Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.2: ΔΑΙΩ


Ἄραγε ἑσεῖς πόσο συχνὰ χρησιμοποιεῖτε τὸ ῥῆμα «δαίω» στὸν λόγον σας;
…Μὴ βιαστεῖτε νὰ ἀπαντήσετε γιατὶ ἡ ἀπάντησις εἶναι λιγότερο εὔκολη ἀφ’ὅσο νομίζετε!

Τὸ ῥῆμα ΔΑΙΩ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δεῖ καὶ μὲ «διαφορετική αμφίεσιν» στὰ κείμενα ( οἱ συνήθεις βρίσκονται ἐντὸς παρενθέσεων) ἔχει 4 διαφορετικὲς ἀλλὰ παρεμφερεῖς σημασίες:
1. Τεμαχίζω καὶ κατ’ἐπέκτασιν μοιράζω (ΔΑΙΟΜΑΙ/ΔΑΤΕΟΜΑΙ)
2. Καίω ( =ψήνω) καὶ κατ’ἐπέκτασιν ξηραίνω/καταστρέφω (ΔΑΪΖΩ)
3. Εὐωχοῦμαι [ ΔΑΙΝΥΜΙ =προσφέρω γεῦμα, ἑορτάζω, ( προφανῶς συνεκδοχικῶς μὲ τὶς 2 πρῶτες ἔννοιες, ἐπειδὴ τεμάχιζαν καὶ ἔψηναν τὰ ζῶα πρὶν τὰ φάνε)]
4.Μανθάνω (ΔΑΩ,ΔΑΣΚΩ,ΔΙΔΑΣΚΩ), μὲ μεταφορικὴ χροιά.

Καὶ μὲ τὶς 4 σημασίες του ἐπιβιώνει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Τὰ λήμματα ποὺ προκύπτουν ἀπ ’αὐτὸ εἶναι ἀμέτρητα ὁπότε ἐνδεικτικῶς θὰ ἀναφέρω μερικά.
ΔΑΜΟΣ/ΔΗΜΟΣ σημαίνει ἀρχικῶς περιοχή. Τεμαχίζοντας τὴν χώρα σὲ μικρότερα κομμάτια προκύπτουν καὶ οἱ δῆμοι. Καὶ τοὺς δήμους φυσικὰ συνοδεύει καὶ ὁ λαός τους, οἱ ΔΗΜΟΤΕΣ. Ὁπότε σημαίνει τὸν λαὸν ἀλλὰ καὶ τὴν συγκέντρωσιν τῶν πολιτῶν. Μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ καὶ τοὺς ἁπλοὺς πολῖτες σὲ σχέσιν μὲ τὴν ἐξουσία. Μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ἤ καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ στὴν ὁποία ἀναφερόμαστε.
ΔΑΣΜΟΣ κυριολεκτικῶς θὰ πεῖ διαίρεσις καὶ διαμοιρασμός. Ἀρχικῶς ἦταν ἡ μοιρασιὰ τῶν λαφύρων του πολέμου μὲ ἐκεῖνον στὸν ὁποῖον δήλωνε κάποιος ὑπάκουος, δηλαδὴ τὸν βασιλιά του. Ἀργότερα μετετράπη σὲ φόρο ὑποτελείας τῶν ἀδυνάμων πρὸς τοὺς δυνατοὺς κι ἔφτασε ὡς τὶς μέρες μας νὰ ἀποτελεῖ ἀκόμη ἕναν φόρο. Δασμοὶ σήμερα εἶναι τὰ τέλη ποὺ εἰσπράττει τὸ κράτος ἀπὸ εἰσαγόμενα-ἐξαγόμενα εἴδη.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «τεμαχίζω» ἀλλὰ καὶ τοῦ «ψήνω», προέκυψε ἡ ΔΑΙΣ ( τῆς δαιτός), ἡ μερίς φαγητοῦ δηλαδή. Καὶ λόγω αὐτῆς, ὁ ὁμοτράπεζος λέγεται καὶ ΔΑΙΤΥΜΩΝ. Μπορεῖ σήμερα τὴν μερίδα νὰ μὴ τὴν λέμε δαῖτα ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας σὲ σύνδειπνα καὶ συμπόσια τοὺς λέμε ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΕΣ. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ πῆραν τὸ ὄνομά τους καὶ οἱ ΔΑΙΤΑΛΕΙΣ ( > δαίς + ἁλάομαι =περιφέρομαι) δηλαδὴ οἱ πορευόμενοι σὲ δεῖπνα ( ὁλόκληρη κωμωδία τοῦ Ἀριστοφάνους εἶναι ἀφιερωμένη σὲ αὐτούς!).
Ἀπ΄τό «δαίω» προῆλθε καὶ ὁ ΔΑΙΜΩΝ. Ὡς λέξις δὲν ξεκίνησε ἔχοντας ἀρνητικὴ χροιά [ κατὰ τὸν Πλάτωνα «δαίμονες οἱ θεοί, δαήμονες ὄντες, οἷον ἔμπειροι» ( Κρατύλος) ἀλλὰ καί «Τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε και θνητοῦ» ( Συμπόσιον)]. Σήμαινε κατὰ καιροὺς διαφορετικὰ πράγματα ὅπως τὴν θεϊκὴ δύναμιν, τὴν τύχη, τὴν μοῖρα κάποιου ἤ καὶ τὸν φύλακα-ἄγγελον ( στὸν Ἡσίοδο) ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσιν ξεκίνησε ἔχοντας θετικὸν πρόσημο. Πολὺ ἀργότερα στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπιφορτίστηκε ἀρνητικῶς ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ δαίμων διαχωρίζει τὸ πεπρωμένον.
Μὲ τὴν σημασία του ὡς «καίω, ξηραίνω, καταστρέφω» ἔχει ἀκόμη περισσότερες παράγωγες λέξεις ὅπως ἡ ΔΑΣ ( τῆς δαδός), ἡ ὁποία καίει καὶ φωτίζει, ὁ ΔΑΥΛΟΣ ( ξύλο ποὺ προορίζεται γιὰ κάψιμο ἤ ξύλο μισοκαμμένο) ἀλλὰ καὶ ἡ ΔΑΝΙΑ ( > ΔΑΝΟΣ=κεκαυμένος, ξηρός).
Ἀπ’αὐτὸ καὶ τὸ ΑΜΥΓΔΑΛΟΝ ( > ἀμύσσω = γρατζουνῶ, δημιουργῶ ἀμυχές + δαίω) γιατὶ εἶχαν παρατηρήσει οἱ ὀνοματοθέτες πὼς τὸ σκληρὸν κέλυφός του ἐσχίζετο κι ἄνοιγε, ὅταν ἦταν ΔΑΛΟΝ ( =ξερόν).
Κι ἐπειδὴ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐκτὸς ἀπὸ λογικὴ καὶ μαθηματικὰ εἶναι καὶ μουσικὴ τό «δαίω» ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «καίω» γέννησε ἀκόμα ἕνα ῥῆμα, τὸ ΑΙΘΩ [ > δαίω μὲ μετάθεσιν -> αἴδω καὶ μὲ δάσυνσιν τοῦ -δ -> ΑΙΘΩ = 1.καίω, ἀνάπτω ,φλέγω καὶ 2.λάμπω ( μεταφορικῶς )].
Κι ἀπ΄ αὐτὸ ἐγεννήθη ὁ ΑΙΘΗΡ, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο τὸ ἀνώτατο στρῶμα τῆς ἀτμόσφαιρας, ὅπου ἐκεῖ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει τίποτα ( κατὰ τὸν Ἀναξαγόρα), ἐπειδὴ ἦταν πῦρ ( Ἀριστοτέλους, Μετεωρολογικά).
Ἀλλά «αἰθήρ» σήμαινε καὶ τὸ ὁ,τιδήποτε φύσει θερμὸν καὶ λαμπρόν, ἐξ οὖ καὶ ὁ ΑΙΘΡΙΟΣ καιρὸς ἀλλὰ καὶ ἡ ΥΠΑΙΘΡΟΣ, ἡ γῆ ποὺ βρίσκεται ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
Ἀπ’αὐτὸ καὶ ἡ ΑΙΘΙΟΠΙΑ ( = ἡ γῆ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ὄψιν καμμένου) ἀλλὰ καὶ ἡ ὁμηρικὴ ΑΙΘΟΥΣΑ ( ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον, Ἰλ. Ζ. 243), ἡ ὁποία ἀρχικῶς σήμαινε τὸ ΑΤΡΙΟΝ ( =πρόδομος, λατιν.atrium), τὴν στοὰ ποὺ ἦταν στραμμένη πρὸς τὴν ἀνατολή, ἁφ’ὅπου ἀνατέλλει ὁ καυτὸς ἥλιος. Ἀρχικῶς ἡ αἴθουσα ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς χῶρος φιλοξενίας κι ἀργότερα περιέγραφε ὁποιοδήποτε μεγάλο εὐήλιο δωμάτιο. Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ ἡ ΑΙΘΑΛΗ , διότι ὅταν κάτι καίγεται παράγει καπνό.
ΔΑΪΟΣ εἶναι ὁ καταστροφικός, τόσο καταστροφικός ὅσο ὑπῆρξε ἄθελά της ἡ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ ( > δαίω +ἀνήρ = ἡ τὸν ἄνδρα καταστρέφουσα) γιὰ τὸν Ἡρακλῆ, ὅταν τοῦ ἔστειλε νὰ φορέσει τὸν δηλητηριασμένο χιτῶνα.
Κι ἄν ἀναρωτιέστε πῶς κολλάει μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἑρμηνείες τοῦ «δαίω» ἡ ἔννοια τοῦ μανθάνειν, ἁπλῶς σκεφτεῖτε πὼς ἡ φλόξ τῆς δαδὸς δὲν καίει μόνο (πῦρ), ἀλλὰ φωτίζει κιόλας (φωτιά). Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια δημιουργήθηκε ἡ λέξις ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ γιὰ νὰ σημάνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ φωτίζει πνευματικῶς τοὺς μαθητές του, τοὺς ΔΑΣΚΕΙ. Καὶ τὸν ὠνόμασαν δι-δάσκαλον κι ὄχι δάσκαλον γιατί «ὁ διδάσκαλος διπλοῦς ἐθέλει εἶναι. Ἄνευ μαθητοῦ πῶς θα παραδώσει μάθημα;», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ.
Βεβαίως γιὰ νὰ εἶναι κάποιος διδάσκαλος πρέπει νὰ εἶναι ΔΑΗΜΩΝ ( =εἰδήμων,γνώστης) κι ὄχι ΑΔΑΗΣ, ὅπως καὶ ὁ στρατηγὸς στὴν μάχη ( =ΔΑΪΣ) πρέπει νὰ εἶναι ΔΑΪΦΡΩΝ ( =1.συνετός, 2.ἱκανὸς λόγω γνώσεων, 3.ἐμπειροπόλεμος) γιὰ νὰ καταφέρει νὰ τὴν κερδίσει. Καὶ φυσικῶς ὁ χῶρος ὅπου διδάσκει τοὺς μαθητές του δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλεῖται διαφορετικῶς, παρὰ μόνον αἴθουσα!
Μὲ τὴν ἔννοια τῆς γνώσεως δημιούργησε ἀκόμα ἕνα ῥῆμα τὸ ΔΑΙΔΑΛΛΩ ( =ἐργάζομαι εὐφυῶς, κατασκευάζω περιτέχνως, κεντῶ, διακοσμῶ καὶ ποικίλλω < δαίδαλα «ποικίλα κατασκευάσματα ἐκ δαήσεως καὶ ἐμπειρίας ὄντα», Μ.ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ) γιατὶ θέλει γνῶσιν, δεξιοτεχνία καὶ ὀξύνοια γιὰ νὰ κατασκευάσεις κάτι τὸ καλαίσθητον καὶ νὰ εἶσαι εὐφυής τεχνῖτης, ἤτοι ΔΑΙΔΑΛΟΣ.

Τελικά, εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ χρησιμοποιεῖτε συχνότερα ἀπὸ ὅσο νομίζατε;

Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL-SCOTT>>, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ), ΠΛΑΤΩΝ>> ,<<ΚΡΑΤΥΛΟΣ (ΠΕΡΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΟΡΘΟΤΗΤΟΣ), ΠΛΑΤΩΝ>> ΚΑΙ <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, <<ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ>>, <<ΙΛΙΑΣ, ΟΜΗΡΟΣ>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (