Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.3: ΚΥΝΩ ΚΑΙ ΚΥΩΝ


Λέξεις-παράδειγμα πὼς δύο μόνον συλλαβὲς ἀρκοῦν γιὰ νὰ συσχετίσεις τὸν πιστὸ μιᾶς θρησκείας, μὲ τὸν σκύλο, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν ἀναιδῆ, τοὺς φιλοσόφους, τὶς Κανάριες Νήσους καὶ τὴν βοτανολογία! Ἀρκεῖ νὰ διαθέτεις φαντασία καὶ εὔπλαστη γλῶσσα!
ΚΥΝΕΩ-ΚΥΝΩ σημαίνει φιλῶ, ἀσπάζομαι. Ἔχει ἐπιβιώσει στὴν γλῶσσα μας μέχρι σήμερα μέσω τοῦ συνθέτου τού, ΠΡΟΣΚΥΝΩ. Τὴν πρόθεσιν «πρός» ἐμπρὸς ἀπ’τὸ κυνῶ δὲν τὴν ἔθεσαν τυχαίως οἱ Ἕλληνες ἀλλὰ γιὰ νὰ διευκρινίσουν πὼς ὁ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ κάνει τὸν κόπον καὶ προσ-έρχεται γιὰ νὰ φιλήσει κάτι, νὰ προσ-φέρει τὴν λατρεία καὶ τὸν σεβασμόν του σὲ κάποιον θεόν. Κατὰ τὴν δημιουργία του, τὸ ἔτυμόν του δὲν περιεῖχε τὴν ἔννοια τῆς γονυκλισίας γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἔσκυβαν ὅταν προσέφεραν λατρεία στοὺς θεούς τους ( «οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησι προσκυνέειν», Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης).
Αὐτὴ ἡ σημασία, τοῦ προσεδόθη ἀργότερα ἐπειδὴ παρατηροῦσαν πὼς οἱ βάρβαροι εἶχαν ἔθιμον νὰ προσφέρουν λατρεία στὸν μεγάλον βασιλιὰ ὑποκλινόμενοι, δηλώνοντάς του ἔτσι τὴν ὑποταγή τους σ’αὐτόν. ( «Προσκυνεῖν τούς ὑβρίζοντας, ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις», Δημοσθ,549,16 ). Ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν σημασία τοῦ ὑποκλίνομαι, γονατίζω .
Καὶ μπορεῖ στὴν θέσιν τοῦ «κυνῶ» ( ἀόριστος: ἔκυσσα) ἑμεῖς νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ ῥῆμα «φιλῶ», ἀλλὰ αὐτὸ διετηρήθη αὐτούσιον σὲ πολλὲς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες ( π.χ. στὰ ἀγγλικά λέγεται kiss, στὰ γερμανικά küssen, νορβηγικά/σουηδικὰ kyss, ὁλλανδικά/δανικὰ kys κ.ἄ ).
Ἀκόμα, ἕνα παιχνίδι ποὺ ἔχει φτάσει ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας καὶ ὀφείλει τὸ ὄνομά του σ’αὐτὸ τὸ ῥῆμα εἶναι ἡ ΚΥΝΗΤΙΝΔΑ καὶ τὸ ἔχουμε παίξει ὅλοι λίγο-πολὰ στα μαθητικά μας χρόνια. Σήμερα δυστυχῶς τὸ λέμε «μπουκάλα» καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ παιχνίδι κατὰ τὸ ὁποῖον προσπαθεῖ κάποιος νὰ φιλήσει αὐτὴν ποὺ τοὺ ἀρέσει χωρὶς νὰ ἐκφράσει τὸν ἔρωτά του ἀλλὰ μὲ πιό «δόλιον» τρόπον.
Ἀπὸ αὐτὸ παρήχθη καὶ ὁ ΚΥΩΝ ( τοῦ κυνός), ὁ σκύλος δηλαδή ( ἀπ’αὐτὸν καὶ τά : λατ. canis, ἰταλ.cane, γαλ.chien, ἀγγλ.hound, γερμ.Hund, ὁλλ. Hond κλπ). Σήμερα ἑμεῖς τὸν ὀνομάζουμε σκύλο ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες σκύλαξ ἔλεγαν τὸ νεογνόν του ποὺ τοὺς προσεκόμιζε σκῦλα ( =λάφυρα) καὶ γιὰ νὰ παίξει ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσει γιὰ τὴν φροντίδα ποὺ τοῦ προσέφεραν.
Ὅμως ὅταν μεγάλωνε ἡλικιακῶς ὁ σκύλος, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τοῦ ἤλλαζαν ὄνομα καὶ τὸν ἀπεκάλουν κύνα, γιατὶ παρέμενε πιστὸς καὶ ἦταν φιλοδέσποτος. Μέχρι καὶ σήμερα τοῦ ἀρέσει νά «φιλάει» καὶ νὰ γλείφει αὐτοὺς ποὺ τὸν φροντίζουν, εἰδικὰ ὅταν εἶναι πληγωμένοι σωματικῶς ἤ ψυχικῶς ( «Θωπευτικὸν καὶ φιλητικὸν ζῶον ὁ κύων», Ἀριστοτέλους, Περὶ ζώων ἱστορίαι ). Ἄλλωστε εἶναι ὁ ἀγαπημένος καὶ ὁ πιὸ πιστὸς φίλος τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ φιλεῖ ( =ἀγαπᾶ) πολὺ τὴν οἰκία τῶν εὐεργετῶν του καὶ γι’αὐτὸ καὶ τὴν προσέχει σὰν τὰ μάτια του! Σ’αὐτὸν ὀφείλουν τὸ ὄνομά τους τὸ ΚΥΝΟΚΟΜΕΙΟΝ ( > κύων + κομῶ =φροντίζω), τὸ ΚΥΝΟΤΡΟΦΕΙΟΝ ( > κύων +τρέφω), τὸ ΚΥΝΗΓΙ ( κύων + άγω=οδηγώ), ΚΥΝΟΔΟΥΣ [ > κύων + ὀδούς) =τὸ δόντι αὐτὸ ποὺ ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν τοῦ κυνός)] καὶ χιλιάδες ἄλλα ποὺ εἶναι λίγο-πολὺ γνωστὰ σὲ ὅλους.
Κάτι ὅμως ποὺ δὲν εἶναι εὐρέως γνωστὸν εἶναι πὼς καὶ τὰ ΚΑΝΑΡΙΑ ΝΗΣΙΑ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν κύνα ( λατινικά: canis). Μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλίνιος ὁ πρεσβύτερος πὼς σ’αὐτὰ τὰ νησιὰ πλεόναζαν οἱ μεγαλόσωμοι σκύλοι. Καὶ πρὸς ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων, τὰ καναρίνια ἤ ΚΥΝΑΡΙΑ, ὅπως ἀπεκαλοῦντο κάποτε, πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπ’ αὐτὸ τὸ νησιωτικὸν σύμπλεγμα κι ὄχι τὸ ἀντίστροφον.
Ἕνα ὅμως ἀκόμη γνώρισμα τοῦ φιλητικοῦ αὐτοῦ ζώου εἶναι πὼς εἶναι ἀναιδὲς ἤ τουλάχιστον ἔτσι ἐθεωρεῖτο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούταρχος). Ἔτσι τὸ νὰ σὲ χαρακτηρίζε κάποιος ΚΥΝΙΚΟ σήμαινε πὼς σὲ χαρακτήριζε ἀναίσχυντον, θρασύτατον. Ἐξ οὗ καὶ ὁ ΚΥΝΤΕΡΟΣ ( =ὁ λίαν τρομερός, ὁ ἀδιάντροπος) ποὺ αναφωνεῖ ὁ Ὀδυσσεύς, ὅταν ἐπιστρέφει στὸ παλάτι του καὶ βλέπει τοὺς μνηστῆρες νὰ τοῦ ῥημάζουν ὅλα ὅσα ἄφησε φεύγοντας γιὰ τὴν Τροία ( «τέτλαθι δή κραδίη καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾿ ἔτλης», Ὁμήρου, Ὀδύσσεια,υ,18).
Βέβαια ὑπῆρχε καὶ ἡ περίπτωσις νὰ μὴ φάνταζε προσβλητικὸν τὸ νὰ σὲ ἀποκαλέσει κάποιος κυνικόν. Αὐτὴ ἡ περίπτωσις ἦταν νὰ ἤσουν μέλος τῆς σχολῆς τοῦ Ἀντισθένους, τῶν ΚΥΝΙΚΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ δηλαδή, οἱ ὁποῖοι πίστευαν πὼς θεμέλιον γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐτυχία εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν φύσιν καὶ ἡ ἱκανοποίησις τῶν βασικῶν, στοιχειωδῶν-θηριωδῶν ἀναγκῶν. Σὲ αὐτοὺς ὀφείλεται καὶ ὁ ὅρος ΚΥΝΙΚΟΣ ποὺ λέμε σήμερα, ὅταν θέλουμε νὰ χαρακτηρίσουμε ἕναν ἄνθρωπον μὲ παντελῆ ἔλλειψιν εὐαισθησίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν δυσαρέσκεια ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσουν τὰ λεγόμενά του.
Καὶ μιᾶς καὶ ἀνεφέρθη πιὸ πάνω ὁ Ὅμηρος, στὴν Ἰλιάδα του, ὅταν μᾶς περιγράφει τὴν διαμάχη ἀνάμεσα στὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὸν Ἀχιλλέα γιὰ τὴν Βρισηίδα, φροντίζει νὰ μᾶς ἐνηρώσει γιὰ ὅλες τὶς προσβλητικὲς λέξεις ποὺ ἀντήλλαξαν οἱ δυό τους. Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, ὁ Ἀγαμέμνων χαρακτηρίζεται ἀπ’τὸν Πηλείδη καὶ ΚΥΝΩΨ ( >κύων + ὤψ), ἔν ὀλίγοις σκυλομούρης «τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε κυνῶπα πρὸς Τρώων», Ιλιάδα, Α,160) ἀλλὰ καὶ σκυλομάτης, δηλαδὴ ἄνδρας μὲ μάτια γεμάτα αἶσχος καὶ ἀναίδεια ( «Οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων», Ιλιάδα Α,225) .
Τέλος, στὴν ἐπιστήμη τῆς βοτανικῆς συγκαταλέγεται καὶ τὸ φυτὸν ΚΥΝΟΡΡΟΔΟΝ ( > κύων +ῥόδον) ἤτοι ἡ ἀγριοτριανταφυλλιά. Ὁ λόγος; Λέγεται πὼς παλαιότερα τὸ συγκεκριμένον φυτὸν τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὡς θεραπεία κατὰ τῆς λύσσας.
Ἄν τὸ «ΚΥΝΩ» εἶναι ἕνα ἀκόμα ἀρχαῖον δυσνόητον ξεχασμένον ῥῆμα, τί θὰ γίνει ἄν τὸ ἀποκλείσουμε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας καὶ τὸν παγκόσμιον λόγον; Ἕως πότε θὰ ΚΥΝΟΦΘΑΛΜΙΖΟΥΜΕ ( = βλέπω μὲ ἀναίδεια) τὴν ἑλληνική γλῶσσα;

Γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρον χρησιμοποιήθηκαν τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>> ΚΑΙ <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> τῆς σπουδαίας Ἄν. Ευσταθίου-Τζιροπούλου, ἡ <<ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ -LIDDELL-SCOTT>>, <<ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ>> <<ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, <<ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ