Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

 


ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ 

Ἤ περὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, γιατὶ ὅπως ἔχει ξαναγραφτεῖ ( βλ. ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 4ο ΤΛΑΩ-ΤΛΩ) ὁ ΑΘΛΟΣ προέρχεται ἐκ τοῦ τλῶ ( =ὑπομένω) σὲ συνδυασμὸν μὲ τὸ ἐπιτατικὸν -ἀ.
ΑΘΛΗΤΗΣ ὑπομένει τὰ πάντα γιὰ νὰ πάρει τὸ ΑΘΛΟΝ ( =βραβεῖον), τὸ ὁποῖον ( ὅπως λέει ὁ Σόλων κατὰ τὸν Λουκιανὸν στὸ «Ἀνάχαρσις ἤ Περὶ Γυμνασίων», 9):
Α) στὰ Νέμεα ἦταν ἕνα στεφάνι ἀπὸ σέλινον,
Β) στὰ Ἴσθμια στὴν Κόρινθον (πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος) ἕνα στεφάνι ἀπὸ πεῦκον ( διότι ἡ Κόρινθος τότε εἶχε πολλὰ πεῦκα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πινδάρου ἦταν ἀπὸ σέλινον),
Γ) στὰ Πύθια στοὺς Δελφοὺς ἦταν ΜΗΛΑ [ =πρόβατα > μέλω ( =φροντίζω), διότι τὰ πρόβατα θέλουν φροντίδα γιὰ νὰ σοῦ δώσουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ΜΑΛΛΙ] ἀπὸ τὰ ἱερὰ μῆλα τοῦ θεοῦ ( ἀργότερα ἔγινε στεφάνι απὸ τὸ ἱερὸν φυτὸν τοῦ θεοῦ, Ἀπόλλωνος, τὴν δάφνην),
Δ) στὰ Παναθήναια ( τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς) λάδι ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἐλαία, ΜΟΡΙΑ [ > μόρος ( =θάνατος), διότι ἄν ἔκοβες τὴν ἱερὰ ἐλαία τῆς Ἀθηνᾶς, προστάτιδος τῆς Ἀθῆνας σὲ περίμενε ὁ μόρος. Σημειωτέον πὼς σὲ περιοχὴ τῆς Λέσβου μας, ποὺ ὀνομάζεται Μόρια, ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ τόλμησαν νὰ ἁπλώσουν τὰ χέρια τους καὶ νὰ κατακόψουν ἀπὸ τὴν ῥίζα τους ἀμέτρητες ἱερὲς ἐλαῖες!] καὶ

Ε) στὰ Ὀλύμπια ἦταν ἕνας στέφανος ἐκ ΚΟΤΙΝΟΥ [( =ἀγριελαία) , ἐκ τοῦ κεῖμαι, διότι περιέρραινον τοὺς ἀθλητὰς  μὲ φύλλα κοτίνου, τὰ ὁποῖα ἐσχημάτιζαν ἕνα παχὺ στρῶμα γύρω τους.
Ἄλλοι τὸν ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κοττίς ( =ἡ κεφαλή).

Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν γράφει σχετικῶς:
«κότινος, ὁ ὀλυμπιακὸς στέφανος ὅτι ( =επειδὴ) πάλαι ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικῶντας, ἀπὸ τῶν ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΩΝ φύλλων ἐπιρριπτοῦντες, ἅ ( =τὰ ὁποῖα) στρῶμνα αὐτοῖς προς τὴν εὔνην ( =κρεββάτι) ἔπιπτον, ὄθεν καὶ κότινος ἤ ἀπὸ ΚΟΙΤΗΣ ἀρξάμενον στέφανον εἶναι τοῖς νενικηκόσι». Ὁ Σουΐδας γράφει στὸ σχετικὸν λῆμμα ὅτι «οὐ κοτίνῳ, ἀλλὰ καλλιστεφάνῳ οἱ νικῶντες ἐστέφοντο. Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει πὼς καλλιστέφανος ἐλέγετο μία ἐλαία ἐν τῷ Πανθείῳ, τοὺς πτόρθους ( =νεαρὰ βλαστάρια) τῆς ὁποίας πῆρε ὁ Ἡρακλῆς καὶ ἐφύτευσεν στὴν ἀρχαία Ὀλυμπίαν].

Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅποια ἐτυμολογία καὶ ἄν ἰσχύει ἕνα εἶναι τὸ σίγουρον, πὼς πάντοτε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τους οἱ Ἕλληνες δὲν ἠγωνίζοντο οὔτε γιὰ τὰ χρήματα, οὔτε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὁ ἄθλος τους καὶ ὁ ἀγών τους ἐγίνετο γιὰ τὰ ἰδανικά, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε ὑψηλὴ ἀξίαν. Στὸν προαναφερθέντα διάλογον τοῦ Σόλωνος μὲ τὸν Σκύθη  Ἄνάχαρσιν, ὅταν ὁ Σόλων τὸν ἐνημερώνει γιὰ τὰ ἐπ-αθλα, ὁ Ἀνάχαρσις γελᾶ καθ’ὅτι τοῦ φαίνονται χαμηλῆς ἀξίας ( μπρὸς στὸν χρυσὸν ποὺ συνήθιζαν οἱ βάρβαροι νὰ παίρνουν) καὶ γελοῖα τὰ στεφάνια σελίνου, πεύκου κοκ γιὰ νὰ κάνουν ἔτσι οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ ὑπομένουν τόσο ξύλον, κόπον καὶ ταλαιπωρία γιὰ νὰ τὰ κερδίσουν.

Τότε ὁ Σόλων τοῦ ἀπαντᾶ:
«Τί ἐγέλασας, ὦ Ἀνάχαρσι; ἢ διότι μικρά σοι εἶναι ταῦτα δοκεῖ; … καὶ τὰ ἆθλα, ὥσπερ ἔμπροσθεν εἶπον, οὐ μικρά, ὁ ἔπαινος ὁ παρὰ τῶν θεατῶν καὶ τὸ ἐπισημότατον γενέσθαι καὶ δείκνυσθαι τῷ δακτύλῳ ἄριστον εἶναι τῶν καθ᾽ αὑτὸν δοκοῦντα. τοιγάρτοι πολλοὶ τῶν θεατῶν, οἷς καθ᾽ ἡλικίαν ἔτι ἄσκησις, ἀπίασιν οὐ μετρίως ἐκ τῶν τοιούτων ἀρετῆς καὶ πόνων ἐρασθέντες…νῦν δὲ καὶ ἀπὸ τούτων εἰκάζειν παρέχοιεν ἄν σοι, ὁποῖοι ἐν πολέμοις ὑπὲρ πατρίδος καὶ παίδων καὶ γυναικῶν καὶ ἱερῶν γένοιντ᾽ ἂν ὅπλα ἔχοντες οἱ κοτίνου πέρι καὶ μήλων γυμνοὶ τοσαύτην προθυμίαν εἰς τὸ νικᾶν εἰσφερόμενοι…τὸν δὲ καὶ νικήσαντα αὐτῶν ἰσόθεον νομιζόμενον…ἄπειρος εἶ, φημί, τῶν ἡμετέρων ἔτι», Λουκ, Ἀναχαρ,9,10,36. 

(Σόλων ὁ Ἀθηναῖος) 

Δηλαδὴ ὁ Σόλων τὸν εἰρωνεύεται ῥωτώντας τὸν ἄν βλέπει κάτι τὸ μικρὸν καὶ ἀστεῖον σὲ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε, διότι τὰ ἔπαθλα δὲν εἶναι καθόλου μικρὰ ἀφενὸς καθῶς ὁ ἔπαινος ἀπὸ τοὺς θεατὲς -καὶ τὸ ὅτι ὅλοι θὰ θεωροῦν τὸν νικητὴ ἰσόθεον καὶ θὰ τὸν δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο- εἶναι πολὺ σπουδαῖον καὶ ἀφετέρου διότι ἐξασκοῦνται ἀπὸ νέοι στὴν ἀρετὴ καὶ μαθαίνουν νὰ ὑπομένουν τὸν πόνον. Τοῦ λέει μάλιστα νὰ κάτσει νὰ σκεφτεῖ πὼς ἄν ἀγωνίζονται ἔτσι γιὰ ἕνα σέλινο, τί θὰ κάνουν στὸν πόλεμον ὅταν ἀγωνίζονται τέτοιοι ἄνδρες ὑπὲρ πατρίδος, ὑπὲρ τῶν παιδιῶν τους, τῶν γυναικῶν τους καὶ τῶν ἱερῶν τους μὲ τὰ ὅπλα τους, καταλήγοντας στό «ἄπειρος εἶσαι Ἀνάχαρσι ἀπὸ τῶν ἡμετέρων/τὶς δικὲς μας συνήθειες».

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα τῶν χαμηλῶν ἀξιῶν τῶν φιλαργύρων βαρβάρων εἶναι καὶ τὸ περιστατικὸν ποὺ καταγράφει ὁ Ἡρόδοτος, ὅπου ὅταν εἶδαν οἱ ἐπελαύνοντες στὴν Ἑλλάδα, Πέρσες, τοὺς Ἕλληνας νὰ ἀγωνίζονται ὄχι γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ ἕνα στεφάνι ἀγριελαίας τὰ ἔχασαν καὶ δείλιασαν σκεπτόμενοι τὸ τί εἴδους ἄντρες τοὺς περιμένουν στὴν μάχη, διότι ἄν ἀγωνίζονται τόσο δυναμικὰ γιὰ ἕνα κλαδάκι ἐλαίας, τί ἦταν ἱκανοὶ νὰ τοὺς κάνουν στὸν ἐπικείμενον πόλεμον;

Γράφει λοιπὸν ὁ Ἡρόδοτος στὶς Ἱστορίες του (Οὐρανία, 26):
«Ἧκον ( =ἔφτασαν) …ἄνδρες ἀπ᾽ Ἀρκαδίης…ἄγοντες ( =ὁδηγώντας) δὲ τούτους ἐς ὄψιν τὴν βασιλέως ( =μπροστὰ στὸν βασιλιά) ἐπυνθάνοντο οἱ Πέρσαι περὶ τῶν Ἑλλήνων τί ποιέοιεν ( =ἐπληροφοροῦντο οἱ Πέρσες γιὰ τοὺς Ἕλληνες σχετικῶς μὲ τὸ τί ἔκαναν) … Οἳ δέ σφι ἔλεγον ὡς Ὀλύμπια ἄγουσι καὶ θεωρέοιεν ἀγῶνα γυμνικὸν καὶ ἱππικόν ( =Τοὺς ἔλεγον πὼς ἑορτάζουν τὰ Ὀλύμπια καὶ παρακολουθοῦν τὰ ἀγωνίσματα καὶ τὶς ἱπποδρομίες). Ὁ δὲ ἐπείρετο ὅ τι τὸ ἄεθλον εἴη σφι κείμενον περὶ ὅτευ ἀγωνίζονται ( = Ὁ δὲ ῥωτοῦσε γιὰ ποιό βραβεῖον ἀγωνίζονται).  Ὁἳ δ᾽ εἶπον τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον στέφανον ( = Οἱ δὲ εἶπον γιὰ τὸν διδόμενον στέφανον τῆς ἐλαίας)… Πυνθανόμενος  ( =ὅταν ἔμαθε, σημ. ὁ Πέρσης υἰὸς τοῦ Ἀρταβάνου) γὰρ τὸ ἄεθλον ( =πὼς τὸ βραβεῖον) ἐὸν στέφανον ἀλλ᾽ οὐ χρήματα ( =εἶναι ἕνα στεφάνι ἐλαίας καὶ ὄχι χρήματα), οὔτε ἠνέσχετο σιγῶν εἶπέ τε ἐς πάντας τάδε ( =δὲν ἄντεξε νὰ σωπάσει καὶ εἶπε σὲ ὅλους αὐτό –σημ.: καὶ εἰδικῶς στὸν Μαρδόνιον, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶχε ἐξωθήσει στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ἑλλάδος- ) :
Παπαῖ ( = Οὐαί, Πωπῶ) Μαρδόνιε, κοίους ἐπ᾽ ἄνδρας ἤγαγες μαχησομένους ἡμέας ( =κατὰ ποίων ἀνδρῶν μᾶς ὠδήγησες νὰ δώσουμε μάχη;), οἳ οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιεῦνται ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς ( =μὲ ἄνδρες ποὺ δὲν ἀγωνίζονται γιὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν αρετή!).»

Αὐτοὶ ἦταν οἱ πρόγονοί μας, ὅπου στέριωναν τὸ πόδι τους ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ τὰ ἰδανικά τους δὲν ἔκαναν βῆμα πίσω, παρὰ ἔμεναν παλεύοντας μέχρι νὰ ξεψυχήσουν […
ΟΠΑι  ΠΟΔΟΣ ΙΧΝΙΑ ΠΡΑΤΟΝ ΑΡΜΟΣΑΜΕΝ, ΤΑΥΤΑι  ΚΑΙ ΛΙΠΟΜΕΝ ΒΙΟΤΑΝ (=ἐκεῖ ποὺ ἁρμόσαμε/στήσαμε πρῶτα τὸ πόδι μας, ἐκεῖ χάσαμε καὶ τὴν ζωή μας, δηλ. δὲν κάναμε βῆμα πίσω), Σιμωνίδης ὁ Κεῖος, ἐπίγραμμα γιὰ τὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν] καὶ γι’αὐτὸ ὅπως γράφει καὶ ὁ Θουκυδίδης στὴν Ἰστορία του ( 2,36,1) «τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι’ ἀρετὴν παρέδοσαν ( =Τὴν χώρα οἱ ἴδιοι πάντα κατοικοῦντες διαδοχικὰ καὶ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἐλευθέρα μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας διὰ τῆς ἀρετῆς τους)».

Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸν καὶ τοῦτον ( ὅπως εὐστόχως παρετήρησε ὁ κος Θ. Γκουλιώνης στὴν ἐφημερίδα «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ τοῦ Πειραιώς»), πὼς ἡ διαφορὰ στὴν νόησιν καὶ στὸν βαθμὸν ἐξυψώσεως τῶν ὅποιων ἰδανικῶν τῶν ἀλλοδαπῶν ἐφάνη καὶ στὸ πῶς ἀπέδωσαν τοὺς «Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες» στὴν γλῶσσα τους. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ὁ ΑΓΩΝ ( < ἄγω + ὤν) εἶναι κυριολεκτικῶς ἀπόρροια τοῦ ὑψηλοῦ αἰσθήματος τινὸς νὰ ξεπεράσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του, νὰ αὐτοβελτιωθεῖ, προχωρώντας μονίμως καὶ μόνον πρὸς τὰ μπρός, πρὸς τὴν καλλιτέρευσίν του. Ἐ ξ οὗ καὶ ἡ λέξις ΑΓΩΝΙΑ, τὸ συναίσθημα ποὺ καταλαμβάνει πρὸ τοῦ ἀγῶνος τὸν ἀθλητὴ, μήπως καὶ ἀποδειχθεῖ λιγότερος/ἥττων κάποιου ἄλλου καὶ ἡττηθεῖ, χάνοντας τὸν κότινον καὶ ὅ,τι αὐτὸς συμβολίζει.

[σημ.: Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν πὼς στὴν προσπάθειάν τους νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ ὅπου μποροῦν ψυχικὲς καὶ σωματικὲς δυνάμεις οἱ ἀθλητὲς γιὰ νὰ εἶναι ἄξιοι τοῦ ὀνόματός τους καὶ τοῦ τίτλου τους, ἔκαναν καιρὸν πρὶν τοὺς ἀγῶνες εἰδικὴ διατροφήν, τὴν ΑΝΑΓΚΟΦΑΓΙΑ ( < ἀνάγκη + ἔφαγον) καὶ ἀπείχαν ἀπὸ τὴν συνουσία γιὰ ἑνάμισι μὲ 2 χρόνια τουλάχιστον. Μάλιστα ὅπως γράφει καὶ ὁ Λουκιανὸς στὸ «Περὶ γυμνασίων» (24) εἶχαν ὁρίσει καὶ διδασκάλους γιὰ τὸ κάθε ἀγώνισμα, οἱ ὁποῖοι ἐξαντλοῦσαν τοὺς ἀθλητὲς γιὰ νὰ τοὺς μάθουν νὰ ὑπομένουν τοὺς πόνους, καθῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνὰ πάσα στιγμὴν ἕτοιμοι νὰ ἐφαρμόσουν τὴν «τέχνη» τους, αὐτὴ τῆς πυγμαχίας, τοῦ παγκρατίου, τῆς πάλης γενικότερα ὅταν θὰ χρειαστεῖ γιὰ τὴν πατρίδα, τὸ βιός τους καὶ τὰ ἰδανικά τους, στὸν πόλεμον δηλαδή «Πάντα ταῦτα, ΕΠΙ ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΟΡΙΖΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΠΛΟΙΣ», Λουκ., Ἀναχ., 24, «Τὸ πυκτεύειν καὶ παλαίειν…ταῦτα μοι πάντα μιμήματα δοκεῖ καὶ γυμνάσια τῶν πολεμικῶν εἶναι», Πλούταρχ., Συμποσ., Α’,Ε,2 ] 


«Οἱ ἀμύητοι καὶ ἀμυσταγώγητοι ξένοι μας, μὴ δυνάμενοι νὰ ἐννοήσουν τὴν βασικὴ ἔννοια τῆς εὐγενοῦς ἀμίλλης, ὠνόμασαν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες…παιχνίδια», ( Θ. Γκουλιώνης).
Καὶ πράγματι δὲν ὑπάρχει ἀλλόθροος ποὺ νὰ τοὺς ὀνομάζει ἀλλοιῶς. Οἱ ἀγγλόφωνοι τοὺς λένε
games, οἱ γαλλόφωνοι jeux, οἱ ἰταλόφωνοι giochi, οἱ γερμανόφωνοι Spiele κοκ. Ὅλοι τὰ ἀνάγουν στὸ παιχνίδι, τὸ ἀστεῖον [ βλ. γαίω, γηθέω ( =χαίρομαι), juvo > jucundus ( =διασκεδάζω > game, jeux, gioco < ἵεμαι ( =ῥίχνομαι, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ σκεδάννυμαι), τὴν χαρὰ ἤ στὴν πλῆξιν/χτύπημα ( < πλήττω, πάλλω < spielen)], ἀλλὰ οὐδεὶς σὲ αὐτὸ ποὺ ἐκφράζουμε ἑμεῖς μέσω τοῦ ἀγῶνος καὶ τοῦ ἀθλήματος. Βεβαίως δὲν εἶναι νὰ τοὺς κατηγορεῖς ἐφόσον δὲν ἔχουν λέξεις οὔτε γιὰ τὸ ἕνα, οὔτε γιὰ τὸ ἄλλον καὶ γι’αὐτὸ καὶ δανείζονται ἀπὸ ἑμᾶς συμβατικῶς βεβαίως καὶ ὄχι ἐννοιολογικῶς ( π.χ. athlete, athletisme, agonie κοκ) τὰ ἔτυμά μας γιὰ νὰ ἐκφραστοῦν ὅπως-ὅπως, δίχως ὅμως νὰ κατανοεῖ ἡ διάνοιά τους τὶς ἔννοιες.
Γι’αὐτὸ καὶ δὲν μπορέσαν νὰ κατανοήσουν ποτέ τους τί ἐστὶ ἀγών! Καὶ συνεχίζει ὁ κος Γκουλιώνης γράφοντας:
«…δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπόρεσαν σὲ καμμία γλῶσσα νὰ βροῦν ἕναν μεταφραστὴ νὰ τοὺς μεταγλωττίσει τὴν λέξιν «ἀγών»…θὰ ἦταν πανεύκολον γιὰ αὐτοὺς νὰ υἰοθετήσουν τὴν ἑλληνικὴ λέξιν καὶ νὰ ξεμπλέξουν. Τὸ ὅτι ὅλοι ὠνόμασαν τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες παιχνίδια αὐτὸ δὲν εἶναι σύμπτωσις. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια στὸ μυαλὸν τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ ἀντίστοιχη λέξις…βάφτισαν τοὺς ἀγῶνες παιχνίδια, ἁπλῶς γιατὶ δὲν καταλάβαιναν οἱ ἄνθρωποι τί ἔβλεπαν! Παρακολουθοῦσαν τοὺς ἀθλητές μας νὰ τρέχουν μὲ ὅση δύναμιν διέθεταν στὰ πόδια τους, ξεπερνώντας πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τὰ ἔχασαν. Τοὺς ἔβλεπαν νὰ τινάζονται ἐνάντια στὸν νόμον τῆς βαρύτητος γιὰ νὰ περάσουν πάνω ἀπὸ ἕναν πῆχυ καὶ νὰ πετοῦν τὸ ἀκόντιον μὴ σημαδεύοντας τὴν σάρκα κάποιου πλάσματος, ἀλλὰ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμειναν μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν. Τί εἶναι πάλι τοῦτα τὰ παράξενα ποὺ κάνουν οἱ Ἕλληνες; Καὶ ἀφοῦ σκέφθηκαν καλά, ἀποφάνθηκαν:
Παιχνίδια εἶναι!»

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,  <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Β’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ έκδ. 1499, <<ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΗΛΕΙΑΚΑ>>, ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>, ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, <<ΡΗΤΟΡΙΚΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ  Ή ΠΕΡΙ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ>>, ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, <<ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ>>, ΦΛΑΒΙΟΣ ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, <<ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΑ>>, ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, <<ΗΘΙΚΑ,ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΙΛΙΑΣ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΙ>>, ΠΙΝΔΑΡΟΣ, <<ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΛΑΚΩΝΙΚΑ>>, ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, <<ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ>>, <<ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ, <<ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ>>, ΛΥΣΙΑΣ, <<ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΑΡΚΑΔΙΚΑ>>, ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ,  .
Οἱ φωτογραφίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὴν «ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ» καὶ ἡ σχετικὴ τῆς ἱππαφέσεως ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα τοῦ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΟΤΣΑΝΑΣ. Πληροφορίες γιὰ τὸν Διαγόρα ἠντλήθησαν καὶ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα <<ΡΟΔΙΑΚΗ>>.
Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἘΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ( Κωνσταντῖνα Ἀ.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ