Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: HUMOUR


Ἡ λέξις humour θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἀνάγεται σὲ ἀγγλικὸ ἔτυμον καὶ σηματοδοτεῖ κάτι ποὺ σχετίζεται ξεκάθαρα μὲ τὸ γέλιο. Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; Κι ἄν ὄχι, ποῦ βρίσκεται τὸ ψέμα, στὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀγγλικὴ ἤ στὸ ὅτι δὲν σηματοδοτεῖ τὸ γέλιο;
Ἡ ἀπάντησις εἶναι πὼς δὲν εἶναι ἀλήθεια καὶ γιὰ τοὺς δύο λόγους! Κι αὐτὸ διότι προέρχεται ἀπὸ ἀμιγῶς ἑλληνικὸν ἔτυμον καὶ σχετίζεται μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀτόμου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ λέξις humour προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικοτάτη λέξιν «ΧΥΜΟΣ». Χυμὸς κατὰ κυριολεξία εἶναι ὁ ὑγρός ( βλ. ὑμήττιος Ζεύς = ὁ ὑγρὸς Ζεύς < ὕω=βρέχω, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σέ «χ»).
Στὸν «Κρατύλο (περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος) » τοῦ Πλάτωνος ἀναφέρεται πὼς στὴν εὐβοϊκὴ διάλεκτο τὸ τελικό -ς προφέρεται -ρ. Αὐτὸ τὸ φαινόμενον ὀνομάζεται ῥωτακισμὸς καὶ δὲν ἦταν μόνον ἴδιον τῆς εὐβοϊκῆς διαλέκτου. Στὴν δωρικὴ Ἡλεία ἀλλὰ καὶ στὴν Λακωνία μετὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ εἶναι σύνηθες φαινόμενον καὶ γι’αὐτὸ καὶ στὰ κείμενα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς συναντᾶται μονίμως τό -ρ ἀντὶ τοῦ -σ στὴν κατάληξιν (π.χ ΧΥΜΟΣ->ΧΥΜΟΡ, ΑΣΚΟΣ->ΑΣΚΟΡ, ΤΟΙΣ ΑΛΛΟΙΣ->ΤΟΙΡ ΑΛΛΟΙΡ, ΠΑΘΟΣ-> ΠΑΣΟΡ). Ὁπότε τὸ πρόβλημα τῆς καταλήξεως λύθηκε…
Τώρα σχετικῶς μὲ τὸ πῶς συνδέθηκε τὸ humour μὲ τὴν πρόσχαρη διάθεσιν, αὐτὸ ὀφείλεται ἀρχικῶς στὸν πατέρα τῆς ἰατρικῆς, Ἱπποκράτη. Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς ἰατρὸς θεωροῦσε πὼς ὅπως τὸ σύμπαν ἀποτελεῖται ἀπὸ 4 στοιχεῖα ἔτσι καὶ τὸ σῶμα ἀποτελεῖται ἀπὸ 4 ὑγρά: τὸ αἷμα, τὸ φλέγμα, τὴν κίτρινη καὶ τὴν μαύρη χολή.
Θεωροῦσε πὼς γιὰ νὰ εἶναι ὑγιὴς ἕνας ὀργανισμὸς πρέπει αὐτὰ τὰ 4 ὑγρὰ νὰ βρίσκονται σὲ ἀπόλυτο ἰσορροπία στὸν ὀργανισμό, δηλαδὴ σὲ εὐκρασία ( > εὖ +κεράννυμι= ἀνακατεύω). Ἡ διαταραχὴ τῆς ἀναλογίας τῶν χυμῶν (δυσκρασία) ἦταν αὐτὴ ποὺ προκαλοῦσε τὶς ἀσθένειες καὶ ἔτσι ἡ θεραπεία στηριζόταν στὴν ἐπαναφορὰ τῆς σωστῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῶν ὑγρῶν τοῦ σώματος. Ὑποστήριζε ἐπίσης, ὅτι ἡ δυσαναλογία αὐτὴ ἐπηρεάζει καὶ τὸν ψυχικὸ κόσμο καὶ ἔκανε τὶς ἑξῆς παρατηρήσεις:
1. Ὅταν ὑπερέχει τὸ αἷμα στὸ σῶμα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ ὀμιλητικός, αἰσιόδοξος καὶ ἐξωστρεφής καὶ αὐτὸ συμβαίνει συχνότερα τὸ καλοκαίρι, ὅταν λόγω ζέστης οἱ φλέβες εἶναι περισσότερο διεσταλμένες. Τότε θεωροῦσε πὼς εἶναι κάποιος πιὸ χαρωπὸς καὶ εὔθυμος.
2. Ὅταν ὑπερτερεῖ τὸ φλέγμα γίνεται ἥρεμος, δυσκίνητος καὶ ἀργὸς καὶ τὸ συνδύαζε μὲ τὴν ἀπάθεια καὶ τὴν ψυχραιμία.
3. Ὅταν πάλι ὑπερτερεῖ ἡ κίτρινη χολὴ ἀποκτᾶ θυμὸ καὶ ἐκνευρίζεται εὔκολα. Εἶναι ἐπιρρεπὴς στὸ νὰ γίνει ἐπιθετικός. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα τῆς χολῆς ( > χόλος =ὁ θυμός).
4. Τέλος, ὅταν ὑπερτερεῖ στὸ σῶμα ἡ μαύρη χολή (ἀρχ. μέλαινα χολή) τότε ὁ ὀργανισμὸς εἶναι θλιμμένος, ἀγχώδης καὶ σκυθρωπός, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀσθένεια μελαγχολία ποὺ διέδωσε παγκοσμίως τὴν ἱπποκρατικὴ λογικὴ μέσω τοῦ melancholy.
Ὅταν λοιπὸν διαδόθηκε στοὺς Λατίνους ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἡ ἰατρική, υἰοθετήθηκε μαζὶ κι αὐτὴ ἡ λογικὴ τοῦ Ἱπποκράτους περὶ ἐναλλαγῆς τῆς διαθέσεως σύμφωνα μὲ τὴν εὐκρασία τῶν ὑγρῶν. Κι ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ λέξις humor νὰ σημαίνει ἀρχικῶς τὴν διάθεσιν, τὴν ἰδιοσυγκρασία, τὸ πόσο ὑγιὴς νιώθει κανείς. Ἄλλωστε μέχρι καὶ σήμερα πολλοὶ ἀλλόθροοι τὴν λέξιν «διάθεσις» στὴν γλῶσσα τους, τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ ἑλληνικό «ΧΥΜΟΡ» (γαλλ. humeur, ἰταλ. Umore, ἰσπ./γερμ. humor κλπ).
Κι ἔτσι τὸ χιοῦμορ συνυφάνθη μὲ τὴν ψυχικὴ ἰσορροπία καὶ τὶς δυστροπίες ἑνὸς ἀνθρώπου.
Κατὰ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰ., στὰ χρόνια τῆς Ἀναγεννήσεως οἱ τέχνες καὶ τὰ γράμματα ἄρχισαν καὶ πάλι νὰ ἀνθίζουν. Μεγάλη αἴγλη γνώρισε καὶ τὸ θέατρον. Ἄρχισαν νὰ ἀνεβαίνουν παραστάσεις ποὺ βασίζονταν στὶς ἱστορίες καὶ στὰ καμώματα ἐκκεντρικῶν χαρακτήρων. Σημείωναν μεγάλη ἐπιτυχία καθῶς προκαλοῦσαν γέλιο καὶ τραβοῦσαν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κοινοῦ, ὁπότε τὸ νὰ δημιουργοῦνται συνέχεια τέτοιου εἴδους παραστάσεις ἦταν μία σίγουρη πεπατημένη. Γι' αὐτὸ καὶ δημιουργήθηκε ἕνα νέο εἶδος μυθοπλασίας ποὺ ὠνομάσθη «comedy of humours» (κωμωδία τῶν ἰδιοσυγκρασιῶν).
Σῆμα-κατατεθὲν τοῦ νέου αὐτοῦ εἴδους ἀλλὰ καὶ τοῦ πῶς λειτούργησε ἡ ἱπποκρατικὴ θεωρία στὸ θέατρον ἐκείνης τῆς περιόδου ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Ἄγγλου συγγραφέως Ben Johnson «Every man in his humour», τὸ ὁποῖον ἀνέβηκε τὸ 1598 καὶ σάρωσε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνεβάσει ἕναν χρόνο ἀργότερα καὶ τὴν συνέχειά του μὲ τίτλο «Every man out of his humour». Ἡ πλοκὴ τῶν ἔργων ἦταν βασισμένη ἀποκλειστικῶς σὲ ἰδιάζοντες χαρακτῆρες ποὺ στὸν καθένα πλεόναζε ἕνα ἀπὸ τὰ 4 προαναφερθέντα στοιχεῖα καὶ λόγω αὐτοῦ ἐπηρεάζετο ὁ χαρακτήρ τους σὲ βαθμὸ ποὺ προκαλοῦσαν τρομερὸ γέλιο.
Ἔτσι σιγά-σιγὰ μὲ τὴν διάδοσιν τοῦ πνεύματος τῆς Ἀναγεννήσεως σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη δημιουργήθηκε τὸ ἔδαφος ὥστε ἡ αἴσθησις τῆς ἰδιοσυγκρασίας νὰ γίνει συνώνυμον τῆς γελοιότητος καὶ ἡ λέξις χιοῦμορ νὰ ἀποκτήσει τὴν σημερινή της σημασία παγκοσμίως.
Κάτι ἀκόμα ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι πὼς ὁ Ἱπποκράτης ὑπεστήριζε πὼς ὁ πλεονασμὸς ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ὑγρῶν στὸ σῶμα συνδέεται καὶ μὲ τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου (λατιν. tempus > τέμνω).
Ἀργότερα, ὁ ἰατρὸς Γαληνὸς μελετώντας τὴν θεωρία αὐτὴ εἰς βάθος συνέδεσε τὶς 4 αὐτὲς ἰδιοσυγκρασίες μὲ τὶς ἔννοιες ζεστόν (αἱματώδης, χολερικός) καὶ κρύον (μελαγχολικός, φλεγματικός). Ἔτσι ὑπὸ αὐτὴν τὴν λογικὴ καὶ πάλι, ἡ λέξις ποὺ ὑπεδήλωνε τὴν θερμοκρασία (temperature) κατέληξε νὰ συνδεθεῖ ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ «ἐκτόπισμα» ποὺ ἔχει ἕνας χαρακτήρ, τὸ ταμπεραμέντο του (ἰταλ. temperamentο).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (