Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΓΗ, Η ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΕΝΝΩΣΑ


Γῆ, ἐκ τοῦ γῶ ( =γεννῶ, τίκτω, δέχομαι ἀλλὰ καὶ χωρῶ). Διόλου ἀφύσικον καθῶς ἔρθεν ( =ἀπ’τὴν γῆ) γεννιοῦνται ὅλα καὶ σ’αὺτὴν ἐπιστρέφουν!
Λέξις ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μόνον γράμματα. Δὲν χρειάζονται παραπάνω! Ὅπως κι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ δύο χρειάζεται μόνον, τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα. Κι ὅπως τὸ ὑνὶ ὀργώνει τὴν γῆ καὶ σπείρεται ὁ καρπὸς κι ἀνθοφορεῖ ἔτσι καὶ ἡ δυναμένη φέρειν καρπόν (ἔρωτος) καὶ τίκτουσα «ἄνθος», λέγεται Γ-ΥΝΗ.
Ἡ μήτηρ λοιπὸν ΓΗ ἤ ΓΕΑ ἤ ΓΑΙΑ ἤ ΔΗ ἤ ΔΑ ἤ ΖΑ ἔχει πάμπολλες διαφορετικὲς ὀνομασίες ἀναλόγως τὴν νοηματικὴ ἀπόχρωσιν ποῦ θέλουμε νὰ τῆς προσδώσουμε.
Καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτον τὸ γεγονός, πὼς καμμία ἀπ΄αὐτὲς τὶς συνώνυμες λέξεις της δὲν ἔχει χαθεῖ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ἐπιβιώνει κι ἄν ὄχι αὐτούσια, μέσω τῶν παραγώγων καὶ τῶν συνθέτων της.
Ἄλλη ὀνομασία λοιπὸν τῆς γῆς εἶναι ἡ ΑΡΟΥΡΑ. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀρόω ποὺ σημαίνει καλλιεργῶ, ὀργώνω. Σήμερα τὴν λέμε καὶ ἀγρὸν κι ἀπ’αὐτὸ ἔχουμε δημιουργήσει χιλιάδες ἄλλες λέξεις ( ἀγρότης, ἀγροῖκος, ἄγριος, ἀγρόκτημα, ἄγρυπνος κλπ). Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ πατρὶς ἄρουρα ( =ἡ πατρικὴ γῆ) ποὺ λέμε σήμερα σκέτο πατρίδα. Ἀπ’ αὐτὸ κι ὁ ἀρουραῖος, δηλαδὴ ὁ ἀγροτικὸς μῦς κι ὄχι ὁ ποντικὸς μῦς ποὺ ταξίδευε μὲ τὰ καράβια ( θυμηθεῖτε τὸν πόντον στὸ λεξιλόγιον τῆς ἁλός), ἀλλὰ καὶ τὸ ἐργαλεῖον ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ ὀργώσουμε, τὸ ἄροτρον! Σπουδαῖον νὰ σημειωθεῖ εἶναι πὼς καὶ ἡ κοιλιὰ τῆς γυναικὸς ἀπεκαλεῖτο ἄρουρα κι ὁ λόγος προφανής!
Ἡ ἐπίπεδη, λεία γῆ λέγεται ΧΘΩΝ [ > χῶ ( =χωρῶ) +θέω ( =τρέχω)]. Ὁ ὑποχθόνιος, ὁ αὐτόχθων, ὁ καταχθόνιος, ὁ ἐνοσίχθων, ὁ χθόνιος, ἡ χθονοφαγία, ὅλα αὐτὰ κι ἀκόμα περισσότερα ἀνάγονται στὸ ἔτυμον αὐτό.
Λέγεται ἀκόμα καὶ ΞΗΡΑ ἤ ΑΙΑ. Αἴα ἐκ τοῦ αὔω ( =καίω, ἀλλὰ καὶ στεγνώνω, > ἄFημι=πνέω) καὶ ξηρὰ ἐκ τοῦ ξηραίνω. Εἶναι ἡ αὐ-στηρὴ αὐτὴ γῆ ποὺ δὲν ἐπιτρέπει σὲ ὑδρόφιλα φυτὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὴν αὔανσιν ( =μαρασμόν) καὶ στὴν αὐάτα ( αἰολ.διαλ. Ἄτη=καταστροφή).
Ἀλλὰ καὶ ΔΑΝ, ἐκ τοῦ δαίω ποὺ σημαίνει καὶ καίω, ἡ ξηρὰ μὲ λίγα λόγια. Δαναοὶ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, Δανάη, δανός ( =ὁ κεκαμμένος), ὅλα παράγωγα αὐτῆς.
Παραπλήσια μὲ τὶς προηγούμενες ὀνομασία εἶναι καὶ ἡ ΧΕΡΣΟΣ ἤ σχέρος/χσέρος ( ἡ Σχερία τοῦ Ὁμήρου), ἡ ξερή-πετρώδης γῆ, ἡ μὴ καρποφοροῦσα.
Ἡ ξηρὰ γῆ ἐλέγετο ὅμως καὶ ΤΕΡΡΑ ἐκ τοῦ τερσαίνω/θερσαίνω ( =θερμαίνω καὶ συνεκδοχικῶς ξηραίνω). Ἀπ’αὐτὴν καὶ τὴν λατινικὴ ἔκδοσιν τοῦ «καίω» (=ψήνω, λατ.coquo) προῆλθε ἡ τερρακότα, ἡ καμμένη γῆ, ὁ ψημένος πηλός.
Ἐπιπλέον ΨΥΡΙΣ εἶναι ἡ ἄγονος γῆ ὅπως αὐτὴ τῆς νήσου Ψύρας, τὰ σημερινὰ Ψαρὰ δηλαδή.
Ἀκόμα μία ὀνομασία τῆς γῆς εἶναι ἡ ΕΡΑ. Προέρχεται ἀπ’τὸ ἐρῶ ( =ἀγαπῶ, ἐπιθυμῶ, βλ. ἐραστής, ἔρωτας, ἔρανος κλπ) ἤ καὶ ἀντίστροφα καθῶς τὸ ἐρῶ, «πρῶτον ἐπὶ τῆς γῆς ἐλέχθη (ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ)». Αὐτὴ δημιούργησε καὶ τὸ ῥῆμα ἐρίζω (=φιλονεικῶ), καθῶς ἡ γῆ ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν λόγον ἐρίδων (βλ. καὶ ἐριστικός, Ἐρινύες).
Ἀλλὰ ἀπ’αὐτὴν προῆλθε καὶ τὸ ἐρείδω/ἐρείζω ( =στηρίζω, στεριὰ τὴν λέμε σήμερα) γιατὶ ἄν δὲν στηριχτεῖς σ’αὐτὴν ποῦ θὰ στηριχτεῖς; Ἀπὸ τὴν ἔρα καὶ τὸ ἕδος ποὺ εἶναι τὸ κάθισμα ( βλ. ἔρεισμα, ἐρεισίνωτο).
Ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἡ ΕΡΗΜΟΣ, ἡ «μοναχική» γῆ, ἄνευ βλαστήσεως, στὴν ὁποία ἔρημος ἡρεμεῖς.
Ἄλλο ἕνα ὄνομά της ἦταν ΥΛΗ καὶ σήμαινε τὴν δασώδη γῆ. Δὲν εἶναι τυχαῖον ἄλλωστε πὼς στὴν πρώτη ὕλη τους, τὸ ξύλο, ἔδωσαν τὸ ὄνομα αὐτῆς καθῶς ἐξ ὕλης παράγεται.
Τὴν εἶπαν καὶ ΧΩΡΑ ( > ὥρα-> χώρα =συγκεκριμένη ἔκτασις γῆς σὲ καθορισμένη στιγμὴ σὲ σχέσιν μὲ τὸν ἥλιο) καὶ σήμαινε κυρίως εἴτε μία συγκεκριμένη ἔκτασιν γῆς/τοποθεσία, εἴτε τὴν ἐξοχή, εἴτε τὸν χῶρον.
Ἔπειτα οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν εἶπαν καὶ ΗΠΕΙΡΟΝ, ἐκ τοῦ ἄ-πειρος, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ δὲν περνᾶ τὴν θάλασσα καὶ αὐτὴ ποὺ δὲν διασχίζεται μὲ πλοῖον (λέξις ποὺ δεικνύει καὶ αὐτὴ πὼς οἱ Ἕλληνες ἦταν ἀνέκαθεν ναυτικὸς λαός). Ἡ λέξις ἤπειρος εἶχε ἀρχικῶς τὴν σημασία τῆς στερεᾶς γῆς ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ὑγρὴ θάλασσα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο καὶ μετὰ δηλωνόταν ἡ ἠπειρωτικὴ χώρα σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὴν νησιωτικὴ Ἑλλάδα.
ΨΑΜΜΟΣ τὸ ἄλλο τῆς ὄνομα. Αὐτὸ ποὺ ἑμεῖς σήμερα λέμε ἄμμος. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ψήω τὸ ὁποῖον  σημαίνει τρίβω καὶ σκουπίζω, σφουγγίζω. Ἀπ΄αὐτὸ τὸ ῥῆμα προέρχεται ἡ ψίχα, ἡ ψῆφος ( =ἡ μικρὴ πέτρα), ἡ ψώρα κλπ.
Ἄλλο ῥῆμα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ξύνω, τρίβω εἶναι καὶ τὸ κνάω (βλ. κνησμός), τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὴν λέξιν ΚΟΝΙΣ καὶ ὑποδηλώνει τὴν κατακομμένη γῆ. Αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε σκόνη.
Τὸ ΟΥΔΑΣ ἀναφέρεται ἐπίσης στὸν Ὅμηρο καὶ σημαίνει τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦμε δάπεδον.
ΒΩΛΟΣ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς εὐφόρου γῆς, ἡ ὁποία διαθέτει σβώλους χώματος ἐπειδὴ εἶναι ὀργωμένη μὲ ἀλέτρι, τὸ χωράφι θὰ λέγαμε.
Ὅταν ἤθελαν νὰ δηλώσουν τὸ κομμένο κομμάτι γῆς, ποὺ τεμαχίστηκε γιὰ νὰ μοιραστεῖ ( αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε ἀγροτεμάχιον) τὴν εἶπαν καὶ ΔΑΙΑ ( >δαίω =ἐδῶ: τεμαχίζω, μοιράζω) .
Τὴν ἀνοχύρωτον γῆ τὴν ὠνόμασαν ΥΠΑΙΘΡΟ [ > ὑπό + αἴθω = καίω, ( ἡ ὑπὸ τοῦ καυτοῦ ἡλίου εὑρισκομένη)]
ΓΟΥΝΟΣ εἶναι ἡ γόνιμος γῆ ποῦ βρίσκεται σὲ ὕψωμα. Γουνὸς Ἀθηνάων ἐλέγετο καὶ ὁ λόφος τῆς Ἀκροπόλεως.
Τὴν γῆ ποὺ ὠργίαζε ἀπὸ τὴν εὐφορία της, τὴν ὠνόμαζον ΟΡΓΑΣ. Ὀργὰς ὠνομάζετο καὶ ἡ γῆ ἡ πολὺ καλῶς ἀρδευομένη.
ΤΟΠΟΣ ἡ γῆ ποὺ γεννᾶ, ποὺ τίκτει. Ἀβεβαίου ἐτυμολογίας ἀλλὰ ἄν ἐναλλάξουμε τὰ ἄφωνα, ὅπως συνηθίζεται μεταξὺ διαλέκτων ὁ τόκος γίνεται τόπος.
Ἡ ΝΑΣΟΣ ἤ ΝΗΣΟΣ ἦταν ἡ ἐπιπλέουσα γῆ, τὸ νησὶ ποὺ λέμε σήμερα. Καὶ ἡ χερσαία γῆ ποὺ ἔμοιαζε μὲ νησί, ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ. Πρὶν ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. π.Χ εἶχε καὶ τὴν σημασία τῆς γῆς ποὺ βρίσκεται κοντὰ σὲ νερό.
Ἡ γῆ ὅπου στηρίζονται οἱ πόδες μας ἐλέγετο ΠΕΔΟΝ-ΠΕΔΙΟΝ.
Ἀκόμα μία λέξις γιὰ τὴν γῆ ἦταν καὶ ἡ ΛΑΝΙΑ. Δὲν εἶναι τυχαἶον ἄλλωστε καὶ τὸ παλαιὸν ὄνομα τῆς χώρας μας, Ἑλλανία ( ἡ φωτεινὴ γαία, ἐξ οὗ καὶ οἱ Ἑλλανο-δίκες). Σήμερα ἐπιβιώνει περισσότερον στὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες ὡς «land» καὶ μάλιστα πολλὲς χῶρες τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς δεύτερον συνθετικὸν γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ὀνομάσουν τὴν χώρα τους ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν (βλ.Deutschland, Ireland, Finland, New Zealand κλπ)
Τέλος, ἐλέχθη καὶ ΔΗΩ ( > δαίω = ἐδῶ: μοιράζω) ἐφόσον εἶναι <<ἡ εἰς πάντας μοιράζουσα, ἐκ τῆς ἀλέσεως τῶν δημητριακῶν, (Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ)>>.

Οἱ λέξεις μὲ συνθετικὸν τὴν γῆ σὲ ὅλες της τὶς παραλλαγὲς εἶναι ἀμέτρητες. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω : γήπεδον, ἄρδευσις, ὑδρόγειος, γατόμος, δάπεδον, ἐξωγήινος, γεωστατικός, τάπης, γηραιός, γεωλόγος, Δήμητρα, γαιοκτήμων, γεωδαισία, ὑλοτόμος, γηγενής, γέφυρα, γείτων, στρατόπεδον, γεωργός, χωρικός, προσγείωσις, έξυπαιθρεύω ( =ἐκστρατεύω), χωράφι, γήλοφος, ἐκχερσώνω, ἔγγειος, λεπτόγεως, δημητριακά, ταπεινός, ἔδαφος, ἐριστικός, ἐντοπιότης, ἀροτριῶ (=σκάβω), ἐρίβωλος, ἀρόσιμος καὶ ἄπειρα ἄλλα ἀκόμα…

Ἀξιοσημείωτον εἶναι τὸ πῶς ἐκφράζεται ἡ ἔννοια «γη» καὶ ἐκτὸς συνόρων:
Ἀπό τὴν ἔρα (ἔρθεν δηλαδή) :
Γερμ.: Erde
Ἀγγλ.: earth
Σουηδ.: jord
Νορβ.: jorden
Ὁλλανδ.: aarde
Ἀραβ.:[ard]
Ἀπὸ τὴν τέρρα:
Γαλλ.: terre
Λατ./Ἰταλ./Πορτ.: terra
Ἰσπαν.: tiera
Ἐκ τοῦ τόπου:
Ἀλβαν: tokë
Ἐκ τῆς δανός:
Τούρκ: dünya = κόσμος

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ