Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.4: ΤΛΩ


Γιατί ὁ δεύτερος μεγαλύτερος ὠκεανὸς τῆς γῆς λέγεται Ἀτλαντικός; Τί κοινὸν ἔχει ἕνας ταλαίπωρος μὲ ἕναν ἀθλητή; Πῶς συνδέονται ἡ ἐξάρτυσις ἑνὸς φαντάρου μὲ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ τὸ δολλάριο μὲ τὴν Ἰταλία;
Ἡ ἀπάντησις εἶναι τὸ ῥῆμα ΤΛΑΩ-ΤΛΩ ( < ταλάω < ταλάFω < τλάFω ), τὸ ὁποῖον νεοελληνικῶς σημαίνει ὑπομένω, ἀντέχω.
ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ) εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιο θόλο. Ὁ ἴδιος πέφτοντας ἀπὸ ἕνα βουνὸ τῆς βορειοδυτικῆς Ἀφρικῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ ὁλόκληρη τὴν ὀροσειρά, ἡ ὁποία φέρει τὸ ὄνομά του μέχρι καὶ σήμερα, ἀλλὰ καὶ στὸν ὠκεανὸ στὸν ὁποῖον προσθαλασσώθηκε τὸν ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ. Ἀκόμα, χάριν αὐτοῦ οἱ ἰατροὶ ὀνομάζουν ἄτλαντα τὸν πρῶτον σπόνδυλον τῆς σπονδυλικῆς στήλης ἐπειδὴ εἶναι αὐτὸς ποὺ σηκώνει στούς «ὤμους» του τὸ βάρος τῆς δικῆς μας σφαῖρας, τοῦ κεφαλιοῦ.
Ἀπὸ τό «τλάω» παράγεται ὅμως καὶ ὁ ΑΘΛΗΤΗΣ ( μὲ τροπὴ τοῦ -τ σὲ δασύ -θ), γιατὶ κι αὐτὸς ὑπομένει τὰ πάντα ὅπως ὁ Ἄτλας, γιὰ νὰ κερδίσει ὅμως τὸν ΑΘΛΟΝ ( =ἀγῶνα) αὐτὴν τὴν φορὰ καὶ νὰ πάρει τὸ ΕΠΑΘΛΟΝ. Καὶ ἐπειδὴ τελειώνοντας κάποιος ἕναν κοπιαστικὸν ἄθλον εἶναι φοβερὰ κουρασμένος καὶ καταπονημένος, τὸν εἶπαν ΑΘΛΙΟΝ!
Καὶ μιᾶς καὶ ὁμιλοῦμε γιὰ σωματικὸ πόνο, ἀπὸ τό «τλῶ» βγαίνει καὶ ἡ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ [ < τάλας ( < τλῶ) + πωρέω= πενθῶ ( < πάσχω), λυπᾶμαι ἤ κατ’ἄλλους ἀπ’τὸ τλῶ + πείριος, «ὁ πολλά τετληκὼς καὶ πολλῶν πεπειραμένος», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ] καὶ σημαίνει τὴν ἐπίμοχθον ἐργασία τὴν ὁποία πασχίζουμε νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ τὴν ὁποία ὑπομένουμε μὲ σχετικὴ λύπη.
ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ εἶναι κυριολεκτικῶς ὁ ἔχων ὑποστεῖ τὰ πάνδεινα καὶ εἶναι φυσικὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νὰ εἶναι ΤΑΛΑΣ ( =δυστυχής). Ὅμως εἶναι καὶ ΤΟΛΜΗΡΟΣ ( τολμῶ < τλάω, «τολμῆσαι ἐστί τὸ ὑπομεῖναι», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, «τόλμη έστί τόν κίνδυνον ὑπομεῖναι» , Γοργίας, Ὀλυμπιακὸς λόγος 408 π.Χ).
ΤΑΛΑΡΟΝ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν τὸ καλάθι πλεγμένον ἀπὸ κλαδιὰ λυγαριᾶς, αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα ΤΕΛΑΡΟΝ. Τὰ τάλαρα ἦταν τὰ πρῶτα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὸ ἐμπόριον ἀντὶ χρημάτων κι ἐπειδὴ ἔβαζαν πολλὰ καὶ βαριὰ πράγματα μέσα ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνθεκτικά. Ἦταν τόσο μεγάλα ποὺ ἔπρεπε κανεὶς νὰ χρησιμοποιήσει ὅλη τὴν παλάμη του γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὰ σηκώσει κι ὄχι μόνον λίγα δάχτυλα. Ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν δαχτύλων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἔφτασε τὸ τάληρον νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ 5 νομισματικὲς μονάδες.
ΕΠΙΤΑΛΑΡΙΟΣ ὠνομάζετο ὁ βωμὸς τῆς Ἀφροδίτης ποὺ ὑπῆρχε στὴν Ῥώμη καὶ τὴν ἀναπαριστοῦσε νὰ κρατᾶ ἕνα καλάθι μέσα στὸ ὁποῖον ἐναπετίθεντο οἱ προσφορές. Ἔτσι μέσῳ τοῦ βωμοῦ αὐτοῦ ἡ λέξις «τάλαρος» ταξίδεψε σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη.
Τὸν 16ον αἰ. στὸ βασίλειον τῆς Βοημίας ὅταν «ἔκοψαν» ἀσημένια νομίσματα, τὰ ὠνόμασαν «τάλερ» πρὸς τιμὴν τῶν ταλάρων ( τάλαρος/ τάληρος > τάλερ καὶ γερμανικά: thaler). Καὶ αὐτὸν τὸ τάλερ εἶχε τὴν τύχη νὰ διασχίζει γιὰ πάνω ἀπὸ 4 αἰῶνες τὴν Εὐρώπη καὶ νὰ τὸ μάθουν ἀργότερα καὶ οἱ Ἀμερικάνοι, οἱ ὁποῖοι βάπτισαν ἔτσι τὸ νόμισμά τους παραφθείροντάς ὅμως τὸ thaler σὲ dollar, ἤτοι ΔΟΛΛΑΡΙΟΝ.
Ἀκόμα ἕνα νόμισμα ποὺ ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν τάλαρον ἦταν τὸ δικό μας ΤΑΛΑΝΤΟΝ, τεμάχιον χρυσοῦ διαφορετικοῦ βάρους ἀνὰ τόπον. Ὁπότε ἀναλόγως ποῦ βρισκόσουν ἔπρεπε νὰ τὸ ζυγίσεις γιὰ νὰ δεῖς τὴν ἀξία του. Γι’ αὐτὸ τάλαντον εἶναι καὶ ἡ ζυγαριὰ καὶ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΙΣ, τὸ ζύγισμα. ΤΑΛΑΝΤΕΥΟΜΑΙ σημαίνει κουνιέμαι ὅπως μία ζυγαριά, πότε δεξιὰ καὶ πότε ἀριστερά.
Ἀργότερα, τὸ τάλαντον καθορίστηκε νὰ ὁρίζει τὴν πνευματικὴ ἀξία, τὴν ἐπιδεξιότητα κάποιου, ἐν ὀλίγοις τὸ ΤΑΛΕΝΤΟ του.
Σχετικῶς μὲ τὴν σχέσιν ποὺ ἔχει ἡ ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία μὲ τὴν στρατιωτικὴ ἐξάρτυσιν, ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ λέξις ΤΕΛΑΜΩΝ.
Τελαμὼν ἦταν τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν Ἀργοναυτῶν, πατρὸς τοῦ Αἴαντος καὶ θείου τοῦ Ἀχιλλέως. Λέγεται πὼς ἦταν αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὴν πόλιν Talamone στὴν σημερινὴ Τοσκάνη τῆς Ἰταλίας ἀφ’ὅτου γύρισε ἀπ’τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τὸ δικό του ὄνομα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τό «τλῶ» καὶ σημαίνει ἀνθεκτικός, δυνατός.
ΤΕΛΑΜΩΝΑ ὀνομάζεται ὅμως καὶ ἕνα εἶδος ζώνης ποὺ κρεμάει ὁ φαντάρος στὸν ὦμον του καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ θῆκες ποὺ μέσα τοὺς μπαίνουν τὰ φυσίγγια. Λέγεται ἔτσι γιατὶ εἶναι τόσο ἀνθεκτική, ὥστε νὰ ἀντέχει τὸ βάρος τῆς πολεμικῆς ἐξαρτύσεως.
Τέλος, ΤΑΛΙΑ/ΤΗΛΙΑ ἦταν ἡ σανίς, ἡ ξύλινη ΤΑΒΛΑ ποὺ λέμε σήμερα ( >θ. τλαFω -> ταFλω -> λατιν.tabula). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀσυναίρετο θέμα τοῦ τλάω δημιουργήθηκε τὸ τραπέζι σὲ πολλὲς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες ( βλ. table), ἡ ΤΑΜΠΕΛΑ ἀλλὰ καὶ ἡ κωμικὴ λέξις ΤΑΒΛΙΟΠΗ ( > τάFλω + μοῦσα Καλλιόπη). Ταβλιόπη ἔλεγαν ἕνα παιχνίδι μὲ κύβους ( ζάρια ) τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται σὲ κείμενα πὼς ἐπαίζετο ἤδη ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ( «εἰς ποιητὴν κυβεύοντα πάντων μουσοπόλων ἡ Καλλιόπη, θεός ἐστιν ἡ σὴ Καλλιόπη Ταβλιόπη», ἑλληνικὴ ἀνθολογία 5,11,3731).
Καὶ ἀμέτρητες ἄλλες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε καθημερινῶς προέρχονται ἀπ’ αὐτὸ τὸ κατά τὰ ἄλλα ξεχασμένο ῥῆμα. Μῆπως τελικῶς δὲν εἴμαστε ἀρκετὰ ΤΑΛΑΥΡΙΝΟΙ ( > τλῶ =ἀντέχω +ῥινός =ἀσπίδα) ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν γλῶσσα μας;
Τὸ ῥῆμα «τλῶ» σὲ ἄλλες γλῶσσες:
Λατιν.: Tolero
Ἀγγλ.: Tolerate
Γαλλ.: Tolérer
Γερμ.: Tolerieren
Ἰταλ.: tollerare
Δαν./ νορβηγ.: tolerere
Ἐσθον.: taluma (βλ.τόλμη)
Σουηδ.: tolerera
Ὁλλανδ.: tolereren
Σερβ.: толерирати
Πολων.: tolerować

Ἠντλήθηκαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>> <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, Α.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDELL-SCOTT>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, << ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ DUDEN>>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (