Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 8ον ΤΡΙΧΕΣ, ΚΟΜΗ)

Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος συναντᾶ κανεὶς τρίχες. Τὰ σχετικὰ τῶν τριχῶν ἔτυμα ἀποδεικνύουν καὶ αὐτὰ μὲ τὴν σειρά τους τὸν ὑψηλὸν καὶ προχωρημένον πολιτισμὸν ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, καθῶς συναντᾶται τρομερὴ ποικιλία λέξεων γιὰ νὰ περιγράψουν μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τὶς διαφορετικὲς «ἀποχρώσεις» τοῦ τριχώματος τοῦ σώματος. 

Ἀρχικῶς ἡ λέξις ΘΡΙΞ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει τὸ ἐπιμέρους στοιχεῖον κάθε εἴδους τριχώματος, ὅπως εἶναι οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τὸ τρίχωμα τῶν ζώων. (Ἡ θρίξ, γεν. τῆς τριχός, λόγῳ τοῦ ἠχοῦντος δασέος χ στὴν γενική, τὸ δασὺ ὀδοντικὸν θ τρέπεται σὲ ψιλὸν ὀδοντικὸν τ, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συσσώρευσις δασέων συμφώνων καὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἐμμελέστερον μουσικὸν ἀποτέλεσμα· «ἵνα μὴ ἐκβαίνειν τῆς μουσικῆς ἁρμονίας», Ποιητ., Δ', 1449,27, Ἀριστοτέλης· διότι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διέπεται ἀπὸ μουσική. 

«Περὶ τῆς ἐτυμολογήσεως, ποικίλαι αἱ ἐκδοχαί : 

α) Ἐκ τοῦ ῥήμ. θρώσκω = ἀναπηδῶ, ὡς ἐξερχόμεναι, ἀναφυόμεναι ἐκ τοῦ δέρματος. 

β) Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ θερίζω = κόπτω, ὅπως καὶ ὁ σχολιογράφος τῆς τραγωδίας «Ἀγαμέμνων», «ἐθέρισεν = ἔκειρεν, ἔθριξεν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ θρίξ». 

γ) Ὁ γραμματικὸς Θεόγνοτος προσθέτει καὶ ἄλλην ἐκδοχήν : ἀπὸ τοῦ τρέχω, τρέχιξ, τρίξ, θρίξ. Ἐπειδὴ οἱ τρίχες αὐξάνονται ταχέως. 

δ) Ὁ γραμματικὸς Χοιροβοσκὸς ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ «τριχῶς», ὅπερ καὶ τὸ πιθανότερον : «τρίχες, διὰ τὸ τριχῆ ( =τριχῶς, στὰ τρία) χέεσθαι πέριξ τῆς ὄψεως· ἔνθεν κακεῖθεν καὶ ὄπισθεν». Δηλαδὴ ἡ χαίτη χωρίζεται στὰ τρία. Ἕνα μέρος πίσω, στὴν πλάτη, καὶ ἄλλα δύο ἔρχονται καὶ πέφτουν μπροστά, στοὺς ὤμους. Κόμμωσις συνήθης παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, ἀλλὰ καὶ σήμερα. «Ἐβάδιζον κατακτενισμένοι τὰς κόμας ἐπὶ τὸ μετάφρενον καὶ τοὺς ὤμους», Δειπνοσοφιστές, 12,30, Ἀθήναιος. Πρβλ. : τρίχα =εἰς τρία μέρη, τριχῶς· «τρίχα σχίζειν». Ἐνῶ τὸ εἰς δύο μέρη, ὀνομάζεται «δίχα» (ἒξ οὗ καὶ διχασμός)», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Ἀλλοιῶς ἡ θρίξ λέγεται καὶ ΚΑΡ ( < ἐκ τοῦ κείρω = κόπτω, κουρεύω· καὶ αὐτὴ ἡ λέξις ἐνισχύει τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Μ.Ε. περὶ τριχός, ἐκ τοῦ θερίζειν). Ἐκ τοῦ «κάρ» = τρίχα, οἱ άλλόθροοι (ποὺ στὴν πραγματικότητα ὁμιλοῦν κι αὐτοὶ ἑλληνικὰ, ἁπλῶς ἐκβαρβαρισμένα) ὠνόμασον τὰ μαλλιά «hair», «Haar», Hoer, haj κοκ, οἱ Γάλλοι ἐσχημάτισον ἀντίστοιχα λήμματα, ὅπως haire ( =τρίχινος χιτών), hérisser ( =ἀνατριχιάζω), hirsute ( =χνουδωτός, δασύτριχος) κοκ. 

Ὀνομάζεται καὶ ΚΟΛΛΙΣ («ἡ θρίξ ἡ ἐπὶ τοῦ ἄκρου, ἥν ἐφύλαττον ἀκούρευτον θεοῖς ἀνατιθέντες», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα), ἀλλὰ καὶ ΦΥΛΙΨ ( < φύω). Ἀλλοιῶς λέγεται καὶ ΙΑΝΘΟΣ ( = ἡ μικρὰ νέα θρίξ, ῥίζα σχετικὴ μὲ τὸ ἄνθος < ἀναθέω). 

Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς γενειάδος, συνολικῶς ὀνομάζονται ΚΟΜΗ ( < κομέω-ὦ = περιποιοῦμαι μετὰ κόπου, ὅπερ ἐκ τοῦ ἠχοποιήτου κάμνω = κοπιάζω, πασχίζω βογγώντας κμ..κμ...). 

«-Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως κόμη- φανερώνει ἀνεπτυγμένον καὶ ἐκλεπτυσμένον εἰς τὸ ἔπακρον πολιτισμόν : «κομέειν, τὸ ἐπιμελείας ἀξιοῦν». Πρέπει κάποιος νὰ ἔχη φθάσει εἰς ὑψηλοτάτην βαθμίδα πολιτισμοῦ διὰ νὰ ὀνομάσῃ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς (ἀλλὰ καὶ τῆς γενειάδος) «κόμη». 

«Κομᾶ τὴν κεφαλὴν ὅτι Ἕλλην οὐ βάρβαρος*1», Ἀπολλώνιος Σοφιστής. 

Καὶ ὁ νεώτερος Ἀγαθίας ὁ Σχολαστικὸς παρατηρεῖ : «...ὥσπερ οἱ τῶν Τούρκων καὶ Ἀβάρων ἀπέκτητοι ( =ἀκτένιστοι) καὶ αὐχμηροὶ ( =σκονισμένοι) καὶ ῥυπῶντες...(12,24). 

«Κομᾶν, καλόν. Ἐλευθέρου γὰρ σημεῖον», Ῥητορική, Α', 9,27, Ἀριστοτέλης. 

«-Πρόσπολος ( =δοῦλος)- ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ ( =μὲ κουρεμένο κεφάλι)» περιγράφει ὁ Εὐριπίδης (Ἠλέκτρα, 107). 

«Δοῦλος ὤν, κόμην ἔχεις», Παροιμίαι, Ἀποστόλιος. 

«Κόμιον κομψὸν ἔχειν» ( =τὸ νὰ ἔχεις περιποιημένην κόμην). 

Στὴν πραγματικότητα κομψὸς εἶναι ὁ περιποιημένην κόμην διαθέτων. Ἡ ἔλλειψις ἐπιμελείας, περιποιήσεως, εἶναι ἀκομιστία· ἀκόμμωτος σημαίνει ἀκαλλώπιστος, ἀγροῖκος. 

Ὁ Ὅμηρος περιγράφει τοὺς Ἀχαιούς, τοὺς Πανέλληνας, ὡς «καρηκομόωντας». Ἡ παραμέλησις τῆς κόμης ἐθεωρεῖτο ἔνδειξις μεγάλης συμφορᾶς... 

Ὁ Πολυνείκης συμπονεῖ τὴν πανάθλια ἐμφάνισιν τοῦ Οἰδίποδος ἐπὶ Κολωνῷ : «κρατὶ δ' ὀμματοστερεῖ, κόμη ἀκτένιστον ( =στὴν κεφαλήν του τὴν ἐστερημένη ὀφθαλμῶν, ἡ κόμη του εἶναι ἀκτένιστη)». 

( *κτείς, κτενός, κτένα, «παρὰ τὸ ἐκτείνειν τὰς τρίχας»). 

Ἡ Ἠλέκτρα οἰκτείρει τὸν καταδιωκόμενον ἀπὸ τὶς Ἐρινύες μαινόμενον ἀδελφόν της Ὀρέστην : «ὦ βοστρύχων πινῶδες ( =ῥυπαρόν) ἄθλιον κάρα ( =ἀθλία κεφαλή), ὡς ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας ( =πῶς φαίνεσαι σὰν ἄγριος ἀπὸ τὴν παρατεινομένη ἀλουσιά)», Εὐριπίδου Ὀρέστης, 228. 

«Ἀνάπλυτος, ἀκτένιστος, σίκχαμα τῶν ἀνθρώπων», γράφει καὶ ὁ νεώτερος Θ. Ρηγινιώτης, (Τίβοτσι). 

Ἔνδειξις μεγάλου πένθους καὶ συμφορᾶς ἦτο τὸ ῥυπαίνειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ «κείρεσθαι χαίτην», δηλ. νὰ κόψῃς, νὰ κουρέψῃς τὰ μαλλιά σου. Ἐξ αὐτῆς τῆς συνηθείας, ἡ σημερινὴ ἔκφρασις (στὴν οὐσία κατάρα) «ἄντε νὰ κουρεύεσαι». 

Ὅταν ὁ Ἀχιλλεὺς πληροφορεῖται τὸν θάνατον τοῦ Πατρόκλου «χερσὶν κόμην ἤσχυνε δαΐζων» ( =τραβώντας τὰ μαλλιά του, κατήσχυνε, ἐντρόπιαζε τὴν κόμην του) «χέων κόνιν κατὰ κεφαλῆς». Μετὰ κόβει τὰ μαλλιά του καὶ τὰ προσφέρι στὸν νεκρὸν φίλον του, στὴν νεκρικὴ πυρά. 

Ὁ Σωκράτης εἰς τὸ δεσμωτήριον, χαϊδεύοντας στὸ κεφάλι τὸν μαθητή του, Φαίδωνα, τὸν προετοιμάζει γιὰ τὸ ἐπικείμενον πένθος... Καὶ ἀφηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Φαίδων : «καταψήσας οὖν -ὁ Σωκράτης- μου τὴν κεφαλήν, καὶ συμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας, «αὔριον δή» ἔφη «ἴσως, ὦ Φαίδων, τὰς καλὰς κόμας ἀποκερεῖ ( =αὔριο ἴσως τὰ ὡραῖα σου μαλλιὰ θὰ τὰ κουρέψης)», Φαίδων, 89,13, Πλάτων. 

Ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης σχολιάζει : 

«Οἱ Ἕλληνες καρηκομόωντες γράφονται, καὶ ὁ Ἀπόλλων ἀκερσοκόμης (δηλοῖ καὶ τὸ ἀπενθὲς τοῦ Ἀπόλλωνος), καὶ τὸ τῶν γυναικῶν ηὔκομον ( = καλλίκομον), εἰς ἐπαίνου λόγον ἐστίν». 

Ὁ Πλούταρχος («Ἀποφθέγματα») ἀφηγεῖται πὼς ὅταν ἠρώτησαν τὸν Χαρίλαον «διατί κομῶσιν, εἶπεν ὅτι τῶν διακόσμων, ἀδαπανώτατος οὖτος ἐστί». Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι οἱ Σπαρτιᾶται ἐπεριποιοῦντο ἰδιαιτέρως τὴν κόμην τους ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κινδυνεύσουν : «ἐπεὰν μέλλωσι κινδυνεύειν τῇ ψυχῇ, τὰς κεφαλὰς κοσμέονται», Ἱστορίαι, Ζ', 208, Ἡρόδοτος», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Ἀλλοιῶς ἡ κόμη ὀνομάζεται καὶ ΕΘΕΙΡΑ ( < ἐθείρω = τὸ ἐξ ἔθους κοσμῶ, < ἔθω) καὶ ἔθειραι λέγονται ἀλλοιῶς οἱ τρίχες, ὡς «ἐξ ἔθους ἐπιμελείας ἀξιούμεναι»· κυριολεκτικῶς ἔθειραι εἶναι οἱ κεκοσμημένες τρίχες· «Εὐέθειρα χρυσόπεπλος κόρη», ὑμνεῖ ὁ Ἀνακρέων (76,80). 

Οἱ λελυμένες καὶ χυτὲς πρὸς τὰ κάτω τρίχες ὀνομάζονται ΧΑΙΤΗ ( < χέω· ἐπὶ στερεῶν χέω σημαίνει σκορπίζω, ἀφήνω νὰ πέσει). 

««Χαίται, αἱ ὄπισθεν τρίχες, κατὰ τὸ ἴνιον, ὅπου χέονται». «Χαίται δὲ αἰωροῦντο ἀνέμῳ ἐν χρυσοῖς δεσμοῖς», Δειπνοσοφ., 12,30, Ἀθήναιος. 

Ἡ ἐντύπωσις αὐτὴ διατυποῦται καὶ μὲ τὶς σύγχρονες ἐκφράσεις «χυτὰ μαλλιά», «μαλλιὰ χυμένα στοὺς ὤμους», «λύθηκαν τὰ μαλλιά της καὶ χύθηκαν πρὸς τὰ κάτω», κοκ. Ἡ χαίτη*2 λέγεται καὶ ΧΥΤΗ ἤ ΧΙΟΥΤΗ. Ὁ ὅρος χαίτη λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ ἐπὶ τοῦ λέοντος : «ἀμφὶ χαῖται -ἵππου- ὤμοις ἀΐσσονται», Ἰλιάς, Ο, 266. Μεταφορικῶς δέ, λέγεται καὶ γιὰ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων. «Χαίτη γῆς» εἶναι τὰ δάση τῆς γῆς», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Οἱ τρίχες ποὺ βρίσκονται πλαγίως τῆς κεφαλῆς ὀνομάζονται ΜΑΛΛΙΑ. Μαλλός, μαλλιά εἶναι κυριολεκτικῶς τὸ τρίχωμα τῶν μήλων ( = πρόβατα, ὡς χρήζοντα ἐπι-μελείας), γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἡσύχιος τὶς τρίχες τὶς ἀναφέρει καὶ ὡς ΜΑΛΛΥΚΕΣ. Ἡ λέξις «μαλλιὰ» ἀργότερα ἐλέχθη καὶ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, κυρίως ἐπὶ τῶν πλαγίων τριχῶν τῆς κεφαλῆς (Ὡρίων) καὶ σήμερα χαρακτηρίζει ὁλόκληρον τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς τῶν ἀνθρώπων. 

Ἄλλη λέξις χαρακτηρίζουσα τὸ τρίχωμα τῶν ἐρίων ἤ τὴν τρίχωσιν ποὺ ὁμοιάζει μὲ τοῦ ἐρίου εἶναι ἡ λέξις ΛΑΧΝΗ ( < λα + χνοῦς, χνοῦδι)· «Εἰς κεφαλήν, ψεδνὴ ( =μαδημένη) ἐπενήνοθε ( =ἐπεσωρεύετο) λάχνη», γράφει ὁ Ὅμηρος (Β΄, 219), γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν Θερσίτη. 

ΦΟΒΗ εἶναι ἡ θρὶξ τῶν ζώων καὶ μεταφορικῶς χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καὶ γιὰ τὶς τρίχες τῶν ἀνθρώπων. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ φόβος, ὡς προκαλοῦσα φόβον· «βοστρύχων ἄκρας φόβας», Ἠλέκτρα, 449, Σοφοκλῆς· «Δρακόντων φόβαι» εἶναι οἱ πλόκαμοι τῆς Γοργόνας. Καὶ ἡ Σαπφώ : «ἐράτοις φόβαισιν». «Ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων», Πυθιόν., 47, Πίνδαρος. 

Ἄλλες λέξεις σχετικὲς τῆς κόμης εἶναι καί : 

«ΒΟΣΤΡΥΧΟΣ : «Παρὰ τὸν βότρυν, βότρυχος καὶ βόστρυχος· ὁ βοτρυοειδής. Μετὰ σχήματος γὰς βοτρυοειδοῦς ἀπήρτηται», Μέγα Ἐτυμολογικόν. Βόστρυχος κυριολεκτικῶς εἶναι τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων καὶ πᾶν ἑλικοειδῶς φυόμενον. «Πλοσχμοὶ βοτρύοντες ἐπερρώθοντο ( =ἐχύνοντο). 

ΕΛΙΞ : Γενικῶς πᾶν τὸ ἔχον σχῆμα ἑλικοειδές, ὅθεν καὶ ὁ βόστρυχος τῆς κόμης. 

ΙΟΥΛΟΙ : «Αἱ παρὰ τοὺς κροτάφους ἐκφύσεις, ἀπὸ τοῦ ἰέναι οὔλας ( =σγουράς) τὰς τρίχας»... Ἴουλος, ἐκ τοῦ οὖλος = ἐριώδης. Ἴουλος εἶναι τὸ πρῶτο χνοῦδι ἐπὶ τῶν παρειῶν τῶν ἐφήβων. Γι' αὐτὸ ὁ ἔφηβος ὀνομάζεται καὶ ἀρτίνους ( < ἄρτι + χνοῦς). Τὸ πρῶτο χνοῦδι ὀνομάζεται καὶ ΕΠΑΝΘΕΡΕΩΝ ( < ἐπί + ἄνθος). Ὁ ἔφηβος ἀνθίζει. 

ΓΕΝΕΙΑΣ ἤ ΓΕΝΕΙΟΝ : Ἐτυμολογεῖται «ἀπὸ τοῦ δι' αὐτοῦ τὰ γένη διαστέλλεσθαι τῶν ἀρρένων καὶ θηλυκῶν, καὶ ἀτελῶν καὶ τελείων ἡλικιῶν· οὔτω -ὁ ἰατρός- Σωρανός (Ὡρίων). «Ἅμα τῇ ἐμφανίσει γενείου, εἶναι ἕτοιμος καὶ ὁ γόνος πρὸς γονιμοποίησιν». 

ΠΩΓΩΝ : ἡ γενειάς, τὸ γένειον, ἐξ οὗ καὶ τὸ πηγοῦνι. Λέγεται καὶ ΚΟΝΝΟΣ. 

ΥΠΗΝΗ : ἡ τρίχωσις τοῦ ἄνω χείλους, ὁ μύσταξ. 

ΕΘΕΙΡΑΣ : ἡ γενειάς, διότι ἐξ ἔθους χρήζει ἰδιαιτέρας φροντίδος καὶ περιποιήσεως παρὰ τοῖς Ἕλλησι, ὅπως καὶ ἡ κόμη. 

Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι ὁ φιλόσοφος Ποσειδώνιος σχολιάζει τὶς βαρβαρικὲς συνήθειες καὶ τὴν ἀμέλεια τῶν Γαλατῶν πρὸς τὴν καθαριότητα τῆς γενειάδος καὶ τῆς ὑπήνης, παρατηρῶν : 

«Οἱ δὲ Γαλάται... τὰ γένεια... μετρίως ὑποτρέφουσιν... τὰς δὲ ὑπήνας ἀνειμένας ἐῶσιν, ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι. Διόπερ ἐσθιόντων μὲν αὐτῶν καὶ πινόντων ἐμπλέκονται ταῖς τροφαῖς», Frg., 169,54. 

... 

ΠΛΟΚΑΜΟΣ/ ΠΛΟΚΑΣ/ ΠΛΟΚΟΣ καὶ ΠΛΟΧΜΟΣ : ἐκ τοῦ ῥημ. πλέκω· πλεξίς, κοινῶς πλεξοῦδα, κοτσίδα ὅπερ ἐκ τοῦ κοττίς = κεφαλή ( «γυνὴ ἐρασιπλόκαμος», εὐπλόκαμος, καλλιπλόκαμος). 

ΚΟΡΥΜΒΟΣ/ ΚΡΩΒΥΛΟΣ : κοινῶς κότσος (ὅπως καὶ ἡ κοτσίδα, ἐκ τοῦ κοττίς). «Κόρυμβος λέγεται ἐπὶ γυναικῶν. Κρωβύλος, πλέγμα τριχῶν εἰς ὀξὺ λῆγον, ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο ἐπ' ἀδρῶν. Ἐπὶ παιδίων δὲ ἐκαλεῖτο σκορπίος», λεξικὸν Σουΐδα. 

ΚΑΤΑΚΟΜΟΣ : μὲ μακρὰν καὶ ἄφθονον κόμην, ΚΟΜΗΤΗΣ. «Ἄνδρα κομήτην ἐφ' ἵππου», Λυσιστράτη, 561, Ἀριστοφάνης. 

ΤΑΝΥΠΛΟΚΑΜΟΣ :ἡ ἔχουσα μακροὺς πλοκάμους ( < τανύω = ἐκτείνω). 

ΤΑΝΥΕΘΕΙΡΑ : κατάκομος. 

ΑΓΛΑΕΘΕΙΡΟΣ : ὁ μὲ στιλπνὴν τρίχα. 

ΤΑΝΥΘΡΙΞ/ ΤΑΝΥΤΡΙΧΟΣ : λέγεται συνήθως ἐπὶ ζώου. 

ΟΥΛΟΘΡΙΞ/ ΤΡΙΧΟΥΛΟΣ/ ΟΥΛΟΚΑΡΗΝΟΣ/ ΟΥΛΟΚΕΦΑΛΟΣ/ ΟΥΛΟΚΟΜΗΣ/ ΕΛΙΘΡΙΞ/ ΟΥΛΟΕΘΕΙΡΟΣ : συνώνυμα σημαίνοντα σγουρομάλλης, σγουροκέφαλος ( < οὖλος*3 = ἐριώδης καὶ σγουρός. Τὸ «σγουρός» πιθανὸν ἐκ τοῦ τριχουλός. 

ΕΥΘΥΘΡΙΞ/ ΤΕΤΑΝΟΘΡΙΞ/ ΑΠΛΟΘΡΙΞ/ ΙΘΥΤΡΙΧΟΣ : ὁ ἔχων εὐθείας τρίχας, ἴσια μαλλιά. 

ΤΡΙΧΟΜΑΝΗΣ : ὁ πολλὴν κόμην τρέφων. 

ΑΕΛΛΟΘΡΙΞ : ὁ ἔχων τρίχας κυμαινομένας εἰς τὸν ἀέραν, λυτάς : ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ, ΛΥΣΙΠΛΟΚΑΜΟΣ, ΛΥΣΙΕΘΕΙΡΑ, ΛΥΣΙΘΡΙΞ, ΑΙΟΛΟΧΑΙΤΗΣ ( < αἰόλω = κινῶ ταχέως· ἄελλα = θύελλα). 

ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΙΞ : ὁ ἔχων τὴν τρίχα ποικίλην (ἐπὶ πτηνῶν δέ, πτέρωμα ποικίλον). 

ΣΓΟΥΡΟΜΕΛΑΝΘΡΙΞ, ΟΥΛΟΞΑΝΘΟΚΟΜΟΣ, ΞΑΝΘΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ : Πολυάριθμοι συνδυασμοὶ τῶν σχετικῶν λέξεων δύνανται νὰ χρησιμοποιηθοῦν, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τοὺς διαφορετικοὺς καὶ ποικίλους συνδυασμοὺς τοῦ χρώματος καὶ τοῦ εἴδους τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ὡς : ΞΑΝΘΟΕΘΕΙΡΟΣ, ΟΥΛΟΞΑΝΘΟΘΡΙΞ, ΞΑΝΘΟΚΑΡΗΝΟΣ, ΞΑΝΘΟΟΥΛΟΣ κλπ. (Τὸ ξανθὸς ἤ ξουθὸς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ξαίνω, ξαντὸς καὶ ξανθός, ὡς ἐκ τοῦ χρώματος τῶν ξαινομένων ἐρίων, ἐξ οὗ καὶ ΜΑΛΑΚΟΜΟΣ < μῆλον =πρόβατον, < μαλλός = ἔριον). 

«Ἀπὸ τοῦ ξαίνειν, ἀφ' οὗ καὶ ξάνιον τὸ κτένιον, γίνεται ὁ ξανθός, ὡς οἷον ξαντός», Εὐστάθιος. 

ΜΕΛΑΝΟΧΑΙΤΗΣ : μαυρομάλλης. Συνώνυμα : ΜΕΛΑΧΑΙΤΗΣ, ΜΕΛΑΓΧΑΙΤΗΣ, ΜΕΛΑΓΚΟΜΗΣ, ΜΕΛΑΝΟΘΡΙΞ, ΜΕΛΑΝΘΡΙΞ. 

Ἐπίσης : ΚΥΑΝΟΧΑΙΤΗΣ, ΚΥΑΝΟΦΡΥΣ : < κυανοῦς σημαίνει μέλας. Κατὰ τὸ Ε.Μ. ἐκ τοῦ κεανός, ὅπερ ἐκ τοῦ κῦμα > κυμανός, κυανὸς δηλ. «μαῦρο κῦμα». Λέγεται καὶ ΚΥΑΝΕΘΕΙΡΟΣ, ΚΥΑΝΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ κ.ἄ. 

ΠΟΛΥΧΑΙΤΗΣ, ΛΑΣΙΟΧΑΙΤΗΣ : ὁ ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, ὁ ΛΑΜΠΡΟΜΑΛΛΟΣ. 

ΔΙΑΒΕΒΟΣΤΡΥΧΩΜΕΝΟΣ : ὁ κομῶν τὴν κεφαλὴν διὰ βοστρύχων. 

ΕΠΤΑΠΕΚΤΟΣ (γυνή) : ἡ ἔχουσα βαθεῖαν κόμην, ἡ δυναμένη ἑπτάκις τμηθῆναι· < πέκω ἤ πεκτέω = κείρω, κτενίζω, «χαίτην πέκομαι», ἐξ οὗ γαλλικὰ peigne = κτένι, pegnoir, peigner κλπ. 

ΕΜΒΟΛΙΔΕΣ : περίθετη κόμη ὅπως καὶ τὸ ΠΡΟΚΟΜΙΟΝ, τὸ καλύπτον ὅμως κυρίως τὸ μέτωπον. 

ΦΕΝΑΚΗ/ ΠΗΝΙΚΗ : ψευδὴς κόμη, περοῦκα ( < ἰταλ. parruca < pelo = θρίξ, < λατ. pilus*4 < πῖλος > πιλητόν = συμπιεσμένα ἔρια πρὸς ἐσωτερικὴν ἐπένδυσιν περικεφαλαίων, συνεκδοχικῶς καπέλλον· + zucca < cocuzza = κύβη, κεφαλή). Τὸ Ε.Μ. γράφει περὶ τῆς φενάκης : «κόσμος γυναικεῖος, ἡ λεγομένη οὐρά (πρβλ. τὸ νεώτ. κτένισμα «ἀλογοουρά»). Τὰ ῥἠματα φενακίζω καὶ πηνικίζω σημαίνουν ἐξαπατῶ (ἀμφιβ. ἐτυμολογίας· φέναξ εἶναι ὁ ψεύτης, ὁ ἀπατεών, πρβλ. φοινικικὸν ψεῦδος, «φοίνικες ἄνδρες ἀπατήλια εἰδότες», πρβλ. καὶ τὸ λατινικὸν punicus = φοινικικός, ἀπατηλός)... 

ΚΑΛΛΙΚΟΜΟΣ, ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ, ΗΥΚΟΜΟΣ, ΚΑΛΛΙΠΛΟΚΑΜΟΣ : συνώνυμα, ὅπως καὶ τὰ ΚΑΛΛΙΕΘΕΙΡΑ, ΚΑΛΛΙΘΡΙΞ, ΕΥΘΡΙΞ κ.ἄ. 

... 

ΚΑΡΗ ΚΟΜΟΩΝΤΕΣ καὶ ὡς μία λέξις ΚΑΡΗΚΟΜΟΩΝΤΕΣ : οἱ ἔχοντες μακρὰν καὶ πυκνὴν κόμην, κυρίως ὡς ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν (κάρη = κάρα = κεφαλή). Ἐνῷ οἱ Ἄβαντες εἶναι ὄπισθεν κομόωντες, τρέφοντες κόμην μόνον εἰς τὸ πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς. 

Οἱ Ἄβαντες ἐκείραντο πρῶτοι τὸν τρόπον τοῦτον, οὐχ ὑπ' Ἀράβων διδαχθέντες, ὡς ἕνιοι νομίζουσιν, οὐδὲ Μυσοὺς ζηλώσαντες, ἀλλ' ὄντες πολεμικοὶ καὶ ἀγχέμαχοι καὶ μάλιστα δὴ πάντων εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις μεμαθηκότες, ὡς μαρτυρεῖ καὶ Ἀρχίλοχος», ἀπ. 3D (Πλούτ. Θησεύς, Ε', 2,1), ἐκ τοῦ Ἀπολλωνίου Σοφιστοῦ. 

ΑΚΡΟΚΟΜΟΙ/ ΠΡΟΚΟΤΤΑ : τὸ ἀντίθετον τοῦ ὄπισθεν κομόωντες. Ὑπῆρχε καὶ τὸ εἰδικώτερον κούρεμα «ΚΗΠΟΚΟΜΑΣ», κατὰ τρόπον καλούμενον «κῆπος». 

ΑΚΕΡΣΟΚΟΜΗΣ ἤ ΑΚΕΙΡΟΚΟΜΑΣ : ὁ μὴ κόπτων τὴν κόμην του, κυρίως ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος : «ἀκερσοκόμης, ἁβροχαίτης». 

Κτένισμα ΑΝΑΣΙΛΛΟΝ ἤ ΑΝΑΣΙΜΟΝ : αἱ τρίχες ὀρθοῦνται κατὰ τὸ μέτωπον», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

Καὶ συνεχίζει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ ἴδιο σύγγραμμα : 

Ὁ ἐστερημένος τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν, ἀποκαλεῖται ΦΑΛΑΚΡΟΣ ( < φαλός = λάμπων, < φάω + ἄκρον = κορυφή· αὐτὸς ποὺ γυαλίζει στὴν κορυφὴ τῆς κεφαλῆς του λόγῳ ἐλλείψεως τριχῶν, βλ. τὸ σημερινὸν «γλόμπος»). Λέγεται καὶ ΚΑΡΑΦΛΟΣ, κατ' ἀντιμετάθεσιν τῆς λέξεως «φαλακρός». 

Ὁ Ἡσύχιος τὸν φαλακρὸν τὸν ὀνομάζει καὶ ΛΟΚΟΝ/ ΛΟΚΡΟΝ

Ἐλέγετο καὶ ΒΡΕΓΜΑ ΤΡΙΧΟΡΡΥΕΣ < τρίχες + ῥέω, δηλ. μαδημένος στὸ βρέγμα, στὸ μέτωπον. 

Ὀνομάζεται ἐπίσης καὶ ΕΡΗΜΟΚΟΜΗΣ ( < ἔρημος κόμης), ΑΡΑΙΟΘΡΙΞ ( < ἀραιός + θρίξ), ΨΕΔΝΟΣ ( < ψήω, ὁ μαδαρός), ΨΕΔΝΟΘΡΙΞ, ΜΑΔΑΡΟΣ ( < μαδάω), ΜΑΔΑΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ( < μαδῶ + κεφαλή), ΨΗΝΟΣ/ ΨΑΝΟΣ ( < ψήω, ψεδνός), ΨΙΛΟΣ ( < ψήω, = ἄδενδρος, γυμνὸς τριχῶν), ΦΑΛΑΝΤΟΣ/ ΦΑΛΑΝΤΙΣ ( < φαλός + ἄντα, ὁ κατὰ τὸ μέτωπον φαλακρός), ΑΝΑΦΑΛΑΝΤΟΣ ( < ἄνω + φάλαντος, ὁ ἄνω τοῦ μετώπου φαλακρός, ὁ ἀρχόμενος ὑποφαλακροῦσθαι), ΟΠΙΣΘΟΦΑΛΑΚΡΟΣ (ὁ ὄπισθεν φαλακρός), ΜΕΣΟΦΑΛΑΚΡΟΣ (ὁ κατὰ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς φαλακρός), ΟΛΟΦΑΛΑΚΡΟΣ (ὁ παντελῶς φαλακρός). 

Ὁ Πολυδεύκης στὸ «Ὀνομαστικόν» του παραθέτει καὶ ἄλλες ὀνομασίες καὶ ἐκφράσεις γιὰ τὸ ἀνακρεόντειον «ψιλὸν μέτωπον», ὅπως «ΑΠΕΨΙΛΩΜΕΝΟΣ, ΚΡΑΝΙΟΛΕΙΟΣ ( < κρανίον + λεῖος), ΛΕΙΟΚΑΡΗΝΟΣ ( < λεῖος + κάρηνον), ΑΠΑΝΘΗΣΑΣ (παύομαι ἀνθίζων), ΑΠΟΣΕΣΥΛΗΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΧΑΙΤΗΝ ( < ἀποσυλῶ = ἀποστερῶ), ΑΚΟΜΟΣ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗΝ, ΤΟ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΝ ΠΕΡΙΤΤΩΜΑ ΖΗΜΕΙΩΘΕΙΣ, ΑΩΡΟΛΕΙΟΣ ( =ὁ παρὰ τὴν ὥραν λειαινόμενος καὶ φαλακριῶν), ΨΙΛΟΚΟΡΡΗΣ ( < ψιλή + κόρρη/ κόρση = κεφαλή). 

Τὰ Κωμικὰ Ἀδέσποτα (CAF 917) διασώζουν τὸν κωμικὸν στίχον «φαλακρότερος εὐδίας», δηλ. πιὸ φαλακρὸς καὶ ἀπὸ τὴν λαμπρὴ ἡλιόλουστη ἡμέρα (εὖ + δία = ἡμέρα). Ὁ δὲ Στέφανος Βυζάντιος παραθέτει τὴν ἑξῆς παράξενη πληροφορία : «Καὶ τοὺς φαλακροὺς Μυκονίους καλοῦσιν, ἀπὸ τὸ πάθος τοῦτο ἐπιχωριάζειν τῇ νήσῳ»

*1 Οἱ βάρβαροι ἐσυνήθιζον νὰ κουρεύουν «γουλί» τοὺς αἰχμαλώτους τους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Γράφει ὁ Φιλόστρατος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἀγαπημένη του : 

«Ποιός ἐσένα, καλή μου σὲ κούρεψε, ὡς ἀνόητος καὶ βάρβαρος, αὐτὸς ποὺ δὲν φροντίζει γιὰ τὰ δῶρα τῆς Ἀφροδίτης...πράγματι ἔπαθες τὰ πάντα τὰ ἐκ πολεμίων· ἐγὼ λοιπὸν δὲν θὰ κούρευα οὔτε αἰχμάλωτον, τιμώντας τὸ κάλλος», Ἐπιστ. ξα'. 

Ὁ Ποσειδῶνιος σχολιάζοντας τὶς βαρβαρικὲς συνήθειες καὶ τὴν ἀμέλεια τῶν Γαλατῶν πρὸς τὴν καθαριότητα τῆς γενειάδος τους, μᾶς πληροφορεῖ : 

«Οἱ δὲ Γαλάται...τὰ γένεια...μετρίως ὑποτρέφουσιν...τὰς δὲ ὑπήνας ἀνειμένας ἐῶσιν ( =τὰ μουστάκια τους τὰ ἀφήνουν ἀτημέλητα), ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι ( =ὥστε καλύπτονται τὰ στόματά τους). Διόπερ ἐσθιόντων μὲν αὐτῶν καὶ πινόντων ἐμπλέκονται ταῖς τροφαῖς ( =Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὅταν τρῶνε καὶ πίνουν -ἡ γενειάδα τους- ἐμπλέκεται μὲ τὶς τροφές)», Σπάραγμα, 169, 54. 

Ἡ χαρακτηριστικὴ ἀτημέλητη γενειὰς τῶν βαρβάρων, μέσῳ τοῦ «λατινικοῦ» barbarus < βάρβαρος, ἔδωσε στοὺς ἀλλοθρόους τὶς «γενειάδες τους», ὡς barbe, barba, beard, baard, brada, Bart κοκ. 

*2 Ἐκ τῆς χαίτης, συνεκδοχικῶς τὸ ἀγγλ. head = κεφαλή, τὸ γερμ. Haupt κοκ. Ἐκ τῆς χαίτης καὶ τὸ λατινικὸν saeta/ seta ( =χοντρὴ τρίχα ζώου), ποὺ ἔδωσε ἀργότερα τὰ ἀλλόθροα γιὰ τὸ «μετάξι», soie, seta, seda, Seide κοκ. 

*3 Ἐκ τοῦ «οὖλος» τὰ ἀλλοδαπὰ wool, Wolle ( =ἔριον), villus ( =μαλλί), velvet, velours, velluto, velludo ( =βελοῦδον, ὡς μαλακὸν ὅπως τὸ ἔριον), velouté, velloso κοκ. 

*4 Ἐκ τοῦ πίλος τὸ λατινικὸν pilus, ἐκ τοῦ ὁποίου τὰ ἀλλόθροα poil ( =θρίξ, φόβη), poilu ( =χνουδωτός, τριχωτός), pelare ( =μαδῶ), pelage ( =τρίχωμα ζώου), depilazione ( =ἀποτρίχωσις), pelote, pelota ( =κουβάρι), peloter ( =κάνω κουβάρι, κακοποιῶ), pelositὰ, peluzzo ( =χνουδωτός), Pelz/ pelle ( =δέρμα) κοκ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ