνονται εὐκόλως κατανοητὲς ἀπὸ ὅσους δὲν ἔχουν μελετήσει τὶς διαλέκτους τῆς ἑλληνικῆς :

Ι am/  my/  me : ic < λατ. ego < αἰολ. ἔγω/ βοιωτ. ἰώ = ἐγώ + ἐσμί > εἰμί· ἐκ τῶν πλαγίων πτώσεων τοῦ «ἐγώ» (μου, με, μοι) ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία «ἑμός», ἐξ ὧν καὶ τὰ me, my, mine. 

you/ your : < ὑμεῖς < Fυμεῖς. 

such(like) as : < ὅς + ἀλίγκιος ( = ὅμοιος) 

some : < ἁμός ( = κάποιος). 

from : < λατ. pro + emo ( = λαμβάνω, ἀποκτῶ) <  πρό + ν-έμω (βλ. καὶ ἀντίστοιχα γερμ. nehmen, ὁλλανδ. nemen κλπ μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία). 

It is/ the/ that/ they are/ their : Τὰ «he, she, it, they, their, his, him, her κοκ», ὁμοίως καὶ τὰ «the, this, these, that, those/ (all)though» δὲν εἶναι παρὰ τὸ ὁριστικὸν ἄρθρον ὁ, ἡ μετὰ τῆς δασείας, ἡ ὁποία ἔδωσε ἐκ τοῦ ἀρσενικοῦ τὸ οὐδέτερον ἄρθρον «τό», ἀλλὰ καὶ τὶς ἀντωνυμίες «(τ)ὁς, (τ)ἡ, ὁ, (αὐτ)ος, -η, (οὐ)τος, (του)τος, (τοιού)τος, κοκ».
Ἡ δασεῖα-δίγαμμα συνήθως κάνει τὴν παρουσία της αἰσθητὴ ὡς s/ h στοὺς ἀλλοθρόους. Μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων τὰ ἄφωνα, εἰδικώτερα ἄν εἶναι καὶ ἰδίας ποσότητος, ἐναλλάσσονται (βλ. ποῖος/ κοῖος/ τοῖος/ οἷος) καὶ ἔτσι ἔχουν προκύψει τὰ τη-, κη-, πη-, το-, κο-, σο-, κε-, σε-, τε- κοκ ποὺ παρουσιάζονται ὡς... Ι.Ε/ προελληνικές! ῥίζες αὐτῶν τῶν λέξεων [βλ. καὶ (τ)η ἡμέρα > τήμερα/ σήμερα = (αὐτὴν τὴν) ἡμέρα, ποὺ ἔγινε «(τ)η δία» (κρητ. διάλεκτ. δία = ἡμέρα, < dia), to day =  the day > today, γερμ. heu te > heute, ἰσπ. hoc die > hoy, ἰταλ. hoc die > oggi, γαλ. ad ille diurnus de hoc > a le jour de hui > aujourd' hui κοκ]. 
Τὸ δὲ «is» δὲν εἶναι παρὰ μία πλήρως βαρβαροποιημένη μορφὴ τοῦ «ἐστί»! Ὁμοίως καὶ τὸ «are» ἔχει προκύψει ἀπὸ τὴν ῥίζα τοῦ εἰμί < ἐσ-μί, μὲ ῥωτακισμὸν τοῦ σ καὶ διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ε μὲ α. 
Τὸ «all» ἐκ τοῦ ὅλος. 

on : ἄνω/ ἀνα, διὰ συνήθους αἰολικῆς τροπῆς τοῦ α σὲ ο, βλ. στρότος-στρατός. 

our : ἐκ τοῦ λατ. noster, ὅπερ ἐκ τοῦ δυικοῦ ἀριθμοῦ τοῦ «ἐγώ», ἤτοι «νώ» ( =ἑμεῖς οἱ δύο, βλ. Ὅμηρον), μὲ ἀκραῖον βαθμὸν ἐκβαρβαρισμοῦ τοῦ ἐτύμου! 

and : ἐκ τοῦ et ceterus < ἔτι = ἀκόμη, προσέτι + ἕτερος. 

of : ἐκ τοῦ «ἀπό», αἰολ. ἄπο/ ἄπ, διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ α σὲ ο καὶ τοῦ π σὲ φ. 

we should : Τὸ «we» ἐκ τοῦ Fημεῖς, τὸ ὁποῖον δίγαμμα σὲ ἑμᾶς ἐτράπη σὲ δασεῖα. 
Τὸ δὲ «should» ἐκ τοῦ «shall», τὸ ὁποῖον συνδέεται μὲ ῥἰζα σκελ-, σκόλ-, σημαίνουσα τὸν στρεβλόν, τὸν λοξόν, τὸν ἔνοχον καὶ πανοῦργον, ὅπως «σκολιός» > λατ. scelus. Ἐκ τῆς δολιότητος καὶ ἐνοχῆς πῆρε τὴν ἔννοια τοῦ χρωστῶ, ὀφείλω, πρέπει. 

not : ἐκ τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου νη-. 

my : ἐκ τοῦ meus, ὅπερ ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας «μοῦ/μευ, με...). 

to be : Τὸ «be» ἔχει προκύψει ὡς ἀπαρέμφατο τοῦ «ἀγγλικοῦ εἶναι» ἐκ τοῦ φύω, μὲ πλήρη βαρβαροποίησιν τοῦ χειλικοῦ φ-β. Τὸ δὲ «to», ἔκ τοῦ δεικτικοῦ ἐγκλιτικοῦ μορίου «δε» (βλ. οἴκαδε = πρὸς τὸν οἶκον). 

or : either < aut < αὖτε ( =ἀπ' τὴν ἄλλη, ἀντιθέτως). 

but : < bei + (o)ut < ἐπί ἤ ἀμφί + ὕστερος. 

would : ἐκ τοῦ «will», ὅπερ ἐκ τοῦ βούλομαι. 

rather : ἀρχικῶς εἶχε τὴν ἔννοια τοῦ «ταχέως», «νωρίτερα» κι ἀργότερα ἀπέκτησε τὴν ἔννοια τοῦ «προθύμως», «ῥᾳδίως» ( = σὲ ἑτοιμότητα, εὐκόλως) καὶ συνεκδοχικῶς κατέληξε νὰ ἐκφράζει προτίμησιν, < σχετικὸν τῶν ready, rapid, rash < σχετικὰ τοῦ ἐρέπτομαι ( =καταβροχθίζω, ἁρπάζω μὲ ταχύτητα)· πιθανὸν σχετικὸν καὶ τοῦ ῥᾳδίως. 

more : < σχετικὸν τοῦ μάλα ( =πολύ). Κατ' ἄλλους σχετικὸν τοῦ μέγας. 

less : < ἐλάσσων 

have/ has : ἐκ τοῦ λατ. habeo < ἅπτω, μὲ τροπὴ τῆς δασείας, χ-άπτω. 

between :  < bi + two < ἀμφί + δύο 

in : ἐκ τοῦ ἐν, αἰολ. ἰν. 

a(n) : ἐκ τοῦ ἕν (οἴνη = ὁ ἀριθμὸς ἕνα). 

by : ἐκ τοῦ ἀμφί 

into : ἐκ τοῦ ἐντός/ ἰντός. 

which : ἐκ τοῦ ὁκοῖος ( =ὁποῖος). 

among :  ἀ + μάττω, ἀματίζω ( = ἀνακατεύω πολλὰ μαζί), δηλώνει ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σὲ πολλὰ πράγματα, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ between ποὺ δηλοῖ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα. 

greater :  < grandis < κραντήρ, κραταιός 

now :  νῦν 

when :  < ὀκόταν ( =ὁπόταν, ὅποτε) 

end :  < ἄντην = ἀντίκρυ, πέρα (βλ. πέρας = τέλος) 

always :  < all +  way < ὅλος + Fόχος, ὀχεύω = φέρω. Ἀρχικῶς εἶχε τοπικὴ σημασία, σὲ ὅλη τὴν διαδρομή· ἀργότερα ἐχρησιμοποιήθη μεταφορικῶς δηλώνοντας τὸ «γιὰ πάντα». 

therefore : < there (βλ. this)+  fore < for < περ(ί). 

one/  two :  < ἐν / δύο 


Ἡ ὀνομασία «Ἀγγλία» περιγράφει ἐναργῶς τὸ σχῆμα τῆς συγκεκριμένης χώρας, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀγκυλον, δηλαδὴ σχηματίζει γωνία ὡς ὁ ἀγκών μας (βλ. ἀγκόλαι=ἀγκῶνες, ἀγκλόν=σκολιὸν κατὰ τὸν Ἡσύχιον, ἐξ οὗ καὶ angulus στὰ λατινικὰ εἶναι ἡ γωνία, βλ. καὶ angleangolotriangle κοκ). Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἀλλοδαποὶ τὴν λέγουν «ἀγκλή λανία/λάνδη, ἤτοι σκολιὰ γῆ» (Angle-terre < τέρσα/τέρρα= ξηρὰ γῆ, Eng-landInghil-terraIngla-terra κοκ). 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (